Αναζητώντας μετα-μεταπολιτευτικό εφαλτήριο

πώς θα οδηγηθεί η ελληνική κοινωνία από την ασθμαίνουσα μεταπολιτευτική πραγματικότητα στην μετα-μεταπολιτευτική εποχή;
NurPhoto via Getty Images

Πριν από δυόμισι χρόνια ανώτατος πολιτειακός παράγων, προσπαθώντας από το βήμα της Βουλής να δικαιολογήσει την ασυνέπεια μεταξύ προεκλογικών δεσμεύσεων και διακυβέρνησης, δήλωνε: «Μπορείτε να μας κατηγορήσετε για αυταπάτες, όχι ότι είπαμε ψέματα». Βασική του μέριμνα ήταν να πείσει τους πολίτες πως δεν πρέπει να τους ψέγουν ως ανειλικρινείς αλλά ως αιθεροβάμονες. Για την ψυχιατρική, η αυταπάτη ως νόσημα συνίσταται στην παραπλάνηση του εαυτού μας, ώστε να δεχθεί ως αληθές ή έγκυρο κάτι το οποίο είναι ψευδές ή άκυρο. Εν ολίγοις, η αυταπάτη είναι ο τρόπος με τον οποίο δικαιολογούμε στον εαυτό μας τις ψευδείς πεποιθήσεις μας.

Σύμφωνα με την εν λόγω συλλογιστική, η παραδοχή της μη ορθής πρόσληψης της πραγματικότητας συνιστά επαρκή δικαιολογία προς την κοινωνία και πιθανόν να λογίζεται ως προσόν στον οικείο πολιτικό χώρο. Αναμφίβολα, η δήλωση περί ψευδαισθήσεων εμπεριέχει ατομικά και συλλογικά βιωματικά γνωρίσματα της δράσης του συγκεκριμένου πολιτικού χώρου κατά την μεταπολίτευση. Ο αείμνηστος Παναγιώτης Κονδύλης, αναφερόμενος σ’ ένα ευρύτερο ανθρωπολογικό πλαίσιο, με τον μοναδικό του τρόπο, παρατήρησε ότι: «η ορθή γνώση υπονομεύει τις ψυχολογικές πηγές της δράσης, ενώ αντίθετα η “ιδεολογία” τις αναζωογονεί».

Την δεκαετία του ΄60, οι νεολαίοι της αριστεράς διακήρυτταν και ακολουθούσαν το σύνθημα: «Πρώτοι στα μαθήματα, πρώτοι στον αγώνα». Σταδιακά, κατά την μεταπολιτευτική περίοδο, όλο και μεγαλύτερο ποσοστό των ιδεολογικών τους επιγόνων έδωσαν προτεραιότητα στον αγώνα εν σχέσει με τα μαθήματα. Την τελευταία τετραετία, οι καταμαρτυρούμενες αυταπάτες της πρώτης αριστερής κυβέρνησης ίσως να ερείδονται στην προαναφερθείσα ασυμμετρία και την μονοσήμαντη ερμηνεία -μαρξίζουσα- του ιστορικού γίγνεσθαι. Εικοσιπέντε χρόνια πριν, το ίδιο πολιτικό πρόσωπο ως έφηβος μαθητής, επεδίωξε τις προσωπικές του μαθησιακές ιεραρχήσεις και ιδεολογικές προτιμήσεις να τις καταστήσει κοινές για την μαθητιώσα νεολαία, μέσω της αναστολής των μαθημάτων˙ αργότερα, ως φοιτητής, συνέχιζε να θεωρεί την μαθησιακή διαδικασία και την επιστημονική συγκρότηση δευτερεύουσες εν σχέσει με τις πολιτικές του επιζητήσεις.

Η πρόσφατη ανάρτηση του ίδιου πολιτειακού παράγοντα σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης, εξ’ αφορμής της εκατονταετηρίδας από την λήξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, (λογικά θα) δημιούργησε αλγεινές εντυπώσεις. Δεν απέδιδε απλώς μια μονοδιάστατη ερμηνεία τραγικών ιστορικών γεγονότων, όπως ήταν ο Μεγάλος Πόλεμος, αλλά καταφανώς αποτύπωνε την προσπάθεια να εξαχθούν χρήσιμα πορίσματα για ιδεολογική χρήση στο παρόν, τεκμηριωμένα σε γεγονότα του παρελθόντος. Η μη επαρκής ή η στρεβλή ιστορική γνώση θα εξακολουθεί να θρέφει αυταπάτες…

Είναι πλέον βέβαιο ότι το τέλος της μεταπολίτευσης δεν θα επέλθει από την πρώτη αριστερή κυβέρνηση, αλλά ήταν μάλλον προϋπόθεση να υπάρξει μία αριστερή κυβέρνηση για να επέλθει το τέλος της. Πολύ λογικό, διότι συστατικό στοιχείο της μεταπολιτευτικής περιόδου αποτελούσε η κυριαρχία της αριστεράς σε σημαντικότατους κοινωνικούς τομείς -παιδεία, πολιτισμός, μονοπώληση κοινωνικής ευαισθησίας- ούσα ταυτόχρονα ο ηθικός κριτής και αμφισβητίας του συστήματος. Ήταν και αυτή μια συλλογική αυταπάτη, την οποία εξέθρεψαν και τα δύο κόμματα, τα οποία κυβέρνησαν από το 1974 έως το 2012˙ το ένα μέσω της οικειοποίησης των ιδεολογικών της προταγμάτων και το άλλο επιδεικνύοντας απροθυμία -ή αδυναμία- αμφισβήτησής τους. Τώρα που ο ”βασιλιάς” είναι γυμνός και οι μεταπολιτευτικές εφεδρείες εξαντλήθηκαν, η ελληνική κοινωνία οφείλει, έστω και την έσχατη στιγμή, να θέσει τα ζωτικής της φύσεως ζητήματα αδιαμεσολάβητα και ακαμουφλάριστα, ως έχουν και η ανάγκη τα επιτάσσει.

Ο ανθρωπολογικός τύπος -χαμηλό αίσθημα ατομικής ευθύνης, ροπή στην ανομία, νομή του πελατειακού κράτους- που γαλούχησε η μεταπολίτευση και αποτελεί έκτοτε βασικό πυλώνα της, συναντάται, όχι βέβαια στην ίδια συχνότητα, σε ολόκληρο το πολιτικό σύστημα. Αν υπάρχει όμως, ένας ιδεολογικός χώρος που δεν επιθυμεί το τέλος της μεταπολίτευσης, αυτός βρίσκεται μάλλον στα αριστερά του πολιτικού φάσματος. Η συγκεκριμένη υπόθεση ενισχύεται τόσο από τον τρόπο διακυβέρνησης, όσο και στην παρούσα προεκλογική συγκυρία όπου, παρά την απειλή ενός νέου δημοσιονομικού εκτροχιασμού, έχουν επιστρατευθεί όλα εκείνα τα παθογόνα και εκμαυλιστικά τερτίπια που κυριάρχησαν στις προεκλογικές περιόδους των τελευταίων σαράντα ετών. Η παρούσα κυβερνητική συγχορδία, ιδεολογικά ασύμπτωτη μα ανθρωπολογικά ομοειδής, προσπαθεί αόκνως να επιβιώσει (μετ)εκλογικά «καταναλώνοντας» θεσμούς, πόρους και την θέση της χώρας στο διεθνές σύστημα.

Το ερώτημα που αναφύεται είναι ζωτικής σημασίας - αν αναλογιστούμε και τις περιρρέουσες διεθνοπολιτικές εξελίξεις- και συνίσταται στο πώς θα οδηγηθεί η ελληνική κοινωνία από την ασθμαίνουσα μεταπολιτευτική πραγματικότητα στην μετα-μεταπολιτευτική εποχή; Η μεταπολίτευση, ιδιαίτερα στην τωρινή κυβερνώσα εκδοχή της, ομοιάζει με κυοφορούσα που θέλει να κλωνοποιηθεί παρά να γεννήσει το νέο, απαλλαγμένο από τις δικές της παθογένειες˙ σαν μία μητέρα που θέλει να γεννήσει ένα μη απολύτως υγειές τέκνο.

Δημοφιλή