Ανήκει η Ουγγαρία στην Ευρωπαϊκή Ένωση;

Δεν μπορεί η συνέχιση της Ε.Ε. να επιτευχθεί όταν ο αντιευρωπαϊσμός συνυπάρχει ή ξεκινάει μέσα από αυτήν.
11 Ιουνίου 2020 : Ο πρωθυπουργός της Ουγγαρίας Βίκτωρ Ορμπάν κατά τη διάρκεια στη συνάντησης της ομάδας Βίσεγκραντ (Photo by Gabriel Kuchta/Getty Images)
11 Ιουνίου 2020 : Ο πρωθυπουργός της Ουγγαρίας Βίκτωρ Ορμπάν κατά τη διάρκεια στη συνάντησης της ομάδας Βίσεγκραντ (Photo by Gabriel Kuchta/Getty Images)
Stringer via Getty Images

Μπορεί το ερώτημα αυτό σε πολλούς να ακούγεται ρητορικό αλλά η απάντηση δεν είναι και τόσο απλή. Η Ουγγαρία αποτελεί κράτος-μέλος της Ε.Ε. ήδη από το 2004 χάρη στην τότε διεύρυνση της Ένωσης στην Ανατολική Ευρώπη. Όπως είναι γνωστό, μία από τις βασικές προϋποθέσεις προκειμένου μια χώρα να γίνει δεκτή στην Ε.Ε. είναι να πληροί να λεγόμενα Κριτήρια της Κοπεγχάγης (ψηφίστηκαν στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο που έγινε στην Κοπεγχάγη το 1993) τα οποία μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:

Πρώτον, στο υποψήφιο κράτος να υπάρχουν θεσμοί οι οποίοι μπορούν να εγγυηθούν την ομαλή λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, του κράτους δικαίου αλλά και τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Δεύτερον, να λειτουργεί ομαλά η οικονομία της αγοράς στο πλαίσιο του ανταγωνισμού.

Τρίτον, να εφαρμόζει τους κανόνες που απορρέουν από την ιδιότητα του ως κράτους-μέλους της Ε.Ε..

Την χρονιά εισδοχής της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η Ουγγαρία πληρούσε αυτά τα κριτήρια, τουλάχιστον στον βαθμό που αυτό κρινόταν αρκετό, και έγινε μέλος. Μετά από 16, μόλις, χρόνια παρουσίας στο ευρωπαϊκό αυτό σχήμα, η χώρα, υπό τον Viktor Orban, αν και τυπικά μέλος της Ένωσης, ουσιαστικά μοιάζει σαν ξένο σώμα και χωρίς την πρόθεση να εφαρμόσει αυτά τα κριτήρια.

Από το 2010, όταν ανέλαβε για δεύτερη φορά την εξουσία, ο Orban και το κόμμα του, το Fidesz, έχουν συστηματικά αποδομήσει την ουγγρική δημοκρατία. Αρχικά, έχει περιορίσει σε σημαντικό βαθμό την ελευθερία του Τύπου (όπως το πέρασμα της Nepszabadsag μιας από τις πιο γνωστές ουγγρικές εφημερίδες στην ιδιοκτησία επιχειρηματιών φίλα προσκείμενων στον Orban) καθώς η κυβέρνηση ελέγχει το μεγαλύτερο μέρος των ΜΜΕ της χώρας.

Επιπλέον, η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης αμφισβητείται, τα αντίπαλα κόμματα απαγορεύεται να σχηματίσουν συμμαχίες ενώ στην ουγγρική βουλή το κυβερνών κόμμα κατέχει την πλειοψηφία των 2/3 μια κατάσταση που σηματοδοτεί ότι η νομοθετική εξουσία ελέγχεται απόλυτα από την εκτελεστική.

Ακόμα, μεγάλα πανεπιστήμια της χώρας, όπως το Πανεπιστήμιο της Κεντρικής Ευρώπης, έχουν κλείσει διότι το κράτος κρίνει πως διάφορα αντικείμενα διδασκαλίας και έρευνας, όπως οι σπουδές πάνω στα φύλα, αντιβαίνει στον χριστιανικό τρόπο ζωής και σε αυτό που ο ίδιος ο Orban αρέσκεται να αποκαλεί «χριστιανική δημοκρατία». Ο όρος αυτός δεν προέκυψε τυχαία αλλά αποτελεί κομβικό σημείο της ρητορικής του Ούγγρου πρωθυπουργού και ενδυναμώθηκε σαν πολιτική ιδιαίτερα μετά και την στάση της χώρας το 2015 στο ζήτημα του μεταναστευτικού που ταλάνιζε την Ευρώπη. Βέβαια, αξίζει να σημειωθεί ότι με αυτήν την πολιτική έχουν απομακρυνθεί αρκετοί ξένοι επενδυτές ενώ πολλές επιχειρήσεις έχουν περάσει στην ιδιοκτησία ατόμων του στενού κύκλου του πρωθυπουργού καθιστώντας τον ανταγωνισμό και την οικονομία της αγοράς κενό γράμμα.

Πολλές φορές στο παρελθόν η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει καλέσει την Ουγγαρία να σεβαστεί τα Κριτήρια της Κοπεγχάγης αλλά ως τώρα δεν έχει καταφέρει να αλλάξει την πορεία που ακολουθεί το ουγγρικό κράτος. Μάλιστα, με αφορμή την πρόσφατη πανδημία του COVID-19, η κυβέρνηση Orban πέρασε τον περασμένο Μάρτιο νομοσχέδιο στην Βουλή με βάση το οποίο το κράτος αναλάμβανε έκτακτες και εκτεταμένες εξουσίες προκειμένου, κατά την κυβέρνηση, να προχωρά, ταχύτερα και αποτελεσματικότερα, σε κατάλληλα μέτρα για την αντιμετώπιση του κορονοϊού. Αυτή η κίνηση από το κόμμα Fidesz δείχνει ότι το ίδιο και ο αρχηγός του ελέγχουν απόλυτα το πολιτικό παιχνίδι στην χώρα ενώ η απόφασή τους να παραδώσουν τις έκτακτες εξουσίες στο κοινοβούλιο τον Ιούνιο με νέο νομοσχέδιο, δεν είναι παρά ένα ακόμα βήμα μιας προσεγμένης και οργανωμένης στρατηγικής του Orban για την απόλυτη εγκαθίδρυση ενός αυταρχικού καθεστώτος. Αυτό συμβαίνει επειδή μέσα στο νέο νομοσχέδιο που θα κατατεθεί εμπεριέχεται ο όρος ότι σε ενδεχόμενη επανεμφάνιση του ιού οι εκτεταμένες εξουσίες θα επιστραφούν στο κράτος.

Μετά από όλες αυτές τις εξελίξεις σε μια χώρα κράτος-μέλος της Ε.Ε. είναι λογικά τα επακόλουθα ερωτήματα: Πώς μπορεί ένα οικοδόμημα το οποίο υπερηφανεύεται ότι προωθεί τις δημοκρατικές αξίες να αντιμετωπίσει έναν αυταρχικό εθνικισμό στο εσωτερικό του; Ποιά θα είναι η αντίδρασή του; Δυστυχώς, η αντίδραση αυτή μπορεί να χαρακτηριστεί, στην καλύτερη περίπτωση, ως παθητική. Συγκεκριμένα, το 2018 το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ξεκίνησε την διαδικασία ενεργοποίησης του Άρθρου 7 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (το οποίο προβλέπει την αναστολή των δικαιωμάτων ενός κράτους-μέλους της Ε.Ε. εφόσον αυτό καταπατά τις βασικές αρχές και αξίες της Ένωσης). Ωστόσο, για να εφαρμοστεί αυτό το άρθρο θα πρέπει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο να αποφασίσει ομόφωνα, μετά από πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ότι αυτές οι αρχές παραβιάζονται από το εν λόγω κράτος-μέλος. Μια διαδικασία η οποία φαντάζει εξαιρετικά δύσκολη να ολοκληρωθεί καθώς η Πολωνία, έχοντας ένα παρόμοιο καθεστώς με αυτό της Ουγγαρίας, δεν θα συναινούσε σε μια τέτοια ψηφοφορία γνωρίζοντας ότι ενδεχομένως η ίδια θα τίθεντο στο μικροσκόπιο των ευρωπαϊκών θεσμών για τους ίδιους λόγους.

Επιπροσθέτως, κάποιοι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι εμμένουν προς το παρόν σε δηλώσεις ανησυχίας για την κατάσταση στην Ουγγαρία αλλά και ο πρωθυπουργός της Κροατίας, της χώρας που για το παρόν εξάμηνο έχει την προεδρία της Ε.Ε, Andrej Plenkovic πρόσφατα δήλωσε πως «σε κάθε χώρα το κράτος δικαίου θα πρέπει να αξιολογείται διαφορετικά και κάθε χώρα θα μπορεί να το βλέπει διαφορετικά». Επίσης, ας μην ξεχνάμε ότι το Fidesz εξακολουθεί να είναι μέλος του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, της μεγαλύτερης πολιτικής οικογένειας στην Ευρώπη, όπου και εκεί υπάρχει διχασμός αναφορικά με το αν θα πρέπει να αποβληθεί το κόμμα από αυτήν την ομάδα ή όχι. Αυτές οι ενέργειες, όμως, αποτελούν σημάδια μιας ένωσης που βρίσκεται σε κρίση ταυτότητας. Όταν μια χώρα μέσα στην Ε.Ε. παραβιάζει ανοιχτά αρχές και αξίες θεμελιώδους σημασίας και η Ευρώπη δεν αντιμετωπίζει αυτό το φαινόμενο δυναμικά και συντεταγμένα τότε πώς περιμένει από τις άλλες χώρες να συνεχίσουν να τις τηρούν;

Ποιός θα εμποδίσει άλλες χώρες, όπως η Πολωνία, να συνεχίσουν στο ίδιο μοτίβο από την στιγμή που η άνευρη αντιμετώπιση της Ουγγαρίας στο θέμα της τήρησης των αρχών θα θέσει ένα επικίνδυνο προηγούμενο; Είναι όντως θεμελιώδεις αρχές αυτές για την Ε.Ε. ή μήπως στον βωμό των ευκαιριακών πολιτικών ισορροπιών θα τηρούνται a la cart; Αυτά τα ερωτήματα, θέλοντας και μη, η Ευρώπη θα τα βρει μπροστά της γιατί είναι κομβικά για το μέλλον της ως πολιτική οντότητα αλλά και για την διατήρηση της ταυτότητάς της. Δεν μπορεί η συνέχιση της Ε.Ε. να επιτευχθεί όταν ο αντιευρωπαϊσμός συνυπάρχει ή ξεκινάει μέσα από αυτήν.

Δημοφιλή