Από την «απομάγευση του κόσμου» στην εδραίωση του πραγματισμού

Χρειάζεται μια νέα σύνθεση της στρατηγικής της Ελλάδος η οποία θα εγκολπώνεται στοιχεία εξισορροπήσεως και όχι κατευνασμού
Φωτογραφία αρχείου (Photo by Hristo Rusev/NurPhoto via Getty Images)
Φωτογραφία αρχείου (Photo by Hristo Rusev/NurPhoto via Getty Images)
NurPhoto via Getty Images

Σε μια κατάσταση ζωτικής ανάγκης με πρωτόγνωρα χαρακτηριστικά όπως η παρούσα, πρέπει να αντιστοιχούν και μέτρα ζωτικής ανάγκης. Είναι κρυστάλλινης υποστάσεως το γεγονός ότι η Ελλάς εισήλθε, και θα συνεχίσει να διέρχεται από ένα κρίσιμο ιστορικό σταυροδρόμι. Οι καιροί για την πατρίδα μας είναι χαλεποί, και η υφιστάμενη διφυής κρίση, με τις δύο πτυχές του λαθρομεταναστευτικού και της επιδημίας, σε συνδυασμό με την «φυσική» και αέναη τουρκική απειλή, ήρθαν να δοκιμάσουν τα αντανακλαστικά και το μέταλλο της ελληνικής κοινωνίας. Ο Max Weber είπε με ιδιαίτερη ευστοχία ότι «η μοίρα των καιρών μας χαρακτηρίζεται από την ορθολογικοποίηση, διανοητικοποίηση, και πάνω απ΄όλα, από την ″απομάγευση του κόσμου″». Ορθώς, όμως η ισχύουσα πραγματικότητα επιβάλλει την ενθρόνιση του πραγματισμού. Και οι χειρισμοί της παρούσης κυβερνήσεως επιτάσσουν ψυχραιμία και πραγματισμό. Ενώπιον του κινδύνου, συγκροτήθηκε σχεδόν αρραγής η εσωτερική δομή του έθνους, και η ομοθυμία της κοινωνίας ορθώνεται μπροστά σε ένα πρωτοφανές τέλμα. Οι δυσκολίες όμως εκτείνονται πολύ πέραν της πανδημίας.

Το μέλλον διαγράφεται δυσοίωνο, ίσως όμως και ελπιδοφόρο. Η ακινητοποίηση της ελληνικής κοινωνίας και η αδρανοποίηση της οικονομίας θα αποβούν εξαιρετικά επιζήμιες, επισφραγίζοντας την μέχρι πρότινος παρατηρούμενη ανάταση της ελληνικής οικονομίας. Ενθαρρυντικός είναι όμως ο παλμός της κοινωνίας εν μέσω αυτής της κρίσεως. Ο ατομικισμός ο οποίος έρχεται συνήθως και φιμώνει τη συλλογικής συνείδηση των Ελλήνων, έχει περιοριστεί και στη θέση του ενισχύεται το συναίσθημα του «συνανήκειν». Ο αμίμητος ελληνικός εγωκεντρισμός δείχνει να χαλιναγωγείται για χάριν του εμείς. Η αλγεινή λοιπόν κρίση της επιδημίας, ίσως κληροδοτήσει στην ελληνική κοινωνία συλλογική αλληλεγγύη καθώς και την διακαώς ευκταία ωριμότητα που επιτάσσουν οι καιροί. Η οικονομική οπισθοδρόμηση ίσως να συμπληρωθεί από μια σημαίνουσα κοινωνική πρόοδο. Άλλωστε, βασικός όρος ευημερίας είναι το να συμβαδίζουν η οικονομική με την κοινωνική πρόοδο, και στην περίπτωση της Ελλάδος, η οικονομική πρόοδος κατέστη αυτοσκοπός και το άνοιγμα της ψαλλίδος μεταξύ των δύο υπήρξε ιδιαίτερα επιζήμιο.

Η κρισιμότητα των καταστάσεων δεν επιτρέπει καμία ωραιοποίηση της πραγματικότητας, κανένα δείγμα επιπολαιότητας, εφησυχασμού, οκνηρίας. Η καθοδήγηση της χώρας μέσα από αυτόν τον στρόβιλο δυσκολιών προϋποθέτει προπάντων την συστράτευση όλων των υγιών εθνικών δυνάμεων, την απερίσπαστη ενασχόληση όλων για την μεγαλύτερη δυνατή εξασφάλιση από γεωπολιτικές και γεωστρατηγικές απειλές. Ο δογματισμός, η προκατάληψη τα ιδεολογικά συμπλέγματα και πλέγματα παλαιότερων καταστάσεων και σχέσεων, η στατική και διχοτομική οπτική «δεξιάς-αριστεράς» θα πρέπει να εξαλειφθούν, και την θέση τους να αναλάβει η αποτελεσματικότητα. Η γενική εγγύηση ασφάλειας της χώρας έναντι εξωτερικών κινδύνων απαιτεί την πλήρη εκκαθάριση και ενοποίηση του εσωτερικού μετώπου. H συσπείρωση επιβάλλεται να διαδεχθεί τη σύγχυση της αμορφίας και της διασπάσεως.

Τα γεωπολιτικά δεδομένα δεν γνωρίζουν άλλωστε ιδεολογικές αποχρώσεις αλλά επιτάσσουν ψυχρούς υπολογισμούς και ιεράρχηση των κινδύνων και των συμμαχιών. Η ταχύτητα των εξελίξεων και η μεταλλακτικότητα του διεθνούς συστήματος επιβάλλουν επίσης την ανάπτυξη πολιτικής αυτοαναφορικότητας και αυτενέργειας, όπως αυτή παρατηρήθηκε στον χειρισμό της κρίσης του Έβρου.

Εν μέσω της κρίσιμης αυτής συγκυρίας, δε θα πρέπει σε καμία περίπτωση να λησμονείται η αμετακίνητη ″φυσική″ γεωπολιτική απειλή της χώρας, η Τουρκία. Η παρουσία της γείτονος απετέλεσε, αποτελεί και θα εξακολουθήσει για άγνωστο ακόμη χρονικό διάστημα να αποτελεί ένα μείζον εμπόδιο στην έρρυθμη αναπνοή της χώρας μας. Η επεκτατική τάσις της Τουρκίας και η άσκηση μονίμου πιέσεως προς την Ελλάδα είναι μια τάσις δομικής φύσεως με γεωπολιτική ουσία. Τα πάρθια βέλη της Τουρκίας δεν πρόκειται να περιορισθούν ούτε στο τουρκολιβυκό μνημόνιο ούτε στην εργαλειοποίηση των λαθρομεταναστών για την διεξαγωγή υβριδικού πολέμου στα ελληνοτουρκικά σύνορα. Ο τουρκικός μεγαλοϊδεατισμός και η ένταση που εκπέμπει καρποφορούν διότι η Τουρκία δεν έχει ουσιαστικό κόστος, ούτε κάποια συγκεκροτημένη αντιτιθέμενη θέληση που να ορθώνεται ενώπιόν της.

Το μείζον ερώτημα το οποίο πρέπει να διερευνήσουν τα ελληνικά επιτελεία είναι το εξής: ποιά είναι τα αντικειμενικά στοιχεία που συνιστούν την τουρκική απειλή και τις διογκούμενες ανισορροπίες. Η διάγνωσις δεν είναι όμως ίασις. Απαιτείται επίσης ανάλυση και σύνθεση τρόπων αντιμετωπίσεώς τους. Η στρατηγική της συμφιλίωσης του Ελσίνκι είναι πασιφανώς παρωχημένη και ανεδαφική καθότι η ιστορία δείχνει ότι η Τουρκία δεν μπορεί ποτέ να εννοήσει μια φιλία σε ίσο επίπεδο. Θα πρέπει να υπάρχει μια κάθετη διαστρωμάτωση με έναν ασκών και έναν υφιστάμενο εξουσία, όπου φυσικά η Ελλάς πρέπει να υπόκειται στην υπερέχουσα εξουσία της Τουρκίας. Όπως φημολογείται ότι είπε ο Κεμάλ στον στρατάρχη Παπάγο ″Τουρκία και Ελλάδα είναι ένα ζευγάρι παντρεμένο. Ρόλο της γυναίκας όμως έχει η Ελλάδα.″ Συνεπώς, η γεφύρωση του χάσματος με την προσέγγιση της γείτονος είναι συνυφασμένη με την εύθετη παραχώρηση κυριαρχίας.

Εν συνεχεία, o παραδοσιακός κατευνασμός της ελληνικής ιθύνουσας τάξεως ωθεί την προσπάθεια αντιμετώπισης της τουρκικής απειλής σε μια κοίτη διαφορετική από την πρέπουσα. H πρυτανεύουσα λογική του κατευνασμού οπωσδήποτε υστερεί αποτελεσματικότητας, ιδίως έναντι μιας χώρας όπως η Τουρκία. Η ιστορία καταδεικνύει ότι, με μία χώρα η οποία θρέφει υπέρμετρες φιλοδοξίες ιστορικού βάθους και κοσμοθεωρητικής υφής, ο κατευνασμός οδηγεί προοδευτικά είτε σε φινλανδοποίηση, ήτοι παραχώρηση εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων χωρίς πόλεμο, είτε εν τέλει σε ένοπλη σύγκρουση (π.χ Chamberlain-Hitler). Σύμφωνα με την άποψη του γράφοντος, οι δύο ως άνω προσεγγίσεις, της συμφιλιώσεως και του κατευνασμού, οι οποίες συνθέτουν το κράμα της μέχρι πρότινος αντιμετωπίσεως της Τουρκίας, είναι πλέον ανυπόστατες και άκρως επικίνδυνες. Η εγκατάλειψη της εν λόγω στρατηγικής δεν ανοίγει υποχρεωτικώς τον δρόμο για την ένοπλη σύγκρουση. Η σύγκρουση δεν είναι μονόδρομος και θα πρέπει να αποφευχθεί με κάθε δύναμη. Τα στενά όρια του κειμένου δεν επιτρέπουν την ενδελεχή ανάλυση συγκεκριμένων μέτρων, όμως, επισημαίνεται ότι απώτερος στόχος θα πρέπει να είναι η μεθοδική ανάπλασις του γεωπολιτικού περιβάλλοντος με διαμόρφωση μοχλών πιέσεως προκειμένου να στοιχειοθετηθεί η στρατηγική της εξισορρόπησης. Εφόσον το εκκρεμές της τουρκικής απειλής πηγαίνει σε ολοένα και πιο ακραία θέση, μόνον η μεταφορά του στο άλλο άκρο θα του δώσει την απαραίτητη ώθηση που χρειάζεται για να επανέλθει σε ισορροπία. Φυσικά δεν εννοείται η διαφυγή σε ένοπλες λύσεις αλλά η διεξαγωγή μιας αμέσου αντεπιθέσεως με αφετηρία την άσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδος όπως προβλέπονται από το Διεθνές Δίκαιο. Χρειάζεται μια νέα σύνθεση της στρατηγικής της Ελλάδος η οποία θα εγκολπώνεται στοιχεία εξισορροπήσεως και όχι κατευνασμού και η οποία θα εδράζεται σε μια ιστορικού βάθους κατανόηση των επιδιώξεων της Τουρκίας. Εύχομαι να συνειδητοποιηθεί η ζωτική αναγκαιότητα αυτών των ενεργειών.

Το ερχόμενο έτος είναι ένα ιστορικό ορόσημο διότι συμπληρώνονται 200 χρόνια από την έναρξη της ένδοξης ελληνικής επαναστάσεως και την συγκρότηση του συγχρόνου ελληνικού κράτους. Επιβάλλεται η ερχόμενη επέτειος να γίνει κινητήριος αφορμή προκειμένου, όπως και η ανερχόμενη παγκόσμια δύναμη και έτερη πολιτισμική μήτρα Κίνα, έτσι και ο ελληνισμός να καλλιεργήσει ιστορική συνειδητότητα, ώστε ο επιμένων καιροσκοπισμός να δώσει τη θέση του σε μια μακρόπνοη θέαση των πραγμάτων και η Ελλάδα να εντοπίσει και χαλυβδώσει το ειδικό της βάρος στο διεθνές στερέωμα.

Δημοφιλή