Αποχαιρετώντας τον Γεράσιμο Βώκο

«Μέσα στον κούφιο και κίβδηλο ακαδημαϊσμό ήσουν κάτι το ζωντανό και γόνιμο».

«Εδώ είναι η κηδεία του Βώκου;».

Απήντησα καταφατικά στον ξένο που κατέφθασε αργοπορημένος και ο οποίος αφού έφερε μία γύρα την αίθουσα όπου προσέφεραν καφέ, αναζητώντας κάτι ή κάποιον, επέστρεψε για να καθίσει στο ίδιο, ακριανό τραπέζι. «Ήσασταν φοιτητής του;», απόρησα.

«Όχι, όχι, φίλος και συνάδελφος. Ο αδελφός μου διδάσκει γλωσσολογία και είχε στενό πνευματικό δεσμό μαζί του, αυτή τη στιγμή βρίσκεται με τη μητέρα του Βώκου σπίτι της». Και αφού συστήθηκα ως μαθήτρια του εκλιπόντος, συνέχισε: «Πάντα ήθελα να παρακολουθήσω κάποιο μάθημά του, ο αδελφός μου έλεγε ότι η διδασκαλία του ήταν κάτι το μοναδικό, αλλά λόγω Θεσσαλονίκης δεν τα κατάφερα. Με ενδιέφερε και για τα δικά μου μαθήματα».

Λίγο πριν, στο παρεκκλήσιο των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης του κοιμητηρίου του Ζωγράφου, όπου τελέστηκε η εξόδιος ακολουθία, φοιτητές του Βώκου και από τα 37 έτη θητείας του στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, αποχαιρετούσαν το δάσκαλό τους με λυγμό. Συντετριμμένος ο μαθητής και συνάδελφός του, Άρης Στυλιανού, εκφώνησε επικήδειο λόγο: «Μας δίδαξες να σκεφτόμαστε ελεύθερα, να σκεφτόμαστε από μόνοι μας. Καλό ταξίδι Γεράσιμε, χαιρετισμούς στον Μαρωνίτη και τον Αλτουσέρ. Οι φίλοι σου, οι συνάδελφοί σου, οι φοιτητές σου, σε αγαπάμε».

Τί ήταν ο Βώκος όταν δίδασκε στις αίθουσες και τα αμφιθέατρα του παλιού κτιρίου της Φιλοσοφικής Σχολής; Ένα αγρίμι και συνάμα ένας μονομάχος που μπούκαρε στην αρένα της σκέψης δίχως να φοβάται θηρία, δίχως να λογαριάζει αυτοκράτορες. Αγαπούσε τη φιλοσοφία, αλλά αγαπούσε και τη διδασκαλία, δεν ξεχώριζε το ένα από το άλλο, για εκείνον ήταν αλληλένδετα. Για εκείνον ο στοχασμός ήταν ανταλλαγή και επικοινωνία, ήταν προσφορά. «Ξέρω πολύ καλά γιατί δεν ξεκολλάτε, δεν ξεμυτίζετε από το πανεπιστήμιο, γιατί κάνετε μεταπτυχιακά και διδακτορικά. Γιατί φοβάστε να βγείτε εκεί έξω. Γιατί όπως είναι σήμερα τα πράγματα, έξω δεν σας περιμένει τίποτα».

Όταν ο Καμύ πήρε το Νόμπελ, διάβασε το συγκινητικό γράμμα στο δάσκαλό του αναγνωρίζοντάς του ότι έβγαλε τον δίχως ελπίδα μικρό Αλγερινό από την αφάνεια. «Ο Βώκος μας απόπαιρνε, δεν χάιδευε αυτιά, η μέριμνά του ήταν να μας διώξει μακριά του, να βγούμε έξω, να σπάσουμε τα μούτρα μας και να ζήσουμε. Και αυτό είχε το αντίθετο αποτέλεσμα πάνω μας, μεγέθυνε την έλξη μας ασκούσε», εξομολογούμουν στον ξένο που είχε καθίσει μπροστά μου, με δάκρυα που δεν μπορούσα να συγκρατήσω και τα οποία μου έφερναν εκείνη την ώρα στο νου τη διδαχή του: «Οι φιλόσοφοι έχουν σώμα. Ο άνθρωπος πριν από όλα είναι το σώμα του».

Ο Βώκος μας προέτρεπε να διαβάζουμε τις αλληλογραφίες των φιλοσόφων και τους προλόγους που γράφαν στις δεύτερες εκδόσεις των έργων τους. Μόνο η «Ηθική» του Σπινόζα, έλεγε, δεν έχει μήτε εισαγωγή, μήτε πρόλογο. Τον ακολουθούσαμε σε όλες τις Σχολές που δίδασκε (ένα φεγγάρι δίδασκε και στο Πολυτεχνείο και στο τμήμα Θεατρικών Σπουδών μαθήματα επιλογής), ένα πιστό κοπάδι από φοιτητές από όλα τα τμήματα του Αριστοτελείου. Δεν λείπαν οι Αθηναίοι που είχαν ανηφορίσει στην συμπρωτεύουσα μόνο και μόνο για τις δικές του παραδόσεις. Κάθε φορά που εισερχόμασταν σε αίθουσα διδασκαλίας ή εκδήλωσης έλεγε με καμάρι: «Αυτό είναι το κλιμάκιο της Φιλοσοφικής». Έτσι είχε ονομάσει εκείνη τη παράταιρη, ετερόκλητη αγέλη. Στις εξετάσεις γράφαμε πάντοτε με τα βιβλία ανοιχτά, έτσι ακριβώς όπως ήταν η καρδιά του για τους μαθητές του.

Μεσημέρι της 16ης του Απρίλη, δάσκαλε, με έναν ήλιο που μας έκαιγε τα μάτια, μέσα σε ανθισμένες κουτσουπιές και ολάνθιστες νεραντζιές σε αποχαιρετίσαμε. Ο Φρόιντ έλεγε ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να διαχειριστεί την απώλεια, απλώς αντικαθιστά. Η δική σου παρουσία θα μείνει αναντικατάστατη. Μέσα στον κούφιο και κίβδηλο ακαδημαϊσμό ήσουν κάτι το ζωντανό και γόνιμο.

Δημοφιλή