Απόδραση στην Οδησσό

Απόδραση στην Οδησσό
Στην παραλία της Οδησσού
Γιώργος Παυλόπουλος
Στην παραλία της Οδησσού

Το όραμα του Ρισελιέ

Από το αεροδρόμιο ως την πόλη, ένας ισχνός ήλιος και σκόρπια, βουλιμικά σύννεφα έτοιμα να καταπιούν το φως. Η πρώτη μέρα της φετινής άνοιξης μοιάζει να ξεκινάει απ’ την Οδησσό, μέσα σε μια απαλή μυρωδιά θάλασσας. Ακούω τη φασαρία απ’ το λιμάνι, αυτοί οι κίτρινοι γερανοί που στοιβάζονται ο ένας πίσω απ’ τον άλλο θυμίζουν καμηλοπαρδάλεις που ξαποσταίνουν. Ένας άντρας με πλησιάζει και μου πιάνει κουβέντα. Στέκομαι σ’ ένα άνοιγμα του πάρκου Σεβτσένκο και τον ακούω να με ρωτάει απο πού είμαι, τι κάνω εδώ, πού μένω. Δε φαίνεται να έχει κάποιο ιδιαίτερο ταλέντο στη συνομιλία και μετά από ένα λεπτό μού ζητάει τσιγάρο. Είναι μια κουβέντα χωρίς ρήματα -τ’ αντικαθιστούν οι κινήσεις των χεριών. «Κάθε μέρα, εδώ. Τέτοια ώρα. Τώρα, σπίτι. Αύριο» -με δείχνει- «πάλι τσιγάρο».

Κοιτάζω τα κτήρια της Οδησσού: εκλεκτή αρχιτεκτονική σε απαξίωση. Αυτό εδώ το ψαροχώρι του 18ου αιώνα μοιάζει να μην μπορεί να διαχειριστεί το όραμα του Ρισελιέ. Το πολεοδομικό σχέδιο είναι άρτιο, φιλόξενο για τις πόλεις του μέλλοντος. Αναρωτιέμαι πού σταματάει η αποδιοργάνωση και πού ξεκινάει η ανασυγκρότηση. Ανθρωπόμορφα αρ νουβό κτήρια, φινετσάτα αρ ντεκό, νεοκλασικά, έχουν όλα παραδοθεί στο χρόνο. Οι προσόψεις έχουν ξεφτίσει, τα μπαλκόνια έχουν αφαιρεθεί, σκόρπια καλώδια αιωρούνται. Η Οδησσός είναι ένα θαμπό μαργαριτάρι.

Οι εσωτερικές αυλές μοιάζουν με κωμοπόλεις μέσα στην ίδια την πόλη. Σε κάθε ανοιχτή πόρτα που βρίσκω, μπαίνω για να δω πώς κυλάει η ζωή πίσω απ’ τις προσόψεις. Στις περισσότερες απ’ αυτές παρκάρουν παλιομοδίτικα αυτοκίνητα σε χρώματα ζωηρά. Τ’ αντικρυστά παράθυρα συνδέονται με τροχαλίες κι οι γείτονες απλώνουν εκεί τα ρούχα τους. Γλάστρες, αυτοσχέδιες αποθήκες και λάμπες με φώτα οικονομίας. Οι υδρορροές ακολουθούν παράξενες διαδρομές και τα μικρά παρτέρια περιμένουν ν’ ανθίσουν. Υποψιάζεται κανείς μια ζωή απλή, μακριά από ανέσεις, υπάρχει όμως μια φρεσκάδα στις αυλές απ’ τα απορρυπαντικά των απλωμένων σεντονιών, που σήμερα στεγνώνουν στον ήλιο.

Εξέγερση στις Σκάλες Ποτέμκιν

Ο άνεμος είναι πάντα ισχυρός, ιδιαίτερα στους δρόμους που ανοίγονται σε ευθεία γραμμή ως τη θάλασσα. Απ’ τα εκατοντάδες -ίσως και χιλιάδες- αυτοσχέδια κιόσκια με καφέ πέφτουν κουτάλια στο δρόμο. Στην πλάτη μικρών αυτοκινήτων έχουν στηθεί κουβούκλια, που όταν ξεδιπλώνονται φανερώνουν ένα μικρό καφενείο. Ο οδηγός είναι ταυτόχρονα και σερβιτόρος και κάθε φορά που ένας περαστικός κοντοστέκεται, ο άντρας βγαίνει έξω και ρωτάει ποιον καφέ προτιμά ο πελάτης. Είναι ένα μικρό διάλειμμα μέσα στη μέρα κι ο καφές είναι γευστικός, σερβίρεται σε χάρτινα ποτήρια και κοστίζει λιγότερα από σαράντα σεντς.

Εκείνη την ημέρα αγοράζω κάθε δυο ώρες καφέ και περπατώ περιμετρικά της ακτής μέχρι που φτάνω στις Σκάλες Ποτέμκιν. Είναι το σημείο αναφοράς της πόλης, αυτά τα 192 σκαλοπάτια έχουν βαφτεί στο αίμα όταν οι ναύτες του Θωρηκτού Ποτέμκιν στασίασαν εξαιτίας των άθλιων συνθηκών στο πλοίο, καλώντας τον ντόπιο πληθυσμό σε εξέγερση εναντίον του τσαρικού καθεστώτος. Οι κάτοικοι της Οδησσού συμπαραστάθηκαν, όμως η εξέγερση πνίγηκε στο αίμα, πάνω σ’ αυτές τις Σκάλες. Σκέφτομαι την ταινία του Αϊζενστάιν ανεβαίνοντας τις Σκάλες Ποτέμκιν, κι ύστερα, απ’ το τελευταίο σκαλοπάτι, βλέπω το άγαλμα του Ρισελιέ ν’ αγναντεύει τη θάλασσα, έχοντας στην πλάτη του την πόλη που οραματίστηκε, σαν να την απαρνιέται.

Οι Σκάλες Ποτέμκιν
Γιώργος Παυλόπουλος
Οι Σκάλες Ποτέμκιν

Οι αλλόκοτοι οιωνοσκόποι

Μια άλλη μέρα, στην ανεμοδαρμένη παραλία Λανζερόν, γυναίκες με πορσελάνινες γάμπες σταυρώνουν τα χέρια στο στήθος και κοιτούν τους σκακιστές. Εδώ, σ’ αυτά τα τραπέζια πάνω στην άμμο, οι απάτριδες διηγούνται άλλοτε ιστορίες της εξορίας κι άλλοτε αναμνήσεις από βασίλεια εφηβικά. Απέναντι σ’ αυτή την πλατιά θάλασσα, που την κυβερνάει η λησμονιά και την αφυπνίζει η εξιστόρηση, οι άντρες με τα φουλάρια ρίχνουν τους στρατιώτες τους σε μια μάχη πάνω στη σκακιέρα. Ένα κορίτσι περνάει πλάι τους: έχει επιβιώσει απ’ την εφηβεία και κουβαλάει μπαλόνια, άγνωστο γιατί, πλάι στο κύμα. Αυτό το κορίτσι μοιάζει μ’ έναν φυγόδικο κομήτη, που έχει έρθει εδώ για να γιορτάσει την ελευθερία. Ένας αξιωματικός διασχίζει διαγώνια τη σκακιέρα και τότε το κορίτσι, σαν ν’ αντιλαμβάνεται έναν κίνδυνο, τρέχει ακατάπαυστα πάνω στην αμμουδιά.

Λίγο πιο κάτω, το εστιατόριο: ολόλευκο και ξύλινο, ενός είδους εξοχικό για την καλή κοινωνία, που σ’ ολα τα μήκη και πλάτη της Γης περνιέται για άμεμπτη. Τα ντεκολτέ είναι βαθιά επειδή τα πετράδια που κρέμονται απ’ τον λαιμό είναι πολύτιμα. Οι άντρες έχουν φρέσκιες επιδερμίδες και πρόσωπα αρυτίδωτα: αυτή εδώ η σάλα είναι μια ωδή στο πλεονάζον εισόδημα και στην υγιεινή διατροφή. Ζυμαρικά με θαλασσινά κι ακριβό κρασί. Πατούν ένα κουμπί πάνω στο τραπέζι για να καλέσουν τον προσωπικό τους σερβιτόρο και να παραγγείλουν κάτι επιπλεόν. Οι σερβιτόροι είναι νεαροί άντρες και γυναίκες με σώματα ακόμα υπό διαμόρφωση. Στέκονται ευλαβικά πάνω απ’ τα τραπέζια και κοιτούν απευθείας στα μάτια. Οι άντρες αστειεύονται μαζί τους, μέσα στο βάναυσο σνομπισμό το χιούμορ μοιάζει να είναι μια υπόθεση αντρική -κι οι γυναίκες της συντροφιάς συμμετέχουν απλώς χαμογελώντας. Οι άντρες σταυρώνουν τα πόδια τους κι όπως το παντελόνι ανασηκώνεται στον αστράγαλο, αποκαλύπτονται μεταξωτές κάλτσες σε αποχρώσεις της θάλασσας.

Έξω απ’ το παράθυρο, στην παραλία, επικρατεί αναβρασμός. Το Δελφινάριο έχει μόλις σχολάσει και πλήθος από παιδιά τρέχουν γύρω απ’ τα τραπέζια των σκακιστών δίχως να τους δίνουν σημασία. Έχουν μόλις δει τα δελφίνια να εκτελούν περίτεχνα νούμερα κι έχουν ξεχυθεί με όρεξη για παιχνίδι. Όταν βγαίνω έξω, ο ήλιος έχει εμφανιστεί ξανά. Οι μικροπωλητές έχουν ανοίξει σεντούκια, τα παιδιά κλωτσάνε μπάλες, οι τουρίστες παρελαύνουν κι οι ντόπιοι τρώνε παγωτά. Νιώθω πως έχω βρεθεί στη μέση μιας λαϊκής γιορτής, στην οποία ούτε συμμετέχω ούτε ανήκω. Μένω να την παρακολουθώ εκεί, σαν να πρόκεται για μια γιορτή ιταλικού νεορεαλισμού, όπου το πλήθος εμφανίζεται απροσδόκητα και κινείται αυτοαναφορικά. Στέκομαι δίπλα στη σκάλα του ναυαγοσώστη και κοιτάζω ένα ζευγάρι συνταξιούχων. Έχουν σκεπάσει τα μέτωπά τους με τ’ αριστέρα τους χέρια και κοιτούν, σαν δυο αλλοκοτοί οιωνοσκόποι, τη Μαύρη Θάλασσα.

Μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρο το κείμενο για την Οδησσό, να δείτε περισσότερες φωτογραφίες και να βρείτε έναν σύντομο ταξιδιωτικό οδηγό (ξενοδοχείο, εστιατόρια, καφέ) ακολουθώντας τον σύνδεσμο.

Ο Γιώργος Παυλόπουλος είναι συγγραφέας τριών μυθιστορημάτων καθώς και πολλών ταξιδιωτικών κειμένων. Για περισσότερες πληροφορίες: Website - Instagram - Facebook