10 ημέρες πριν τον Μαραθώνιο: Εφιάλτες με μπανάνες και κλάμα. Πολύ κλάμα

10 ημέρες πριν τον Μαραθώνιο: Εφιάλτες με μπανάνες και κλάμα. Πολύ κλάμα
Facebook

Όλοι μας έχουμε αυτόν τον φίλο που είναι κάπως πιο ευαίσθητος από τους υπόλοιπους και κλαίει με όποια διαφήμιση έχει κουταβάκια ή/και μικρά παιδιά. Τον αγαπάμε, ναι, αλλά τον βρίσκουμε και κάπως γελοίο.

Εδώ και λίγο καιρό αυτός ο γραφικός τύπος της παρέας μου, είμαι εγώ. Μόνο που αντί για παιδάκια, με συγκινούν δρόμοι, άνθρωποι που τρέχουν και λυρικά voice overs, με αποκορύφωμα τη διαφήμιση για τον φετινό Κλασικό Μαραθώνιο.

Την πρώτη φορά που την είδα βούρκωσα σε σημείο τύφλωσης και δεν μπορούσα να μιλήσω από την ανατριχίλα. Τουλάχιστον αν σταματούσα σε αυτή τη μία φορά κάποια στιγμή θα το ξεχνούσαμε και όλα θα ήταν καλά. Όχι όμως, φυσικά και δεν σταμάτησα. Έτσι, κάθε φορά που η διαφήμιση παίζει στην τηλεόραση που έχουμε μονίμως ανοιχτή στο γραφείο, οι λατρεμένοι συνάδελφοι ανεβάζουν την ένταση και, σε περίπτωση που φοράω ακουστικά, μου κάνουν σήμα να κοιτάξω προς τα εκεί, τύπου «Νάγια δες, ο James McAvoy!». Δεν τους κατηγορώ, στις παλιές καλές εποχές που ήμουν ένας υπέροχος κυνικός κάφρος, θα έκανα ακριβώς το ίδιο.

Αλλά αυτές οι ωραίες εποχές ανήκουν πλέον στο παρελθόν.

Δεν ξέρω αν το παθαίνουν όλοι οι δρομείς που κατεβαίνουν σε Μαραθώνιους, αν το ζεις μόνο την πρώτη φορά και μετά το συνηθίζεις ή αν απλά έχω πάρει το όλο θέμα υπερβολικά προσωπικά, αλλά όσο η μέρα του αγώνα πλησιάζει, τόσο πιο ανεξέλεγκτες γίνονται οι βόλτες που κόβει το συναισθηματικό τρενάκι μέσα μου. Βλέπω βίντεο από Μαραθώνιους, κλαίω. Διαβάζω blog δρομέων με τις εμπειρίες τους, κλαίω. Περνάω με το αμάξι μπροστά από μια αφίσα του φετινού Μαραθώνιου την οποία βλέπω με την άκρη του ματιού μου, κλαίω. Υπάρχουν έγκυες με πιο σταθερές ορμόνες από τις δικές μου.

Κι ύστερα ήρθαν τα όνειρα.

Πριν από λίγες μέρες είδα στον ύπνο μου πως, στο διάλειμμα για φαγητό στο γραφείο, έπαιρνα τα ταπεράκια των συναδέλφων μέσα από τα χέρια τους και τους έδινα μπανάνες για «να έχετε ενέργεια να αντέξετε». Τι να αντέξουν κανείς δεν ξέρει, εμένα κατά πάσα πιθανότητα.

Προχτές ονειρεύτηκα πως ήμουν για προπόνηση στο ΟΑΚΑ και έτρεχα με δυσκολία, πολύ αργά και καμπουριάζοντας, ενώ ο προπονητής μου μουρμούριζε «δεν είμαι ευχαριστημένος, πρέπει να αυξήσεις ταχύτητα, δεν θα γίνει τίποτα έτσι».

Πολύ ψύχραιμα πράγματα, γενικά.

Έτσι δείχνει ο Εθνικός Κήπος στις 6.50 το πρωί, σε περίπτωση που το είχατε απορία.

Στον πραγματικότητα η κατάσταση είναι κάπως καλύτερη. Οι προπονήσεις πάνε πολύ καλά, οι χρόνοι μου όλο και βελτιώνονται, τα long runs μοιάζουν πολύ πιο εύκολα από ότι στην αρχή ενώ, με αυτά και με εκείνα, έχω μειώσει σημαντικά το κάπνισμα. Και όταν λέω σημαντικά, το εννοώ: από ένα πακέτο στις δύο ημέρες, κάνω ένα τσιγάρο την ημέρα -μερικές φορές δύο, μερικές και κανένα.

Οι ανηφόρες μου έχουν γίνει εμμονή, ειδικά μετά τις Σπέτσες.

Σκέφτομαι συνέχεια πως όσο πιο πολλές βάζω στην προπόνηση εκτός ΟΑΚΑ, τόσο θα με ξεπληρώσουν όταν έρθω αντιμέτωπη με τις ανηφόρες της κλασικής διαδρομής. Την Τετάρτη έτρεξα στα Τουρκοβούνια. Συγγνώμη, ας αναδιατυπώσω: Την Τετάρτη έτρεξα από την Κυψέλη μέχρι τα Τουρκοβούνια και πίσω, σκαρφαλώνοντας όλες τις ανηφόρες του Γαλατσίου. Καμία ψυχραιμία, ποτέ.

Και μετά έχουμε τις παράπλευρες απώλειες.

Μέσα στο σπίτι είμαι υποχρεωμένη πλέον να κυκλοφορώ με κάλτσες, ανεξαρτήτως θερμοκρασίας, καθώς ο φίλος μου φρικάρει κάθε φορά που το βλέμμα του πέφτει στα νύχια μου. Είναι όλα μαύρα. Όταν, σε μια προσπάθεια να του αλλάξω γνώμη, του είπα πως αυτό είναι «το παράσημο του δρομέα» σχεδόν είδα την τρέλα στο μάτι του.

Ακυρώνω εξόδους με φίλους επειδή «έχω προπόνηση» ή «είμαι κομμάτια από την προπόνηση». Όταν τύχει και βγω για ένα ποτό, καταλήγω να περνάω τη βραδιά με σόδα από άγχος μήπως το αλκοόλ επηρεάσει την απόδοσή μου την επόμενη ημέρα.

Οι σκέψεις που μου έρχονται ξανά και ξανά στο μυαλό αυτές τις μέρες -οι οποίες όπως μάλλον καταλάβατε από όλα τα παραπάνω, δεν είναι και οι πλέον ειδυλλιακές- συνοψίζονται σε τρεις λέξεις: άντε να τελειώνουμε.

Μου έχει λείψει ο παλιός κυνικός εαυτός μου, μου έχουν λείψει τα πρωινά χουζούρια του Σαββάτου και τα βράδια που ξενυχτούσα χωρίς να με πιάνει πανικός για χρόνους και προπονήσεις, μου έχει λείψει το να γυρίζω σπίτι από τη δουλειά και να χώνομαι στον καναπέ αντί να ανεβοκατεβαίνω λόφους μέσα στη μαύρη νύχτα και, για να είμαι εντελώς ειλικρινής, ωραία τα παράσημα αλλά μου έχει λείψει το ροζ χρώμα στα νύχια των ποδιών μου.

Και την ίδια ακριβώς στιγμή που σκέφτομαι όλα αυτά, ξέρω κατά βάθος πως το κακό έχει γίνει και το «runner's high» μου είναι πλέον απαραίτητο σε καθημερινή βάση. Και τότε απλά σκέφτομαι πως πρέπει να αρχίσω να επενδύω σε κάλτσες.

Το repeat της εβδομάδας: Foals - What Went Down

Δημοφιλή