Χρήστος Λούλης: Από την ιστορία της πανδημίας πήρα το περιβόητο «μέρα με τη μέρα»

Μιλά στη HuffPost για την εμπειρία του δύσκολου χρόνου, την επόμενη μέρα, αλλά και την νέα τηλεοπτική του δουλειά.

Δεν θα παίξει στο θέατρο το καλοκαίρι, ωστόσο επιστρέφει μετά από χρόνια στην μικρή οθόνη και μάλιστα επί δύο, δηλώνει ότι θα κάνει το εμβόλιο χωρίς δεύτερη σκέψη «γιατί έχω ακούσει πάρα πολλούς επιστήμονες που με καθησυχάζουν», μιλάει για την εμπειρία του από τον κορονοϊό, όταν νόσησαν η σύζυγός του, ηθοποιός Έμιλυ Κολιανδρή και ο γιος τους, κάνει έναν απολογισμό πανδημικού έτους από άνοιξη σε άνοιξη και μοιράζεται το δικό του προσωπικό «μάθημα» από όλη αυτή την περιπέτεια που συνεχίζει να δοκιμάζει αντοχές.

Περιζήτητος πρωταγωνιστής, με μακρά πορεία στο θέατρο, τον κινηματογράφο και την τηλεόραση, ο Χρήστος Λούλης απαντά στις ερωτήσεις της HuffPost σε μία συνάντηση που έγινε εξ αφορμής της νέας σειράς μυθοπλασίας «42οC» της Cosmote TV (πρεμιέρα Παρασκευή 14 Μαΐου), αλλά πέρασε από μικρότερους και μεγαλύτερους δρόμους, αυτούς που μοιραία διαβήκαμε όλοι, έστω κι αν ο καθένας τους περπάτησε μόνος του.

-Κατ’ αρχάς πώς ήταν η εμπειρία από τον κορονοϊό;

Τη γλιτώσαμε η κόρη μου κι εγώ, ο γιος μου και η Έμιλυ το πέρασαν μέσα σε δύο μέρες. Ήταν ένας πυρετός που δεν ήταν μεγάλος, όμως εκείνοι τον ένιωθαν υψηλό, με κακουχία και εξάντληση. Με την μικρή ήμαστε σε διαφορετικά δωμάτια και με μάσκες μέσα στο σπίτι συνέχεια. Ήταν μία δύσκολη φάση για δύο εβδομάδες -και μόνο το γεγονός ότι φορούσαμε μάσκες μέσα στο σπίτι είναι κάτι που μπορεί να σε τρελάνει. Κι επίσης, όταν έχεις δύο μικρά παιδιά που πρέπει να τα χωρίσεις και να μην παίζουν μαζί. Αλλά είμαστε μια χαρά και η μισή οικογένεια έχει πλέον ανοσία.

-Αν σας ζητούσα έναν απολογισμό έτους από άνοιξη σε άνοιξη, με σημείο εκκίνησης τον Μάρτιο του 2020 οπότε και μπήκαμε σε αυτόν τον κύκλο, τι θα λέγατε; Υπάρχει στο τέλος της ημέρας κάποιο μάθημα;

Κατάλαβα ότι ναι, μπορείς, παρόλο που στην Ελλάδα λέμε ότι δεν γίνονται αυτά, μπορείς να πείσεις τον Έλληνα, να επικαλεστείς το φιλότιμο του και να τον πείσεις ότι χρειάζεται μία πειθαρχία, μία προσοχή, όπως κάναμε πέρυσι. Αυτό που μας έδειξε όμως, όχι μόνο η ελληνική αλλά και η παγκόσμια πραγματικότητα τον χρόνο αυτόν, είναι ότι τα πλήθη έχουν τους δικούς τους κανόνες. Είναι λιγάκι σαν φυσικό μέγεθος. Με τον καθένα ξεχωριστά μπορείς να μιλήσεις, είτε καλύτερα είτε χειρότερα, αλλά με έναν λαό, με μία κοινωνία ολόκληρη, έχεις όρια.

“Προσωπικά θα ’θελα να μην συνεχίσουμε ό,τι κι αν κάναμε πριν, θα ’θελα να συνεχίσουμε να ζούμε με τη γνώση του κορονοϊού, όχι σαν να μην συνέβη. Αλλά σαν να συνέβη και να ξέρουμε”

-Είναι φυσικό να μην μπορεί να πειθαρχήσει μία κοινωνία επί μακρόν. Ο άνθρωπος ζει εν κοινωνία και είναι πλήρης σε καθεστώς ελευθερίας και αυτοδιαχείρισης.

Εννοείται! Ειδικά λαοί σαν εμάς που είμαστε συνέχεια έξω. Αυτό όμως, δεν το είχα δει ποτέ να συμβαίνει τόσο συνολικά και καταλυτικά -να σηκώνουν όλοι τα χέρια και να λένε, παιδιά δεν γίνεται να κάνουμε τίποτα, ο κόσμος δεν αντέχει. Το ’βλεπες και μόνος σου, δεν χρειαζόταν να το πει κάποιος πολιτικός, οι επιστήμονες ή η αστυνομία. Έβλεπες ότι δεν μπορούσες να κάνεις κάτι. Κι αυτό με προβληματίζει γιατί μπορεί να ξανάρθει μία τέτοια κατάσταση σε πέντε, δέκα ή δεκαπέντε χρόνια. Είμαστε ένα παγκόσμιο χωριό. Σε μια μέρα κάνεις τον γύρο του κόσμου. Ίσως επαναληφθεί κάτι ανάλογο, λόγω πολλών παραγόντων και πρέπει να είμαστε έτοιμοι να το ξανακάνουμε. Πάντα θα έχεις τους απείθαρχους, αλλά βλέπεις ότι άνθρωποι οι οποίοι είναι κατά τα άλλα υπεύθυνοι, ολιγαρκείς, μετριοπαθείς, ακόμη κι αυτοί την κουτσουκέλα τους την κάνανε.

-Σε προσωπικό επίπεδο;

Αυτό που προσωπικά πήρα από αυτή την ιστορία είναι το περιβόητο, μέρα με τη μέρα. Νομίζω ότι όλοι το κάναμε, προκειμένου να μείνουμε υγιείς ψυχικά. Για να κανονίσεις κάτι στο θέατρο πρέπει να το συζητήσεις ένα, ενάμιση χρόνο πριν. Με τα θέατρα κλειστά κάναμε σχέδια χωρίς να ξέρει κανένας μέχρι πριν λίγες μέρες αν θα ανοίξουν, πώς θα ανοίξουν, αν θα μπορεί μία παραγωγή να βγει, αν θα πληρωθούμε, αν… Καταλήξαμε να λέμε με τους ανθρώπους που μιλάμε, ξέρεις κάτι, το λέμε κι έχει ο Θεός, αν είναι να γίνει καλώς να γίνει, αλλιώς εντάξει, τι να κάνουμε.

-Εάν το λέτε αυτό εσείς, ένας καθιερωμένος πρωταγωνιστής, σκέφτεται κανείς σε τι αδιέξοδο βρίσκονται οι νεότεροι συνάδελφοι σας.

Μιλάω από μία θέση ασφάλειας. Θεωρώ ότι δεν θα με ξεχάσει κανείς όταν ανοίξουν τα θέατρα. Εδώ θα είμαι κι επίσης, από άποψη βιοπορισμού, μπορώ να αντέξω χωρίς να δουλέψω στο θέατρο. Δεν μπορώ να φανταστώ πώς είναι ένας νέος συνάδελφος, 25, 27, 30 χρονών, που έχει βγει τώρα, πριν από ένα, δύο, πέντε χρόνια στην αγορά, με πάρα πολύ μεγάλη όρεξη και βρέθηκε εξαιτίας του ιού κλεισμένος στο σπίτι, με αποτέλεσμα όχι μόνο να μην μπορεί να εργαστεί, αλλά ούτε καν να πιει μια μπίρα με τους φίλους του. Φαντάζομαι ότι ήταν πάρα πολύ δύσκολο.

Όμως, για τον καθένα τα όρια είναι διαφορετικά. Θα μπορούσαμε να πούμε και για τους παππούδες, που για το πω κυνικά, μετρούν ανάποδα, και ο ένας χρόνος που τους έχει κρατήσει μακριά από τα εγγόνια τους, δεν είναι ένας χρόνος δικός μας. Το ίδιο θα μπορούσαμε να πούμε και για τα παιδιά που τους έλειψε το σχολείο. Eν ολίγοις όλοι έχουμε απώλειες. Αλλά αυτό το μάθημα που μας έχει δώσει η ζωή έτσι κι αλλιώς από πριν και που μας δίνει και τώρα με τον κορονοϊό, είναι ότι, δεν τελειώνει τίποτα, όλα περνάνε κάποια στιγμή. Κι όταν θα περάσει κι αυτό θα μπορούμε να συνεχίσουμε, ό,τι κι αν κάναμε πριν. Προσωπικά θα ’θελα να μην συνεχίσουμε ό,τι κι αν κάναμε πριν, θα ’θελα να συνεχίσουμε να ζούμε με τη γνώση του κορονοϊού, όχι σαν να μην συνέβη. Αλλά σαν να συνέβη και να ξέρουμε.

Από την άλλη, δεν μπορείς να πεις στον άνθρωπο μην αγκαλιάζεσαι, μην φιλιέσαι, μην αγγίζεις τον άλλον. Είναι πολύ δύσκολο. Ίσως όμως όταν κάνουμε όλοι το εμβόλιο και αποκτήσουμε την ανοσία και στο μέλλον, στα επόμενα χρόνια, ο κορονοϊός θα είναι μία απλή γρίπη σαν τον Η1Ν1, ας ελπίσουμε να μείνει στη μνήμη μας αυτή η περίοδος ούτως ώστε τα φιλιά και οι αγκαλιές που στερηθήκαμε και θα συνεχίσουμε να δίνουμε και να παίρνουμε όταν περάσουν όλα αυτά, να τα εκτιμούμε λίγο περισσότερο και να μην τα σπαταλάμε δεξιά κι αριστερά.

“Ο Κώστας Γαβράς είναι ένας ανεπανάληπτος άνθρωπος”

-Θα κάνετε το εμβόλιο;

Εννοείται ότι θα εμβολιαστώ.

-Χωρίς δεύτερη σκέψη για την αποτελεσματικότητα ή τις τυχόν παρενέργειες;

Χωρίς. Γιατί έχω ακούσει πάρα πολλούς επιστήμονες που με καθησυχάζουν.

-Υπάρχουν συνάδελφοι σας οι οποίοι θεωρούν ότι τα κλειστά λόγω πανδημίας θέατρα πυροδότησαν εμμέσως το MeToo. Συμμερίζεστε αυτή την άποψη;

Ενδεχομένως ναι. Ήμασταν σε ένα μετέωρο βήμα, σε μία εκκρεμότητα και όσο περιμένεις κάτι, αισθάνεσαι ότι μπορείς να μιλήσεις. Αν οι μηχανές ήταν στο φουλ, ίσως να μην γίνονταν. Αλλά και πάλι δεν ξέρω. Γιατί και στις άλλες χώρες που συνέβησαν, δεν συνέβησαν εν μέσω πανδημίας. Είναι ένας μικρός νομίζω παράγοντας, όχι ο κυρίαρχος.

-Και το θέατρο;

Το θέατρο δεν θα πάθει τίποτα. Όταν ανοίξει θα συνεχίσει να υπάρχει και θα γίνουν παραστάσεις -αμέσως θα μπει σε ροή. Έτσι κι αλλιώς το ωραίο του θεάτρου είναι ότι υπήρχε ένα ποτάμι σε τσιμεντένια ροή και παραδίπλα παραπόταμοι και ποταμάκια και ρυάκια και χείμαρροι. Ήταν πάντα σε μία κίνηση ανεξέλεγκτη και απρόβλεπτη.

-Το καλοκαίρι θα κάνετε θέατρο;

Δεν θα κάνω τίποτα.

-Θα μπορούσα να σας ρωτήσω πολλά, ακόμη και για το σποτάκι της Πολιτικής Προστασίας που κάνατε πέρυσι και αποσύρθηκε, αλλά θα ήθελα το σχόλιο σας για δύο πρόσωπα: Τον Κώστα Γαβρά -με τον οποίον συνεργαστήκατε στην ταινία «Ενήλικοι στην Αίθουσα»- και τον Δημήτρη Λιγνάδη.

Ο Κώστας Γαβράς είναι ένας ανεπανάληπτος άνθρωπος. Υπάρχουν πάρα πολλοί καλοί άνθρωποι τριγύρω μας. Όμως ένας άνθρωπος ο οποίος έχει εφεύρει ένα νέος είδος στο σινεμά, έχει υπογράψει μερικά αριστουργήματα του παγκόσμιου κινηματογράφου, έχει τη φήμη και το κύρος που έχει και είναι τόσο ταπεινός, γλυκός και μετρημένος, προσπαθώντας πάντα να βάλει πάνω απ’ όλα την ψυχραιμία και τη λογική, χωρίς να ξεχνάει την καρδιά του βέβαια, νομίζω πως είναι ανεπανάληπτο. Δεν έχω γνωρίσει ξανά τέτοιον άνθρωπο. Να είναι τόσο φωτεινός και με μεγάλη ιστορία πίσω του. Κάθε φορά που μιλάω μαζί του μου ανοίγει η καρδιά.

-Κρατάτε επικοινωνία;

Ναι, τώρα πια βέβαια, πιο αραιή λόγω πανδημίας, αλλά μιλήσαμε τις προάλλες, με μηνύματα. Μια που αναφέρατε το σποτάκι ήταν ένας από τους ανθρώπους που με πήρανε τηλέφωνο και μου είπε, τι βλακείες είναι αυτές που λένε, ήταν μια χαρά το σποτάκι.

Για τον Δημήτρη Λιγνάδη δεν θα ήθελα να σας πω κάτι. Με την έννοια ότι είναι στη φυλακή. Τον γνώριζα, είχαμε συνεργαστεί ως ηθοποιοί σε μία παράσταση, μιλούσαμε, δεν είναι φίλος μου, αλλά δεν μου είχε περάσει ποτέ από το μυαλό ότι υπάρχει όλη αυτή η ιστορία από κάτω. Ανατριχιάζεις όταν ακούς όλες αυτές τις καταγγελίες, όμως πρέπει να πω ότι με πείραξε η κακεντρέχεια κάποιων συναδέλφων μου για τον Λιγνάδη. Όχι επειδή υπήρχε, αλλά επειδή εκφράζονταν τόσο άνετα δημόσια. Είναι σαν να είμαι μισό βηματάκι από το να αποφασίσω την ποινή και να την εκτελέσω ο ίδιος. Υπάρχει ο κίνδυνος να περάσουμε το ποταμάκι και να ενεργήσουμε κι εμείς φασιστικά.

-Μία σειρά οκτώ επεισοδίων, όπως οι «42οC», υπόσχεται -πέρα από το δυνατό καστ που είναι στα συν- ένα σφιχτό σενάριο, μία σφιχτή αφήγηση.

Ακριβώς. Την καλύτερη ιδέα να έχεις όταν πρέπει να γράψεις 150 επεισόδια των 40 λεπτών, είναι εξ ορισμού βέβαιο ότι θα πλατειάσεις και θα κάνει κοιλιά. Ενώ με οκτώ, δέκα ή και δεκατρία επεισόδια όπως έχουμε στην άλλη σειρά που παίζω, τον «Σιωπηλό Δρόμο», κρατάς μία ιστορία σφιχτή και οι ηθοποιοί, επειδή είναι γραμμένα όλα τα επεισόδια, μπορούν να σχεδιάσουν τον ρόλο τους από την αρχή ως το τέλος, ξέροντας πώς θα καταλήξουν οι χαρακτήρες. Οπότε είναι παραπάνω από το στέκομαι μπροστά σε μια κάμερα και λέω με αμεσότητα τα λόγια. Μια σειρά με λίγα επεισόδια κάνει τη ζωή μας δύσκολη, με την έννοια ότι μας αναγκάζει να κάνουμε σωστά τη δουλειά μας.

-Τα γυρίσματα πότε και πού έγιναν;

Πέρυσι το καλοκαίρι -Αύγουστο, Σεπτέμβρη και Οκτώβρη- στην Κέρκυρα, όπου ήμασταν εκεί περίπου δυόμισι μήνες.

-Είχατε πολύ καιρό να κάνετε τηλεόραση και αίφνης σας βλέπουμε επί δύο. Αγαπάτε την τηλεόραση; Σας αρέσει υπό όρους;

Όλα μου αρέσουν υπό όρους. Και στο θέατρο ακόμη οι δουλειές εξαρτώνται από τις συνθήκες. Την αγαπάω την τηλεόραση. Είναι μέσα στη ζωή μας. Βλέπω τηλεόραση, παρακολουθώ σειρές, ντοκιμαντέρ, δεν είναι ότι δεν έχω τηλεόραση στο σπίτι μου. Έχω και βλέπω. Και νομίζω ότι μπορεί να δώσει πολλά στη διαπαιδαγώγηση ενός κοινού. Και πολιτικά και καλλιτεχνικά.

-Ο ρόλος του αστυνόμου που υποδύεστε, ο οποίος προσπαθεί να εξιχνιάσει τον φόνο της νεαρής κοπέλας -γύρω από τον οποίον περιστρέφεται η υπόθεση- τι τύπος είναι; Ο τυπικός μπάτσος του νουάρ;

Δεν ξέρω τι θα πει τυπικός μπάτσος (γέλια). Στα νουάρ, όπως και στη δική μας σειρά, ο αστυνόμος που ψάχνει είναι ένας άνθρωπος ο οποίος εμπλέκεται και προσωπικά, με την έννοια ότι τον ενδιαφέρει να φτάσει στην αλήθεια. Έχει ένα δικό του υπαρξιακό ζητούμενο να βρει την άκρη του νήματος και τόσο πολύ τον έχει τυραννήσει η κατάσταση, ώστε όταν φτάνει όντως στην άκρη του νήματος είναι και μία δική του προσωπική λύτρωση. Θα έλεγα ότι είναι ένας άνθρωπος καταβεβλημένος από τη ζωή, ο οποίος όμως κατά βάση είναι φωτεινός. Κοιτάζει προς τ’ αστέρια, αλλά έχει πολλά βαρίδια πάνω του.

-Η σειρά χαρακτηρίζεται ως ερωτικό - ψυχολογικό θρίλερ. Τα θρίλερ σας αρέσουν;

Μου αρέσουν. Στην κινηματογράφηση του θρίλερ ο κανόνας είναι ο εξής: Μπαίνει ο τύπος στο σπίτι του, σ’ ένα σκοτεινό σπίτι και επειδή το πλάνο είναι πάντα κοντινό, εσύ σαν θεατής δεν βλέπεις τι έχει τριγύρω. Άρα μπορεί να έχει τα πάντα κι εκείνη τη στιγμή μπορεί να πεταχτεί μπροστά του οποιοσδήποτε. Στα θρίλερ ποτέ σχεδόν δεν κάνουν μακρινά, γενικά πλάνα. Μόνο κοντινά.

-Κλειστοφοβικά.

Ναι, μία επικέντρωση στον ψυχισμό της στιγμής, ένα κλειστό πλάνο που δεν επιτρέπει να δεις τίποτε άλλο εκτός από το πρόσωπο. Κάπως έτσι είναι και η σειρά, όχι με την κινηματογράφηση, αλλά με την έννοια ότι και η ιστορία και η δομή και η πλοκή κινούνται προς αυτή την κατεύθυνση. Εστιάζει σε ανθρώπους, σε σχέσεις, σε στιγμές και την ώρα που νομίζεις ότι έχεις καταλάβει προς τα πού πάει μία σχέση, πετάγεται μέσα στο πλάνο κι ένα άλλο στοιχείο που με τη σειρά του σε πετάει αλλού. Υπάρχει μία μέθοδος για το σασπένς. Όταν είναι καλοφτιαγμένο μου αρέσει πολύ.

Δημοφιλή