Christopher King: O βραβευμένος με Grammy παραγωγός μιλά για τη νέα του συλλογή με ελληνική δημοτική μουσική

Έχω πραγματοποιήσει υπαίθριες ηχογραφήσεις στην Ήπειρο με τρεις διαφορετικές ομάδες: τον Γιάννη Χαλδούπη και τους «Μουκλιόμος», το Τακίμι της Ηπείρου και τους Γιώργο Φλούδα και Βασίλη Τριάντη. Το έκανα αυτό για να δείξω στον κόσμο το ισχυρό νήμα της συνέχειας μεταξύ των δίσκων 78 στροφών των αρχών του 20ού αιώνα και της μουσικής που παίζεται στα χωριά τον 21ο αιώνα. Το έκανα γιατί πιστεύω ακράδαντα στη δύναμη και τη διαχρονικότητα της αρχαίας μουσικής, αλλά επίσης γιατί μόνο έτσι θα μπορούσα να καταλάβω αυτή τη μουσική καλύτερα.
tanagia

Η είδηση από μόνη της είναι σχεδόν συγκινητική: Η πασίγνωστη δισκογραφική εταιρεία "Third Man Records" (η οποία ανήκει στον frontman των "The White Stripes" Jack White) κυκλοφορεί μια συλλογή με ανέκδοτες ηχογραφήσεις ελληνικών δημοτικών κομματιών απ' το διάστημα 1907 έως το 1960 (μεταξύ αυτών, η «Καραγκούνα», η «Γκόλφω», μοιρολόγια, σούστες και πολλά άλλα γνωστά μας ακούσματα).

Ιθύνων νους της συλλογής "Why The Mountains are Black", ο βραβευμένος με Grammy μουσικός παραγωγός, μηχανικός ήχου και συγγραφέας Christopher King. Όχι τυχαία, καθώς αυτά τα «διαμάντια» προήλθαν απ' το δικό του εντυπωσιακό αρχείο με 78άρια δισκάκια.

Εντελώς αυθόρμητα, αποφάσισα να στείλω email στη δισκογραφική για να εκφράσω την έκπληξή μου και να ζητήσω, εάν ήταν εφικτό, συνέντευξη μαζί του. Ήμουν σίγουρη ότι το email θα πήγαινε στα spams ή στη χειρότερη θα έμενε αναπάντητο. Διαψεύστηκα. Έλαβα απάντηση ύστερα από λίγη ώρα και ναι, ο ίδιος ο Christopher King περίμενε με αγωνία τις ερωτήσεις μου. Όπως φαντάζεσαι είναι πολλές. Αυτό που δε φαντάζεσαι είναι πόσο εξαιρετικός είναι αυτός ο άνθρωπος που μας τιμά και μιλά με συγκλονιστικό σεβασμό για ένα είδος μουσικής (και κατ' επέκταση τρόπου ζωής) που ακόμα κι εμείς οι Έλληνες έχουμε ξεχάσει. Καλύτερα, όμως, να το διαπιστώσεις διαβάζοντας τις απαντήσεις του.

-Διάβασα με προσοχή το άρθρο των "Los Angeles Times" σχετικά μ' εκείνο το καλοκαιρινό βράδυ του 2014 που παρουσιάσατε κάποια δημοτικά τραγούδια απ' το προσωπικό σας αρχείο δίσκων σε τέσσερις συγγραφείς. Μπορείτε να θυμηθείτε μια ιστορία από εκείνη τη νύχτα;

-Θυμάμαι ότι ο Sasha Frere-Jones, ο οποίος έχει κόψει το αλκοόλ για 10 χρόνια, ξαφνικά εκείνο το βράδυ ζήτησε να δοκιμάσει απ' το τσίπουρό μου. Στη συνέχεια, ακολούθησαν πολλά ποτήρια μπέρμπον. Αυτό ήταν λάθος. Ο συνδυασμός τσίπουρου, μπέρμπον και παλιάς μουσικής από τους δίσκους 78 στροφών ήταν η αφορμή για να χάσει τον έλεγχο, να μοιάζει με τρελό. Όταν έφυγε, ήταν τόσο μεθυσμένος κι ευτυχισμένος που ανέβηκε μέχρι το λόφο με τ' αμάξι του και μετά έκανε ξανά όλη τη διαδρομή για να επιστρέψει. Αυτή είναι η δύναμη των παλιών δημοτικών τραγουδιών και του τσίπουρου.

-Μου φαίνεται απίστευτο το ότι γνωρίζετε όλα αυτά τα ελληνικά δημοτικά τραγούδια. Πώς ανακαλύψατε αυτό το είδος μουσικής;

-Ήταν μια ολόκληρη διαδικασία. Έχω συλλογή από δίσκους 78 στροφών με blues και country μουσική από τότε που πήγαινα Λύκειο. Αυτή η μουσική ήταν τα πάντα για εμένα, όλη μου η ζωή. Αργότερα, ταξίδεψα στην Κωνσταντινούπολη και -κάνοντας βόλτα στην πλευρά της Ασίας- βρήκα και αγόρασα μια μικρή στοίβα από 78άρια με ηπειρώτικα αλλά και αλβανικά τραγούδια.

Ανάμεσα σ' αυτούς τους δίσκους, ήταν και μερικοί του θρυλικού Κίτσου Χαρισιάδη. Εθίστηκα, σχεδόν εμμονικά σ' αυτή την ισχυρή, εντελώς υπνωτική και πάρα πολύ θεραπευτική μουσική. Ψάχνοντας να βρω κι άλλα, άρχισα ν' αγοράζω όσα περισσότερα 78άρια με ηπειρώτικα μπορούσα να βρω. Βρήκα συλλέκτες στην Αθήνα, μεταξύ αυτών και ο στενός μου φίλος Ηλίας Μπαρούνης. Ο Ηλίας μού σύστησε τ' άλλα είδη της ελληνικής δημοτικής μουσικής. Τελικά, δημιούργησα ένα δίκτυο φίλων και συλλεκτών που πουλούσαν ή αγόραζαν για εμένα σπάνιους δίσκους δημοτικής μουσικής, τα καλύτερα κομμάτια των οποίων περιλαμβάνονται στη συλλογή "Why The Mountains are Black". Ωστόσο, επικεντρώνομαι και ενδιαφέρομαι ιδιαίτερα στην πρώιμη μουσική της Ηπείρου από την περιοχή Ζαγόρι, δίπλα στη Βίτσα.

-Θυμάστε ποιο ήταν το πρώτο δημοτικό τραγούδι που ακούσατε και ποια ήταν η πρώτη σκέψη ή συναίσθημα;

-Ήταν το «Μοιρολόγι Αρβανίτικο» από το δίσκο του Κίτσου Χαρισιάδη, ένα 78αρι του 1930, που βρήκα στην Κωνσταντινούπολη. Όταν το άκουσα ένιωσα συντετριμμένος, σαν να έχω εξαγνιστεί από κάθε ανησυχία που είχα. Ήμουν γοητευμένος περνώντας απ' την πλήρη θλίψη στην ευδαιμονία. Όλα αυτά μέσα σε τρία λεπτά. Θα μπορούσα να πω πως είχα μια βαθιά πνευματική εμπειρία.

-Πότε αποφασίσατε να δημιουργήσετε αυτή τη συλλογή με τ' αγαπημένα σας, υποθέτω, δημοτικά τραγούδια; Ποιο ήταν το κίνητρο;

-Δε θα έλεγα αγαπημένα. Θα έλεγα, μάλλον, επιλεγμένα με βάση την ποικιλόμορφη, διδακτική, πνευματική και ιστορική τους σημασία. Το σκεφτόμουν εκείνη τη χρονιά που βρήκα τους δίσκους στην Κωνσταντινούπολη, αλλά ύστερα από δύο χρόνια άρχισα να επεξεργάζομαι τον ήχο τους, να τα οργανώνω και να γράφω γι' αυτά. Το κίνητρο ήταν μόνο φιλοσοφικό: Τι μας διδάσκει αυτή η μουσική για την προσπάθεια του ανθρώπου ν' αντιμετωπίσει την κρίση, την αβεβαιότητα, τη ζωή και το θάνατο; Επίσης, μπορεί αυτό το είδος μουσικής να εξηγήσει εις βάθος μια ξεχασμένη έννοια; Η μουσική έχει μια λειτουργία, κι αν ναι, ποια είναι αυτή; Όλα αυτά τα ερωτήματα μπορούν να ερευνηθούν ακούγοντας προσεκτικά τη μουσική των αγροτικών περιοχών της Ελλάδας.

-Ποια ήταν η αντίδραση της δισκογραφικής "Third Man Records" όταν παρουσιάσατε την ιδέα σας γι' αυτή τη συλλογή;

-Όταν τους παρουσίασα τη συλλογή, την ερωτεύτηκαν. Πρόκειται ουσιαστικά για τη συλλογή που κρατάτε στα χέρια σας, είναι ακριβώς τα ίδια κομμάτια που τους παρουσίασα και συμφώνησαν σχεδόν αμέσως να τα εκδώσουν. Βλέπετε, δυσκολεύτηκα να βρω μια έδρα για τις δουλειές μου, μια δισκογραφική και μια ομάδα ανθρώπων που αξιολογούν την αισθητική περισσότερο απ' τα χρήματα, το όραμα πάνω απ' τα κέρδη και στ' αλήθεια εκτιμούν τον παραγωγό ως καλλιτέχνη. Τέτοιου είδους συλλογές δεν είναι κερδοφόρες.

-Ισχύει ότι κάποια κομμάτια ηχογραφήθηκαν στην Ελλάδα;

-Ναι, τα περισσότερα ηχογραφήθηκαν στην Αθήνα, ενώ κάποια ηχογραφήθηκαν στη Νέα Υόρκη και στο Σικάγο.

-Εάν έπρεπε να περιγράψετε τη συλλογή "Why The Mountains are black" σε κάποιους γνωστούς σας, τι θα τους λέγατε;

-Πιθανότατα δε θα έλεγα κάτι. Θα προτιμούσα, αντ' αυτού, να τους καλέσω να καθίσουν στο δωμάτιο με τους δίσκους μου και να τους παίξω μερικά απ' τα αγαπημένα μου κομμάτια. Στη συνέχεια, θα τους ρωτούσα αν μπορούν να καταλάβουν την εθνικότητά τους και το πότε ηχογραφήθηκαν. Αυτό αποδεικνύει την άποψή μου ότι αυτή η μουσική ξεπερνά τα τοπικά ή τα χρονικά σύνορα. Είναι διαχρονική, αγνά και ευδιάκριτα ανθρώπινη. Είναι το πιο πολύτιμο πολιτιστικό μας κεφάλαιο.

-Παρατηρώ ότι επιλέξατε κομμάτια από διάφορες περιοχές της Ελλάδας. Ποιο ήταν το κριτήριο για να προστεθούν στη συλλογή;

-Απλά να προέρχονται από δίσκο 78 στροφών, από ένα γκρουπ ή έναν καλλιτέχνη από διακριτή περιοχή της ηπειρωτικής ή νησιώτικης Ελλάδας. Έπρεπε να ήταν αυθεντική country μουσική κι όχι λαϊκή.

-Τι σημαίνει για εσάς ο τίτλος "Why The Mountains are Black";

-Ο τίτλος είναι δανεισμένος από ένα πολύ παλιό μοιρολόι της Πελοποννήσου το οποίο συνέλεξε ο Νικόλαος Πολίτης.

Πρόκειται για το:

«Γιατί είναι μαύρα τα βουνά και στέκουν βουρκωμένα;

Μην άνεμος τα πολεμά, μήνα βροχή τα δέρνει;

Κι ουδ' άνεμος τα πολεμά, κι ουδέ βροχή τα δέρνει,

μόνε διαβαίνει ο Χάροντας με τους αποθαμένους.

Σέρνει τους νιους από μπροστά, τους γέροντες κατόπι,

τα τρυφερά παιδόπουλα στη σέλα αραδιασμένα».

Το μοιρολόι αναφέρεται στη ζοφερή απώλεια της ζωής, σε ό,τι συλλέγει ο Χάρος, δηλαδή ο θάνατος. Το 1926, μια ομάδα ανθρώπων στην Πελοπόννησο ηχογράφησαν μια ορχηστρική έκδοση αυτού του μοιρολογιού και αυτό είναι το δεύτερο κομμάτι στο πρώτο δίσκο της συλλογής. Για εμένα, η απάντηση «γιατί τα βουνά είναι μαύρα» είναι πως μόνο με το χορό και με μια απλή ζωή στο χωριό και τις γιορτές του, είμαστε ικανοί ν' αντιμετωπίσουμε την απώλεια των πάντων, κάτι που είναι άμεσα συνυφασμένο μ' όλη μας τη ζωή.

-Στο σημείωμά σας, επιλέξατε τη φράση «Όλα είναι απώλεια». Γιατί αυτή τη συγκεκριμένη φράση και τι σηματοδοτεί για εσάς;

-Την επέλεξα διότι πολλά τραγούδια της συλλογής όπως η «Γκόλφω», το «Γιατί είναι μαύρα τα βουνά», το ηπειρώτικό ή το μακεδονικό μοιρολόι αναφέρονται στην απώλεια, σαν να σηματοδοτεί τα πάντα. Άλλωστε, η απώλεια είναι η κινητήριος δύναμη τόσο της μουσικής, όσο και της ποίησης.

-Έχετε κάνει μια εξαιρετική παρατήρηση: Οι Έλληνες, ανεξαρτήτως των όσων αντιμετωπίζουν, προσπαθούσαν ανέκαθεν να είναι δυνατοί, αισιόδοξοι και γενναιόδωροι. Τι θεωρείτε ότι πρέπει να κάνουμε τώρα, που βιώνουμε ίσως μία απ' τις δυσκολότερες περιόδους της πρόσφατης ιστορίας μας;

-Δεν υπάρχουν πιο γενναιόδωροι, δυνατοί και αισιόδοξοι άνθρωποι απ' τους Έλληνες, ειδικά απ' όσους ζουν στα χωριά κι ακόμα ειδικότερα απ' τους Έλληνες της Ηπείρου. Θα έλεγα ότι θα πρέπει να ενωθούν, να ενδιαφερθούν για τ' αδέρφια τους, τους γείτονές τους. Να ενωθούν όπως έκαναν κατά τη διάρκεια του Β' Παγκόσμιου Πολέμου για να πολεμήσουν τους φασίστες. Ο κάθε άνθρωπος θα πρέπει να σταματήσει να ενδιαφέρεται μόνο για τα δικά του προβλήματα. Θα πρέπει να ενδιαφερθεί για τους γείτονες, τους αδύναμους, τους άρρωστους, τους φτωχούς. Θα πρέπει να σταματήσουν να πολεμούν ο ένας τον άλλο, τη στιγμή που οι υπόλοιπες χώρες τους εκμεταλλεύονται.

Σας παραθέτω μια παραβολή που έχω συμπεριλάβει στο βιβλίο που γράφω για τη μουσική της Ηπείρου:

«Το κυριότερο πρόβλημα είναι ότι πάρα πολλοί άνθρωποι ενδιαφέρονται μόνο για τα δικά τους θέματα, όχι για τους διπλανούς ή τους αδερφούς τους. Είναι σαν να βλέπεις μια ομάδα ανδρών να κρατούν ένα πιστόλι, να ρίχνουν σφαίρες, να μαλώνουν για το διαμέτρημα, να παραπονιούνται για το ποιος κρατάει το πιστόλι και τελικά, μετά από πολλές κοπιαστικές ώρες, να πυροβολούν τα πόδια τους ξανά και ξανά».

Οι Έλληνες θα πρέπει να συμφιλιωθούν, να σταματήσουν να μαλώνουν μεταξύ τους και να «πυροβολούν» τους εαυτούς του. Η Ελλάδα είναι ένα απ' τα πιο πλούσια έθνη, όσον αφορά στους πόρους, στους ανθρώπους, στην εξυπνάδα, στην ομορφιά, στον πολιτιστικό πλούτο, στη μουσική και στα τοπία. Όλοι οι υπόλοιποι απλά ζηλεύουν και περιμένουν να τους δουν να «πυροβολούν ο ένας τον άλλον».

-Θα ήθελα να σας ενημερώσω ότι η πλειοψηφία των Ελλήνων έχει ξεχάσει όλα αυτά τα πολύτιμα δημοτικά κομμάτια ή απλά διασκεδάζει με ποπ ή λαϊκά ακούσματα.

-Το γνωρίζω. Εκτός απ' την Ήπειρο -ειδικότερα το Ζαγόρι και τα χωριά του συμπεριλαμβανομένης της Βίτσας- αυτή η μουσική έχει ξεχαστεί. Αυτό το είδος, όμως, έχει μια δυναμική. Θεωρείται συνώνυμο της ταυτότητας, σημαίνει πολλά και παίζεται εξαιρετικά στην Ήπειρο, στη Δυτική Μακεδονία, σε πολλά μέρη της Κρήτης και σε κάποια νησιά.

-Θεωρείτε πως η δημοτική μας παράδοση έχει την «απάντηση» που ψάχνουμε εν καιρώ κρίσης;

-Πιστεύω πως αν οι Έλληνες οδηγούν στο ν' ανακαλύψουν εκ νέου το μουσικό τους παρελθόν, τι σήμαινε δηλαδή αυτή η μουσική για τους προγόνους τους, τότε θα βρουν το σθένος και τη δύναμη να ξεπεράσουν αυτές τις δύσκολες στιγμές.

-Σε ποιον απευθύνεται αυτή η συλλογή; Γιατί να την ακούσει κάποιος αν δεν είναι Έλληνας;

-Απευθύνεται σ' όλη την ανθρωπότητα. Υπάρχουν συναισθηματικοί ακροατές σ' όλον τον κόσμο που έχουν υποφέρει και γνωρίζουν πότε ακούν αυθεντική, βαθυστόχαστη, θεραπευτική μουσική. Είναι, επομένως, δεκτικοί σε τέτοια ακούσματα.

-Έχετε επιμεληθεί και την παραγωγή δίσκων Ηπειρωτών καλλιτεχνών. Πείτε μου περισσότερα γι' αυτό.

-Έχω πραγματοποιήσει υπαίθριες ηχογραφήσεις στην Ήπειρο με τρεις διαφορετικές ομάδες: τον Γιάννη Χαλδούπη και τους «Μουκλιόμος», το Τακίμι της Ηπείρου και τους Γιώργο Φλούδα και Βασίλη Τριάντη. Το έκανα αυτό για να δείξω στον κόσμο το ισχυρό νήμα της συνέχειας μεταξύ των δίσκων 78 στροφών των αρχών του 20ου αιώνα και της μουσικής που παίζεται στα χωριά τον 21ο αιώνα. Το έκανα γιατί πιστεύω ακράδαντα στη δύναμη και τη διαχρονικότητα της αρχαίας μουσικής, αλλά επίσης γιατί μόνο έτσι θα μπορούσα να καταλάβω αυτή τη μουσική καλύτερα. Μου έχουν αναθέσει να γράψω ένα βιβλίο για τη μουσική της Ηπείρου από τις εκδόσεις W.W. Norton & Company που βρίσκονται στις Ηνωμένες Πολιτείες, επομένως έχω την ευθύνη να κατανοήσω πλήρως και βαθιά αυτό το θέμα.

Photo Credits: Steva Stowell-Hardcastle

-Ποιο είναι το αγαπημένο σας μέρος στην Ελλάδα και ποιο μέρος θέλετε να επισκεφτείτε;

-Είναι το χωριό «μου», η Βίτσα, στο Ζαγόρι της Ηπείρου. Ανήκω πια σ' αυτό το χωριό. Θα ήθελα πολύ να επισκεφτώ το Ρέθυμνο κι άλλα μέρη της Κρήτης.

-Πόσους δίσκους 78 στροφών έχετε στη συλλογή σας και ποια τα κριτήρια για να προστεθεί κάποιος σ' αυτή;

Έχω περίπου 5.000 δίσκους, όχι μόνο βινύλια, αλλά και παλιούς δίσκους από shellac τους οποίους έπαιζαν οι παππούδες σας. Η μόνη «αλυσίδα» που ενώνει αυτούς τους δίσκους είναι η έντονη έλλειψη αυτοσυνείδησης, μοιάζει λες και οι μουσικοί έπαιζαν απλά για τους συγχωριανούς τους κι όχι για την παραγωγή ενός δίσκου.

-Διάβασα πως δεν σας αρέσει η σύγχρονη μουσική. Ποιο στοιχείο λείπει απ' τα σύγχρονα είδη της;

-Έχετε δίκιο. Δεν τη μισώ, απλά νιώθω καλύτερα όταν δεν την ακούω. Αυτό που λείπει εντελώς απ' τη σύγχρονη μουσική είναι αυτό που προείπα: Το σπιτικό μεράκι σε συνδυασμό με μια βαθιά έλλειψη αυτοσυνείδησης απ' την πλευρά των μουσικών.

-Τι ακούτε αυτή την περίοδο;

-Ακούω παλιά κομμάτια. Τα πρώτα αμερικάνικα μπλουζ ή κάντρι τραγούδια. Ελληνική μουσική, ειδικά απ' την Ήπειρο. Αλβανική μουσική. Πολωνική, ουκρανική, συριανή, περσική και αιγυπτιακή μουσική.

-Υπάρχει κάποια «ιεροτελεστία» όσον αφορά στην ακρόαση των αγαπημένων σας κομματιών;

-Η συνηθισμένη ιεροτελεστία είναι να γεμίζω ένα μικρό ποτήρι με τσίπουρο και ν' ακούω μερικά 78άρια για μισή ή μία ώρα. Στη συνέχεια, παίζω βιολί, κιθάρα ή λαούτο για μισή ώρα. Τη νύχτα, γράφω αρκετές ώρες.

-Γιατί προτιμάτε τα τόσο στενάχωρα κομμάτια;

Σε αντίθεση με το σκώρο, έλκομαι απ' το σκοτάδι κι όχι το φως. Νομίζω πως η μελαγχολική μουσική αντανακλά την εσωτερική μου θλίψη για το πώς έχει αλλάξει ο κόσμος. Ωστόσο, ακούω και χαρούμενη μουσική, κομμάτια που ξεχειλίζουν χαρά. Συνήθως, τα παίζω όταν νιώθω ελπίδα για την ανθρωπότητα.

*Το κείμενο δημοσιεύθηκε αρχικά στο publiSHIT magazine.

**Feature Photo Credit: Andrea Frazzetta