Άννα Μαρία Τσακάλη: «Η ζωγραφική γίνεται με όρους αντίστασης»

Άννα Μαρία Τσακάλη: «Η ζωγραφική γίνεται με όρους αντίστασης»

Πώς βλέπουμε την ζωγραφική σήμερα; Στην ψηφιακή εποχή πώς μπορεί να σταθεί μία τέχνη που από τη φύση της παράγει σταθερές εικόνες; Και σε μια κοινωνική συνθήκη που μας προτρέπει στην απόρριψη και αντικατάσταση του παλιού από το καινούργιο, τι εκφράζει η ζωγραφική;

Πρόσφατα είχαμε την τύχη να συναντήσουμε την ζωγράφο Άννα Μαρία Τσακάλη και να συζητήσουμε για την ουσία της ζωγραφικής μέσα από το προσωπικό της εικαστικό ιδίωμα. Από τις λιγοστές Ελληνίδες δημιουργούς που ζουν και δείχνουν τη δουλειά τους στο εξωτερικό, η Τσακάλη μοιράζει τη ζωή της σε Αθήνα και Παρίσι. Γεννημένη στον Πειραιά, σπούδασε την ζωγραφική στα μέσα του ’80, στη φημισμένη École Nationale Supérieure des Beaux-Arts. Έκτοτε έχει πραγματοποιήσει πάνω από δέκα ατομικές εκθέσεις σε Ελλάδα και εξωτερικό, με πιο σημαντική την αφιερωματική έκθεση πριν από πέντε χρόνια στο μουσείο Lambinet στις Βερσαλλίες.

«Έχει αλλάξει η μορφή της τέχνης όπως την αντιλαμβάνονται στο Παρίσι, κάτι που συμβαίνει κι εδώ στην Ελλάδα. Τα καινούργια μέσα έχουν πάρει την πρωτοκαθεδρία και η ζωγραφική θεωρείται μια γλώσσα πεπερασμένη. Δεν είναι όμως έτσι, γιατί μας έχει διατρέξει το κύμα της κρίσης, της avant-garde και παρ’ όλα αυτά επιμένουμε να ζωγραφίζουμε∙ όχι με τον παλιό τρόπο – τον τρόπο του Βερμέερ ή του Ρέμπραντ –, αλλά με τα δικά μας μέσα. Η ζωγραφική αν και παραμένει μια γλώσσα εξαιρετικά πολύπλοκη, μπορεί να εκφράσει την ατομικότητα του καθενός. Αυτή, βεβαίως, είναι που τίθεται υπό αίρεση στις μέρες μας».

Τι εννοείτε με αυτό;

Η αίσθησή μου είναι ότι τελούμε «εν υπνώσει», δεν υπάρχουν αξιολογικά κριτήρια και, μοιραία, οτιδήποτε μπορεί να ονομαστεί τέχνη. Δείτε για παράδειγμα, τις προτάσεις στα Μουσεία. Θεωρητικά ζούμε σε μία «δημοκρατία» της τέχνης, αλλά βλέπουμε πολύ λιγότερο ζωγραφική απ’ ότι θα μπορούσαμε. Υπάρχουν άλλα πράγματα που πλασάρονται ως επίκαιρα και σημαντικά. Η ζωγραφική, όμως, κρατά ακόμη αξίες, στις οποίες ο άνθρωπος μπορεί να εκφραστεί σε πολλά επίπεδα.

Ποιος ευθύνεται; Τα μουσεία, οι επιμελητές, η αγορά της τέχνης;

Οπωσδήποτε η αγορά της τέχνης. Αλλά και τα μουσεία με τους επιμελητές έχουν δώσει προτεραιότητα, όχι στο ίδιο το έργο, αλλά στην ιδέα που υπάρχει πίσω του και στον καλλιτέχνη. Έχει μετατοπιστεί επομένως το βάρος από τη δύναμη του έργου τέχνης σε όλο το διανοητικό κομμάτι που το συνοδεύει. Βεβαίως και η ζωγραφική εμπεριέχει το διανοητικό στοιχείο, αλλά πρωτίστως παραμένει μία τέχνη με «σώμα». Κι αυτό το σώμα στις μέρες μας, όπως είναι virtual η εποχή, δεν είναι τόσο καθαρό πια. Νομίζω δηλαδή ότι και η ζωγραφική ως σώμα δεν μπορεί πια να διαβαστεί όπως παλιά∙ έχει μια πολυπλοκότητα.

Η ζωγραφική παράδοση στη Γαλλία δεν είναι πια ζωντανή, όπως πριν;

Το Παρίσι μου έχει δώσει πάρα πολλές ευκαιρίες∙ έχει δεχτεί κι έχει δείξει την ζωγραφική μου με γενναιόδωρο τρόπο, εκθέτοντας πολύ νωρίς, χρόνια τώρα. Υπάρχουν άνθρωποι που παρακολουθούν την πορεία της ζωγραφικής μου και, πιστεύω, ότι έχω αναπτύξει ένα διάλογο εκεί. Σε αυτό βέβαια συνετέλεσε και η θητεία μου στη γαλλική σχολή, πιο σωστά θα έλεγα με ενέταξε, γιατί δεν ήρθα από κάπου αλλού στα ξαφνικά. Είχαμε έναν δάσκαλο σημαντικό (Λεονάρντο Κρεμονίνι 1925-2010), που ακόμη τον σέβονται, κι εμείς οι μαθητές του χαίρουμε ξεχωριστής τιμής.

Άρα, οι ευκαιρίες για ένα ζωγράφο είναι καλύτερες

Δύσκολα θα το έλεγα. Βεβαίως, το Παρίσι είναι μια πόλη μεγαλύτερη από την Αθήνα γι’ αυτό και προσφέρει περισσότερες δυνατότητες εκθέσεων. Αλλά η ζωγραφική γίνεται με όρους αντίστασης.

Ίσως εδώ η γενιά μας έτυχε καλύτερης μεταχείρισης! Τα μέσα ασχολούνταν πάρα πολύ, δημιουργήθηκαν νέοι συλλέκτες και οι ζωγράφοι ζούσαν – ακόμη ζουν – από την τέχνη τους. Αυτό δεν ήταν καθόλου αυτονόητο για τους αντίστοιχους συμμαθητές μας στο Παρίσι. Στην Ελλάδα ήμασταν λίγο καλύτερα, πριν την κρίση βέβαια. Τώρα κι εδώ συνεχίζουμε ως «αντίσταση».

Εσείς μέσα από τη ζωγραφική, πώς αντιστέκεστε;

Αντίσταση είναι τα έργα μου. Στρέφω το βλέμμα στη φύση σαν αρχέτυπο, σαν καταφύγιο. Η ζωγραφική μου εκκινεί από μια χαοτική επιφάνεια στην οποία σιγά-σιγά προσπαθώ και δίνω φόρμα. Νομίζω ότι με αυτόν τον τρόπο, χωρίς να έχω συγκεκριμένη εικόνα από την αρχή, αποκαλύπτονται κομμάτια ασυνείδητα. Κι αυτό για μένα είναι το πιο σημαντικό στη ζωγραφική. Προσωπικά, είναι εξαιρετικά ανακουφιστικό και, πιθανώς, είναι και για τους άλλους. Όταν δίνεις φόρμα σε κάτι που δεν ορίζεται, δεν έχει όνομα ή, ενδεχομένως, κάτι που δεν το ξέρεις, επακόλουθα έρχεται ένα είδος «κάθαρσης». Ξεκινάνε, λοιπόν, τα έργα μου χωρίς συγκεκριμένη εικόνα, έχοντας μια βασική επιθυμία: να μιλήσω για τον λαβύρινθο και το οργανικό της φύσης, για τον θαυμασμό για το εύθραυστο και το ενεργειακό που περιέχει∙ για την δύναμη του σπόρου που με έναν μικρό μίσχο, διαπερνά την κρύα γη για να βγει στο φως∙ τη Άνοιξη. Εκεί βλέπεις τη ζωή. Επιχειρώ έτσι μια μεταφορά της ανθρώπινης κατάστασης. Γι’ αυτό υπάρχουν κομμάτια ομορφιάς και εξέλιξης, όλο το φάσμα της ζωής.

Περιγράφετε μία διαδικασία που δεν απηχεί το νατουραλισμό

Δεν είμαι νατουραλίστρια, γιατί δε μ’ ενδιαφέρει ν’ αποτυπώσω μία συγκεκριμένη εικόνα∙ είναι κάτι το οποίο προκύπτει. Άρα, καθοριστικό για μένα είναι μιλήσω για μία ζωική κατάσταση, για ένα κομμάτι ζωής που συμβαίνει επάνω στο τελάρο.

Στα έργα σας παρ’ όλα αυτά αποκαλύπτεται η πρόθεση για το όμορφο

Στην έκθεση που είχα κάνει το ’07, είχα δώσει τον τίτλο «σαν αντίδοτο». Κι αυτό γιατί η ομορφιά δεν περιορίζεται σε όρους αισθητικής, έχει να κάνει με την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Με την ομορφιά μπορούμε να ξεπεράσουμε τη δυσκολία, κάπως έτσι λειτουργεί εντός μου, στη φαντασία μου. Ναι, στα έργα μου υπάρχει η επιθυμία ομορφιάς, αλλά την αντιλαμβάνομαι όχι ως κάτι δεδομένο αλλά ως διαδρομή, ως αποτύπωμα μιας ψυχικής κατάστασης που διαμορφώνεται σιγά-σιγά, όσο κρατά το έργο. Κάποια στιγμή λοιπόν συντελείται μία λύση, μία «έξοδος». Γι’ αυτό λέω ότι η ζωγραφική είναι η καθημερινή μου υγιεινή.

Όταν είμαι στο εργαστήριο, βρίσκομαι σε έναν παράλληλο κόσμο απ’ αυτόν που ζούμε. Εκεί μπορώ να είμαι ελεύθερη, να πάρω ρίσκα, να φανταστώ πράγματα∙ γενικά, μπορώ να είμαι ολόκληρη . Είναι μια αναγκαιότητα, σαν φόρτιση της μπαταρίας. Είμαι εκεί και καθαρίζω από όλες τις δυσκολίες, σε ένα χώρο όπου μπορώ να είμαι ο εαυτός μου κι έτσι γίνονται τα έργα μου, σιγά – σιγά.

Πότε τελειώνει ένα έργο;

Όταν ζωγραφίζεις είσαι μέσα στο πρόβλημα, χρειάζεσαι λοιπόν μία απόσταση, μία αναπνοή. Στη ζωγραφική δίνω μεγάλη σημασία σε αυτό, γιατί το έργο θέλει το χρόνο του να ωριμάσει. Έτσι, προσπαθώ να μη ζωγραφίζω υπό πίεση γι’ αυτό και έχουν χρόνο τα έργα μου, τελειώνουν σε μήνες, μερικά ακόμη και σε χρόνια. Τώρα, για παράδειγμα, τελειώνω ένα έργο που πρωτοξεκίνησα το 2005 και θα εκτεθεί στην έκθεση που ετοιμάζω στο Παρίσι στην γκαλερί Minsky τον Μάρτιο του ’18.

Όταν τελειώνουν τα έργα, τα κοιτάζω κι εγώ και προσπαθώ να καταλάβω τι έχει γίνει. Αυτό συμβαίνει γιατί η αρχική επιθυμία συχνά μεταλλάσσεται ανάλογα με τις ανάγκες του έργου. Προσπαθώντας δηλαδή να κατακτηθεί η φόρμα, υπάρχουν πράγματα που αντιλαμβάνεσαι πως δεν ήταν «πραγματικά». Είναι ένας τρόπος να επαληθευτούν οι επιθυμίες μου. Γι’ αυτό λέω ότι η ζωγραφική έχει μεγάλη δύναμη γιατί μπορεί ν’ αποτυπώσει τον χρόνο, την πολυπλοκότητα, την επιθυμία, το άγχος, την σκέψη, ακόμη και τον αισθησιασμό. Δημιουργείται δηλαδή ένα σώμα, με το οποίο έχεις μία σχέση «ζωτική»: δίνεις, σου δίνει. Όταν ζωγραφίζω, προσπαθώ ν’ ακούω το έργο. Σου μιλάει, ζητάει κι ανταποκρίνεσαι. Είναι ένα παιχνίδι ανάμεσα σ’ εκείνο και σε μένα.

Μιλήσατε για την ατομικότητα. Με τους όρους που περιγράψατε τη ζωγραφική και την πρότασή σας, θεωρείτε ότι προσλαμβάνει διάσταση πολιτική;

Όλες μας οι πράξεις είναι πολιτικές υπό μία έννοια. Το να υπερασπίζεσαι την ατομικότητα, σε μία εποχή που μας εξομοιώνει, οπωσδήποτε ενέχει αυτό το στοιχείο. Και η εποχή μας έχει τούτη την παραδοξότητα: δίνει τη δυνατότητα προβολής σε τόσα πολλά πρόσωπα, αλλά στην ουσία δε δείχνει κανένα. Αξιολογικά, ακριβώς επειδή δεν υπάρχουν κριτήρια όπως είπαμε στην αρχή, το έργο του ερασιτέχνη έχει ανέβει και, αντίστοιχα, το έργο του καλλιτέχνη έχει υποβαθμιστεί. Αρκούμαστε σε αυτήν τη σχεδόν τρομαχτική κριτική «έχει ενδιαφέρον» και διατρέχουμε τα έργα όπως τις σελίδες ενός περιοδικού. Η γλώσσα όμως της ζωγραφικής αξιώνει καλλιέργεια. Ενώ, λοιπόν, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε, υπάρχει διάχυση της πληροφορίας ή υπερπληροφόρηση, δεν υπάρχει καλλιέργεια, γιατί δεν υπάρχει χρόνος επεξεργασίας, δε ζούμε τα πράγματα γύρω μας. Γι’ αυτό λέω ότι τελούμε εν υπνώσει, μας αποκοιμίζει η κοινωνία κατά κάποιο τρόπο. Η τέχνη, όμως, και εν προκειμένω η ζωγραφική, θα ήθελα να μας ξυπνά,να μιλά γι’ αυτόν τον «μέσα χώρο», την σχέση με τον εαυτό μας. Και η τέχνη πάντα θα δίνει απάντηση στην ανάγκη του ανθρώπου σε ό,τι καλύτερο, αναγκαίο, ουσιαστικό μπορεί να περιέχει. Με αυτήν τη λογική συνεχίζω να επιθυμώ και να ζωγραφίζω, επειδή είναι η δική μου, προσωπική ανάγκη, δεν μπορώ να ζήσω αλλιώς∙ η σχέση μου με το χάος και τον κόσμο είναι αυτή... ελπίζοντας πάντα σε έναν διάλογο.

Δημοφιλή