Κωνσταντής Σταυρόπουλος. Ο μαθηματικός της εμπόλεμης ζώνης που γράφει αστυνομικά μυθιστορήματα

Κωνσταντής Σταυρόπουλος. Ο μαθηματικός της εμπόλεμης ζώνης που γράφει αστυνομικά μυθιστορήματα

Ο Κωνσταντής Σταυρόπουλος είναι μαθηματικός- επαγγελματίας μάλιστα, βιοπορίζεται δηλαδή διδάσκοντας την επιστήμη που σπούδασε σε μικρούς μαθητές. Όχι όμως στην Ελλάδα, αλλά μέχρι πρόσφατα στην Βεγγάζη της εμπόλεμης Λιβύης και τώρα πλέον σε μια κωμόπολη στην άκρη της ερήμου του Άμπου Ντάμπι. Και ταυτόχρονα, στα 34 του χρόνια, είναι συγγραφέας δύο νουάρ αστυνομικών μυθιστορημάτων με επίκαιρες κοινωνικοπολιτικές προεκτάσεις, τον εθνικισμό, τον ρατσισμό, τους πρόσφυγες που πνίγονται στη Μεσόγειο για να ζήσουν στην Ευρώπη σαν σύγχρονοι σκλάβοι συχνά . Το πρώτο του βιβλίο (Αναζητώντας μια Νάπολη στο Βερολίνο) γράφτηκε στην Ελλάδα της κρίσης. Το δεύτερο (Ο χορός των Λέμινγκς) ξεκίνησε στην Αθήνα, διαμορφώθηκε στη Βεγγάζη και «φινιρίστηκε» στο Madinat Zayed, στην άκρη της ερήμου Rub Al Khali, που εκτείνεται από το εμιράτο του Άμπου Ντάμπι έως τη Σαουδική Αραβία. Συζητήσαμε μαζί του με αφορμή την έκδοση του δεύτερου βιβλίου του. Αλλά η ιστορία του, ίσως του μοναδικού Έλληνα «γραφιά» που έζησε τόσο εκ του σύνεγγυς τον εμφύλιο της Λιβύης, είναι μια από αυτές που δεν χρειάζονται αφορμές για να την καταγράψεις. Και να τη μοιραστείς.

- Πότε ξεκίνησες να γράφεις;

Δεν θα σου πω πως έγραφα από παιδί ή όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, γιατί κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Ανέκαθεν αγαπούσα το διάβασμα. Διάβαζα και συνεχίζω να διαβάζω πολύ. Άρχισα δειλά να γράφω κάποια κείμενα όσο ήμουν φοιτητής στο πολυτεχνείο, αλλά η ουσιαστική σχέση μου με το γράψιμο καθαυτό ξεκίνησε με τη συγγραφή του πρώτου μου μυθιστορήματος, όταν θέλησα να «αναμετρηθώ» με τη γραφή. Και από τη στιγμή που το αποφάσισα, προσπάθησα να το κάνω σοβαρά και να το καταφέρω χωρίς ημίμετρα.

- Το αστυνομικό νουάρ είναι ένα δημοφιλές είδος μυθιστορήματος, με πολλούς εμβληματικούς και αγαπημένους συγγραφείς. Οι δικές σου επιρροές;

Η αστυνομική λογοτεχνία ξεγυμνωμένη από κάθε είδους κοινωνικοπολιτικές προεκτάσεις δεν με ενδιέφερε ποτέ. Μια καθαρή αναφορά ενός εγκλήματος και ο τρόπος επίλυσής του με κουράζει. Το μεσογειακό νουάρ είναι κάτι που λατρεύω, και φυσικά συγγραφείς του, όπως ο Ζαν Κλωντ Ιζό, ο Μωρίς Αττιά, ο Κάρλο Λουκαρέλι, ο Μάσιμο Καρλότο ή ο Πατρίκ Μπαρ. Από τους πιο βόρειους, ο Νέσμπο ήταν αποκάλυψη και με έκανε να νιώσω άσχημα που τον είχα αρχικά απορρίψει, φοβούμενος πως θα έγραφε σαν κλασικός σκανδιναβός… Αγαπημένοι επίσης είναι ο Γιάκομπ Αρζουνί, όχι μόνο για τα αστυνομικά του, αλλά και οι Τούρκοι Τζελίλ Οκέρ και Μεχμέτ Μουράτ Σομέρ. Φυσικά υπάρχουν και άπειροι άλλοι γραφιάδες που θαυμάζω και δεν έχουν σχέση με το είδος. Κάποιους τους αγαπώ για το συνολικό τους έργο και ότι έχει πέσει στα χέρια μου… από τα δικά τους, μου είναι ανεκτίμητο. Ανάμεσά τους, ο Μπουκόφσκι, ο μεγάλος Τέος Ρόμβος, του οποίου το «Τρία Φεγγάρια Στην Πλατεία» το έχω κουβαλήσει όπου έζησα, ο Μουρακάμι, ο Ρέιμοντ Κάρβερ ή ο Λούις Σεπούλβεδα. Και βιβλία μεμονωμένα, όπως «Το Μεγάλο Σιδηροδρομικό Παζάρι» του Πωλ Θερού (ή Θέροου όπως μεταφράστηκε) ή το «Εκεί που Χάνονται οι Άντρες» του Ρενέ Φρενί.

- Γιατί αστυνομικό νουάρ. Τι νιώθεις να σε έλκει να σε συνδέει τελικά με το συγκεκριμένο είδος;

Το αστυνομικό νουάρ είναι το είδος όπου ο συγγραφέας μπορεί να εντρυφήσει και να καυτηριάσει φαινόμενα και καταστάσεις κοινωνιών, δίχως όμως ο αναγνώστης να χάσει στιγμή το ενδιαφέρον του, αφού παράλληλα το βιβλίο ακολουθεί και μια αστυνομική πλοκή. Δεν μπορώ να πω πως θα είμαι δεμένος για πάντα μαζί του σαν είδος γραφής- το επόμενο βιβλίο μου δε θα έχει καμία σχέση με το νουάρ. Αλλά η όλη του ατμόσφαιρα πάντα θα με γοητεύει. Νύχτα, βροχή, αλκοόλ, τσιγάρο, γυναίκες και οι νότες της τζαζ να στροβιλίζονται, χρωματίζοντας τον θάνατο και την αδικία, τις επαναστάσεις, τις ανθρώπινες φιλίες και καταστροφές.

- Πότε έγραψες το πρώτο σου βιβλίο; Και πόσο εύκολη ή δύσκολη υπόθεση ήταν η έκδοση του;

Το πρώτο μου μυθιστόρημα, «Αναζητώντας μια Νάπολη στο Βερολίνο», κυκλοφόρησε στα τέλη του 2012 απ’ τις εκδόσεις Γαβριηλίδης. Η συγγραφή του είχε όλα τα καλά και τα κακά ενός πρώτου βιβλίου. Στην αρχή δεν ήξερα καν αν θα καταλήξει σε ολοκληρωμένο μυθιστόρημα. Μετά τις 120 πρώτες σελίδες άρχισα να το πιστεύω. Δεν είχα την εμπειρία της συγγραφής, ούτε την παραμικρή, για να χειριστώ κάποιες φυσιολογικές δυσκολίες και πελάγωνα εύκολα. Βγήκε όμως. Με το που το τελείωσα, μέσα μου ήξερα πως θα εκδοθεί, κι ας μην είχα κανένα απτό λόγο να το πιστεύω. Μόνο ένα ένστικτο αν θέλεις, που έτυχε να βγει αληθινό.

- Ποια είναι η διαδικασία γραφής σου; Γράφεις συστηματικά και με πρόγραμμα; Και πως πλάθεις έναν ήρωα και μια υπόθεση;

Είναι μάλλον νωρίς για να πω πως έχω καταλήξει σε κάποιον τρόπο γραφής. Στα δυο προηγούμενα βιβλία μου- αλλά και στο τρίτο που ήδη ετοιμάζω- αρχικά σκέφτηκα το γενικό θέμα, έπειτα την αρχή και το τέλος, τα βασικά γνωρίσματα του κεντρικού χαρακτήρα, του «ήρωα» και μια πρωτόλεια πλοκή. Μετά αρχίζει το δυσκολότερο κομμάτι για μένα- να τα σπάσω σε ενότητες, σαν μεγάλα κεφάλαια. Τότε αρχίζω και το γράψιμο γιατί θέλω να ξέρω που πατάω. Θέλω να έχω καταλήξει στο περιεχόμενο κάθε κεφαλαίου και έπειτα να γράψω ελεύθερα πάνω σε αυτό. Το στήσιμο μου τρώει και τον πιο πολύ χρόνο. Αν γίνει αυτό σωστά, μετά η γραφή ρέει εύκολα. Δεν γράφω κάθε μέρα, ούτε έχω συγκεκριμένες ώρες. Όταν όμως έχω τα πάντα έτοιμα, βάζω πρόγραμμα και κάθομαι στην καρέκλα- κι ας μη γράψω τίποτα. Δεν είμαι απ’ τους ανθρώπους που ξαφνικά τους έρχεται η επιφοίτηση. Το παλεύω. Και μόνο γράφοντας νιώθω κάποια στιγμή να «παίρνω φωτιά»- και συνεχίζω.

Άμπου Ντάμπι

- Σπουδές και εργασία στην Ελλάδα;

Σπούδασα Εφαρμοσμένα Μαθηματικά και Φυσική στο ΕΜΠ. Αργότερα, έπειτα από ένα break δουλειάς, έκανα μεταπτυχιακό στο Πανεπιστήμιο Πειραιά. Πριν φύγω απ’ την Ελλάδα δούλευα σε φροντιστήρια ως καθηγητής μαθηματικών. Πιο πριν είχα κάνει ένα γρήγορο πέρασμα για ένα χρόνο περίπου ως υπεύθυνος παραγωγής στο Gagarin. Μεγάλο σχολείο ήταν αυτό… και αστείρευτη πηγή υλικού για χαρακτήρες βιβλίων.

- Πως πήρες την απόφαση να φύγεις ; Δεν επέλεξες κιόλας το Λονδίνο ή τη "βαρετή" Αυστραλία αλλά ένα καζάνι που ακόμα έβραζε…

Από την Ελλάδα έφυγα μαζί με την Έλενα, τη σύντροφό μου, το καλοκαίρι του 2013. Δεν μπορώ να πω πως ήταν οικονομικό το θέμα. Δουλειά είχαμε κι οι δύο, όχι με τρελά λεφτά αλλά ζούσαμε αξιοπρεπώς. Το οικονομικό ίσως να μπήκε υποσυνείδητα όταν δεν μπορούσαμε πια να κάνουμε τα ταξίδια που θέλαμε. Αγαπούμε και οι δυο μας την περιπλάνηση και δε θα μπορούσα να έχω καλύτερο συνταξιδιώτη. Η πρόταση για να δουλέψουμε στη Λιβύη έγινε κάπως τυχαία. Η επιμελήτρια του πρώτου μου βιβλίου και μετέπειτα καλή μου φίλη μου είπε πως έψαχναν καθηγητές, μαθηματικό στην προκειμένη περίπτωση, σε ένα διεθνές σχολείο στη Βεγγάζη. Παραδόξως δεν δίστασα- και ούτε η σύντροφός μου. Τον Μάιο του ’13 ταξίδεψα για τρεις μέρες εκεί, έδωσα συνέντευξη, πέρασα τεστ για να τσεκάρουν τη διδασκαλία μου στα αγγλικά και υπέγραψα συμβόλαιο. Η Έλενα (που είναι φιλόλογος) κατάφερε κι αυτή να πιάσει δουλειά στο ίδιο σχολείο. Γιατί Λιβύη λοιπόν; Πρώτον γιατί έτυχε. Αλλά δε νομίζω πως θα πηγαίναμε Αγγλία για παράδειγμα. Θέλαμε να ζήσουμε κάτι τελείως διαφορετικό.

Τρίπολη

- Μίλησέ μου για το κεφάλαιο «Λιβύη».

Η ζωή στη Λιβύη ήταν δύσκολη αλλά εξαιρετικά ενδιαφέρουσα. Καταρχάς νιώθεις πως είσαι σε έναν τόπο τόσο διαφορετικό απ’ ότι έχεις δει ως εκείνη τη στιγμή. Περπατούσα ή οδηγούσα και κοιτάζοντας γύρω μου δεν μπορούσα να πιστέψω πως όντως ζούσα σε ένα τέτοιο μέρος. Η Βεγγάζη είναι μια πανέμορφη πόλη- θαρρείς πως έχει μείνει πίσω στο χρόνο, σαν σκηνικό από ταινία του ‘50. Οι άνθρωποι ξέμαθαν απ’ τους ξένους εδώ και χρόνια, οπότε το να βλέπουν κάποιον «δυτικό» να ζει εκεί, μαζί τους, τους φαινόταν ενδιαφέρον. Απλοί άνθρωποι, ακόμα και αυτοί που είχαν κάποια χρήματα, δεν ξεχώριζαν. Ελάχιστοι μιλούν Αγγλικά. Μάθαμε κάποια βασικά Αραβικά για τις καθημερινές μας ανάγκες, αφού σε όλα τα καταστήματα εργάζονται ντόπιοι ή Αιγύπτιοι. Αρχικά η ζωή μας κυλούσε ήρεμα αλλά τα πράγματα- δυστυχώς- αγρίεψαν σύντομα. Δύο μήνες αφότου μετακομίσαμε άρχισε ένας άτυπος εμφύλιος. Οι εξτρεμιστές που είχαν εφοδιαστεί με όπλα κατά την επανάσταση εναντίον του Καντάφι, η Ανσαρ Αλ Σαρία, μια τοπική Αλ Κάιντα ας πούμε, πλέον νομίζω και επισήμως παρακλάδι του Ισλαμικού Κράτους, διεκδικούσε την εξουσία. Απέναντί τους ένας κατακερματισμένος στρατός. Να σημειώσω πως η Λιβύη δεν έχει τακτικό στρατό. Ο Καντάφι τον είχε διασπάσει και διαμοιράσει στους γιους του ώστε να μη νιώθει τον κίνδυνο ενός αντί- πραξικοπήματος, εναντίον του. Μετά την πτώση του, ο στρατός που απέμεινε (και δεν ήταν καθεστωτικός) λειτουργούσε με φατρίες που ήλεγχαν αυτοδιοίκητες μονάδες. Η Βεγγάζη σε σχέση με την Τρίπολη ήταν η μέρα με τη νύχτα, από τις υποδομές της πόλης έως το μορφωτικό επίπεδο των ανθρώπων. Ένα απλό παράδειγμα- το αεροδρόμιο της Τρίπολης ήταν λίγο καλύτερο απ’ το παλιό Ελληνικό και της Βεγγάζης πιο μικρό και παλιό και απ’ το χειρότερο αεροδρόμιο της ελληνικής επαρχίας. Αυτή η ανισότητα σε κάθε επίπεδο ζωής ήταν και μια απ’ τις βασικές αιτίες για το ξέσπασμα της επανάστασης. Μόνο τυχαίο δεν ήταν ότι η επανάσταση από εκεί ξεκίνησε. Οι άνθρωποι εκεί, εκτός απ’ τα χίλια κακά του καθεστώτος, ένιωθαν και τις ζωές τους σε δεύτερη μοίρα.

Σε αμμόλοφο στη Λίβα

Κάθε εβδομάδα γίνονταν μάχες και βομβιστικές επιθέσεις. Αυτό όμως δεν εμποδίζει τους ανθρώπους να συνεχίζουν να ζουν κανονικά τη ζωή τους- κι αυτό τελικά έχει μια δόση μαγείας… Οι περισσότεροι, συμπεριλαμβανομένου και εμού πριν το ζήσω, έχουν την εντύπωση πως σε μια εμπόλεμη κατάσταση νεκρώνουν όλα. Δεν ισχύει. Μόλις περάσει η μπόρα όλοι επιστρέφουν στην καθημερινότητά τους. Έπρεπε λοιπόν κι εμείς να προσαρμοστούμε. Κάθε πρωί αλλάζαμε δρομολόγιο για να μην πέσουμε σε μπλόκο και μας απαγάγουν ή μας σκοτώσουν επί τόπου- οι απαγωγές ξένων απ’ τους εξτρεμιστές για λύτρα είχαν ήδη αρχίσει. Βέβαια δεν μάθαμε αμέσως «τι παίζεται» και πώς να φυλαγόμαστε. Μέχρι τότε είχαμε κάνει και πράγματα που αργότερα τραβάγαμε τα μαλλιά μας, όπως στις αρχές που πηγαίναμε για μπάνιο και περνούσαμε απ’ τα τσεκ πόιντ του στρατού. Μόνο αρκετά αργότερα μάθαμε πως ένα συγκεκριμένο τσεκ πόιντ ήταν της Ανσάρ Σαρία και όχι του στρατού. Φαντάζεσαι; Κι εμείς περνούσαμε και χαιρετούσαμε ανέμελοι. (γελάει). Πάλι καλά... Μπορεί να βοήθησαν τα γένια μου, ποιος ξέρει; Στα σοβαρά τώρα, πολύτιμη μας ήταν η βοήθεια ενός Λίβυου- που γίναμε αδελφικοί φίλοι- του Οσάμα. Δουλεύαμε μαζί, συνάδελφος. Πολλά βράδια με έπαιρνε με το αμάξι του και γυρίζαμε το λιμάνι, πηγαίναμε για καφέ ή για μπόουλινγκ… Καθημερινότητα περιπετειώδης αλλά παραδόξως απλούστατη.. Το σχολείο μου παρείχε αμάξι- δεν υπήρχαν συγκοινωνίες ούτε για δείγμα- και η οδήγηση ήταν μια περιπέτεια από μόνη της, ειδικά αν δεν είσαι Λίβυος. Το σπίτι βρισκόταν σε μια αραιοκατοικημένη περιοχή της Βεγγάζης. Σύντομα μάθαμε τα κατατόπια και τους δρόμους για τα κοντινά ψώνια, το λιμάνι, την ψαραγορά. Μέχρι και η παραμικρή μετακίνηση όμως δεν ήταν και το πιο ακίνδυνο πράγμα. Συχνά βρισκόμασταν δίπλα σε οδομαχίες και ανταλλαγές πυροβολισμών. Θυμάμαι μια μέρα που έπρεπε να πάμε στο νοσοκομείο- κάναμε μια ώρα κύκλους με το αμάξι γιατί από όποιο στενό κι αν στρίβαμε στο βάθος καιγόταν ο τόπος…

Τα πράγματα έγιναν πολύ πιο επικίνδυνα προς το τέλος του χρόνου. Άρχισαν οι βομβαρδισμοί με αεροπλάνα απ’ το στρατό. Την τελευταία μέρα του σχολείου πέταξε ένα μαχητικό, κυριολεκτικά λίγα μέτρα ψηλότερα απ’ τη στέγη του σχολείου και βομβάρδισε ένα στρατόπεδο, το πολύ ένα χιλιόμετρο μακριά μας. Τραντάχτηκε όλο το κτίριο. Μετά ήρθε ο κρότος της βόμβας και βγαίνοντας έξω είδαμε το «μανιτάρι» της έκρηξης και τους καπνούς.

Κέντρο Βεγγάζης

- Η εκπαιδευτική σου εμπειρία στη Βεγγάζη; Οι μαθητές σου;

Το σχολείο ήταν σε πολύ υψηλό επίπεδο, όσον αφορά και τις υποδομές και το επίπεδο των μαθητών. Ακολουθούσαμε επίσημα το αγγλικό σύστημα και τα παιδιά στο τέλος της χρονιάς έδιναν εξετάσεις σε θέματα που έρχονταν ταχυδρομικώς από το Λονδίνο. Όσο «σουρεάλ» κι αν ακούγεται, όλα κύλησαν ρολόι μέχρι το τέλος της χρονιάς. Με τα παιδιά διαμορφώσαμε μια σχέση αξέχαστη. Ακόμα μας λείπουν και για αυτό κρατάμε ακόμα και τώρα επαφές- ας έχουν σκορπίσει απ’ τη χώρα και αυτά και εμείς. Χαίρονταν που μας είχαν εκεί. Ίσως και να εκτιμούσαν πως είχαμε βάλει τη ζωή μας σε δεύτερη μοίρα για το δικό τους καλό. Κι ας μην ήταν απόλυτα έτσι…

- Σου έλειπε η Ελλάδα ή ένιωθες τυχερός που ξεκόλλησες από 'δω; Μετάνιωσες ή αμφιταλαντεύτηκες ποτέ για την επιλογή σου;

Το μόνο που μου έλειπε ήταν ο πατέρας και οι φίλοι μου. Τίποτε άλλο. Οκ… και λίγο το νόμιμο αλκοόλ καθώς στη Λιβύη είναι παράνομο (γελάει). Κατά τα άλλα δε μετάνιωσα στιγμή που μπήκα σε αυτή την περιπέτεια.

- Την κατάσταση στην Ελλάδα πως την φιλτράρεις μέσω αυτής της απόστασης πλέον;

Όσο οι άνθρωποι αντιμετωπίζονται σαν μετοχές ή ομόλογα δεν υπάρχει σωτηρία. Το θέμα είναι για πόσο οι ίδιοι θα ανέχονται κάτι τέτοιο. Για μένα η κοινωνία δεν έχει αλλάξει ποιοτικά. Απλά βρήκε μια αφορμή να δείξει το χειρότερο και το καλύτερό της πρόσωπο. Ό,τι είχε ο καθένας μέσα του. Και για πολλά άσχημα πράγματα έγινε η κρίση δικαιολογία. Ποιος θα επικρατήσει μόνο ο χρόνος θα το δείξει.

- Έγραφες στη Λιβύη; Ο «χορός των Λέμινγκς» που άρχισε και που τελείωσε;

Ο «Χορός των Λέμινγκς», το δεύτερο μου βιβλίο που κυκλοφόρησε πριν ένα μήνα απ’ τις εκδόσεις Κριτική, είναι ένα μυθιστόρημα που κυριολεκτικά γράφτηκε σε τρεις ηπείρους. Άρχισε σαν σκελετός και λίγες σελίδες στην Ελλάδα, συνεχίστηκε στην Αφρική και ολοκληρώθηκε με την ηρεμία που μου έδωσε η καθημερινότητά μου πλέον στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα όπου ζούμε μόνιμα πια. Ήμουν πολύ τυχερός γιατί η Μάγγη Μίνογλου, η εκδότρια των Εκδόσεων Κριτική, με εμπιστεύτηκε έχοντας στα χέρια της μόνο μερικά κεφάλαια. Συνήθως για κάποιον που κάνει τα πρώτα του βήματα στη συγγραφή, ισχύει πως τελειώνει το βιβλίο και μετά ψάχνει εκδοτικό. Ανέλπιστη χαρά απ’ το δεύτερο μόλις βιβλίο μου να σκέφτομαι πως ο εκδότης περιμένει κεφάλαιο κεφάλαιο για να το εκδώσει. Με έκανε να αισθανθώ επαγγελματίας.

Εορτασμοί για την κατάκτηση του Κυπέλου Αφρικής

- Πότε, και πως, φύγατε από την Λιβύη;

Εγκαταλείψαμε τη Βεγγάζη εκτάκτως και επεισοδιακά. Είχαμε υπογράψει και για τον επόμενο χρόνο. Η κατάσταση όμως είχε ξεφύγει. Το αεροδρόμιο της πόλης βομβαρδίστηκε και έκλεισε. Αν θέλαμε να επιστρέψουμε, έπρεπε να γίνει μέσα σε μια μέρα. Ταξιδέψαμε προς τα ανατολικά, με αυτοκίνητο μες στην έρημο για 4 ώρες, με σκοπό να πετάξουμε από ένα τοπικό αεροδρόμιο για Τρίπολη κι από κει για Τουρκία. Στη διαδρομή, τρεις φορές μας σταματήσανε στρατιωτικοί (ή ό,τι ήταν τέλος πάντων..) με κουκούλες και όπλα. Το να δίνεις το διαβατήριό σου έχοντας την κάνη ενός Καλάσνικοφ στη μούρη σου, χωρίς να ξέρεις ούτε ποιος είναι, ούτε τι θα το κάνει, είναι λίγο περίεργο τώρα που το σκέφτομαι (γελάει), αλλά σε εκείνη τη φάση δεν είχαμε επιλογές. Καμία πράξη γενναιότητας βέβαια για να μην παρεξηγηθώ. Ίσα ίσα νιώθω πολύ τυχερός που δε χρειάστηκε ποτέ να μάθω αν θα ήμουν γενναίος ή όχι. Μετά από δύο μέρες ταξιδεύοντας από πόλη σε πόλη, περνώντας ένα βράδυ άγρυπνοι στο έρημο αεροδρόμιο της Τρίπολης- όπου όλο το βράδυ ήμασταν μόνο οι δυο μας, δυο καθαριστές και μαυραγορίτες που ρωτούσαν επίμονα αν θέλουμε να μας αλλάξουν λεφτά- καταφέραμε να πετάξουμε για Κωνσταντινούπολη. Και εκεί πλέον συνειδητοποιήσαμε πως δε μπορούσαμε να γυρίσουμε πίσω. Με τα γεγονότα που ακολούθησαν δεν είχαμε ούτε καν την ευκαιρία. Πολλά προσωπικά μας πράγματά μας έμειναν στη Βεγγάζη. Συνεννοήθηκα με τον Οσάμα να κρατήσει ότι θέλει και να τα μοιράσει τα υπόλοιπα.

- Επόμενος σταθμός;

Μέσα σε ένα μήνα έπρεπε να βρούμε ξανά δουλειά. Το να μείνουμε Ελλάδα δεν ήταν πλέον επιλογή. Σταθήκαμε τυχεροί και λόγω της καλής προϋπηρεσίας βρήκαμε κι οι δύο δουλειά σε αντίστοιχο σχολείο στο Άμπου Ντάμπι. Για την ακρίβεια, σε μια κωμόπολη- το Madinat Zayed, καμιά ώρα δυτικά απ’ το Άμπου Ντάμπι. Στις αρχές της ερήμου Rub Al Khali που φτάνει ως τη Σαουδική Αραβία. Το οικονομικό κομμάτι ήταν δευτερεύον. Σίγουρα οι απολαβές μας είναι υψηλές αλλά το βασικό είναι πως πλέον βρισκόμαστε σε ένα σταυροδρόμι από όπου μπορούμε να πετάξουμε σε πολλές ενδιαφέρουσες χώρες. Το τελευταίο ταξίδι που κάναμε ήταν στην Ινδία και το Νεπάλ, ελάχιστες μέρες πριν το μεγάλο σεισμό. Ίσως ο πιο αγνός και χαρούμενος λαός που έχω γνωρίσει, σε ένα τόπο με μοναδική φυσική ομορφιά.

Πλατεία Βεγγάζη

- Το «κεφάλαιο» Εμιράτα;

Τα Εμιράτα δεν έχουν ταυτότητα όπως άλλες χώρες. Τα περισσότερα πράγματα είναι τεχνητά. Άλλωστε είναι και ένα κράτος που μετρά λίγο παραπάνω από σαράντα χρόνια ζωής. Τα μεγάλα κέντρα, το Ντουμπάι και ίσως λιγότερο το Άμπου Ντάμπι, είναι απρόσωπα. Βλέπεις παντού τη ματαιοδοξία του πλούτου. Από τα αμάξια μέχρι τα θεόρατα κτίρια. Για αυτό είμαστε ευτυχισμένοι που ζούμε σε χωριό ουσιαστικά, έχοντας όλα τα καλά της επαρχίας και ένα παγκόσμιο αστικό κέντρο μια ώρα δρόμο μακριά μας για τα υπόλοιπα. Από τα περισσότερα σημεία της κωμόπολής μας μπορείς να δεις το χάραμα και τη δύση- τίποτα δε σου κρύβει τον ορίζοντα. Στην Ελλάδα με τη μηχανή πρόσεχα να μη μου πεταχτεί κανένα σκυλί. Τώρα προσέχω τις καμήλες. (γελάει) Μπορεί να τις πετύχεις να διασχίζουν το δρόμο… Τα σπίτια έχουν απόσταση το ένα απ’ το άλλο, όλα με μεγάλες αυλές. Απ’ την άλλη μεριά του δρόμου μας έχει μια σειρά φοίνικες και πίσω αρχίζει η ατέλειωτη έρημος. Το σχολείο μας δεν απέχει πάνω από πέντε λεπτά. Η ίδια «φάση» με τη Λιβύη, διεθνές σχολείο, μόνο που αυτό λειτουργεί υπό την επίβλεψη του στρατού, γιατί έχουμε και παιδιά που προορίζονται για αξιωματικοί. Στεγαζόμαστε μέσα σε στρατιωτική βάση, οπότε καταλαβαίνεις, είναι λιγάκι αυστηρά τα πράγματα. Πάντως ο στρατός μοιάζει να εκτιμά όσα προσφέρουμε στην τοπική κοινωνία, δεν είναι καθόλου προβληματική η συμβίωση μαζί τους. Με είχε κάπως αγχώσει αυτή η παράμετρος πριν έρθουμε, αλλά όπως αποδείχτηκε, όλα καλά. Η κοινωνία των Εμιράτων, αν και μουσουλμανικό κράτος, είναι ιδιαίτερα ανεκτική με το δυτικό «τρόπο» και πολιτισμό. Οι άνθρωποι συνειδητοποιούν πως έχουν ακόμη ανάγκη τους «ξένους» και ας είναι διαφορετικοί. Όσο δεν προκαλείς πρόβλημα φυσικά, όλα γίνονται αυτόματα και γρήγορα- άδειες παραμονής, ταυτότητες, ιατρική κάλυψη, δίπλωμα οδήγησης.

- Το μετάνιωσες; Σαν επιλογή δεύτερης μετανάστευσης;

Όχι. Δε θα ζήσω εδώ μια ζωή φυσικά, γιατί θέλουμε κι οι δύο να ζήσουμε έστω και για λίγο Λατινική Αμερική. Όλο αυτό το μεγάλο ταξίδι δε θα το άλλαζα με τίποτα. Ακριβώς όπως το έκανα, με τον ίδιο άνθρωπο που με συντρόφεψε, τους ίδιους ανθρώπους που γνώρισα, τα ίδια μέρη που είδα και εξακολουθώ.

Τοιχογραφία Τρίπολη

- Μίλησε μου για το δεύτερο βιβλίο. Νομίζω ότι το έγραψες κυρίως στην έρημο.

Να σου πω τι είναι τα Λέμινγκς καταρχήν, γιατί αυτή είναι η πιο συνηθισμένη απορία. Τα Λέμινγκς είναι είδος τρωκτικού που συναντάται κυρίως στις περιοχές της Αρκτικής. Μύθος θέλει τα Λέμινγκς σε κάποια φάση της ζωής τους, ακολουθώντας μια ανεξήγητη βιολογική παρόρμηση, να οδηγούνται μαζικά στην αυτοκτονία, πράγμα που όμως ποτέ δεν έχει επιβεβαιωθεί. Αυτή η μυθική συμπεριφορά ήταν που μου κίνησε το ενδιαφέρον και αλληγορικά ήθελα να πατήσω πάνω της για να τη μεταφέρω στην ανθρώπινη φύση. Ο «Χορός των Λέμινγκς» είναι ένα βιβλίο για το οποίο είμαι πραγματικά περήφανος. Το πρώτο μου βιβλίο είχε αγγίξει επιδερμικά τα φαινόμενα της ξενοφοβίας, του ρατσισμού και του εθνικισμού. Εκεί «κουμπώνει» και η συμπεριφορά των Λέμινγκς. Στην τυφλή υπακοή. Και όλα αυτά προσπάθησα να τα συνδέσω, με ένα βρώμικο και διεστραμμένο όπως και στην πραγματικότητα συμβαίνει, με το φαινόμενο του trafficking. Αυτά αποτελούν τη βάση του δεύτερου βιβλίου. Ταξιδεύοντας και φιλοξενούμενος σε τόσες χώρες μου φαίνεται αδιανόητο να σκέφτονται άνθρωποι με αυτές τις προκαταλήψεις και τόση απανθρωπιά. Και ειδικά οι Έλληνες, που θα έπρεπε και μόνο ιστορικά και γεωγραφικά να έχουν μάθει να ζούνε αρμονικά με όλους τους λαούς και ανθρώπους. Δε μπορώ να φανταστώ τι ντροπή και πόσο εγωισμό μπορεί να έχει καταπιεί ένας πρόσφυγας στην Ελλάδα για να επιβιώσει μέσα σε τέτοιες συμπεριφορές. Και όσο το αναλογίζομαι, τόσο μεγαλώνει ο σεβασμός μου για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες. Θέλησα να αποδώσω τις ιστορίες τους σαν κραυγές στις σελίδες μου.

- Πόσο σε επηρέασε η εμφυλιοπολεμική εμπειρία της Λιβύης στο «σενάριο» του δεύτερου βιβλίου σου;

Η πλοκή εκτυλίσσεται στην Ιταλία και στη Λιβύη. Ο ήρωας θα μπλέξει σε μια περιπέτεια όπου τα όρια μεταξύ της φιλίας, της αγάπης, του θανάτου, του σεξ, της βίας και της τυφλής υπακοής δεν είναι πάντα ευδιάκριτα. Μια τόσο δυνατή εμπειρία, κέρδισε επάξια θέση λοιπόν. Αν δε με βοηθούσε στην υπόθεση δε θα την είχα συμπεριλάβει όμως. Δυστυχώς δε μπορούσα να φανταστώ πόσο επίκαιρο θα ήταν, με ένα τόσο μαύρο και θλιβερό τρόπο, λόγω του τραγικού χαμού τόσων προσφύγων από τη Λιβύη ανοιχτά της Μάλτας, λίγο καιρό πριν. Στη Μεσόγειο, τις ιταλικές και τις ελληνικές ακτές κάθε μέρα. Τώρα, αν θα το έγραφα και στην Ελλάδα… Δεν μπορώ να απαντήσω. Μπορεί ναι, μπορεί όχι. Σίγουρα κάποιες εμπειρίες μετουσιώθηκαν σε λέξεις, αλλά πλέον δεν μπορώ να τις διαχωρίσω απ’ τον εαυτό μου.

Γυναίκα με παιδί στην Τρίπολη

- Σκέψεις επιστροφής στην Ελλάδα;

Ακόμα όχι. Κάποτε ναι. Θα δείξει. Αν λόγω συγκυριών δεν αναγκαστώ, θέλω να γυρίσω όταν μπορέσω να ζήσω όπως ονειρεύομαι. Ίσως όμως κάποια στιγμή απλώς να λυγίσω και να μη μου φτάνει να βλέπω τα φιλαράκια μου Χριστούγεννα και καλοκαίρι μόνο.

- Επόμενο βιβλίο;

Έχω ήδη αρχίσει να το γράφω το επόμενο και δε θα έχει καμία σχέση σαν πλοκή με τα προηγούμενα, που είχαν περίπου δομή αστυνομικού μυθιστορήματος. Θέλω να μου «βγει» ένα φαντασιακό νουάρ, βασισμένο ουσιαστικά στη μοναδικότητα των χαρακτήρων του. Μια ταινία του David Lynch φαντάσου, λίγο πιο σκοτεινή σε κάποια σημεία, πολύ πιο φωτεινή στα περισσότερα και με διάσπαρτο χιούμορ. Και έχω ήδη τον βασικό σκελετό για ένα νέο βιβλίο με ήρωα τον ντετέκτιβ απ’ τον «Χορό των Λέμινγκς» σε μια καινούρια περιπέτεια. Δύο βιβλία λοιπόν.

Δημοφιλή