Ο Μάκης Παπαδημητρίου δεν αγχώνεται να δείξει ότι είναι καλύτερος από τους άλλους

Ο Μάκης Παπαδημητρίου δεν αγχώνεται να δείξει ότι είναι καλύτερος από τους άλλους

Συναντηθήκαμε στο θέατρο του Νέου Κόσμου.

«Νιώθω σπίτι μου εδώ. Μετά τη σχολή σε αυτό το θέατρο έκανα την πρώτη μου επαγγελματική δουλειά και ακολούθησαν αρκετές άλλες μέχρι σήμερα», μου είπε στη διάρκεια της κουβέντας μας. Μιλήσαμε για δυόμιση ώρες, μια ελεύθερη κουβέντα που συμπτύχθηκε στις «ανάγκες» του κειμένου μιας συνέντευξης. Αμέσως μετά βρέθηκε στη σκηνή.

Από το «καμαράκι» του φροντιστή τον απόλαυσα μαζί με τον Γιώργο Χρυσοστόμου. Είδα δυο ηθοποιούς να εναλλάσσονται εν ριπή οφθαλμού σε δεκαπέντε ρόλους, όπως απαιτεί η θεατρική παράσταση «Πέτρες στις τσέπες του».

Ο Μάκης Παπαδημητρίου, βραβευμένος με το θεατρικό «Χορν» το 2009 και του α΄ανδρικού ρόλου της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου για το 2016, εξέχον «μέλος» μιας εξαιρετικής γενιάς Ελλήνων ηθοποιών, μου φάνηκε χαρακτηριστικό παράδειγμα ανθρώπου που με την απλότητα και την ειλικρίνειά του αποδεικνύει ότι, αλήθεια, μεγάλοι ηθοποιοί είναι αυτοί που «παίζουν» φυσικά, ανεπιτήδευτα. Χωρίς να χάνουν τον εαυτό τους.

papadimitriou

«Γεννήθηκα στην Κυψέλη, μεγάλωσα όμως στην Ηλιούπολη. Αλλά - πως τα ‘φερε η κατάσταση - τα τελευταία δέκα χρόνια μένω πάλι στην Κυψέλη. Eπέστρεψα εκεί που γεννήθηκα»

Είχες σαν παιδί κάποια ενασχόληση με το θέατρο και την υποκριτική;

Όχι, καθόλου. Σχολείο και διάβασμα.

Ήμασταν μεγάλη παρέα και - όπως η Κάτω Ηλιούπολη είναι αραιοκατοικημένη - εμείς παίζαμε έξω, την άνοιξη και τα καλοκαίρια μέχρι αργά το βράδυ. Μπάλες, ποδήλατα, φυσοκάλαμα. Κρατάω επαφές με δυο-τρεις κολλητούς από τότε, ακόμα κι αν δε βρισκόμαστε συχνά, υπάρχει αυτό το δέσιμο.

Ήμουν καλός μαθητής. Πέρασα στο Φυσικό Αθηνών. Ξεκίνησα σχετικά καλά στο πανεπιστήμιο, μετά υπήρξε μια περίοδος κάμψης και τότε έμπλεξα με το θέατρο. Ανεβοκατέβαινα στη Σχολή με μια φίλη μου που ήταν σε ερασιτεχνική θεατρική ομάδα, τον Φιλοπρόοδο Υμηττού. Μου πρότεινε να πάω και, ξέρεις, τρώγοντας έρχεται και η όρεξη. Στην αρχή δεν είχα ενθουσιαστεί, ερχόμουνα και από τελείως άλλο χώρο

Πώς ένας άνθρωπος που δεν είχε «κάψα» με το θεάτρο, ξεπερνάει τις αναστολές του και ανεβαίνει πάνω στη σκηνή;

Νομίζω σαν άνθρωπος είμαι εξωστρεφής, ποτέ δεν ήμουν «ντροπαλός». Ξεκίνησα από περιέργεια και γνώρισα πολύ γοητευτικούς ανθρώπους. Έκαναν θέατρο στον ελεύθερο χρόνο τους, χωρίς να βιάζονται, χωρίς να έχουν βάλει deadline. Δεν υπήρχαν ανταγωνισμοί και ήταν κάτι πολύ πιο ελεύθερο από το αυστηρά καθορισμένο πλαίσιο του πανεπιστημίου.

Το θέατρο λειτουργούσε και σαν αφορμή για να βρισκόμαστε, σαν κοινωνικοποίηση και αληθινά φιλική σχέση. Μπήκα λοιπόν σε μια πολύ ενδιαφέρουσα μικροκοινωνία όπου οι άνθρωποι σου άνοιγαν το σπίτι τους, την καρδιά τους. Και ήταν πολύ ωραίο να ξέρεις ότι κάνεις κάτι χωρίς να περιμένεις καμία ανταπόδοση, τύπου «συγχαρητήρια», ή ότι αυτό θα σου «ανοίξει μια πόρτα». Μου άρεσε αυτή η «φιλοσοφία», πήγαινα όλο και περισσότερο εκεί και αραίωνα από το πανεπιστήμιο. Τότε σκέφτηκα να προσπαθήσω να μπω σε μια σχολή θεάτρου. Το 1996 έκανα μια πρώτη προσπάθεια αλλά δεν πέρασα. Συνέχισα στο Πανεπιστήμιο, πήρα μερικά μαθήματα. Και το 1999 ξανάδωσα εξετάσεις και πέρασα στη Δραματική Σχολή του Εθνικού.

«Δεν ξέρω τι είναι αυτό που λένε ''φωτογένεια''. Ένας καλός σκηνοθέτης μπορεί να κάνει κι ένα μουλάρι, που δεν ''σπάει'' το πρόσωπό του για να δείξει συναισθήματα, να έχει ''φωτογένεια''»

Προετοιμάστηκες;

Όχι ιδιαίτερα. Ήμουν τότε στη θεατρική ομάδα «Μπουφονάτα», σε έναν χώρο στη Μαυρομιχάλη, με πολλούς μετανάστες, Κούρδους, Τούρκους και κάναμε τον «Μίστερο Μπούφο» του Ντάριο Φο. Τον Βονιφάτιο, από αυτό το έργο, έδωσα εξετάσεις και στο Εθνικό... Αυτή ήταν η προετοιμασία μου.

Είχε πλάκα στις εξετάσεις του Εθνικού. Τη μέρα που ήταν η πρώτη εξέταση δίσταζα να πάω, σκεφτόμουν ότι δεν πρόκειται να περάσω. Με πήρε τηλέφωνο ένας φίλος μου, «μην είσαι χαζός, πήγαινε», μου είπε. Έφτασα μεσημέρι, λίγο πριν φωνάξουνε το όνομά μου. Πέρασα στη β΄ φάση και πάλι δεν ήθελα να πάω, ο ίδιος καλός φίλος με παρότρυνε. Είχα απογοητευτεί γιατί έδινε πολύς κόσμος, 600 - 700 άτομα και παίρνανε 15. Ήμουν τυχερός και πέρασα.

Μετά τη σχολή;

Έκανα μερικά χρόνια Εθνικό, ΔΗΠΕΘΕ Καλαμάτας μετά.

Βιοποριζόσουν τότε από το θεάτρο;

Ναι, ήμουν μόνος μου και οι ανάγκες μου πιο περιορισμένες. Και υπήρχε τότε ακόμα η επιχορήγηση του ΥΠ.ΠΟ., πληρωνόσουν τις πρόβες και οι μισθοί ήταν καλύτεροι. Πλέον αυτά κοπήκανε... Πρόβες πληρώνουν μόνο τα κρατικά θέατρα, ίσως και κάποιοι θιασάρχες που ανεβάζουν πιο εμπορικά έργα και όταν μια παράσταση δεν πηγαίνει καλά, «κατεβαίνει» και δεν έχεις να πάρεις τίποτα.

«Κυρίως για να μην έχεις την ανασφάλεια «τι θα κάνω μετά;». Αυτό είναι τρομερό, χαρακτηριστικό του επαγγέλματος. Είμαστε μονίμως «ορισμένου χρόνου». Κάνεις μια δουλειά, έχεις ένα συμβόλαιο, όταν τελειώσει είσαι πάλι στον αέρα...»Έχεις περάσει «οριακές» φάσεις οικονομικά;

Πολύ. Στις μεγαλύτερες περιόδους της ζωής μου έτσι είμαι. Αλλάείναι επιλογή μου να είμαι ηθοποιός. Θα το παλέψω. Και δεν παραπονιέμαι, είμαι από τους πλέον τυχερούς.

Πόσο δύσκολο είναι το ξεκίνημα, αλλά και η συνέχεια, στο χώρο σου;

Δεν ξέρω πόσο διαφορετικό είναι από ότι σε κάθε άλλο τομέα που «περνάει δύσκολα». Είναι εύκολο για έναν νέο μαθηματικό, π.χ.; Και δεν είναι μόνο απόρροια της κρίσης αυτό. Στο επάγγελμα το δικό μου η ανεργία και πριν δέκα χρόνια ήταν τρομακτικά υψηλή. Απλά, όσοι είχαν δουλειά, πληρωνόντουσαν. Τώρα δεν υπάρχει ούτε αυτό. Και στον καλλιτεχνικό χώρο, άλλοι είναι χειρότερα από εμάς τους ηθοποιούς: οι χορευτές, οι μουσικοί. Πρέπει να κάνεις και κάτι άλλο, δε «βγαίνει» αλλιώς.

Εσύ έχεις κάνει κάτι άλλο;

Η διαφήμιση είναι κάτι άλλο. Και η τηλεόραση θα μπορούσε να θεωρηθεί.

Είχες δισταγμούς να κάνεις διαφήμιση;

Ο Όρσον Ουέλς έκανε διαφημίσεις για ουϊσκι, έβγαζε χρήματα και έκανε τις ταινίες του. Διαφημίσεις έχουνε κάνει ηθοποιοί που σέβομαι και θαυμάζω, Έλληνες και ξένοι. Μου είχαν ξαναπροτείνει διαφήμιση και είχα αρνηθεί, παρότι τα χρήματα ήταν καλά. Τότε όμως ήμουν μόνος, τα έφερνα βόλτα. Όταν μου έγινε η πρόταση που αποδέχτηκα, είχα πολλούς ενδοιασμούς αλλά τα «ζύγισα». Μου έδιναν κάποια χρήματα που για ένα χρονικό διάστημα ήταν πολύ σημαντικό βοήθημα. Δεν ήθελα να κάνω διαφημίσεις όπου θα έβγαινα μπροστά και θα έλεγα «πάρτε αυτό». Είναι πιο εύκολο να το κάνεις όταν υπάρχει μια ιστοριούλα, ένα σενάριο. Δεν το λέω για να «χρυσώσω το χάπι», διαφήμιση κάνεις σε κάθε περίπτωση. Το έκανα χωρίς αυταπάτες.

Στην τηλεόραση; Αποκλείεται να εκφραστεί ένας ηθοποιός;

Όχι, αλλά δεν είναι αυτός ο κανόνας. Συνήθως είναι δουλειές που γίνονται με λίγα χρήματα, λίγο «τσάτρα-πάτρα». Φυσικά βγαίνουν και καλές παραγωγές, όλο και λιγότερες όσο δυσκολεύει οικονομικά η κατάσταση.

Οι δικές σου δουλειές στην τηλεόραση; Ο Ζαν Κλοντ από τα «Μαύρα Μεσάνυχτα» έχει «γράψει ιστορία»...

Παρότι δεν εξαντλώ τη δημιουργικότητα μου στην τηλεόραση, θεωρώ ότι οι δουλειές που έχω κάνει πληρούσαν κάποιες προϋποθέσεις. Τα «Μαύρα Μεσάνυχτα» ήταν μια δουλειά που μου άρεσε. Ο Κοκκινόπουλος ήταν εξαιρετικός και τηλεοπτικά του χρωστάω πολλά. Μού εμπιστεύτηκε έναν πολύ καλογραμμένο και χαρακτηριστικό ρόλο. Και κάποιος άλλος ηθοποιός να ήταν στη θέση μου, πάλι επιτυχημένος θα ήταν. Γενικά αν ξέρω ότι είναι μια δουλειά που θα πληρωθώ, όπου υπάρχει ένα καλό σενάριο, πρωτίστως αν είναι με ανθρώπους που θα δουλέψουμε καλά, τότε, ναι, εντάξει. Έχω πει «όχι» σε πράγματα όπου θα πληρωνόμουν αλλά δεν με εξέφραζαν. Το ίδιο έχει συμβεί και στο θέατρο και στο σινεμά.

Περισσότερο από τα «ναι» σε καθορίζουν τα «όχι» που λες

Μόνο έτσι πηγαίνεις μπροστά και βελτιώνεσαι, όχι με μια ξερή συμμετοχή σε κάτι που αποβλέπεις μόνο οικονομικά. Είμαι τυχερός γιατί έχω ανθρώπους που θέλουμε να δουλεύουμε μαζί, συζητάμε και σχεδιάζουμε επόμενα πράγματα. Οπότε δεν είμαι «πάνω» απ’ το τηλέφωνο, να «χτυπήσει» για να δω τι θα κάνω στο επόμενο εξάμηνο που, κι αυτό το περιμένω, εννοείται. Αλλά είσαι σε μια παράσταση... ξέρεις ότι θα τελειώσει. Τι θα κάνεις μετά; Πρέπει να προσπαθείς να το οργανώνεις.

Για να μην έχεις «νεκρά» διαστήματα;

Κυρίως για να μην έχεις την ανασφάλεια «τι θα κάνω μετά;». Αυτό είναι τρομερό, χαρακτηριστικό του επαγγέλματος. Είμαστε μονίμως «ορισμένου χρόνου». Κάνεις μια δουλειά, έχεις ένα συμβόλαιο, όταν τελειώσει είσαι πάλι στον αέρα...

Πώς παλεύεται αυτό;

Δεν παλεύεται. Υπομονή, πίεση και δουλειά.

Η καθημερινότητά σου πως κυλάει;

Ανάλογα με την περίοδο και τα γυρίσματα που έχω. Τηλεόραση έχω ένα χρόνο να κάνω. Αν κάνω ταινία και παράλληλα πρόβες για το θέατρο, είναι δύσκολο. Αν έχω και παράσταση το βράδυ, άστα να πάνε... Ευτυχώς αυτό συμβαίνει για λίγο, ενάμιση- δυο μήνες. Κάποια στιγμή ή το θέατρο θα τελειώσει, ή η ταινία. Ήρεμες περίοδοι είναι όταν έχει ανέβει η παράσταση και δεν τρέχει κάτι άλλο, όπως τώρα. Ξυπνάω το πρωί, κάνω καμιά βόλτα, καμιά δουλειά στο σπίτι, παίρνω τον γιο μου από το σχολείο και περνάμε χρόνο μαζί. Και μετά, θεάτρο. Μια-δυο φορές τη βδομάδα μετά την παράσταση πάω για καμιά μπύρα, έχω ένα στέκι, τη «Δραχμή» στην πλατεία Καρύτση. Και σινεμά, σε προβολές αργά το βράδυ.

Σου αρέσει πολύ το σινεμά;

Αν μπορούσα να κάνω μόνο σινεμά, θα έκανα μόνο αυτό. Έχω μια αίσθηση - εύχομαι να κάνω λάθος- ότι οι άνθρωποι του σινεμά έχουν μια μεγαλύτερη υγεία στη συμπεριφορά τους (σε σχέση με του θεάτρου). Ίσως είναι οι συνθήκες του γυρίσματος, που δεν είσαι συνέχεια με τους ίδιους ανθρώπους. Γίνεται μια σκηνή, την επόμενη μέρα μπορεί να έχεις σκηνή με άλλους, ή να μην έχεις γύρισμα. Το σινεμά δεν έχει την καθημερινή τριβή του θεάτρου, ειδικά στην περίοδο των προβών. Οι παραστάσεις δυο ώρες είναι, περνάνε, αλλά αυτά τα εξάωρα των προβών επί δύο μήνες μέχρι να ανέβει το έργο, κουράζουν πολύ.

Ειδικά όταν δεν έχεις διαλέξει τους συνεργάτες σου. Είσαι όμως σε μια δουλειά, πρέπει να συμβιβαστείς με τις συνθήκες και να αποδεχτείς ότι είσαι μέρος ενός συνόλου. Είναι στενάχωρο όταν βλέπεις ότι δεν λειτουργούν όλοι έτσι- υγιές είναι να υπάρχει μια ομάδα ανθρώπων που βρίσκεστε στο ίδιο «μήκος κύματος» και περνάτε το χρόνο σας δημιουργικά, χωρίς να υπεισέρχονται έριδες και κόντρες. Καμιά δουλειά, τίποτα , δεν μπορεί να είναι καθολικά αποδεκτό. Κάποιος θα βρεθεί να πει ότι δεν του άρεσε.

Δεν υπάρχει κανένας λόγος να δουλεύεις ατομικά και να αγχώνεσαι για να αποδείξεις ότι είσαι καλύτερος από τους άλλους

Στο συμπέρασμα αυτό έφτασες μεγαλώνοντας;

Μακάρι να το είχα εμπεδώσει πιο νωρίς. Ναι, το κατάλαβα σιγά-σιγά. Αλλά χαίρομαι που κατάφερα να το «δω». Ξεκινώντας είχα μπει κι εγώ στη διαδικασία να «αποδείξω». Γνώρισα όμως ανθρώπους που σκέφτονταν διαφορετικά από μένα και η συναναστροφή μαζί τους με έκανε να αναθεωρήσω και να πιστεύω πλέον ότι το θέατρο είναι ομαδική δουλειά όπου πρέπει με τον «άλλο» να είσαι συνεργάτης. Όχι να υπαρχουν καταστάσεις του «δασκάλου» που τα ξέρει όλα και μαλώνει τον «μαθητή» του προκειμένου να πετύχει ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα.

«Η εξωστρέφεια του ελληνικού σινεμά τα τελευταία χρόνια, αφορά φεστιβαλικές ταινίες που έξω πήγαν καλά, αλλά εδώ έκαναν μονοψήφια νούμερα. Ο κόσμος δεν τις έχει αγκαλιάσει. Ευθύνη σε αυτό έχουν και τα ΜΜΕ, οι δημοσιογράφοι, οι κριτικοί κινηματογράφου».Τι κάνεις όταν σου τυχαίνει αυτό;

Αν βρεθώ σε μια τέτοια συνθήκη, θα προσπαθήσω να μην την προσβάλλω, ούτε να την ακυρώσω. Αλλά προτιμώ να νιώθω πιο ελεύθερος και δημιουργικός.

Στο σινεμά λοιπόν το διασκεδάζεις περισσότερο;

Στο θέατρο το σύνηθες είναι ότι αυτό που δουλεύεται στην πρόβα επαναληπτικά, καταλήγει σ’ ένα αποτέλεσμα που αναπαράγεται κάθε βράδυ, με όποιες διαφοροποιήσεις. Σε ελάχιστες περιπτώσεις, όταν το έργο ή ο σκηνοθέτης το επιτρέπουν, οι παραστάσεις απέχουν αισθητά. Στο σινεμά δεν ξέρεις το αποτέλεσμα, κανείς δεν το ξέρει- διαμορφωνεται ερήμην σου. Σαν ηθοποιό με αφορούν οι μέρες του γυρίσματος και οι σκηνές μου στην ταινία. Τα υπόλοιπα είναι δουλειά κάποιων άλλων. Αυτό για μένα είναι πολύ απελευθερωτικό. Και πολύ γοητευτικό. Ότι έγινε, έγινε και δεν αλλάζει. Έχει ένα ρίσκο που μου αρεσει πολύ.

Δεν απογοητεύεσαι όμως καμιά φορά; Δεν το μετανιώνεις που έπαιξες σε μια ταινία;

Βέβαια, έχει συμβεί. Αλλά αυτό δε σημαίνει κάτι. Δεν μπορείς να προεξοφλείς, την επιτυχία π.χ., επειδή έχεις ένα καλό σενάριο και τους ηθοποιούς που θες. Το τελικό αποτέλεσμα είναι ένας συνδυασμός που άλλοτε πετυχαίνει, άλλοτε όχι. Είμαι τυχερός που τις περισσότερες φορές μου έχει «βγει», θεωρώ. Αλλά και όταν δεν πέτυχε, δεν αισθάνομαι ότι έγινε κάποιο λάθος, από μένα ή οποιονδήποτε άλλο απλά, είναι από τις φορές που δεν «βγαίνει».

Το πιο εύκολο είναι να επιρρίπτεις ευθύνες. Δεν χρειάζεται, ο καθένας έχει δικαίωμα στην αποτυχία. Και προχωράμε

Θα συνεργαζόσουν ξανά με έναν άνθρωπο που κάνατε μια αποτυχία;

Αν μιλάμε για εισπρακτική αποτυχία, ότι δεν απέδωσε τα αναμενόμενα, σίγουρα. Αν μιλάμε για αποτυχία καλλιτεχνική, ή στη συνεργασία μας, θα το σκεφτόμουν. Δεν ακυρώνω εύκολα τους ανθρώπους αλλά σίγουρα υπάρχουν άνθρωποι με τους οποίους δεν θα ήθελα να ξαναδουλέψω γιατί δεν ταιριάζουν τα χνώτα μας

Ποια είναι τα χαρακτηριστικά ενός ανθρώπου που σε απωθεί;

Δεν θεωρώ ότι τα ξέρω όλα. Αν το θεωρεί κάποιος άλλος, έχουμε πρόβλημα. Πρέπει να υπάρχει εμπιστοσύνη και χρόνος, αν κυριαρχεί το άγχος της απόδοσης, αν θέλει κάποιος να αποδείξει στην πρόβα πόσο ισχυρός είναι, τότε μπαίνουμε σε άλλα, δύσβατα «χωράφια».

Είναι «πατερναλιστές» οι σκηνοθέτες;

Και οι ηθοποιοί μπορεί... Είναι πάντως ασχημο, έως θλιβερό, να βλέπεις ανθρώπους που ασχολούνται με την τέχνη να θέλουν γύρω τους «αυλή». Και «ότι πω εγώ»

Συμβαίνει συχνά;

Αρκετά. Τότε, και καλή να είναι η παράσταση, δε με αφορά. Δεν θέλω να δουλεύω έτσι.

Του ζητάω τη γνώμη του για το ελληνικό σινεμα οι δυο τελευταίες του ταινίες, το “Suntan” και το Amerika Square (κατ’ εμέ) ξεχωρίζουν.

Σε όλον τον κόσμο τα πολλά εισιτήρια τα κόβουν τα μπλοκμπάστερ. Όταν κάποιος θέλει να πάρει τα ποπ κορν του και να «αδειάσει το κεφάλι» του, να μην τον απασχολεί τίποτα για δυο ώρες, θα πάει να δει Μπάτμαν και Σούπερμαν. Το ελληνικό σινεμά δεν μπορεί να ανταγωνιστεί αυτή την τάση. Πρέπει να στραφεί σε θέματα που έχουν να κάνουν με το «τώρα». Αλλά είμαστε πολύ μικρή αγορά και δεν μπορούμε να κινητοποιήσουμε (ακόμα) αρκετό κόσμο να δει φεστιβαλικές ταινίες. Η εξωστρέφεια του ελληνικού σινεμά τα τελευταία χρόνια, αφορά φεστιβαλικές ταινίες που έξω πήγαν καλά, αλλά εδώ έκαναν μερικές χιλιάδες εισιτήρια, μονοψήφια νούμερα. Ο κόσμος δεν τις έχει αγκαλιάσει. Ευθύνη σε αυτό έχουν και τα ΜΜΕ, οι δημοσιογράφοι, οι κριτικοί κινηματογράφου. Έχω δει κριτική ελληνικής ταινίας, δίπλα σε αμερικάνικο μπλοκμπάστερ που ήταν «σκουπίδι»- ενώ είχαν περίπου την ίδια μέτρια κριτική, 4 αστεράκια έπαιρνε το μπλοκμπάστερ και 1 ½ το ελληνικό. Ο θεσμός με τα αστεράκια... που καταστρέφει κινηματογράφο και θέατρο.

Γιατί συμβαίνει αυτό;

Δε γνωρίζω. Μπορεί ο διανομέας να τα «παίρνει» από τους Αμερικάνους, γιατί αν «σπρωχτεί» η ταινία και κάνει μια καλή αρχή, μετά δε θα ‘χει σταματημό και θα «χεστούμε στα φράγκα»... Γιατί να επενδύσουνε σε μια ελληνική ταινία που αποκλείεται να το πετύχει αυτό; Δεν έχω ψευδαισθήσεις ότι το ελληνικό σινεμά θα αρχίσει να βγάζει ταινίες που θα κάνουν 200.000 εισιτήρια. Τέτοια νούμερα, ανέκαθεν έκαναν οι εμπορικές ταινίες με την αισθητική που ο κόσμος έχει συνηθίσει- λίγο τηλεοπτικού τύπου, λίγο «ονόματα»...

Προτιμάς ρόλους; Σε συγκινούν περισσότερο κάποιοι;

«Ναι, μου αρέσει η απλότητα. Οι σαχλαμάρες με κουράζουν (...) Αν στο σινεμά παίζεις για να αποδείξεις, το ‘χασες το παιχνίδι. Φαίνεται αυτή η προσπάθεια- και καλύπτει όλο το υπόλοιπο»

Δεν έχω απωθημένο να παίξω τον «τάδε» ρόλο. Μου αρέσει - συμβαίνει αραιά και που - μια προσέγγιση όπως αυτή του Αργύρη Παπαδημητρόπουλου στο Suntan. Ο Αργύρης μου είπε «έχω ένα σενάριο, θέλω να το διαβάσεις, να το συζητήσουμε, σκέφτομαι να το κάνω με αυτόν τον τρόπο». Δε μου ‘πε, «θες να κάνεις έναν γιατρό;». Όχι δεν έχω καμία ιδιαίτερη επιθυμία να υποδυθώ έναν «γιατρό», ή κανέναν άλλο συγκεκριμένο ρόλο. Θέλω να είμαι σε δουλειές με ανθρώπους που μοιράζονται πράγματα, αναζητώ τέτοιες ευτυχείς συνεργασίες, όχι ρόλους.

Στο “Amerika Square” ο Παπαδημητρίου ενσαρκώνει έναν λούμπεν τύπο της Πλατείας Αμερικής, της «γειτονιάς» του.Του ζητάω το «φίλτρο» του για έναν χαρακτήρα που θλιβερά αναπαράγεται με γεωμετρική πρόοδο στην ελληνική κοινωνία.

«Είναι ένας κακομοίρης, αφελής βλαξ, ο οποίος αφού έχει αποτύχει στη ζωή του, βρίσκει διέξοδο στην έχθρα και το μίσος για αυτούς που ήρθαν να του πάρουν την πλατεία και κατ’ επέκταση τη ζωή. Δε νιώθω καμιά ιδιαίτερη συμπάθεια για αυτό το χαρακτήρα είναι η αλήθεια.

Είναι παλιάνθρωπος;

Όχι. Είναι ένας από τους πολλούς που μέσα τους διογκώνεται συνεχώς μια αίσθηση απειλής, ξεσπούν και δεν ξέρουν τι κάνουν. Γιατί τους λείπει η παιδεία, η οικογενειακή θαλπωρή, ένα υγιές περιβάλλον κοινωνικής πρόνοιας. Ο φόβος κάνει τους ανθρώπους να είναι πιο ηλίθιοι και επιθετικοί. Ο συγκεκριμένος είναι ένας βλάκας, ένας εν δυνάμει ρατσιστής που μπορεί να παρασυρθεί ακούγοντας τον Μιχαλολιάκο. Είναι ο τύπος που αν πάει σε μια συγκέντρωση της Χ.Α. θα πει «ναι ρε παιδιά, έχετε δίκιο».

Πως «μπαίνεις» σ’ έναν ρόλο; Έχεις μέθοδο;

Όχι. Περισσότερο του αυθορμητισμού είμαι. Δε νιώθω ότι πρέπει να κάνω κάτι παραπάνω από το να είμαι εκεί. Αυτό είναι το ταλέντο για μένα, η διαθεσιμότητα. Είμαι εκεί, «ψάχνω» μαζί με τους άλλους, δοκιμάζω, κάνω λάθη. Μελετώ την πορεία του χαρακτήρα και συνεργάζομαι με τον σκηνοθέτη- μισή δουλειά δική του και μισή δική μου. Στο “Suntan”, το σενάριο που έγραψε ο Αργύρης με τον Σύλα Τζουμέρκα δεν είχε διαλόγους, είχε μόνο σκηνές. Υπήρξε μια περίοδος 2- 3 μηνών που κάναμε πρόβα και τελικά συνδιαμορφώσαμε τους διαλόγους της ταινίας. Δεν γίνεται συχνά αυτό, αλλά είναι πολύ ωραίο. Εκ του αποτελέσματος ήταν καλό και για την ταινία. Και ο Σακαρίδης (στο Amerika Square), παρότι είχε γραμμένο όλο το κείμενο, ήθελε πολύ να μας αφήνει ελεύθερους- ειδικά στις σκηνές που είχα με τον Στάνκογλου. Υπάρχουν κομμάτια που δεν τα έγραφε ποτέ το σενάριο. Το άφηνε ο Σακαρίδης αυτό, μας έλεγε «παιδιά φτιάξτε το εσείς και θα το δούμε». Είναι και οι δυο σκηνοθέτες που θέλουν τους ηθοποιούς να αυτοσχεδιάζουν κιόλας.

Δεν προτιμάς ρόλους μου είπες πριν. Είδη;

Στο σινεμά έχω κάνει και κωμωδία και δράμα και αστυνομικό. Όλα τα είδη μου αρέσουν. Θα ‘θελα να γίνει μια κωμωδία στο στυλ των Monty Pythons, δύσκολο όμως για την Ελλάδα, ρίσκο. Στην τηλεόραση έχω κάνει 4 σειρές - οι τρεις ήταν κωμωδία. Στο θέατρο οι περισσότερες παραστάσεις μου δεν είναι κωμωδίες, όμως. Γενικά δεν μπορώ να κατηγοριοποιώ τους ηθοποιούς. Υπάρχει κόσμος που με βλέπει στο δρόμο και μου λέει «είσαι πολύ καλός κωμικός». Το δέχομαι με πολύ μεγάλη χαρά επειδή η τηλεόραση είναι σε κάθε σπίτι, αυτό περνάει στον πολύ κόσμο. Προσωπικά θέλω να κάνω όλα τα είδη.

Πότε θεωρείς ότι έκανες το «βήμα παραπάνω», το breakthrough στη δουλειά σου;

Κινηματογραφικά με το “Suntan”. Έκανε πρεμιέρα στο Ρότερνταμ, πήρε βραβείο καλύτερης ταινίας στο British International Film Festival, έπαιξε σε μεγάλα φεστιβάλ σε όλο τον κόσμο, πήρε 6 βραβεία από την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου: καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, α΄ανδρικού και β΄γυναικείου ρόλου, σεναρίου και φωτογραφίας. Δεν ξέρω αν πρόκειται για δικαίωση. Ήταν μια ευτυχής συνεργασία.

«Υπάρχουν θέματα πολιτικοκοινωνικά που δεν συμβαίνουν στη χώρα μας αλλά, μας αφορούν! Θέματα, όχι αμιγώς πολιτικά αλλά, κοινωνικά, ερωτικά, τρόπου ζωής»

Οι πόρτες του θεάτρου του Νέου Κόσμου έχουν ανοίξει και οι θεατές προσέρχονται για να δούνε τον Παπαδημητρίου και τον Χρυσοστόμου στο «Πέτρες στις τσέπες του». Η παράσταση ανέβηκε το Γενάρη, αλλά το ενδιαφέρον είναι αμείωτο, η αίθουσα του θεάτρου θα γεμίσει και αυτό το βράδυ.

Δύο κάτοικοι ενός χωριού της Ιρλανδίας συμμετέχουν ως κομπάρσοι στα γυρίσματα μιας χολιγουντιανής παραγωγής που γυρίζεται εκεί. Είναι ένα έργο που κριτικάρει με χιούμορ το Χόλιγουντ αλλά και τη σκληρότητα του καπιταλισμού. Κωμωδία, όμως ειδικά στο β΄μέρος της, αφού συμβαίνει κάτι τραγικό, αναπτύσσεται η κόντρα του δυνατού με τον αδύναμο: κομπάρσοι εναντίον παραγωγής, το χωριό ενάντια στο μεγάλαιο κεφάλαιο.

Νομίζω ότι ο πάτος δεν έχει έρθει ακόμη. Οι άνθρωποι είμαστε μακριά νυχτωμένοι. Σε μια Ευρώπη που είναι σε αναταραχή, βλεπεις τα τρομακτικά ποσοστά της Λεπέν στη Γαλλία

Η κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα επηρεάζει τις επιλογές σου;

Ένας καλλιτέχνης δεν μπορεί να μην είναι πολιτικοποιημένος- απευθύνεται σε κόσμο, κάνει κάτι που αφορά τους άλλους ανθρώπους. Αν το κάνει για να εξυπηρετήσει πολιτικά συμφέροντα, αν γίνεται εις βάρος του καλλιτεχνικού έργου, τότε «χωράει κουβέντα», γιατί καταντάει προπαγάνδα. Υπάρχουν πάντως θέματα πολιτικοκοινωνικά που δε συμβαίνουν στη χώρα μας, αλλά μας αφορούν- θέματα όχι αμιγώς πολιτικά, αλλά κοινωνικά, ερωτικά, τρόπου ζωής.

Νομίζω ότι ο πάτος δεν έχει έρθει ακόμη. Οι άνθρωποι είμαστε μακριά νυχτωμένοι. Σε μια Ευρώπη που είναι σε αναταραχή, βλεπεις τα τρομακτικά ποσοστά της Λεπέν στη Γαλλία. Όλα είναι ρευστά. Μπορεί να φταίει η τρομοκρατία της ενημέρωσης, οι δείκτες των χρηματιστηρίων ανεβοκατεβαίνουν και οικονομίες χωρών καταρρέουν από δηλώσεις οικονομολόγων και πολιτικών. Επικίνδυνη περίοδος, απαιτεί οξυδέρκεια.

Όλα είναι ρευστά. Μπορεί να φταίει η τρομοκρατία της ενημέρωσης, οι δείκτες των χρηματιστηρίων ανεβοκατεβαίνουν και οικονομίες χωρών καταρρέουν από δηλώσεις οικονομολόγων και πολιτικών

Η σημερινή Ελλάδα;

Είναι πολύ αγχωτικό αυτό που βιώνουμε. Σκεφτόμουνα, αυτή την περίοδο περιμένουμε όλοι να κλείσει η αξιολόγηση και θα είμαστε ευχαριστημένοι, όντως, όταν κλείσει. Γιατί όμως; Ξέρουμε τι θα επιφέρει; Είναι σύνθετα, πολυπαραγοντικά ζητήματα όλα αυτά, δεν μπορείς να ξέρεις τι θα φέρει η απάντησή σου, η στάση σου. Αυτό που αποδέχεσαι ή απορρίπτεις.

Πολιτικά που «είσαι»;

ΣΥΡΙΖΑ ψήφισα.

Θα ξαναψηφίσεις;

Τι επιλογές έχεις; Ρεαλιστικά μιλώντας: Δεξιά δεν ψηφίζω, άρα; Δεν υπάρχει κάτι άλλο. Και είμαστε σε μια κατάσταση όπου το «μη χείρον, βέλτιστον» είναι σχεδόν μονόδρομος.

«Ακόμα θεωρώ ότι όλα είναι εδώ», λέει και σημαδεύει με το δάχτυλο τον κρόταφό τουΥπάρχουν Έλληνες πολιτικοί που είσαι θετικά διακείμενος έναντί τους;

Δεν έχω καλή εντύπωση για τους πολιτικούς. Αν θες να σου πω έναν: Ο Φίλης. Γιατί είχε το θάρρος να πει, επιτέλους, μερικά πράγματα με το όνομά τους.

Σε λίγα λεπτά η παράσταση θα ξεκινήσει.

«Αυτό το έργο το είχαν ανεβάσει πριν μερικά χρόνια ο Μαρκουλάκης με τον Λιγνάδη, το είχα δει και μου άρεσε πολύ. Ότι και να κάνεις στην τέχνη φαίνεται η άποψή σου και η αισθητική σου. Για αυτό και κάθε έργο μπορεί να παρουσιαστεί διαφορετικά όταν οι συντελεστές αλλάζουν. Αν και για να είμαι ειλικρινής έχει αρχίσει να με κουράζει κάπως όλο αυτό, ειδικά με τις τραγωδίες και τον Αριστοφάνη. Ίσως έχουν αυτό το χάρισμα τα κλασικά κείμενα, να μην τελειώνουν ποτέ, αλλά κάποια στιγμή αναρωτιέμαι πόσες φορές θα δεις τον Οιδίποδα ή τους Βατράχους. Ας δούμε και κάτι άλλο».

Μου δίνεις «πάσα» να σου κάνω μια ερώτηση, κλασική σε ηθοποιούς, όπως συνήθως και η απάντησή τους. Τι αισθάνεσαι όταν παίζεις αρχαία κωμωδία, ή στην Επίδαυρο...;

«Έχουμε πέντε αισθήσεις για να αντιλαμβανόμαστε το περιβάλλον και αυτός είναι ο περιορισμός μας, δυστυχώς»Έχω παίξει 4 - 5 φορές Αριστοφάνη με το Εθνικό. Πολύ ωραίο είναι, όπως και το να παίζεις στην Επίδαυρο. Αλλά οκ, μέχρι εκεί. Τα «ενεργειακά» του χώρου, δεν τα πιστεύω καθόλου. Μάλλον κουβαλάω το παρελθόν του φυσικού, του ορθολογισμού και της επιστημονικής απόδειξης. Δε με συγκινούν αυτά, βρίσκω τον ρομαντισμό και την ποιητικότητα σε άλλα πράγματα. Ο καθένας πλέκει το μύθο και φτιάχνει ιστορίες, για την Επίδαυρο ή οτιδήποτε. Είναι διαφορετικό να παίξεις εκεί από ότι σε ένα θεατράκι 20 θέσεων με 3 ανθρώπους μέσα; Το «ζυγίζεις» διαφορετικά; Πρέπει να παίξεις στην Επίδαυρο για να μας αποδείξεις ποιος είσαι; Ε, όχι ρε φίλε. Δε χρειάζεται. Παίξε στο θεατράκι και να «είσαι εκεί», όχι να αγανακτείς. Η συμμετοχή σε παραστάσεις στην Επίδαυρο, σε μεγάλα θεάτρα, ή μικρά δρώμενα, δεν αποδεικνύει τίποτα.

«Ακόμα θεωρώ ότι όλα είναι εδώ», λέει και σημαδεύει με το δάχτυλο τον κρόταφό του. «Έχουμε πέντε αισθήσεις για να αντιλαμβανόμαστε το περιβάλλον και αυτός είναι ο περιορισμός μας, δυστυχώς».

Πρέπει να παίξεις στην Επίδαυρο για να μας αποδείξεις ποιος είσαι; Ε, όχι ρε φίλε. Δε χρειάζεται. Παίξε στο θεατράκι και να «είσαι εκεί», όχι να αγανακτείς

Ένας ηθοποιός «μετράει» να έχει φωτογένεια; Να είναι όχι τυπικά όμορφος, αλλά «ωφέλιμος» στο φακό;

Δεν ξέρω τι είναι αυτό που λένε «φωτογένεια». Στο σινεμά μπορεί να δεις φάτσες που βλέπεις στο δρόμο και λες «σιγά μην είναι αυτός ηθοποιός». Αλλά τον βλέπεις στην ταινία και «λάμπει». Αν αυτό ονομάσουμε «φωτογένεια», γιατί σαν απόλυτο μέγεθος σίγουρα δεν υπάρχει, είναι τελικά θέμα σκηνοθέτη. Ένας καλός σκηνοθέτης μπορεί να κάνει κι ένα μουλάρι, που δεν «σπάει» το πρόσωπό του για να δείξει συναισθήματα, να έχει «φωτογένεια». Χωρίς το ζώο να κάνει τίποτα, μόνο με την κάμερα, τη σκηνοθεσία, το μοντάζ. Είναι τέχνη.

Όλα αυτά που λες τα κατανοώ κάπως σα να μην «πουλάς μούρη», να μην είσαι επιτηδευμένος.

Ναι, μου αρέσει η απλότητα. Οι σαχλαμάρες με κουράζουν.

Στο δικό σου χώρο, φαντάζομαι- στον δικό μου είμαι σίγουρος- υπάρχουν πολλοί επιτηδευμένοι...;

Πολλοί, πάρα πολλοί (γελάει). Μακριά κι αγαπημένοι...

Αν στο σινεμά παίζεις για να αποδείξεις, το ‘χασες το παιχνίδι. Φαίνεται αυτή η προσπάθεια- και καλύπτει όλο το υπόλοιπο. Και στο θέατρο ισχύει, το συζητούσαμε με τον Γιώργο (Χρυσοστόμου)... αν κάνεις μια παράσταση για τα «μπράβο» στο καμαρίνι, άσε και το θέατρο και το σινεμά, κάτσε σ’ έναν καθρέφτη, χτενίσου και απόλαυσε, τον εαυτό σου και τη φωτογένειά σου.

Δημοφιλή