Δημοσκόπηση ΚΑΠΑ Research για τις Ευρωεκλογές: Με ποιά κριτήρια θα ψηφίσουμε

Η διαφορά μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων βρίσκεται στο 4,1%.

Οι συμμετέχοντες στη δημοσκόπηση κλήθηκαν να απαντήσουν στο ερώτημα «Εάν την επόμενη Κυριακή είχαμε ευρωεκλογές, εσείς ποιο κόμμα είναι πιθανότερο να ψηφίζατε;» η ΝΔ συγκεντρώνει ποσοστό 24,3%, ο ΣΥΡΙΖΑ 20,2 και ακολουθούν Χρυσή Αυγή με 8,1%, Κίνημα Αλλαγής με 5,5 και ΚΚΕ με 5%. Το ποσοστό του «Λευκού/Άκυρου – Δεν έχω αποφασίσει – Δεν θα ψήφιζα» είναι αθροιστικά 18,3%. Η διαφορά μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων βρίσκεται στο 4,1%.

Παράλληλα, οι συμμετέχοντας στη δημοσκόπηση καλούνται να αξιολογήσουν εάν από την αύξηση του κατώτατου μισθού, την έξοδο στις αγορές, την αποχώρηση των ΑΝΕΛ από την κυβέρνηση και την κύρωση της συμφωνίας των Πρεσπών βγαίνουν περισσότερο κερδισμένοι ή χαμένοι οι κύριοι Τσίπρας και Μητσοτάκης.

Κατά την δημοσκόπηση το 62% απαντά ότι ο πρωθυπουργός βγαίνει «χαμένος ή μάλλον χαμένος», έναντι 33% που απαντά «κερδισμένος ή μάλλον κερδισμένος». Τα αντίστοιχα ποσοστά για τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι 60 και 37%.

Ακολουθεί κείμενο του ιδρυτή της εταιρείας δημοσκοπήσεων, Κάπα Research. Ντίνου Ρουτζούνη.

ΣΤΗ ΓΡΑΜΜΗ ΕΚΚΙΝΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΥΡΩΕΚΛΟΓΕΣ ΤΟΥ 2019

Οδεύουμε προς τις ευρωεκλογές του Μαϊου - μόλις τρεις μήνες απέμειναν – με παντελή σχεδόν απουσία της Ευρώπης από τον δημόσιο διάλογο. Στην Ελλάδα, αλλά και στις υπόλοιπες χώρες της Ένωσης, όντως, οι ευρωεκλογές συχνά προσομοιάζουν με εθνικές εκλογές. Οι πολίτες ψηφίζουν για την Ευρώπη με τα μάτια στραμμένα στη χώρα τους, επιβραβεύουν ή τιμωρούν την κυβέρνηση, την αντιπολίτευση, τα κόμματα γενικά, και προετοιμάζουν το διάδοχο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό. Όμως, αυτές οι ευρωεκλογές έχουν κάτι το μοναδικό : με το Brexit να συμβολίζει την ακύρωση της ευρωπαϊκής ιδέας και την πολεμική των ακραίων εθνικιστικών ή αντι-ευρωπαϊκών κομμάτων να κερδίζει συνεχώς έδαφος - κυρίως, στα αδύναμα κοινωνικά στρώματα - ελλοχεύει ο κίνδυνος οι εκλογές για την Ευρώπη, τελικά, να την αποσταθεροποιήσουν περαιτέρω.

Στην Ελλάδα, τώρα, ζούμε επεισόδια «νεκρανάστασης» του άκαμπτου δικομματισμού του παρελθόντος, ως και η λέξη «αυτοδυναμία» διεκδικεί εκ νέου – έστω και δειλά - χώρο στην πολιτική συζήτηση. Η πραγματικότητα, όμως, έχει δύο βασικά δεδομένα, δύο μετρήσιμα, επιστημονικά στοιχεία: α) τη σταθεροποίηση δύο πολιτικών πόλων, του ΣΥΡΙΖΑ και της ΝΔ, σε έναν «light δικομματισμό» που βρίσκεται στην περιοχή του 30%, δηλαδή 10 ποσοστιαίες μονάδες κάτω από το 40% της προ-κρίσης εποχής, και β) μια πληθώρα μικρότερων σχηματισμών που στις μετρήσεις βρίσκονται εκτός Βουλής ή οριακά εντός (δηλαδή όλα τα κόμματα εκτός ΣΥΡΙΖΑ, ΝΔ, Χρυσής Αυγής, ΚΙΝΑΛ και ΚΚΕ) και αθροίζουν περίπου 7% στα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ, 8% στα δεξιά της ΝΔ και 6% ανάμεσά τους.

Τα μικρά κόμματα έχουν ένα σημαντικό εκλογικό ακροατήριο (20%-25% του εκλογικού σώματος), πιέζονται λιγότερο από τον «light δικομματισμό» και περισσότερο από τους πολλούς αρχηγούς τους που απευθύνονται στο ίδιο ακροατήριο αλληλεπικαλυπτόμενοι ιδεολογικά και πολιτικά. Είναι προφανές ότι την προεκλογική περίοδο τα μικρά κόμματα πρέπει να επιδείξουν μεγαλύτερο ρεαλισμό : αφενός το «όνειρο του ΣΥΡΙΖΑ» - από το 3% στο 36% - είναι κακός σύμβουλος για τη στρατηγική τους και αφετέρου μια αποτελεσματική παρέμβαση στο πολιτικό σκηνικό απαιτεί συνεργασία όμορων πολιτικών σχηματισμών και όχι κατακερματισμό.

Τα μικρά κόμματα προκαλούν το υπάρχον πολιτικό σύστημα όχι μόνο με τα ποσοστά τους αλλά και με τα ποιοτικά και κοινωνιολογικά χαρακτηριστικά όσων τα επιλέγουν. Μικρό κόμμα επιλέγουν οι πιο αδύναμοι οικονομικά, οι λιγότερο αισιόδοξοι, όσοι δεν μπορούν να δούν βελτίωση για το νοικοκυριό τους αλλά και για τη χώρα γενικότερα (είμαστε ακόμα σε βαθιά κρίση), αυτοί που αντιμετωπίζουν την πολιτική όχι ως λύση, αλλά ως μέρος του προβλήματος. Αυτοί βλέπουν στον πολυκομματισμό το φυτώριο του μελλοντικού πολιτικού συστήματος (τα επόμενα χρόνια τα μικρά κόμματα θα ενισχυθούν) και θέλουν να τον ενισχύσουν.

Το πολιτικό σύστημα δεν έχει αναλύσει και αφομοιώσει την εβδομάδα του Ιουλίου 2015 και του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος ενώ θα έπρεπε, διότι ήταν η τελευταία φορά που το εκλογικό σώμα «ψήφισε» με θέμα την Ευρώπη. Θα ήταν φρονιμότερο, επομένως, για τα δύο μεγάλα κόμματα, αντί να εξαντλούνται στη μεταξύ τους σύγκρουση, να εστιάσουν στις δραματικές μεταβολές και τις νέες ανάγκες που έφερε η τελευταία δεκαετία στην ελληνική κοινωνία και να ασχοληθούν σοβαρά με το κοινό των μικρών κομμάτων, με εκείνους δηλαδή που η κρίση άφησε πίσω ή απειλεί να αφήσει πίσω ως απόκληρους.

Δημοφιλή