Δύο βιβλία για το Σαββατοκύριακο: «Οι Διαθήκες» της Μάργκαρετ Άτγουντ και «Φώτα πολέμου» του Mάικλ Oντάατζε

Δύο «φρέσκοι» τίτλοι από τις προθήκες των βιβλιοπωλείων.

Διάσημες υπογραφές -αμφότερες- και επίσης, βραβευμένοι και οι δύο με Booker: Ο Μάικλ Οντάατζε τιμήθηκε με βραβείο Booker το το 1992 για τον «Άγγλο Ασθενή», μυθιστόρημα που σημείωσε διεθνή εκδοτική επιτυχία, ενώ η ομότιτλη ταινία (κινηματογραφική μεταφορά του Άντονι Μιγκέλα) κέρδισε 9 βραβεία Όσκαρ, μεταξύ των οποίων και αυτό της καλύτερης ταινίας και βεβαίως, η Μάργκαρετ Άτγουντ με δύο Booker στη «συλλογή» της, το 2000 για το βιβλίο της «Ο τυφλός δολοφόνος» («The Blind Assassin») και το 2019 για το μυθιστόρημα της «Οι Διαθήκες» («The Testaments»). Η Άτγουντ μοιράστηκε το βραβείο με την Αγγλίδα συγγραφέα Μπερναρντίν Εβαρίστο.

Τα βιβλία τους «Φώτα πολέμου» και «Οι Διαθήκες» μόλις κυκλοφόρησαν.

«Οι Διαθήκες» της Μάργκαρετ Άτγουντ (μετάφραση Αύγουστος Κορτώ, εκδόσεις Ψυχογιός»

«Οι Διαθήκες»
«Οι Διαθήκες»
εκδόσεις Ψυχογιός

Δεκαπέντε χρόνια μετά τα όσα περιγράφονται στην «Ιστορία της Θεραπαινίδας», το θεοκρατικό καθεστώς της Δημοκρατίας της Γαλαάδ παραμένει ισχυρό, αλλά τα πρώτα σημάδια της παρακμής αρχίζουν να γίνονται φανερά. Σε αυτή την κρίσιμη στιγμή, οι ζωές τριών ολότελα διαφορετικών γυναικών συναντιούνται, και τα αποτελέσματα μπορεί να είναι εκρηκτικά.

Οι δύο ανήκουν στην πρώτη γενιά που ενηλικιώνεται μέσα στην τυραννία. Στις δικές τους μαρτυρίες προστίθεται μια τρίτη: της Θείας Λίντια, το περίπλοκο παρελθόν και το αβέβαιο μέλλον της οποίας επιφυλάσσουν πολλές εκπλήξεις και ανατροπές.

Καθώς η Άτγουντ οδηγεί τον αναγνώστη στα άδυτα του καθεστώτος της Γαλαάδ, καθεμιά από τις ηρωίδες της πρέπει να αποδεχτεί ποια είναι και να αποφασίσει ως πού είναι διατεθειμένη να φτάσει γι’ αυτό που πιστεύει.

«Οι Διαθήκες» της Μάργκαρετ Άτγουντ, το πολυαναμενόμενο σίκουελ του «Handmaid’s Tale» (Η Ιστορία της Θεραπαινίδας), που τιμήθηκε με το βραβείο Booker 2019, μόλις κυκλοφόρησε σε μετάφραση Αύγουστου Κορτώ. Τριανταπέντε χρόνια μετά, η πολυβραβευμένη Καναδή συγγραφέας, επιχειρεί να δώσει απαντήσεις στους αναγνώστες του πρώτου βιβλίου, με τη φωνή τριών γυναικών (οι ζωές των οποίων μπορεί να συνδέονται, αλλά μπορεί και όχι). Πάντως, αντίθετα με το σκοτάδι και την απόγνωση της πρώτης ιστορίας, η Άτγουντ ανάβει μικρά φωτάκια, αφήνοντας να εννοηθεί ότι ίσως, τελικά, όλα θα πάνε καλά.

«Ένα κορίτσι εφτά-οχτώ χρονών σφίγγει το αριστερό μου χέρι, κοιτώντας με όλο εμπιστοσύνη. Το δεξί μου χέρι αγγίζει το κεφάλι μιας γυναίκας που γονατίζει στο πλάι μου, μ’ ένα πέπλο στα μαλλιά και τα μάτια ανεστραμμένα με μια έκφραση που θα μπορούσε να εκληφθεί ως δειλία ή ως ευχαριστία –μία εκ των Θεραπαινίδων μας–, και πίσω μου στέκει μια απ’ τις Μαργαριταρένιες μας, έτοιμη να κινήσει για το ιεραποστολικό της έργο.

Στο ζωνάρι που τυλίγει τη μέση μου κρέμεται ένα όπλο ηλεκτροσόκ. Η παρουσία του μου θυμίζει τις αποτυχίες μου: αν ήμουν πιο επιτυχής, δε θα υπήρχε χρεία τέτοιου όπλου. Η πειθώ της φωνής μου θα αρκούσε.

Στο σύνολό τους, τα αγάλματα δεν είναι ιδιαιτέρως πετυχημένα: παραείναι συνωστισμένα. Θα προτιμούσα να ’χε δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στο δικό μου. Αν και, τουλάχιστον, δείχνω νηφάλια. Θα μπορούσε κάλλιστα να ισχύει το αντίθετο, καθώς η ηλικιωμένη γλύπτρια –γνήσια πιστή που έκτοτε απεδήμησε– είχε την τάση να αποδίδει στα αντικείμενά της γουρλωμένα μάτια ως ένδειξη της ευλαβούς τους ζέσης. Η προτομή της Θείας Ελένα που φιλοτέχνησε μοιάζει λυσσασμένη, της Θείας Βιντάλα σαν να πάσχει από υπερθυρεοειδισμό, και της Θείας Ελίζαμπεθ είναι θαρρείς έτοιμη να εκραγεί.

Στα κατ’ ιδίαν αποκαλυπτήρια, η γλύπτρια ήταν αγχωμένη.
Ήταν αρκούντως κολακευτική η αναπαράστασή μου; Τύγχανε της επιδοκιμασίας μου; Θα έδειχνα δημοσίως την επιδοκιμασία μου; Φλέρταρα με την ιδέα να συνοφρυωθώ τη στιγμή που θα τραβούσε το σεντόνι, μα άλλαξα γνώμη: διαθέτω κι εγώ μια κάποια συμπόνια. «Πολύ ζωντανό», σχολίασα.

Πάνε εννιά χρόνια από τότε. Στο μεταξύ, το άγαλμά μου έχει φθαρεί: περιστέρια μ’ έχουν διακοσμήσει, βρύα έχουν φυτρώσει στις πιο υγρές μου εσοχές. Προσκυνήτριες αφήνουν τάματα στα πόδια μου: αυγά για γονιμότητα, πορτοκάλια που συμβολίζουν την πληρότητα της εγκυμοσύνης, κρουασάν ως αναφορές στο φεγγάρι. Προσπερνώ τα ψωμοειδή –κατά κανόνα έχουν μουλιάσει απ’ τη βροχή–, αλλά τσεπώνω τα πορτοκάλια. Είναι τόσο αναζωογονητικά.


Γράφω τούτες τις λέξεις στο ιδιαίτερό μου, εντός της βιβλιοθήκης του Μεγάρου Άρντουα – μια από τις λιγοστές βιβλιοθήκες που απομένουν έπειτα από τις ενθουσιώδεις πυρές βιβλίων που σημειώνονται τελευταία στη χώρα μας. Το διεφθαρμένο, αιματοβαμμένο αποτύπωμα του παρελθόντος πρέπει να αποκαθαρθεί, ώστε να προκύψει ένα καθαρό πεδίο για την ηθικά εξαγνισμένη γενιά που, το δίχως άλλο, καταφτάνει. Στη θεωρία, τουλάχιστον».

«Φώτα πολέμου» του Μάικλ Οντάατζε (εκδόσεις Πατάκη, μετάφραση Κατερίνα Σχινά)

«Φώτα πολέμου»
«Φώτα πολέμου»
εκδόσεις Πατάκη

Η ιστορία αρχίζει στο 1945, ενώ το Λονδίνο είναι ακόμη συγκλονισμένο από τον πόλεμο, ανασκαμμένο από τις βόμβες, καθημαγμένο από την ανέχεια. Ο δεκατετράχρονος Ναθάνιελ και η μεγαλύτερη αδελφή του Ρέιτσελ ζουν μακριά από τους γονείς τους, οι οποίοι έχουν εξαφανιστεί από προσώπου γης (υποτίθεται ότι βρίσκονται στη Σιγκαπούρη, λόγω των επαγγελματικών υποχρεώσεων του πατέρα, η δουλειά του οποίου ωστόσο παραμένει ασαφής), αναθέτοντας τη φροντίδα τους σε μια αινιγματική μορφή, τον «Σκόρο», όπως τον αποκαλούν τα παιδιά, που τον υποπτεύονται για εγκληματικές ενέργειες.

Σταδιακά πείθονται ολοένα και περισσότερο και ανησυχούν ολοένα και λιγότερο καθώς αρχίζουν να γνωρίζουν το εκκεντρικό πλήθος των φίλων του: άντρες και γυναίκες με κοινή ιστορία, που όλοι τους φαίνονται αποφασισμένοι να προστατεύσουν και να εκπαιδεύσουν (με μάλλον ασυνήθιστους τρόπους) τη Ρέιτσελ και τον Ναθάνιελ.

Αλλά είναι πραγματικά αυτοί που ισχυρίζονται ότι είναι; Οι δραστηριότητές τους είναι όντως αυτές που διατείνονται ότι είναι; Και πώς θα νιώσουν τα αδέλφια όταν η μητέρα τους Ρόουζ -η γυναίκα με τη διπλή ζωή της κατασκόπου- θα επιστρέψει χωρίς τον πατέρα τους μετά από μήνες σιωπής, χωρίς καμιά εξήγηση, χωρίς καμιά δικαιολογία;

«Ένα αριστούργημα, ένα ελεγειακό θρίλερ με αύρα σκοτεινού παραμυθιού»

The Washington Post.

Δημοφιλή