Διασταυρώνοντας την Μετα-Αλήθεια

Διασταυρώνοντας την Μετα-Αλήθεια
Michail_Petrov-96 via Getty Images

Η περίοδος μετά το 2016 και την πύκνωση του ιστορικού χρόνου, δηλαδή την πραγματοποίηση σημαντικών (πολιτικών) γεγονότων σε μικρό χρονικό διάστημα, δημιούργησε ένα νέο πολιτικό λεξιλόγιο. Εξέχοντα ρόλο σε αυτό διαδραματίζουν τόσο η έννοια της μετα-αλήθειας, όσο και των ψεύτικων ειδήσεων (fake news). Αναφορικά με την πρώτη, το λεξικό της Οξφόρδης την κατέταξε ως την δημοφιλέστερη λέξη για το 2016, η οποία άρχισε να χρησιμοποιείται κατά κόρον μετά τον Μάιο και το δημοψήφισμα του Ηνωμένου Βασιλείου. Η σημασία της σχετίζεται με την έμφαση των συνθηκών όπου δεν παίζει σημαντικό ρόλο η αντικειμενικότητα των γεγονότων στην επιρροή της κοινής γνώμης, αλλά το συναίσθημα και η προσωπική άποψη. Η δεύτερη κεντρική έννοια, η οποία και θα μας απασχολήσει περισσότερο εδώ, σχετίζεται με την μετάδοση ψεύτικων ειδήσεων, κυρίως μέσω του διαδικτύου, οι οποίες παρουσιάζονται ως αληθείς. Πρόσφατες έρευνες έδειξαν την βαρύτητα του γεγονότος αυτού, παρουσιάζοντας την άνοδο των ψεύτικων ειδήσεων, όσο και την εκτίμηση των Ευρωπαίων πολιτών για την μετάδοσή τους(Lazer κ.ά. 2018; Vosoughi, Roy, και Aral 2018; Allcott και Gentzkow 2017; Newman κ.ά. 2017, 8; Bakshy, Messing, και Adamic 2015). Οι δυο παραπάνω έννοιες σχετίζονται, αφού πλέον η μετα-αλήθεια υποτίθεται ότι αποτελεί διαφορετικό πεδίο επιστημονικού ενδιαφέροντος. Ωστόσο, μια ανάλυση του φαινομένου και των προεκτάσεών του προμηνύει και τις λύσεις, οι οποίες δεν περιορίζονται σε κατασκευασμένους αλγόριθμους, οι οποίοι δομήθηκαν από έναν φοιτητή του Πανεπιστημίου Μακεδονίας και αποτελούν πραγματικά εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ανακάλυψη, αλλά σε υπάρχουσες λύσεις, που δεν έχουν ακόμα γίνει ευρύτερα γνωστές και χρηστικές.

Ιστορικοποιώντας το φαινόμενο

Είναι οι ψεύτικες ειδήσεις κάτι καινούργιο; Φυσικά και όχι! Μήπως αποτελεί νεωτερισμό η εξυπηρέτηση συμφερόντων και ο κομματικός λόγος στα Μέσα Επικοινωνίας; Η απάντηση είναι πάλι αρνητική! Τότε γιατί έχει αυξηθεί το ενδιαφέρον για τις ψευδείς ειδήσεις, μπορεί εύλογα να αναρωτηθεί κανείς, εφόσον αυτές εγγράφονται στην νόρμα της ενημέρωσης; Η μεγάλη μεταβολή έχει συμβεί τα τελευταία 40 χρόνια, όταν και άλλαξε ο χώρος της ενημέρωσης μέσω του διαδικτύου. Η χρήση του άρχισε να φτάνει σε κάθε σπίτι και η εισροή πληροφοριών. Το πρόβλημα έγκειται, αφ’ ενός, στον ρόλο της αυθεντίας, που απέκτησε σταδιακά στη δημόσια σφαίρα το Internet, αφού πλέον ο πλουραλισμός των ειδήσεων και η γρήγορη μετάδοση ενίσχυαν υποτίθεται την αλήθεια των ειδήσεων. Αφ’ ετέρου, το διαδίκτυο έδωσε τη δυνατότητα χρήσης άλλης ταυτότητας, με την οποία ο καθένας μπορεί να εκφραστεί δημόσια χωρίς να φαίνεται το πραγματικό του όνομα. Έτσι, όταν, για παράδειγμα, νωρίτερα μέσα στον 20ο αιώνα μεταδίδονταν ψεύτικες ειδήσεις, οι οποίες μπορούσαν να αποδειχθούν ψευδείς, ή αποκρύπτονταν πληροφορίες, η κάθε πλευρά είχε τον χώρο της, όπου και μπορούσε να μεταδώσει τη δική της εκδοχή, απαντώντας σε επώνυμους ειδησεογράφους.

Θα λέγαμε, με άλλα λόγια, ότι τα παλαιότερα χρόνια, μέσα κυρίως από τον Τύπο, ο πολιτικός λόγος ήταν περιχαρακωμένος. Σπάνια ένας φιλοβασιλικός θα διάβαζε Ριζοσπάστη και ακόμα σπανιότερα ένας κομμουνιστής την Εστία, εφόσον είχαν και οι δύο σαφή ιδεολογικά στίγματα. Ανάλογα με τις πολιτικές επιλογές του καθενός, επιλεγόταν και το μέσο ενημέρωσης, χωρίς να υπάρχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την αλήθεια αυτής της είδησης. Άλλωστε, δεν ήταν δυνατή η γρήγορη διασταύρωση όσων γράφονταν. Αντίθετα, μετά την κυριαρχία του Διαδικτύου ως Μέσου Ενημέρωσης η σαφής ιδεολογική και πολιτική επιλογή εξαφανίστηκε, ή πιο ορθά, «μεταμφιέστηκε» πίσω από την ανωνυμία. Το γεγονός, μέσα από τη συνεχή διάθλαση, καταλήγει στον αναγνώστη στρεβλωμένο και πολλές φορές χωρίς αναφορά στην αρχική πηγή. Η διαδικασία αυτή συμβαίνει, αφού οι διαμεσολαβητές της πληροφορίας, την αναπροσαρμόζουν με βάση τις δικές τους ιδεολογικές προτιμήσεις, στα όρια της δικής τους ικανότητας να κατασκευάζουν Λόγο. Η μετα-αλήθεια, ως νέο γνωστικό αντικείμενο, και η χρήση των fake news για να αποπροσανατολιστεί η κοινή γνώμη δεν μπορούν απλά να θεωρηθούν ηθικά μεμπτές συμπεριφορές, που αποκλίνουν της κοινής ηθικής. Είναι μια συνειδητή επιλογή, ένας ακόμα τρόπος στρατηγικής για το πώς μπορεί κανείς να κάνει πολιτική. Και οφείλουμε να την ερμηνεύσουμε ως τέτοια.

Όσο και να εναντιώνονται κάποιοι, συνήθως μεταμοντέρνοι στοχαστές και εσχατολόγοι, στην ύπαρξη των ιδεολογιών, ως αποτύπωμα πολιτικών επιλογών ή προταγμάτων, στον γραπτό λόγο, είναι σαφές ότι σφάλλουν. Και αυτό συμβαίνει επειδή, όπως είχαν σημειώσει οι Marx και Engels στην Αγία Οικογένεια, «η Ιστορία είναι η δραστηριότητα των ανθρώπων που κυνηγούν τους σκοπούς τους». Πράττουν, σύμφωνα με αυτά που τους υπαγορεύει το σύστημα ιδεών, που υποστηρίζουν, χρησιμοποιώντας τα μέσα, στα οποία έχουν πρόσβαση, ώστε να εκπληρώσουν τους στόχους τους. Έτσι, το Διαδίκτυο αποτελεί πλέον τον κατ’ εξοχήν χώρο, όπου κανείς μπορεί να εξυπηρετήσει τους πολιτικούς σκοπούς του, εκφράζοντάς τους. Μπορεί, με αυτόν τον τρόπο, να εργαλειοποιήσει την είδηση και να την εγγράψει πάνω στον πολιτικό λόγο του, διαστρεβλώνοντας την αλήθεια, παραπλανώντας και εξαπατώντας. Αλλά αυτό δεν είναι κάτι καινούργιο. Η κοινή ηθική δεν υφίσταται στο κυνήγι της εξουσίας, ούτε και υφίστατο παλαιότερα. Η μόνη μεγάλη διαφορά είναι ότι πλέον έχει αλλάξει το μέσο και τα υποκείμενα μπορούν να διατηρούν την ανωνυμία τους.

Από την άλλη πλευρά, η αλήθεια είναι ότι η διαδικασία της διασταύρωσης πληροφοριών είναι χρονοβόρα και ξενίζει το μεγαλύτερο μέρος των ανθρώπων. Η μακρόχρονη διαδικασία της έρευνας και διασταύρωσης στοιχείων γίνεται βαρετή. Οι περισσότεροι επαναπαύονται πίσω από την αυθεντία του Διαδικτύου, όσο και από τον ελκυστικό λόγο που εκφράζεται μέσα από πομπώδεις φράσεις, που συνήθως βρίθουν πατερναλιστικού περιεχομένου και «αυθεντικότητας». Το χαρακτηριστικό αυτό της ανθρώπινης φύσης έρχεται να εδραιώσει η απουσία ενσωμάτωσης των εξελίξεων στην πλειοψηφία του κοινωνικού γίγνεσθαι, μέσα από τους μαζικότερους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους· την Εκπαίδευση. Αν και συχνά γίνεται λόγος για την προβληματική ελληνική Εκπαίδευση, το βασικότερο μειονέκτημά της είναι η αδυναμία της να εντάξει στο πρόγραμμά της τις κοινωνικές και επιστημονικές μεταβολές. Ενώ υπάρχει η δυνατότητα ένταξης της ερευνητικής διαδικασίας σε μαθήματα, όπως για παράδειγμα η Πληροφορική ή η Πολιτική Αγωγή- Κοινωνιολογία, αυτό δεν γίνεται. Και εφόσον δεν εντάσσεται αυτό στην μαζικότερη και ισχυρότερη εμπειρία των μαθητικών χρόνων, τότε ίσως να μην δημιουργηθεί ποτέ μια τέτοια σχέση.

Τι να κάνουμε;

Αυτό που χρειάζεται είναι η ύπαρξη λύσεων και όχι η απλή καταγραφή του γεγονότος. Υπάρχουν αρκετές σελίδες και οδηγοί που διαψεύδουν ειδήσεις, με χαρακτηριστικότερη την ενδιαφέρουσα και συγκροτημένη δουλειά της συντακτικής ομάδας της σελίδας ellinikahoaxes.gr Συνεπώς, αυτό που χρήζει περισσότερης ανάλυσης, δεν είναι ένας ακόμα οδηγός αναγνώρισης ψευδών ειδήσεων, αλλά της έμφασης στην έννοια της πηγής, όπως αυτή χρησιμοποιείται στην μελέτη της Ιστορίας.

Η χρήση αρχειακών πηγών στην ιστοριογραφική επιστήμη είναι κεντρική, ακόμα και αν εξίσου σημαντικές κρίνονται οι προφορικές μαρτυρίες, η μνήμη, τα μνημεία και τα λοιπά. Σε πολλές περιπτώσεις, όμως, κάποιες πηγές δεν είναι προσβάσιμες, οπότε για να καταστεί δυνατή η μελέτη της Ιστορίας, έπρεπε να βρεθούν άλλου είδους πηγές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ανάμεσα στον κύκλο των ιστορικών αποτελεί η μελέτη της δεκαετίας του 1940, καθώς οι πηγές μέχρι πρότινος ήταν ελάχιστες, λόγω της σημασίας της (Κατοχή, Εμφύλιος Πόλεμος) και της αρχειακής πολιτικής (διαθεσιμότητα των αρχείων προς μελέτη μετά από 50 χρόνια). Αυτό που κατέστησε την μελέτη δυνατή ήταν το άνοιγμα ξένων αρχείων, όπου και ο μελετητής μπορούσε να καταφύγει για να καταγράψει το γεγονός. Μπορεί να μην είχε το χειρόγραφο μιας απόφασης του Έλληνα πρωθυπουργού, αλλά είχε την περιγραφή του από τις βρετανικές Υπηρεσίες Πληροφοριών ή το απεσταλμένο αντίγραφο. Σταδιακά, όσο διευρύνονταν οι αρχειακές διαθεσιμότητες, τόσο μπορούσαν οι ιστορικοί να διασταυρώνουν ένα γεγονός.

Το παραπάνω παράδειγμα συνιστά μια επιστημονική εκδοχή ενός τρόπου εργασίας που σίγουρα θα βοηθήσει στον έλεγχο των ειδήσεων. Πιο συγκεκριμένα, ο πλουραλισμός των πηγών είναι δεδομένος στον κυβερνοχώρο και η διαθεσιμότητα ακόμα πιο δεδομένη. Αυτό που απαιτείται, λοιπόν, δεν είναι απλά η ύπαρξη πηγών σε ένα άρθρο, ώστε να κρίνεται αληθές, αλλά κάτι περισσότερο· ο έλεγχος αυτών των πηγών, ακόμα και αν είναι λεπτομερείς. Ακόμα και αν δεν σκοπεύει κάποιος να εξαπατήσει, η παρουσίαση των πληροφοριών γίνεται αναπόφευκτα κάτω από υποκειμενικό πρίσμα. Το μεγαλύτερο πρόβλημα στην επιστημονική γραφή δεν είναι η ανυπαρξία πηγών, αλλά ότι δεν ελέγχονται από τους αναγνώστες, ώστε να διασταυρωθούν οι πληροφορίες. Πολλές φορές οι πηγές ομοιάζουν με τις ρώσικες бабушки (μπάμπουσκες), όπου χρειάζεται να ανοιχθούν μέχρι να φτάσουν στον κεντρικό πυρήνα (πρωτογενής πηγή). Άρα, αν κανείς ξεκινήσει να αναγάγει την πληροφορία θα βρει αν η πηγή είναι αξιόπιστη ή όχι· μπορεί να διαβάσει την πηγή, να αναγνωρίσει τις κεντρικές έννοιες και να εξετάσει την ταυτότητα της πηγής. Όσο περισσότερες είναι οι πρωτογενείς πηγές και επαναλαμβανόμενα τα επιμέρους στοιχεία του γεγονότος- δηλαδή οι έννοιες και οι πληροφορίες (ημερομηνίες, πρόσωπα, τοποθεσίες), τόσο πιο πιθανό να είναι αληθής η πληροφορία.

Η προαναφερθείσα ερευνητική διαδικασία δεν είναι δυνατόν να γίνει αντιληπτή ούτε μέσα από διαδικτυακούς οδηγούς, ούτε από μεμονωμένα άρθρα. Απαιτείται μια πιο κεντρική οργάνωση και δημιουργία μιας νέας σχέσης των ατόμων με το αρχείο- πηγή και την ίδια την ερευνητική διαδικασία. Η σύνδεση αυτή μπορεί να ενδυναμωθεί μόνο μέσα από την εμπειρική ενασχόληση στη δευτεροβάθμια κυρίως εκπαίδευση. Η ευρύτερη ένταξη της διασταύρωσης των πληροφοριών δεν άπτεται μόνο στην κριτική, που οφείλει κανείς να αναπτύσσει ώστε να εκπληρώνει την ιδιότητά του ως έλλογο ον, αλλά ακόμα περισσότερο στις ανάγκες των νέων εποχών, τις οποίες το εκπαιδευτικό σύστημα οφείλει να ενσωματώνει. Παρά την διαρκή εργασιακή εξειδίκευση, η πραγματικότητα είναι πιο σύνθετη και απαιτεί μάλλον έναν homo universalis, ο οποίος χρειάζεται να μπορεί να αμφισβητεί και να διαθέτει γενικές γνώσεις, όσο και να κυνηγάει την Αλήθεια και τη Γνώση.

Αναφορές

Allcott, Hunt, και Matthew Gentzkow. 2017. ‘Social Media and Fake News in the 2016 Election’. Journal of Economic Perspectives 31 (2):211–36. https://doi.org/10.1257/jep.31.2.211.

Bakshy, Eytan, Solomon Messing, και Lada A Adamic. 2015. ‘Political science. Exposure to ideologically diverse news and opinion on Facebook.’ Science (New York, N.Y.) 348 (6239):1130–32. https://doi.org/10.1126/science.aaa1160.

Lazer, David M. J., Matthew A. Baum, Yochai Benkler, Adam J. Berinsky, Kelly M. Greenhill, Filippo Menczer, Miriam J. Metzger, κ.ά. 2018. ‘The science of fake news’. Science 359 (6380). American Association for the Advancement of Science:1094–96. https://doi.org/10.1126/science.aao2998.

Newman, N, R Fletcher, A Kalogeropoulos, και DAL Levy. 2017. ‘Reuters institute digital news report 2017’. https://papers.ssrn.com/sol3/papers.cfm?abstract_id=3026082.

Vosoughi, Soroush, Deb Roy, και Sinan Aral. 2018. ‘The spread of true and false news online’. Science 359 (6380):1146–51. https://doi.org/10.1126/science.aap9559.

Δημοφιλή