Το αδύνατο μπορεί να γίνει πραγματικό στις προεδρικές εκλογές της ΗΠΑ το 2016

Το αδύνατο μπορεί να γίνει πραγματικό στις προεδρικές εκλογές της ΗΠΑ το 2016
Senator Bernie Sanders, an independent from Vermont and 2016 Democratic presidential candidate, waves as he arrives to speak during a town hall meeting at Timberlane Performing Arts Center in Plaistow, New Hampshire, U.S., on Sunday, Jan. 3, 2016. Sanders' presidential campaign on Saturday said it raised more than $33 million in final three months of 2015 with small contributions making up the majority of the donations. Photographer: Andrew Harrer/Bloomberg via Getty Images
Senator Bernie Sanders, an independent from Vermont and 2016 Democratic presidential candidate, waves as he arrives to speak during a town hall meeting at Timberlane Performing Arts Center in Plaistow, New Hampshire, U.S., on Sunday, Jan. 3, 2016. Sanders' presidential campaign on Saturday said it raised more than $33 million in final three months of 2015 with small contributions making up the majority of the donations. Photographer: Andrew Harrer/Bloomberg via Getty Images
Bloomberg via Getty Images

Όποιος κατοικεί στις Πολιτείες της Αϊόβα και του Νιου Χάμσαϊρ που καλούνται πρώτες να ψηφίσουν τον υποψήφιο για το χρίσμα των Ρεπουμπλικανών και των Δημοκρατικών, δεν γίνεται να ανοίξει την τηλεόραση χωρίς να δει μία πολιτική διαφήμιση. Δεν γίνεται να σηκώσει το σταθερό τηλέφωνο, εάν διαθέτει ένα, χωρίς να ακούσει ένα προεκλογικό μήνυμα. Το ίδιο συμβαίνει με τους λογαριασμούς ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και το Facebook. Σύντομα, δεν θα μπορεί να ανοίξει την πόρτα χωρίς να συναντήσει κάποιον εθελοντή της προεκλογικής καμπάνιας.

Η Αμερική έχει μόλις εισέλθει σε ένα ακόμα πολυδάπανο, πολύπλοκο και κουραστικό έτος ανάδειξης νέου προέδρου – ύστερα από ένα πολυδάπανο, πολύπλοκο και κουραστικό προεκλογικό έτος. Το τσίρκο δεν θα ρίξει αυλαία μέχρι τον Νοέμβριο. Καμιά άλλη χώρα δεν κάνει τόσο για να επιλέξει έναν ηγέτη.

Και πάνω κάτω αυτή την περίοδο, οι Αμερικανοί ψηφοφόροι είναι όσο θυμωμένοι, μελαγχολικοί, τρομαγμένοι και κυνικοί όσο ήταν για δεκαετίες.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες ανάρρωσαν λίγο πολύ από τις δύσκολες εκλογές του 2000, από τις τρομοκρατικές επιθέσεις του 2001 και από την παγκόσμια οικονομική ύφεση του 2008. Όμως οι διαδοχικές προεδρίες του Τζωρτζ Μπους και του Μπάρακ Ομπάμα δεν έχουν εξυγιάνει τους θεσμούς ή εμφυσήσει την ελπίδα.

Σήμερα, με λιγότερες από 30 ημέρες από την στιγμή που θα πέσουν τα πρώτα ψηφοδέλτια στην Αϊόβα, υπάρχει η αίσθηση ότι κάτι που ράγισε δεν κόλλησε ποτέ ξανά. Η αυτοπεποίθηση της Αμερικής έχει χαθεί, έχει αντικατασταθεί από μια υπερηφάνεια των Ρεπουμπλικανών, η οποία δείχνει ανασφάλεια και όχι πραγματική δύναμη, και μια σοβαροφάνεια των Δημοκρατικών που μοιάζει υπερβολικά αφελής.

Οι φετινοί ψηφοφόροι έχουν περισσότερες αμφιβολίες από ποτέ όσον αφορά τους ηγέτες όλων των παρατάξεων, έχοντας κατά νου την έλλειψη αύξησης πραγματικών μισθών και διαφωνώντας εμφανώς σε θέματα όπως η μετανάστευση, το φυλετικό ζήτημα, η θρησκεία, η αστυνόμευση, τα όπλα, η τρομοκρατία, το προσφυγικό και τα ναρκωτικά.

Το είδος του αντικαθεστωτικού αισθήματος που έχει εμφανιστεί σε όλο τον κόσμο – από τις πρώτες μέρες της Αραβικής Άνοιξης έως τα σκοτεινά εθνικιστικά κινήματα σε Γερμανία και Γαλλία- ηχεί δυνατά στις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι ψηφοφόροι έλκονται από την ενέργεια και τον ηλεκτρισμό των υποψηφίων που υπόσχονται ότι θα ρίξουν την εξουσία των θεσμών, από την Γουόλ Στριτ έως την Ουάσινγκτον, και από τα Πανεπιστήμια έως τα μέσα ενημέρωσης.

«Οι ψηφοφόροι νιώθουν ότι έχουν χάσει τον έλεγχο του κόσμου όπως τον ήξεραν, σε οικονομικό, πολιτιστικό και κοινωνικό επίπεδο», δήλωσε ο Ταντ Ντιβάιν, σύμβουλος του υποψηφίου για το χρίσμα των Δημοκρατικών, Μπέρνι Σάντερς.

«Επομένως ξεσπάνε εναντίον του ενός ή του άλλου. Για τους Δημοκρατικούς, συνήθως αυτό (στο οποίο ξεσπάνε) είναι οι χειροτεχνικές δουλειές που έχουν χαθεί, οι χαμηλοί μισθοί, η Γουόλ Στριτ και οι τράπεζες. Για τους Ρεπουμπλικανούς είναι η μετανάστευση, η στήριξη των γάμων των ομοφυλοφίλων και η ισχύς του κράτους, που για αυτούς κυρίως σημαίνει μεγαλύτερη φορολογία», δήλωσε ο Ντιβάιν.

Αυτό το μείγμα δίνει ώθηση σε άλλους, λιγότερο «φαβορί» υποψηφίους και στα δύο κόμματα – με πρώτο φυσικά τον μεγιστάνα και διασκεδαστή, Ντόναλντ Τραμπ.

Ίσως όχι (στο μέλλον), όμως έως τώρα έρχεται πρώτος στον αγώνα για το χρίσμα των Ρεπουμπλικανών.

Μόνο στην Αμερική ένας άνδρας που ισχυρίζεται ότι έχει αξία 10 δισ. δολάρια θα δήλωνε ότι είναι λιγότερο δημοφιλής. Όμως το κοινό έχει σιχαθεί τόσο την πολιτική, τους πολιτικούς και την Ουάσινγκτον, με αποτέλεσμα μια μεγάλη μερίδα Ρεπουμπλικανών να είναι πρόθυμοι να τον πάρουν στα σοβαρά.

Μόνο σε μια περίοδο που καταλαμβάνεται από τον φόβο, θα μπορούσαν ο ξεκάθαρος ρατσισμός και οι ωμές θρησκευτικές προκαταλήψεις του Τραμπ να ηγηθούν στην προεκλογική περίοδο. Αυτός και η ρητορική του έχουν σαρώσει τους υπόλοιπους Ρεπουμπλικανούς υποψηφίους που ανταγωνίζονται στο πως θα καταφέρουν να φτάσουν την προκλητικότητα του Τραμπ.

Μέσα σε αυτό τον δεύτερο προεκλογικό αγώνα, ο Τεντ Κρουζ με τις αιχμηρές του δηλώσεις κερδίζει έδαφος, όντας η τεχνοκρατική βερσιόν του Τραμπ. Ο Κρουζ είναι ένας άνδρας με τόσες προκαταλήψεις όσες και ο Τραμπ, όμως πουλά τον εαυτό του καλύτερα, γιατί έχει περάσει τρία χρόνια στην Γερουσία και ήταν ένας εξέχων φοιτητής στη Νομική Σχολή του Χάρβαρντ.

Υποτίθεται ότι λιγότερο ριζοσπαστικοί υποψήφιοι, όπως ο Μάρκο Ρούμπιο στη Φλόριντα και ο Κρις Κρίστι στο Νιού Τζέρσι, ανεβαίνουν στις δημοσκοπήσεις αντιγράφοντας το στιλ και τη γλώσσα του Τραμπ και του Κρουζ.

Πάνω από όλους μέχρι στιγμής είναι η Χίλαρι Κλίντον – η οποία παραμένει η σωστή συμβατική επιλογή για τον επόμενο πρόεδρο των ΗΠΑ.

Η πρώην πρώτη κυρία/ πρώην γερουσιαστής/ πρώην υπουργός Εξωτερικών έχει οργανώσει και προσπαθήσει να αντιμετωπίσει τα οικονομικά προβλήματα στο Δημοκρατικό Κόμμα με πολιτικές προτάσεις που την τοποθετούν σιγά-σιγά στο στρατόπεδο που εναντιώνεται στη Γουολ Στριτ. Όμως το κλίμα που επικρατεί στη χώρα έρχεται ενάντια στις πιθανότητές της (να εκλεγεί πρόεδρος) από ότι θέλουν να παραδεχτούν οι υποστηριχτές της ή από ότι εκτιμούν οι εξωτερικοί αναλυτές.

Δεν είναι μια καλή περίοδος για να γίνεις η ενσάρκωση ενός γνώστη της πολιτική. Όμως αυτή είναι. Η Κλίντον και ο σύζυγός της έχουν πλουτίσει από τις δεκαετίες ενασχόλησής τους με την πολιτική. Έχουν γίνει ειδικοί στο να κάνουν χάρη στους πλούσιους χορηγούς, πολλοί από τους οποίους είναι τώρα προσωπικοί τους φίλοι.

Όσον αφορά όμως τους θυμωμένους ψηφοφόρους, αυτή η χρονική στιγμή δεν ευνοεί την Κλίντον. Ο σύζυγός της και εκείνη βρίσκονται στην πολιτική σκηνή από το 1974 – από το 1970 εάν αναλογιστείτε την θητεία του Μπιλ Κλίντον ως βοηθό στις εκλογές στο Κονέκτικατ, ενώ ήταν φοιτητής στη Νομική Σχολή του Γέιλ.

Στις τελευταίες δημοσκοπήσεις, η Κλίντον βρίσκεται κάτω από τον Ρούμπιο και τον Κρουζ.

Όσον αφορά την ανάδειξη της Κλίντον στις εκλογές των Δημοκρατικών, αυτή δεν είναι τόσο βέβαιη όσο νομίζουν οι περισσότεροι. Ο Σάντερς, ένας αυτοαποκαλούμενος δημοκρατικός σοσιαλιστής από το Βερμόντ, συγκέντρωσε σχεδόν όσα χρήματα όσα και η ίδια στο τελευταίο τέταρτο του 2015 και αυτό το κατάφερε με ένα αριθμό ρεκόρ μικρών δωρεών από όλη τη χώρα.

Ο θυμωμένος λαϊκισμός του Σάντερς δεν επιτίθεται στο «ισχυρό κράτος» - στην πραγματικότητα είναι υπέρ του. Αντιθέτως, εναντιώνεται στη Γουολ Στριτ, τις μεγάλες τράπεζες και τους εργοδότες των μεγάλων εταιρειών.

Και αυτό δουλεύει.

«Δεν λέω ότι θα κερδίσουμε», είπε ο σύμβουλος του Σάντερς, Ντιβάιν. «Όμως δεν φεύγουμε».

*Το κείμενο αρχικά δημοσιεύτηκε στην αμερικανική έκδοση της Huffington Post.

Δημοφιλή