Δίκτυα 5G και ακτινοβολία. Υπάρχει προστασία;

Η ορθολογική διαχείριση του διαφαινόμενου κινδύνου για το μέλλον των ασύρματων δικτύων στη χώρα, απαιτεί άμεση ανάληψη δράσεων ουσιαστικής, διαρκούς και αναλυτικής ενημέρωσης των πολιτών από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς.
Waitforlight via Getty Images

Είναι φαινόμενο των καιρών μας η άκριτη υιοθέτηση απόψεων και ισχυρισμών, που υποστηρίζονται από φαινομενικά ορθά επιχειρήματα και η εύκολη απόρριψη ή ο σκεπτικισμός απέναντι στα στοιχεία που παρατίθενται από παγκόσμιους οργανισμούς και οργανωμένες κοινωνίες επιστημόνων. Ως παράδειγμα και μόνον της παραπληροφόρησης που μαστίζει την σημερινή κοινωνία, θα αναφερθεί η πρόσφατη τάση απόρριψης του εμβολιασμού των παιδιών ή το ανάθεμα στις τεχνολογίες και τα δίκτυα 5ης γενιάς, όπως για παράδειγμα η πρόσφατη απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου της Καλαμάτας να αναστείλει την άδεια πιλοτικής λειτουργίας του δικτύου 5G ενός εκ των παρόχων κινητών επικοινωνιών.

Είναι όμως στην ευθύνη των επιστημόνων και των μηχανικών να αξιολογούν και να παραθέτουν τα στοιχεία από τις μελέτες και τις πειραματικές έρευνες με την βέλτιστη δυνατή ακρίβεια και είναι καθήκον απέναντι στη δημόσια υγεία και την κοινωνία να αποφεύγεται η ανούσια και χωρίς αποδείξεις σπορά φόβου.

Στην κατεύθυνση αυτή, στις επόμενες γραμμές θα προσπαθήσω να αναδείξω τη μεθοδολογία, που προτείνεται από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ) και που ακολουθείται από τη Διεθνή Επιτροπή για την Προστασία από τη Μη Ιοντίζουσα Ακτονοβολία (ICNIRP). Οι οδηγίες αυτές αποτελούν τη βάση και της ελληνικής νομοθεσίας.

Η πρώτη παρατήρηση αφορά στη διάκριση της μη-ιοντίζουσας από την ιοντίζουσα εξαιτίας της πολύ μικρότερης ενέργειας που φέρουν τα φωτόνια αυτής, η οποία με τη σειρά της εξαρτάται από τη συχνότητα. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι συχνότητες λειτουργίας των ασύρματων συστημάτων έχουν χιλιάδες φορές μικρότερη ενέργεια από εκείνη του ορατού φωτός.

Σύμφωνα με τον ΠΟΥ, η μεθοδολογία για την ανάπτυξη προτύπων για τα όρια έκθεσης στην Η/Μ ακτινοβολία ραδιοσυχνοτήτων στηρίζεται στα εξής βήματα:

Α) Προϋπόθεση για την ανάπτυξη των προτύπων είναι η εξαντλητική κριτική επισκόπηση της επιστημονικής βιβλιογραφίας στις βιολογικές επιδράσεις της έκθεσης στα Η/Μ πεδία, από ομάδα αναγνωρισμένων εμπειρογνωμόνων. Αρχικά γίνεται προσεκτική επιλογή των επιστημονικών μελετών, συμπεριλαμβάνοντας μελέτες από πολλούς κλάδους υγείας, όπως η βιολογία, η επιδημιολογία και η ιατρική, αλλά και από κλάδους όπως η φυσική και οι επιστήμες του μηχανικού. Οι τύποι μελετών που περιλαμβάνονται είναι οι επιδημιολογικές, οι πειραματικές σε υγιείς εθελοντές, και οι μελέτες σε ζώα, ιστούς και κυτταρικές δομές. Τα κριτήρια με βάση τα οποία γίνεται η επιλογή των ανεξάρτητων μελετών προς αξιολόγηση περιλαμβάνουν: την ποιότητα σχεδίασης της μελέτης, την ποιότητα της εκτέλεσης της μελέτης, την ποιότητα της αναφοράς των αποτελεσμάτων, την ύπαρξη δημοσίευσης μετά από κρίση από ομότιμους κριτές και τέλος, τη χρησιμότητα στην ανάπτυξη των προτύπων.

Β) Επόμενο βήμα είναι η συνολική εκτίμηση της επικινδυνότητας, δηλαδή η ερμηνεία των μελετών και η συγκριτική τους αξιολόγηση. Τα πιο γνωστά κριτήρια που κάνουν τη διαδικασία της κρίσης διάφανη είναι εκείνα του Α.Β. Hill και εκείνα της IARC για την εκτίμηση της καρκινογένεσης. Τα ερωτήματα που καλούνται οι επιστήμονες να απαντήσουν είναι τα εξής: α) ποια η ένταση συσχέτισης έκθεσης και κινδύνου, ή άλλως υπάρχει σαφής σύνδεση του κινδύνου με την έκθεση; β) πόσο συναφείς και συμβατές είναι οι μελέτες για τη σύνδεση της έκθεσης και του κινδύνου; γ) υπάρχει σχέση δοσολογίας και απόκρισης μεταξύ της έκθεσης και της επίδρασης στην υγεία; δ) υπάρχουν εργαστηριακές αποδείξεις για τη σύνδεση της έκθεσης και της επίδρασης που μελετάται; και τέλος ε) υπάρχουν προφανείς και αξιόπιστοι βιολογικοί μηχανισμοί για τη σύνδεση της έκθεσης και της επίδρασης στην υγεία;

Να σημειωθεί ότι επειδή δεν υπάρχει τρόπος να αποδείξουμε τη μη-ύπαρξη επιδράσεων στην υγεία, σημαντικό ρόλο παίζει η βαρύτητα όλου του σώματος των επιστημονικών στοιχείων. Για να εδραιωθεί η ύπαρξη ή όχι μιας επίδρασης θα πρέπει η πλειοψηφία των στοιχείων από όλους τους τύπους των μελετών να την υποδεικνύει. Επιπλέον, θα πρέπει τα ερευνητικά αποτελέσματα να επαναλαμβάνονται από ανεξάρτητα εργαστήρια ή να υποστηρίζονται και από άλλες σχετικές μελέτες.

Γ) Στη συνέχεια απαιτείται ο καθορισμός επιπέδων τιμών κατωφλίου και υπάρχουν αρκετές προσεγγίσεις για τον καθορισμό τους. Η προσέγγιση που χρησιμοποιείται από την ICNIRP και άλλους οργανισμούς προτυποποίησης, υποδεικνύει ότι ένα επίπεδο μπορεί να εξαχθεί στη βάση της εκτίμησης της επικινδυνότητας για την υγεία από τα επιστημονικά δεδομένα. Το κατώφλι επιλέγεται ως το χαμηλότερο επίπεδο έκθεσης, κάτω από το οποίο δεν έχει βρεθεί κανείς κίνδυνος για την υγεία. Προκειμένου να περιοριστεί η αβεβαιότητα ως προς τις βιολογικές επιδράσεις, εφαρμόζεται ένας συντελεστής ασφαλείας και μείωσης του επιπέδου κατωφλίου, που είναι ανάλογος του επιπέδου της αβεβαιότητας. Μια δεύτερη προσέγγιση που ακολουθείται κυρίως από τη Ρωσία και την Κίνα, είναι να υιοθετήσει κανείς τη λεγόμενη βιολογική προσέγγιση, σύμφωνα με την οποία το επίπεδο κατωφλίου έκθεσης καθορίζεται έτσι ώστε κάτω από αυτό να μην έχει παρατηρηθεί καμία βιολογική επίδραση. Αυτή η προσέγγιση αμβλύνει την αναγκαιότητα για την εκτίμηση της επικινδυνότητα για την υγεία, υποθέτει μια ατελή γνώση των μηχανισμών αλληλεπίδρασης και οδηγεί σε αδικαιολόγητα συντηρητικά πρότυπα.

Δ) Στη συνέχεια ορίζονται όρια έκθεσης στα Η/Μ πεδία που καλούνται «βασικοί περιορισμοί», οι οποίοι αφορούν τις φυσικές ποσότητες εντός του σώματος υπό έκθεση, οι οποίες συνδέονται στενά με τις δυσμενείς επιπτώσεις στην υγεία. Επειδή οι βασικοί περιορισμοί καθορίζονται ως ποσότητες που συχνά δεν είναι πρακτική η μέτρηση τους, έχουν ορισθεί κάποιες άλλες ποσότητες, «τα επίπεδα αναφοράς», με τρόπο ώστε να παρέχουν έναν ισοδύναμο βαθμό προστασίας με τους βασικούς περιορισμούς. Τα επίπεδα αναφοράς είναι πρακτικά μετρήσιμα και αντιστοιχούν στους βασικούς περιορισμούς υπό συνθήκες «χειρότερης περίπτωσης» έκθεσης, που είναι εξαιρετικά απίθανο να συμβούν στην πράξη. Συνεπώς ένας επιπλέον βαθμός ασφαλείας έχει εισαχθεί στον έλεγχο συμμόρφωσης. Οι τιμές των ορίων προσαρμόζονται κατάλληλα σε διαφορετικούς πληθυσμούς, π.χ. γενικό πληθυσμό ή εργαζόμενους, είναι συνάρτηση της συχνότητας, έχουν διάρκεια έκθεσης και αναφέρονται σε ολόκληρο το σώμα ή σε τοπική έκθεση π.χ. του κεφαλιού, του κορμού ή των άκρων.

Ε) Ακολούθως, τα πρότυπα ελέγχονται για την ευχρηστία τους, παραπέμποντας σε τρόπους ελέγχου συμμόρφωσης από αρμόδιες κατά το νόμο επιτροπές (π.χ. την Ελληνική Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας) με διαδικασίες που αναφέρονται σε πρότυπα άλλων οργανισμών. Επιπλέον, τα πρότυπα πρέπει να συνοδεύονται από το κατάλληλο υποστηρικτικό υλικό τεκμηρίωσης. Τέλος, βασικό συστατικό της μεθοδολογίας είναι η πρόβλεψη για τη διαδικασία περιοδικής αναθεώρησης των ορίων, αλλά και όποτε αυτή κρίνεται αναγκαία υπό το φως νέων επιστημονικών ευρημάτων.

Με στιβαρές μεθοδολογίες και αυστηρά κριτήρια αξιολόγησης από παγκόσμιους οργανισμούς, η επιστήμη κάνει βήματα μείωσης της αβεβαιότητας στην κατανόηση της αλληλεπίδρασης των Η/Μ πεδίων με τον άνθρωπο, λαμβάνοντας πάντα υπόψη τα μεγάλα κέρδη για την ανθρωπότητα από την εφαρμογή των νέων τεχνολογιών.

Αθανάσιος Κανάτας

Καθηγητής Πανεπιστημίου Πειραιώς

kanatas@unipi.gr

Δημοφιλή