Η Αμερικανική προσέγγιση για τον σινοαμερικανικό ανταγωνισμό στον 21ο αιώνα

Ο Ρόλος της Ρωσίας, της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ
cybrain via Getty Images

Η παρούσα εισήγηση έχει σκοπό την ανάδειξη της αμερικανικής πολιτικής έναντι της Κίνας. Η συντηρητική δύναμη του διεθνούς status quo επιθυμεί τη συνέχιση της πρωτοκαθεδρίας της στις διεθνείς υποθέσεις (ΗΠΑ) και η αναθεωρητική δύναμη, προσπαθεί να ανατρέψει υπέρ της την ισορροπία ισχύος. Το κεντρικό επιχείρημα της εισήγησης είναι οτι οι ΗΠΑ θα ακολουθήσουν μια διαφορετική αντιμετώπιση της Κίνας και δε θα συνεχίσουν την προσπάθεια “κοινωνικοποίησης” μέσω δυτικών θεσμών.

Τα ερωτήματα που θα επιχειρηθούν να απαντηθούν με παραδοσιακή προσέγγιση είναι:

Πρώτον ποια είναι η στρατηγική και με ποιά μέσα οι ΗΠΑ υλοποιούν τη νέα τους προσέγγιση για την Κίνα;

Δεύτερον, θα ενεργοποιήσουν οι ΗΠΑ ξανά το ΤΡΡ (Transpacific Partnership) ή θα δημιουργήσουν κάποιο νέο εμπορικό project για να αντιμετωπίσουν το One Belt-One Road;

Τρίτον, ποιά επιρροή έχουν οι αμερικανορωσικές σχέσεις στην στρατηγική των ΗΠΑ για την Κίνα;

Τέταρτον, ποιός ο ρόλος της E.E και του ΝΑΤΟ στη νέα δόμηση της αμερικανικής πολιτικής έναντι της Κίνας;

Πέμπτον, πόσο πιθανό είναι η Θουκιδίδεια Παγίδα να έχει πλαισιώσει τον ανταγωνισμό ΗΠΑ και Κίνας;

Η ανεπανάληπτη πορεία προς την ανάπτυξη της Κίνας έφερε τεράστιες αλλαγές τόσο στις διεθνείς οικονομικές σχέσεις όσο και στη διεθνή πολιτική. Οι σχέσεις μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων είναι για κάθε προσέγγιση του ρεαλιστικού υποδείγματος της Θεωρίας των Διεθνών Σχέσεων, μια από τις πιο σημαντικές παραμέτρους του διεθνοπολιτικού γίγνεσθαι. Τόσο ο Robert Gilpin, όσο και οι Kenneth Waltz και J. J. Mearsheimer έχουν πραγματευτεί τη διεθνή αλλαγή μέσα από την εξέλιξη του διεθνούς συστήματος. Αυτή η εξέλιξη η οποία σύμφωνα με τον Oswald Spengler, έχει σπειροειδή τροχιά, είναι πολύ σημαντική. Σε κάθε περίπτωση οι μεγάλες δυνάμεις είναι εκείνες που αλληλεπιδρούν σε μεγαλύτερο βαθμό με τη δομή του διεθνούς συστήματος η οποία αναλύεται από τον δομικό-συστημικό ρεαλισμό.

2001

Το 2001 το Brookings Institute προχώρησε σε μια ανάλυση για τις προϋποθέσεις που μπορούν να οδηγήσουν σε μια συνεκτική πολιτική των ΗΠΑ έναντι της Κίνας. Ο 21ος αιώνας μόλις είχε ανατείλει και οι ΗΠΑ έθεσαν ως κύριο στόχο τους την συνύπαρξη με μια εκσυγχρονισμένη και δημοκρατική Κίνα με την οποία θα μπορούσαν μέσα από τη συνεργασία να διαχειριστούν από κοινού τις παγκόσμιες προκλήσεις. Στο κείμενο του Kenneth Lieberthal αναφέρονται έξι πυλώνες στους οποίους στηρίχθηκε η πολιτική των ΗΠΑ έναντι της Κίνας.

Ο πρώτος πυλώνας γι΄αυτήν την πολιτική, αντανακλούσε τον συσχετισμό της σταθερότητας της Ασίας με την αντίστοιχη σταθερότητα της Κίνας. Mια πιθανή πολιτική κατάρρευση της Κίνας, θα μπορούσε να επιφέρει σημαντικά πλήγματα στα αμερικανικά συμφέροντα αλλά και στη σταθερότητα όλης της περιοχής της Ασίας.

Ο δεύτερος πυλώνας των ΗΠΑ, ήταν οικονομικής λογικής. Μια Κίνα η οποία θα έχει υιοθετήσει την οικονομία της αγοράς και που θα δημιουργήσει μια μεσαία τάξη, θα είναι πιο δεκτική σε φιλελευθεροποίηση του πολιτικού της συστήματος.

Ο τρίτος πυλώνας της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής κατά την αυγή του 21ου αιώνα αναφορικά με την Κίνα, ήταν πως τα ζωτικά αμερικανικά συμφέροντα στηρίζονται στην επιτυχία αφομοίωσης από το Πεκίνο, διεθνών κανόνων και παραδεδεγμένων συμπεριφερών (για παράδειγμα εναρμόνιση της Κίνας με τους κανόνες του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου).

Ο τέταρτος πυλώνας της αμερικανικής πολιτικής συνίστατο στο να μην πιστεύει το Πεκίνο οτι η Ουάσινγκτον είναι εχθρική απέναντί του.

Πέμπτος πυλώνας της αμερικανικής πολιτικής για την Κίνα, ήταν η διατήρηση της διπλωματίας των ΗΠΑ στην τροχία της ”μιας Κίνας”, μην ενοχλώντας την Κίνα στο ζήτημα της Ταϊβάν.

Τέλος, ο έκτος πυλώνας ταυτίστηκε με τη διατήρηση της ευημερίας και της ειρήνης στην Ασία με ενεργό αμερικανικό ρόλο. Οι ΗΠΑ επιθυμούσαν την ένταξη της Ασίας στις διεθνείς δομές που είναι φιλικές προς τις ΗΠΑ [1].

Εκδημοκρατισμός της Κίνας

Oι παραπάνω πυλώνες, ομοιάζουν με συνιστώσες οι οποίες έχουν μια συνισταμένη για τις ΗΠΑ και σε σχέση με την πολιτική τους έναντι της Κίνας. Αυτή η συνισταμένη είναι η προσπάθεια κοινωνικοποίησης της Κίνας στις δομές της διεθνούς κοινότητας οι οποίες έχουν δημιουργηθεί άμεσα ή έμμεσα από τις ΗΠΑ, μετά το τέλος του Β’ Π.Π.

Ο εκδημοκρατισμός της Κίνας ήταν στηριγμένος στην πεποίθηση του Ουϊλσονισμού, o oποίος αποτελεί μια παραδοσιακή σχολή σκέψης της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Από τη Θεωρία Διεθνών Σχέσεων μπορούμε να αντλήσουμε στοιχεία από τον Δημοκρατικό Φιλελευθερισμό [2]. Ο εκδημοκρατισμός της Κίνας στο εσωτερικό της, θα μπορούσε να εξαχθεί και στις διεθνείς στις σχέσεις. Όπως αναφέρει ο Χαράλαμπος Παπασωτηρίου στο έργο του,” Η Αμερικανική Πολιτική από τον Φράνκλιν Ρούζβελτ στον Τραμπ ” [3] οι ΗΠΑ πολλές φορές προσπαθούν να διαμορφώσουν τον κόσμο βάσει των δικών τους αξιών προκειμένου να μπορούν να ασχοληθούν με τις διεθνείς υποθέσεις.

Η άνοδος

Επομένως, για τις ΗΠΑ, μια Κίνα που θα εκδημοκρατιζόταν και που θα σεβόταν τα ανθρώπινα δικαιώματα και την ελεύθερη αγορά, θα ήταν ασφαλής και συνεργάσιμη ώστε να αντιμετωπιστούν με τον καλύτερο δυνατό οι παγκόσμιες προκλήσεις. Ωστόσο, η αμερικανική αυτή επιδίωξη που στηρίχθηκε στις έξι παραπάνω αρχές που εξέδωσε σε report το 2001 το Brookings Institute, ήταν μάλλον ο ευκταίος στόχος και όχι ο εφικτός. Η πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα, σημάδεψε την απογείωση της Κίνας, η οποία έθεσε στόχο την περιφερειακή ηγεμονία της ανατολικής Ασίας. Ενδεικτικά, από το 1992 έως το 2012, η Κίνα οκταπλασίασε το ΑΕΠ της, ενώ από το 2002 μέχρι το 2012, τριπλασίασε το ΑΕΠ της. [4]

.
.
Huffpost GR

Η ιλιγγιώδης ανάπτυξη της Κίνας, συνεχίστηκε και κατά τα επόμενα χρόνια. Το 2018 η Κίνα πέτυχε ρυθμούς ανάπτυξης που έφτασαν το 9,5%. Οι προβλέψεις του ΔΝΤ για την οικονομία της Κίνας για την επόμενη πενταετία, (μέχρι το 2024) είναι ρυθμοί που αγγίζουν κατά μέσο όρο το 5,5% σύμφωνα με έκθεση του Αμερικανικού Κογκρέσου [5]. Η αποτυχία της αμερικανικής προσπάθειας για την κοινωνικοποίηση της Κίνας, έφερε τις ΗΠΑ στην αναζήτηση μιας διαφοροποιημένης πολιτικής έναντι της Κίνας. Αυτή η διαφοροποίηση δεν είναι ολική, καθώς οι ΗΠΑ επιμένουν στον πολιτικό εκσυγχρονισμό της Κίνας, ο οποίος θα έχει και κοινωνικό αλλά και οικονομικό αντίκτυπο στα τεράστια πλεονάσματα του Πεκίνου. Η πολιτική που εγκαινιάστηκε από την προεδρία του Barack Obama, γνωστή ως Pivot to Asia, είναι συμπληρωματική ως προς αυτήν που αναφέρει το report του Brookings Institute, με έντονα -όμως- χαρακτηριστικά ρεαλιστικής προσέγγισης και γεωπολιτικής λογικής.

Το Pivot to Asia και η νέα εποχή στις σχέσεις ΗΠΑ και Κίνας.

Οι ΗΠΑ βλέπουν στην Κίνα το ίδιο τους το παρελθόν. Από τα μέσα του 19ου αιώνα μέχρι και τις αρχές του 20ου αιώνα, οι ΗΠΑ έγιναν μια ναυτική δύναμη η οποία μέχρι το 1945 εξελίχθηκε στην αδιαμφισβήτητη υπερδύναμη του Δυτικού Ημισφαιρίου. Η προσπάθεια της Κίνας να γίνει ναυτική δύναμη, φέρνει ανησυχία στις ΗΠΑ καθώς θεωρούν πως είναι το κρίσιμο στάδιο επίτευξης περιφερειακής ηγεμονίας στην Ασία. Οι ΗΠΑ που λειτουργούν με τρόπο υπερπόντιου εξισορροπητή, ενδιαφέρονται για την αποτροπή οποιασδήποτε δύναμης επιχειρήσει να πετύχει περιφερειακή ηγεμονία σε οποιαδήποτε περιοχή του κόσμου. Το πλάνο Pivot to Asia που εγκαινιάστηκε από τον Πρόεδρο Obama, συνεχίζεται με ορισμένες αλλαγές και από την προεδρία Trump. Σε αυτήν την ενότητα θα επιχειρηθούν να αναδειχθούν οι γεωστρατηγικές επιταγές που συνιστούν την αμερικανική πολιτική για την Κίνα. Ακολούθως, θα δοθεί έμφαση στην οικονομική προσπάθεια των ΗΠΑ που πλαισίωσε το Pivot to Asia (Trans-Pacific Partnership) και στην σχέση ΗΠΑ -Ρωσίας ως παράμετρο της αμερικανικής πολιτικής έναντι της Κίνας.

Το 90% του παγκόσμιου εμπορίου, διεξάγεται δια θαλάσσης. Βασική πηγή της αμερικανικής ισχύος αλλά και της αμερικανικής παγκόσμιας πρωτοκαθεδρίας, είναι ο έλεγχος των θαλασσίων οδών. Η θεωρία της Ηγεμονικής Σταθερότητας η οποία μπορεί να ερμηνεύσει επαρκώς την πολιτική μεγάλων δυνάμεων, ερμηνεύει ως παροχή συλλογικού αγαθού την ασφαλή και ομαλή διεξαγωγή των εμπορικών δραστηριοτήτων [6].

Ο μεγαλύτερος όγκος των σινικών εξαγωγών (που αποτελούν την ατμομηχανή της κινεζικής ανάπτυξης) γίνεται δια θαλάσσης. Αυτόματα, η Νότια Σινική Θάλασσα αποτελεί την τεράστια υδάτινη περιοχή που είναι κρίσιμη για τα αμερικανικά συμφέροντα στην Ασία.

Ο Αντιπρόεδρος των ΗΠΑ Mike Pence, τον Οκτώβριο του 2018 είπε πως η Κίνα υλοποιεί μια πλήρως σχεδιασμένη στρατηγική από την κινεζική κυβέρνηση, με στόχο να υπονομεύσει το πολιτικό και οικονομικό σύστημα των ΗΠΑ. Ακόμη και αξιωματούχοι των ΗΠΑ που ήταν φιλικά διακείμενοι προς τις σινοαμερικανικές σχέσεις όπως η Dianee Fenstein, ατενίζουν πλέον την Κίνα ως απειλή για τα αμερικανικά συμφέροντα [7]. Η πολιτική της ειρηνικής συνύπαρξης, δεν έχει τελειώσει από πλευράς ΗΠΑ, ωστόσο φαίνεται οτι χρησιμοποιούνται πλέον εργαλεία και μείγματα πολιτικής που ανήκουν στον πολιτικό ρεαλισμό και όχι στον πλουραλισμό (εκδοχές του Φιλελευθερισμού, όπως ο Δημοκρατικός Φιλελευθερισμός ή ο Φιλελευθερισμός της Αλληλεξάρτησης).

Το ΤΡΡ είναι ένα έξοχο παράδειγμα για το πώς εφαρμόζουν οι ΗΠΑ τη νέα τους πολιτική μετά το τέλος της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα.Η αλληλεξάρτηση των ΗΠΑ και της Κίνας, παρόλο που είναι δεδομένη, δεν είναι ικανή ώστε να χαρακτηριστούν οι σχέσεις των δύο χωρών -οι πιο σημαντικές διμερείς σχέσεις στον κόσμο- ως συνεργατικές. Τα προβλήματα μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, είναι σημαντικά, ειδικά με το ζήτημα της Ταϊβάν αλλά και με τις σχέσεις Ιαπωνίας-Κίνας.

Ο θεμελιώδης παράγοντας που οδηγεί τις σχέσεις ΗΠΑ και Κίνας σε κούρσα ανταγωνισμού, είναι πως η Κίνα επιθυμεί την προώθηση ενός πολυπολικού συστήματος ενώ οι ΗΠΑ, επιθυμούν την υιοθέτηση φιλελεύθερων αξιών και πρακτικών, δημιουργώντας μια φιλική προς την Ουάσινγκτον, παγκόσμια τάξη.

Το σχέδιο των ΗΠΑ για την αντιμετώπιση της Κίνας το οποίο και εξελίσσεται, φαίνεται να είναι περιφερειακό [8]. H πολιτική Obama στην Ασία υπήρξε κρίσιμη, ωστόσο δεν ήταν η πρώτη φορά που οι ΗΠΑ επιχείρησαν να εφαρμόσουν μια ”Ασιατική Πολιτική” στην οποία κεντρικό ρόλο παίζει η Κίνα. Τόσο ο Richard Nixon, (η περίφημη Τριγωνική Διπλωματία) όσο και οι πρόεδροι Herbert Hoover, John Kennedy και George H.W. Bush, επιχείρησαν να εφαρμόσουν μια συνεκτική αμερικανική πολιτική στην Ασία. Οι πολιτικές που ακολούθησε η κυβέρνηση Obama, είναι συγκριτικά αναβαθμισμένες σε σχέση με τις παλαιότερες αμερικανικές απόπειρες. Πιο συγκεκριμένα, παρουσίασαν συνέχεια αλλά και διακομματική συναίνεση.

Η πολιτική Obama στόχευσε στην επανεξισορρόπηση (rebalance) της Ασίας, μέσα από τη βελτίωση των σχέσεων των ΗΠΑ (σε διμερές επίπεδο) με όλες τις χώρες του ASEAN, (πλην της Ταϊλάνδης) αλλά και με την ενίσχυση των αμυντικών δεσμών της Ουάσινγκτον με την Αυστραλία. Ωστόσο, οι δηλώσεις των ΗΠΑ κατά τη διάρκεια της κυβέρνησης Obama, ακόμη και προς τους συμμάχους των ΗΠΑ στην περιοχή της Ασίας, ήταν πως τα ζωτικά συμφέροντα της Κίνας θα γίνουν σεβαστά από την Ουάσινγκτον. Η προσπάθεια για το ΤΡΡ έμεινε ανολοκλήρωτη καθώς ο Αμερικανός πρόεδρος συνάντησε δυσκολίες στο κομμάτι της συναίνεσης στο εσωτερικό των ΗΠΑ. Μετέωρη έμεινε και η λύση αναφορικά με τη Βόρεια Κορέα [9].

Η κυβέρνηση Trump, ακολουθώντας περισσότερο μια τζακσονική οδό στις διεθνείς σχέσεις των ΗΠΑ, παρουσίασε αμέσως μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου 2016, έναν σκεπτικισμό συνολικά προς τις πολυμερείς δεσμεύσεις των ΗΠΑ. Το ΤΡΡ αλλά και το ΤΤΙΡ (Τransatlantic Trade Investment Partnership) με την Ε.Ε, πάγωσαν καθώς η κυβέρνηση Trump θεωρεί οτι οι συμφωνίες αυτές, είναι ανταγωνιστικές προς την αμερικανική αγορά εργασίας. Πριν κατατεθούν οι λόγοι για τους οποίους οι ΗΠΑ πιθανόν να επανεξετάσουν τη συμμετοχή τους στο ΤΡΡ, παρουσιάζονται τα κύρια χαρακτηριστικά του εγχειρήματος που ονομάστηκε ως ”οικονομικό ΝΑΤΟ της Ασίας”. H πολιτική αυτή βασίστηκε αρχικά στην οικονομική παρουσία των ΗΠΑ αλλά και στην αποτροπή της κινεζικής περιφερειακής ηγεμονίας στην περιοχή. Το ΤΡΡ εκτός από εμπορικά, εμφανίζει ξεκάθαρα γεωπολιτικά χαρακτηριστικά που μπορούν να ερμηνευθούν σε έναν βαθμό και από το σύνολο της αγγλοσαξονικής γεωπολιτικής σκέψης.

.
.
Πηγή πίνακα: https://www.forbes.com/sites/alyssaayres/2015/10/06/wheres-india-on-the-trans-pacific-partnership/#7be4497e1fa6 .
.
.
Huffpost GR

Σύμφωνα με το CSIS η αποχώρηση (πιθανόν προσωρινή) των ΗΠΑ από το ΤΡΡ κοστίζει στις ΗΠΑ 2 δισ. $ ενώ η συμμετοχή της μεγαλύτερης οικονομίας του πλανήτη, θα έφερνε κέρδη της τάξης των 131 δισ. $ [10].

Ένα παράδειγμα το οποίο είναι ενδεικτικό για τις αμερικανικές ζημιές στον εμπορικό τομέα όπου αποτελεί πυλώνα του σινοαμερικανικού ανταγωνισμού, είναι το ρύζι. Στην εμπορική συμφωνία που υπέγραψε η κυβέρνηση Trump με την Ιαπωνία, (25 Σεπτεμβρίου 2019) οι αγρότες που ασχολούνται με το ρύζι, χάνουν συγκριτικά την πώληση άνευ δασμών, 70 χιλιάδων μετρικών τόνων, από τη στιγμή που οι ΗΠΑ έχουν αποχωρήσει από το ΤΡΡ [11]. Η προσπάθεια για επίτευξη λύσης στο ζήτημα της επιβολής δασμών σε κινεζικά προϊόντα που αναζητούν πρόσβαση στην αμερικανική αγορά και την αποφυγή εμπορικού πολέμου μεταξύ των δύο μεγαλύτερων οικονομιών του κόσμου, φέρνει ξανά στο προσκήνιο την πιθανότητα οι ΗΠΑ να εισέλθουν στο ΤΡΡ, ενδεχόμενο που εξετάζει και η Κίνα. Η επανεισδοχή στο ΤΡΡ από πλευράς των ΗΠΑ, φαντάζει πολύ πιθανή αν σκεφτεί κανείς τους αριθμούς για τα πιθανά κέρδη για την οικονομία των ΗΠΑ από το ελεύθερο εμπόριο με τις χώρες που συναποτελούν το ΤΡΡ αλλά και τις γεωστρατηγικές επιταγές που καθιστούν την αμερικανική επιστροφή στο ΤΡΡ απαραίτητη.

Ο Δρόμος του Μεταξιού

To ΒRI (Belt-Road Initiative) όπως η Κίνα για λόγους επικοινωνίας ονόμασε το κατά κόσμον OBOR, (One Belt-One Road) αποτελεί μια εμπορική επανάσταση για ολόκληρο τον πλανήτη και για την ίδια την θεωρία και πρακτική της Παγκοσμιοποίησης.

Η Κίνα μέσα από την ανασύσταση του ”Δρόμου του Μεταξιού”, προσπαθεί να ενώσει εμπορικά πάνω από 100 χώρες και τέσσερις ηπείρους (Ασία, Ευρώπη, Αφρική και Ωκεανία). Η στρατηγική που ακολουθεί η Κίνα εντός του OBOR, στηρίζεται στον δανεισμό τεράστιων κεφαλαίων στις χώρες που συνδέονται με αυτό για την κατασκευή υποδομών μεταφορικών αλλά και υποδομών ενέργειας. Η συνεισφορά της Κίνας στο ΟΒΟR ανέρχεται μεταξύ 1 τρις $ και 8 τρις $. Οι σκεπτικιστές αναφέρουν πως η Κίνα χρησιμοποιεί το OBOR προκειμένου να ελέγχει υποδομές ξένων χωρών δημιουργώντας τους χρέος, μετατρέποντας τις τελικά, σε δορυφόρους της. Μεταξύ αυτών των χωρών, είναι και οι ΗΠΑ.To 2016 η Κίνα ίδρυσε το αντίστοιχο ”ασιατικό ΔΝΤ” την ΑΙΙΒ (Αsian Infrastracture and Investment Bank) προκειμένου τα μέλη της τράπεζας, να μπορούν να δανειστούν για την χρηματοδότηση υποδομών.

Ο πρόεδρος Obama είχε προειδοποιήσει τη Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γαλλία να μην γίνουν μέλη της τράπεζας, όμως και οι τρεις χώρες έγιναν μέλη. Ο πρόεδρος Τrump εντός του μήνα Νοεμβρίου 2019 παραδέχτηκε οτι οι ΗΠΑ προσπαθούν να δημιουργήσουν ένα οικονομικό project στην Ασία το οποίο θα είναι βιώσιμο [12]. Το ΤΡΡ μπορεί να είναι τελικά η λύση.

Σε κάθε περίπτωση, μπορεί να είναι ανοικτό το ενδεχόμενο οι ΗΠΑ να δημιουργήσουν ένα νέο project τύπου-ΤΡΡ. Η απουσία μιας οικονομικής-εμπορικής πολιτικής στην Ασία, θα είναι εξαιρετικά επιζήμια για τις ΗΠΑ και τη διατήρηση της πρωτοκαθεδρίας τους στις διεθνείς υποθέσεις κατά τη διάρκεια του 21ου αιώνα.

Το μεγάλο πρόβλημα των ΗΠΑ, το οποίο δημιουργεί αμηχανία στην Ουάσινγκτον, είναι πως χώρες που ανήκουν σε δυτικές δομές και αποτελούν αμερικανικούς συμμάχους, μην έχοντας εναλλακτικές αντίστοιχων ξένων άμεσων επενδύσεων, προστρέχουν έστω και διαστακτικά στη σύναψη μνημονίων και συμφωνιών σύνδεσης με το OBOR.

Υπάρχουν τρία σημαντικά εμπόδια τα οποία οι ΗΠΑ εξετάζουν προκειμένου να επιστρέψουν στο ΤΡΡ και να δημιουργήσουν ένα αντίβαρο στο ΟΒΟR και στην κινεζική οικονομική επέκταση.

Το πρώτο έχει να κάνει με το οτι η κυβέρνηση Trump έχει υποσχεθεί πως η επιστροφή των ΗΠΑ στο ΤΡΡ θα γίνει μόνο όταν υπάρξει καλύτερη συμφωνία από αυτήν που είχε πετύχει ο Barack Obama. Η επαναδιαπραγμάτευση της NAFTA με το Μεξικό και τον Καναδά, δεν ήταν ενθαρρυντική για το πόσα μπορεί να πετύχει η κυβέρνηση Trump.

Το δεύτερο εμπόδιο, είναι η επαναφορά μιας πιθανής επιστροφής των ΗΠΑ στο ΤΡΡ στη Βουλή των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ όπου ακόμη και Δημοκρατικοί δεν είχαν στηρίξει τον Barack Obama στο παρελθόν.

Το τρίτο εμπόδιο, αφορά την έλλειψη αξιοπιστία της κυβέρνησης Trump από τα υπόλοιπα κράτη του ΤΡΡ. Ωστόσο, η επάνοδος των ΗΠΑ στο ΤΡΡ αξίζει την αντιμετώπιση των παραπάνω δυσκολιών [13].

Αξίζει εδώ να αναφέρουμε πως τα παραπάνω εμπόδια τα οποία αφορούν την ασιατική πολιτική των ΗΠΑ στο οικονομικό κομμάτι και που στοχεύει στον έλεγχο της κινεζικής αύξησης ισχύος, ορίζονται εν πολλοίς από το Δίλημμα του Putnam.

Η αμερικανική εξωτερική εξισορρόπηση έναντι της Κίνας.

Σε αυτήν την ενότητα, θα επιχειρηθεί να αποδειχθεί η θεμελιώδης αλλαγή της αμερικανικής πολιτικής αναφορικά με την Κίνα.

Οι ΗΠΑ πρόκειται να ακολουθήσουν τη λογική του εγχειρήματος ΤΡΡ στην πολιτική τους έναντι της Κίνας. Διμερείς σχέσεις με χώρες-”κλειδιά”της Ασίας που είναι επιφυλακτικές ως προς την κινεζική άνοδο, θα προτιμηθούν από τις ΗΠΑ σε σχέση με την πολυμερή διπλωματία.

Υπάρχουν σαφείς λόγοι που υποχρεώνουν τις ΗΠΑ στην υιοθέτηση πολιτικών που θα στηρίζονται περισσότερο σε διμερείς – ειδικές σχέσεις με κράτη της Ασίας και αποφυγή της χρήσης πολυμερών θεσμών.

Η πιο σημαντική παράμετρος που οδηγεί τις ΗΠΑ στην εξέλιξη του περίφημου Pivot to Asia, είναι η αλλαγή του διεθνούς συστήματος και του συσχετισμού δυνάμεων που το περιβάλλει. 7

Οι ΗΠΑ είναι η συντηρητική δύναμη του διεθνούς status quo και η Κίνα είναι η αναθεωρητική. Αυτή η υπόθεση εργασίας, αρκεί ώστε να δικαιολογήσει την λεγόμενη Θουκυδίδεια Παγίδα ως μοντέλο ανάλυσης των σινοαμερικανικών σχέσεων.

Η ένταξη της Κίνας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, η οποία στηρίχτηκε στη λογική της ”κοινωνικοποίησης” της Κίνας σε θεσμούς και διεθνή καθεστώτα των οποίων ηγούνται οι ΗΠΑ, δεν έφερε τα αναμενόμενα αποτελέσματα προς όφελος της Ουάσινγκτον.

Η Κίνα συνέχισε να χρησιμοποιεί γεωπολιτικά τους σημαντικούς ρυθμούς οικονομικής της ανάπτυξης και προχωρά σε μετατρεψιμότητα της οικονομικής ισχύος της σε πολιτικο-στρατιωτική.

Eπιπρόσθετα, η Ασία δεν είναι γεωμορφολογικά μια ενιαία ήπειρος. Στην Κεντρική Ασία είναι εγκατεστημένοι μουσουλμανικοί πληθυσμοί και τα κράτη αυτής της περιοχής, συνιστούν μετακομουνιστικά καθεστώτα.

Υπάρχουν τρεις χώρες οι οποίες είναι ανεπτυγμένες σύμφωνα με τα δυτικά πρότυπα, (Σιγκαπούρη, Ιαπωνία, Νότια Κορέα) τρεις χώρες με χαρακτηριστικά περιφερειακών δυνάμεων (Ρωσία, Ινδία, Κίνα) και δύο τεράστια αρχιπελάγη (Φιλιππίνες και Ινδονησία) [14]. Εκτός από την αντιμετώπιση του OBOR, οι ΗΠΑ θα στοχεύσουν σε άλλες δύο πτυχές. Στην αμερικανορωσική προσέγγιση και στην στήριξη συμμάχων που μπορούν να φέρουν εσωστρέφεια στην Κίνα όπως αυτοί του Χονγκ-Κονγκ και της Ταϊβάν. Και οι δύο αυτές πολιτικές, θα πλαισιώνονται από ένα συνεκτικό σχέδιο ασιατικής πολιτικής της Ουάσινγκτον.

Ο ρόλος της Ρωσίας στην νέα αμερικανική πολιτική έναντι της Κίνας και η αναβίωση της Τριγωνικής Διπλωματίας.

Ολόκληρος ο Ψυχρός Πόλεμος στηρίχθηκε στην τραγωδία μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων της εποχής. Μεταξύ ΗΠΑ και ΕΣΣΔ. Κατά την 7η δεκαετία του 20ου αιώνα και κυρίως με την πρωτοβουλία του Προέδρου Nixon, οι ΗΠΑ αποφάσισαν να υιοθετήσουν μια εναλλακτική μορφή της περίφημης αποτροπής, η οποία ανήκει στην κατηγορία της έμμεσης προσέγγισης. Οι ΗΠΑ αποφάσισαν να θέσουν σε ισχύ την περίφημη Τριγωνική Διπλωματία. Το σκεπτικό της Τριγωνικής Διπλωματίας ήταν η συμμαχία ΗΠΑ και Κίνας, προκειμένου να μειωθεί η επιρροή της ΕΣΣΔ. Πιο συγκεκριμένα, ο σινικός κομμουνισμός, εργαλειοποιήθηκε από πλευρά των ΗΠΑ προκειμένου ο λεγόμενος ”Τρίτος Κόσμος” να αποκτήσει σαν προστάτιδα δύναμη την Κίνα και όχι την ΕΣΣΔ.

Η σύγχρονη αμερικανική σκέψη δεν διαφέρει αρκετά. Ωστόσο τόσο οι σχέσεις μεταξύ ΗΠΑ-Ρωσίας, όσο και οι αντίστοιχες ΗΠΑ-Κίνας, δοκίμαζονται. Η Τριγωνική Διπλωματία στον εν εξελίξει αναδυόμενο πολυπολικό κόσμο, θα είναι χρήσιμη στις ΗΠΑ εάν στη θέση της Κίνας (επί εποχής Νixon) επιλεγεί η Ρωσία. Η δύναμη εκείνη που κατέχει συντελεστές ισχύος ικανούς να αντρέψουν την ισορροπία ισχύος, είναι η Κίνα. Επομένως μια πιθανή οικοδόμηση συνεννόησης μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας, θα ήταν προς το συμφέρον των ΗΠΑ. Πιο συγκεκριμένα, η σημερινή εικόνα φέρει την Κίνα με τη Ρωσία πιο κοντά, καθώς επιδιώκουν την επικράτηση ενός πολυπολικού κόσμου κάτι που έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με την αμερικανική βούληση για πρωτοκαθεδρία στις διεθνείς υποθέσεις (οι ΗΠΑ συνιστούν την συντηρητική δύναμη του status quo).

Σε περίπτωση που η Κίνα και η Ρωσία ολοκληρώσουν μια στρατηγική συνεργασία μεταξύ τους, θα είναι σε θέση να μπλοκάρουν και να παγιδεύσουν τα αμερικανικά αμυντικά συστήματα που βρίσκονται στην Ανατολική Ευρώπη και στον Δυτικό Ειρηνικό [15].

Σύμφωνα με ανάλυση του Graham Allison, η Ρωσία και η Κίνα φαίνεται να έχουν μια εν εξελίξει στρατηγική συνεργασία, πάνω στο σκεπτικό της ”κοινής αμερικανικής απειλής”. Ο Brzezinski πριν πεθάνει το 2017 είχε προειδοποιήσει για τον μεγάλο κίνδυνο που θα αντιμετωπίσει η Αμερική σε περίπτωση που Κίνα και Ρωσία γίνουν σύμμαχοι [16]. Στόχος των ΗΠΑ οφείλει να είναι να μην επιτρέψει την στρατηγική συνεργασία των δύο μεγαλύτερων ασιατικών χωρών οι οποίες θα μπορούν να ανατρέψουν το status quo και να πάψουν οι ΗΠΑ να διατηρούν υπέρ τους την ισορροπία ισχύος στις διεθνείς υποθέσεις.

Οι Dobbins, Shatz και Wyne, ισχυρίζονται ότι η Κίνα, και όχι η Ρωσία, είναι η δύναμη που θα διεκδικήσει τα πρωτεία από τις ΗΠΑ, καθώς οι ρυθμοί ανάπτυξης της Κίνας είναι τριπλάσιοι της Ρωσίας, το κατά κεφαλήν AEΠ της Κίνας πλησιάζει της Ρωσίας.

Ο κινεζικός πληθυσμός είναι οκτώ φορές μεγαλύτερος της Ρωσίας ενώ η οικονομία της Κίνας (με στοιχεία του 2017) είναι 2η στον κόσμο πίσω από τις ΗΠΑ και η αντίστοιχη ρωσική, ενδέκατη.

Η Ρωσία είναι πιο πολύ μια περιφερειακή δύναμη η οποία προσπαθεί να υπονομεύσει τη διεθνή τάξη χωρίς να μπορεί όμως να ηγηθεί αυτής. Μακροπρόθεσμα, οι κινεζικές δαπάνες για την άμυνα θα είναι ακόμη μεγαλύτερες από τις αντίστοιχες ρωσικές. Τέλος, η Κίνα παρουσιάζει έντονη αύξηση της στρατιωτικής παρουσίας της σε περιφερειακό επίπεδο και ταυτόχρονα, οικονομική επιρροή σε διεθνές επίπεδο.

Οι κινήσεις που οφείλουν να συνιστούν την αμερικανική πολιτική έναντι της Κίνας είναι:

1.Η αξιοποίηση των συμμάχων των ΗΠΑ.

2. Για να μειωθεί η επιρροή του OBOR οι ΗΠΑ οφείλουν να διεισδύσουν οικονομικά και εμπορικά σε χώρες της Ασίας και να ελέγξουν περισσότερο τις διεθνείς αγορές.

3. Εξισορρόπηση των κινεζικών απειλών που έρχονται από την άυξηση της κινεζικής στρατιωτικής ισχύος.

4. Προσπάθεια να πείσει την Κίνα να ασπαστεί διεθνείς εμπορικές νόρμες και συμφωνίες [17].

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο και κυρίως όσον αφορά την πρώτη μέριμνα των ΗΠΑ σε σχέση με την Κίνα, (συμμαχίες) είναι πιθανό να ενταχθούν οι αμερικανορωσικές σχέσεις. Ωστόσο η αμερικανική εξωτερική πολιτική και μια πιθανή νέα στρατηγική ανάσχεσης έναντι της Κίνας, δύναται να περιλάβει και άλλα ζητήματα.

Ο ρόλος της Ε.Ε στην αμερικανική πολιτική για την Κίνα.

Οι σχέσεις Ε.Ε και Κίνας είναι πολύ σημαντικές για τις ΗΠΑ. Η κινεζική διείσδυση στην Ε.Ε είναι πολύ ισχυρή ειδικά μετά την κρίση της Ευρωζώνης. Πολλά ευρωπαϊκά κράτη είναι εκείνα που αντιδρούν στην πολιτική λιτότητας που έχει υιοθετηθεί για την αντιμετώπιση της κρίσης και έχουν εξετάσει (ή ήδη αποδεχθεί) πρόσδεση στο China 17+1 ή/και στο OBOR. Τελευταία χώρα της Ε.Ε που υπέγραψε και την πιο ηχηρή συμφωνία σύνδεσης με το OBOR είναι η Ιταλία η οποία για τέσσερα λιμάνια, υπολογίζεται οτι θα λάβει 20 δις δολάρια.

Η Κίνα εκμεταλλεύεται την έλλειψη ξένων άμεσων επενδύσεων εντός της Ε.Ε και έχοντας τεράστια πλεονάσματα, τα διαθέτει σε ευρωπαϊκά κράτη επηρεάζοντας την πολιτική τους για θέματα που αφορούν συνολικά τις σχέσεις μεταξύ Ε.Ε και Κίνας.

Η Ελλάδα είναι επίσης μια χώρα στην οποία η Κίνα έχει δραματικά αυξήσει την οικονομική της παρουσία. Στις 5-6 Οκτωβρίου 2019 ο επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας Mike Pompeo σε επίσημη επίσκεψή του στην Ελλάδα, συνέστησε προσοχή στην κινεζική διείσδυση. Η Ε.Ε αποτελεί έναν πολύ κρίσιμο συντελεστή για την αμερικανική πολιτική έναντι της Κίνας. Οι εμπορικές σχέσεις μεταξύ Ε.Ε και Κίνας αξίζουν 1 δις δολάρια τη μέρα. Οι κινεζικές ξένες άμεσες επενδύσεις στην Ευρώπη αγγίζουν τα 30 δις δολάρια.

Η Ε.Ε έχει κοινές αξίες με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ ενώνει Ευρώπη και ΗΠΑ όμως οι Βρυξέλλες θεωρούν ζωτικής σημασίας τα κινεζικά κεφάλαια.

Αυτό φάνηκε και στο ζήτημα του Hong Kong όπου η Ε.Ε δεν πήρε ξεκάθαρη θέση υπέρ των ΗΠΑ. Στόχος των ΗΠΑ είναι η ουδετερότητα της Ε.Ε να παύσει και να αποτελέσει ξεκάθαρο σύμμαχο των ΗΠΑ στην αποτροπή της κινεζικής επιρροής στη Δύση [18].

Οι ΗΠΑ έχουν ακόμη μια περιφερειακή συνεργασία, εντός της Ευρώπης η οποία μπορεί να φανεί χρήσιμη στην πολιτική τους έναντι της Κίνας. Πρόκειται για το Three Seas Initiative. Η Πολωνία, η Αυστρία, η Κροατία, η Εσθονία, η Ρουμανία, η Βουλγαρία, η Λετονία, η Λιθουανία, η Σλοβακία, η Τσεχία, η Σλοβενία και η Ουγγαρία, με την στήριξη των ΗΠΑ, δημιούργησαν αυτήν τη συνεργασία η οποία έχει στόχο την ανάπτυξη και ασφάλεια της ανατολικής Ευρώπης. Στόχος των ΗΠΑ εδώ είναι η θέση αντίβαρου στην κινεζική διείσδυση στην Ευρώπη η οποία υλοποιείται τόσο με το OBOR-BRI όσο και με την προμετωπίδα του στην Ευρώπη, το China 17+1 [19]. Η γεωστρατηγική λογική των ΗΠΑ είναι η φύλαξη τριών θαλασσών. Της Βαλτικής, της Αδριατικής και της Μαύρης Θάλασσας. Ο έλεγχος θαλασσίων οδών, στενών και σημείων ασφυξίας (chokepoints) παραμένουν βασικοί στόχοι της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Οι χώρες που το 2015 ξεκίνησαν την πρωτουβουλία, Κροατία και Πολωνία είναι χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ το οποίο αναμένεται να είναι και εκείνο, ένα όργανο της νέας αμερικανικής πολιτικής έναντι της Κίνας.

ΝΑΤΟ και Κίνα.

Μετρώντας 70 έτη ζωής, ο οργανισμός του Βορειοατλαντικού Συμφώνου (ΝΑΤΟ) προσπαθεί να προσαρμοστεί στις νέες και προκλητικές ανάγκες ασφάλειας και άμυνας. Υβριδικές απειλές, ασύμμετρες απειλές και συμμετρικές, αναδύονται παράλληλα με τον πολυπολικό κόσμο. Το νέο διεθνές σύστημα και η δομή αυτού, επηρεάζουν αποφασιστικά έναν οργανισμό. Έχοντας ως κρηπιδώματα λειτουργίας και δομής τα άρθρα 4 και 5, το ΝΑΤΟ έχει να δώσει απαντήσεις ακόμη σε υπαρξιακές ερωτήσεις.

Στην πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Λονδίνο, (3/12/2019) φάνηκαν οι ρωγμές της συμμαχίας. Τα 29 κράτη-μέλη έχουν πολύ διαφορετικές προσεγγίσεις στο πώς προσλαμβάνουν την έννοια της απειλής σήμερα. Η Ρωσία παραμένει ως μια συμμετρική απειλή για το ΝΑΤΟ. Για πρώτη φορά ωστόσο αναφέρθηκε η Κίνα ως απειλή για το ΝΑΤΟ. Μάλιστα μετά την αναφορά της Κίνας στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ, οι αγορές σημείωσαν πτώση καθώς αυτή γίνεται όταν η ατζέντα μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας έχει ακόμη δύο ακανθώδη ζητήματα, όπως αυτό της οικονομικής σχέσης ΗΠΑ και Κίνας και αυτό του Hong Kong. Ο οργανισμός Politico ήδη από το καλοκαίρι του 2019 εξέδωσε ένα άρθρο βάσει του οποίου η Κίνα θα πάρει τη θέση της Ρωσίας, ως κυρίαρχη απειλή για τους 29 συμμάχους που συνιστούν το Βορειοατλαντικό Σύμφωνο. Σύμφωνα με αυτό, το σύστημα και η λειτουργία του δικτύου της Huawei σε χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ, αποτελεί μεγάλο πρόβλημα. Το ζήτημα της κυβερνοασφάλειας αναδύεται ως κυρίαρχο πεδίο σύγκρουσης των ΗΠΑ και της Κίνας.

Η Νότια Σινική Θάλασσα αποτελεί επίσης έναν δυνητικό στόχο ανάπτυξης του ΝΑΤΟ. Το μεγάλο ζήτημα είναι ο ιστός των οργανισμών στους οποίους ανήκουν τα μέλη του ΝΑΤΟ. Για παράδειγμα, η Γερμανία έχει σαν πρώτο εμπορικό της εταίρο την Κίνα. Η Ε.Ε σαν σύνολο έχει σαν δεύτερο εμπορικό εταίρο την Κίνα, με μικρή διαφορά από τον πρώτο της εμπορικό εταίρο, τις ΗΠΑ. Το πώς το ΝΑΤΟ θα καταφέρει να συσπειρωθεί έναντι της Κίνας, αποτελεί ένα μεγάλο ερώτημα [20].

Η οικονομική διείσδυση της Κίνας σε συνδυασμό με τον δημογραφικό μαρασμό του δυτικού κόσμου (κυρίως της Ευρώπης) οδηγεί τις ΗΠΑ στο να ανησυχούν όλο και περισσότερο για την προβολή ισχύος της Κίνας και κυρίως, για τους τρόπους με τους οποίους αυτή επιτυγχάνεται. Το ΝΑΤΟ θα επιχειρηθεί να γίνει από την πλευρά των ΗΠΑ ένα όχημα το οποίο θα εξυπηρετήσει το Pivot to Asia. Αυτή η πολιτική συνδέεται με την παραπάνω θέση, ότι οι ΗΠΑ θα προσπαθήσουν να αναπροσαρμόσουν το σκεπτικό της Τριγωνικής Διπλωματίας του Nixon, καθιστώντας την Ρωσία σύμμαχο στο τρίγωνο ΗΠΑ-Κίνα-Ρωσία. Η αποτροπή της στρατηγικής συνεργασίας μεταξύ Κίνας και Ρωσίας, αποτελεί πυλώνα της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής έναντι της Κίνας. Στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Λονδίνο, ο Jens Stoltenberg παραδέχθηκε πως αναζητείται μια ”εξισορροπητική οδός” για την αντιμετώπιση της Κίνας και πως αυτή πλησιάζει την ισχύ του ΝΑΤΟ. Η αναφορά του πως ”δεν ψάχνει το ΝΑΤΟ νέους εχθρούς”, θυμίζει το πνεύμα των στρατηγικών ανάσχεσης (Βλ. Lewis Gaddis, Strategies of Containment). Το 2019 η Κίνα φαίνεται να ξόδεψε 7,5% περισσότερα χρήματα για αμυντικές δαπάνες από ό,τι το 2018. Συγκεκριμένα, δαπάνησε περίπου 178 δις δολάρια. Οι ΗΠΑ δαπάνησαν 780 δις δολάρια και βρίσκονται ακόμη σε περίοπτη θέση αναφορικά με τη στρατιωτική ισχύ [21].

Συμπεράσματα.

Τα παραπάνω ζητήματα αναδεινύουν εν πολλοίς τη νέα στρατηγική των ΗΠΑ έναντι της Κίνας. Ανακεφαλαιώνοντας τις επιμέρους πολιτικές των ΗΠΑ που φαίνεται να υιοθετούν για τη δημιουργία μιας συνεκτικής στρατηγικής αναφορικά με την Κίνα, καταλήγουμε στα ακόλουθα σημεία:

  1. Το ΤΡΡ έχει παγώσει από τις πρώτες μέρες της κυβέρνησης. Οι ΗΠΑ για να αποτρέψουν τις συνέπειες του παγώματος αυτού χρειάζονται να επανεξετάσουν την είσοδό τους σε αυτό, ή την δημιουργία ενός άλλου εμπορικού project που θα έχει επιρροή στην Ασία.

  2. Οι ΗΠΑ χρειάζεται να αντιμετωπίσουν με ευστοχία τα ζητήματα που απορρέουν από τη Νότια Σινική Θάλασσα καθώς και ζητήματα που άπτονται της εξωτερικής τους εξισορρόπησης έναντι της Κίνας, όπως τη σχέση τους με την Ιαπωνία, την Ινδία, τη Νότια Κορέα και τον Γόρδιο Δεσμό της Κορεατικής Χερσονήσου. Ζητήματα όπως της Ταϊβάν και του Hong Kong αποτελούν επίσης θέματα που αναμένεται να αποτελέσουν πολύ σημαντικούς πυλώνες της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής έναντι της Κίνας.

  3. Οι σχέσεις ΗΠΑ και Ρωσίας συνιστούν μια πολύ σημαντική πτυχή για την αμερικανική εξωτερική πολιτική έναντι της Κίνας και για την ευρύτερη πολιτική της Ουάσινγκτον στην Ασία, γνωστή ως Pivot to Asia. Η Τριγωνική Διπλωματία της εποχής Nixon, δύναται να αναπροσαρμοστεί από την πλευρά των ΗΠΑ. Ουσιαστικά, οι ΗΠΑ θα επιχειρήσουν με σχέσεις ανοχής με τη Ρωσία να περιορίσουν τις πιθανότητες της στρατηγικής συμμαχίας των δύο μεγαλύτερων χωρών σε έκταση στην Ασία.

  4. Ο επαναπροσδιορισμός των σχέσεων μεταξύ ΗΠΑ και Ε.Ε είναι αναγκαίος προκειμένου οι ΗΠΑ να διαμορφώσουν μια συνεκτική στρατηγική απέναντι στην Κίνα. Η πολυπλοκότητα του τριγώνου ΗΠΑ-Κίνας-Ε.Ε αποτελεί πρόκληση για τις ΗΠΑ. Η Ε.Ε έχει ως δεύτερο εμπορικό της εταίρο την Κίνα και η Γερμανία έχει ακόμη πιο σημαντικές εμπορικές σχέσεις με την Κίνα. Το Three Seas Initiative (Πρωτοβουλία των Τριών Θαλασσών) αποτελεί μια περιφερειακή προσπάθεια κρατών-μελών της Ε.Ε τα οποία με την υποστήριξη των ΗΠΑ, δημιουργούν ένα αντίβαρο στο China 17+1. Το μεγάλο πρόβλημα είναι πως τα περισσότερα από αυτά τα κράτη ανήκουν και στο TSI και στο China 17+1.

  5. Το NATO στη Σύνοδο Κορυφής της 3ης Δεκεμβρίου 2019, η Κίνα και οι πολιτικές της αναφέρθηκαν για πρώτη φορά ως ζητήματα που οφείλουν να απασχολήσουν τη συμμαχία. Παρόλο που δεν ορίστηκε η Κίνα ως απειλή και δεν δημιουργήθηκε κάποιο πλαίσιο διαλόγου με το Πεκίνο αντίστοιχο με αυτό που υφίσταται για τις σχέσεις ΝΑΤΟ-Ρωσίας, μια νέα εποχή για το ΝΑΤΟ φαίνεται να ξεκινά. Οι ΗΠΑ σαν δημιουργός και ισχυρότερη δύναμη του ΝΑΤΟ, μπορούν να χρησιμοποιήσουν τη συμμαχία ως πτυχή της στρατηγικής τους έναντι της Κίνας. Όπως συμβαίνει και με την Ε.Ε αλλά και με το TSI και το TPP, μεγάλη πρόκληση για την αμερικανική πολιτική όσον αφορά και την εργαλειοποίηση του ΝΑΤΟ, είναι οτι πολλά μέλη του ΝΑΤΟ ίσως δεν επιθυμούν να θεωρήσουν την Κίνα ως απειλή καθώς μεγάλο μέρος των οικονομικών συναλλαγών τους, γίνεται με την Κίνα.

Η πολιτική των ΗΠΑ σε σχέση με την Κίνα θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό και από τις αποφάσεις που θα πάρει το Πεκίνο αναφορικά με το αν θα αποδεχτεί έναν ρόλο περιφερειακής δύναμης ή αν θα εργαλειοποιήσει την περιφερειακή ηγεμονία του στην Ασία για να διεκδικήσει την αναθεώρηση του διεθνούς status quo. Έως τώρα, η πολιτική της ”κοινωνικοποίησης της Κίνας” μέσα από πολυμερείς θεσμούς, δεν έφερε τα αναμενόμενα αποτελέσματα για τις ΗΠΑ.

References

Πρώτη δημοσίευση στο Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων (ΙΔΙΣ)

Δημοφιλή