Η αναμέτρηση για το δημοσιονομικό μέλλον της Ε.Ε. προμηνύει «θερμό» φθινόπωρο

Ξεκάθαρο πλέον το δίλημμα: ευρωπαϊκή ενοποίηση ή Ευρώπη πολλαπλών ταχυτήτων;
picture alliance via Getty Images

Μπορεί η καλοκαιρινή περίοδος να έχει ρίξει τους τόνους στην ευρωπαϊκή δημόσια σφαίρα σχετικά με την πορεία που θα χαράξουν ΕΕ και Ευρωζώνη στο χάρτη των δημοσιονομικών κανόνων της μετά-Covid εποχής, ωστόσο οι ενδείξεις παραπέμπουν σε ένα «θερμό» φθινόπωρο, με ορίζοντα το 2023.

Η παράταση ισχύος της γενικής ρήτρας διαφυγής, λόγω της πανδημίας, θα διατηρηθεί και για το 2022, με την Κομισιόν να προαναγγέλλει ότι οι κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης θα επανέλθουν το 2023.

Το μεγάλο ερώτημα, ωστόσο, δεν είναι εάν θα επανέλθει ή όχι το Σύμφωνο, αλλά ποιους κανόνες θα περιλαμβάνει.

Το όριο 3% του ελλείμματος και 60% του λόγου χρέος/ΑΕΠ, που τέθηκε σε ισχύ στο πλαίσιο του ΣΣΑ το μακρινό 1997 με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, πλέον δεν αποτελεί ταμπού.

Τα στρατόπεδα της αντιπαράθεσης: Βορράς εναντίον Νότου

Οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές στην πολυδιάστατη και πολυεπίπεδη αντιπαράθεση εντός της ΕΕ έχουν διαμορφωθεί ήδη και έχουν πάρει ήδη θέσεις (πολιτικής) μάχης.

Από τη μία πλευρά, οι κυβερνήσεις των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου κάνουν έκκληση για μεταρρυθμίσεις που θα επιτρέψουν περισσότερες δημόσιες δαπάνες στην κατεύθυνση της ανάπτυξης, λαμβάνοντας υπόψη τα υψηλά δημόσια χρέη των κρατών-μελών, ενώ από την άλλη, αυτές των χωρών του ευρωπαϊκού Βορρά επιμένουν στη σκληρή γραμμή ότι οι μεταρρυθμίσεις θα πρέπει να διασφαλίζουν σιδηρά δημοσιονομική πειθαρχία.

Λίγους μόλις μήνες πριν από τις κρίσιμες ομοσπονδιακές εκλογές στη Γερμανία, που θα σημάνουν την (ιστορική) οριστική αποχώρηση της Άνγκελα Μέρκελ από την Καγκελαρία, το γερμανικό πολιτικοοικονομικό κατεστημένο εξέφρασε ξεκάθαρα τη θέση του για επιστροφή στο προ πανδημικής κρίσης σφιχτό δημοσιονομικό ζωνάρι, με τη διατήρηση των όρων του Συμφώνου Σταθερότητας, πλαφόν στο δανεισμό και αυστηρό έλεγχο στο δημόσιο χρέος.

Η κάλπη του Σεπτεμβρίου παίζει κομβικό ρόλο στη ρητορική των υποψηφίων. Ο πρώην υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας και νυν επικεφαλής της Bundestag Βόλφγκανγκ Σόιμπλε έδωσε γραμμή στα δημοσιονομικά «γεράκια» προς την κατεύθυνση αυτή, με τον υποψήφιο διάδοχο της Μέρκελ στην Καγκελαρία και επικεφαλής του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος (CDU) Άρμιν Λάσετ και τον υπουργό Οικονομικών της χώρας και υποψήφιο Καγκελάριο των Σοσιαλδημοκρατών (SPD) Όλαφ Σολτς να ακολουθούν.

Οι Πράσινοι βρίσκονται στην απέναντι πλευρά, υποστηρίζοντας την αναθεώρηση του ΣΣΑ, ωστόσο δεν φαίνεται να κερδίζουν τη γερμανική κοινή γνώμη.

Σύμμαχοι των δημοσιονομικών «γερακιών» είναι και οι «Φειδωλοί» του Βορρά (Ολλανδία, Αυστρία, Δανία, Σουηδία), οι οποίοι υπενθυμίζεται ότι πρωτοστάτησαν στο να υπερισχύσουν τα δάνεια έναντι των επιχορηγήσεων προς τα κράτη-μέλη κατά τη δημιουργία του Ταμείου Ανάκαμψης.

Αν και η επικεφαλής της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ προσπαθεί να διατηρήσει ισορροπίες –τασσόμενη, στο πρόσφατο παρελθόν, υπέρ της αναθεώρησης του ΣΣΑ– ο επικεφαλής της Bundesbank συμμερίζεται την άποψη των «γερακιών», καθώς υπεραμύνεται του τέλους της χαλαρής νομισματικής πολιτικής και της επιστροφής στην προ κρίσης νομισματική ορθοδοξία.

Υπάρχει, ωστόσο, και το αντίπαλο στρατόπεδο, το οποίο μάλιστα εμφανίζει αυξανόμενη δυναμική και ηγετικές τάσεις για την Ευρώπη ενόψει της μετά-Μέρκελ εποχής.

Ο λόγος για την κυοφορούμενη «συμμαχία» του Γάλλου Προέδρου Εμανουέλ Μακρόν και του Ιταλού Πρωθυπουργού και πρώην Προέδρου της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι, οι οποίοι τάσσονται υπέρ της αναθεώρησης του Συμφώνου, με έμφαση στην ανάπτυξη και όχι στη δημοσιονομική πειθαρχία.

Η Γαλλία, εξάλλου, το 2022, έτος προεδρικών εκλογών, αναλαμβάνει την εκ περιτροπής προεδρία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με τις πληροφορίες που έχουν δει το φως τη δημοσιότητας να κάνουν λόγο για ξεκάθαρη πρόθεση του Μακρόν να επιδιώξει κατά προτεραιότητα τη μεταρρύθμιση του ΣΣΑ.

Το ζήτημα των δημοσιονομικών κανόνων της ΕΕ περιλαμβάνεται στο χαρτοφυλάκιο του Ιταλού Επιτρόπου Οικονομίας (και διαδόχου του Γάλλου Πιερ Μοσκοβισί) Πάολο Τζεντιλόνι, ο οποίος, μιλώντας πρόσφατα σε συνέδριο του Politico, υπογράμμισε ότι «εάν δεν αλλάξουν οι κανόνες για το έλλειμμα, το χάσμα μεταξύ Βορρά και Νότου στην ΕΕ θα μεγαλώσει» και υπενθύμισε ότι «η μεγάλη κρίση του 2008 αύξησε τις πραγματικές αποκλίσεις μεταξύ των κρατών-μελών».

Από το Hamiltonian moment ξανά στην Ευρώπη των ανισοτήτων και των πολλαπλών ταχυτήτων

Το πράσινο φως του Βερολίνου για τη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης (Next Generation EU) θεωρήθηκε μια «στιγμή Χάμιλτον»1 για την Ευρώπη, με τους υπερασπιστές του οράματος της ευρωπαϊκής ενοποίησης να εκφράζουν την αισιοδοξία τους ότι αποτελεί το πρώτο σημαντικό βήμα προς την κατεύθυνση αυτή.

Σε πρόσφατη ανάλυση που δημοσίευσε η Goldman Sachs εκτιμάται ότι «το Ταμείο Ανάκαμψης δεν θα έχει προσωρινό χαρακτήρα, ούτε θα αποτελέσει τη “στιγμή Χάμιλτον” της Ευρώπης, αλλά θα είναι ένα σημαντικό βήμα στο δρόμο προς την ευρωπαϊκή ενοποίηση».

Η αμοιβαιοποίηση (κοινού για τις 27 χώρες της ΕΕ) χρέους 750 δισ. ευρώ για τη στήριξη της ανάκαμψης των κρατών-μελών, ενώ είχε προηγηθεί, με το ξέσπασμα της πανδημίας, το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ και το πάγωμα των κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας, έδωσε την αίσθηση ότι η ΕΕ πήρε το μάθημά της από τις πολλαπλές κρίσεις που αντιμετώπισε (χρηματοπιστωτική, προσφυγική/μεταναστευτική, Brexit, πανδημική), επιδεικνύοντας τη βούληση να αντιμετωπίσει μελλοντικές προκλήσεις και κρισιακές συνθήκες με όρους συλλογικής προσέγγισης και αλληλεγγύης.

Οι συσχετισμοί που διαμορφώνονται, ωστόσο, δείχνουν ότι η «στιγμή Χάμιλτον» της Ευρώπης απομακρύνεται ολοένα και περισσότερο.

Η πολυδιάστατη μάχη που δίνεται ήδη –και θα κλιμακωθεί εντός των επόμενων μηνών– για τους δημοσιονομικούς κανόνες, το (κορονο)χρέος των κρατών-μελών, τη νομισματική πολιτική, αλλά και την ευρωπαϊκή απάντηση στις σύγχρονες προκλήσεις, που επέτεινε η πανδημική κρίση (πράσινη και ψηφιακή μετάβαση, αντιμετώπιση ανισοτήτων), αποτυπώνει το ξεκάθαρο δίλημμα: ευρωπαϊκή ενοποίηση ή Ευρώπη πολλαπλών ταχυτήτων;

1 Ο Αλεξάντερ Χάμιλτον ήταν ένας εκ των εθνοπατέρων (founding fathers) των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, υπηρέτησε ως υπουργός Οικονομικών στην πρώτη κυβέρνηση του Προέδρου Τζορτζ Ουάσινγκτον και θεωρείται ότι έθεσε τα θεμέλια της αμερικανικής οικονομίας με την ιστορική απόφαση, το 1790, να μετατρέψει τα χρέη των Πολιτειών μετά την επανάσταση σε ομοσπονδιακά.

***

Του Βαγγέλη Βιτζηλαίου, Συντονιστή του Κύκλου Ευρωπαϊκών & Διεθνών Αναλύσεων ΕΝΑ – Η ανάλυση περιλαμβάνεται στο 40ο Δελτίο Ευρωπαϊκών Εξελίξεων του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ

Δημοφιλή