Η ελληνική διπλωματία αντιμέτωπη με την εξαναγκαστική διπλωματία της Άγκυρας

Καθίσταται επιτακτική πολιτικοστρατηγική αναγκαιότητα η οικοδόμηση μιας στρατηγικής αποτροπής από Αθήνα-Λευκωσία
Anadolu Agency via Getty Images

Ο ευσεβής πόθος του Έλληνα πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη, αναφορικά με τη στάση των Ευρωπαίων εταίρων, στο «μνημόνιο κατανόησης» μεταξύ Λιβύης και Τουρκίας, όπως καταγράφηκε στα συμπεράσματα της συνόδου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στις 12-13 Δεκεμβρίου, σημειώνοντας ότι: «Η Ευρώπη υψώνει διπλωματικά τείχη απέναντι στην τουρκική προκλητικότητα. Και σε όλη αυτή τη διαδικασία η χώρα μας δεν είναι μόνη της. Έχει πολύ ισχυρούς συμμάχους. Πορευόμαστε με ψυχραιμία, με αυτοπεποίθηση, αλλά κυρίως με σχέδιο και με τη βεβαιότητα ότι ο ελληνικός λαός στηρίζει τις πρωτοβουλίες μας», σε συνδυασμό με την προηγούμενη παρέμβασή του, στη Σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ (3-4 Δεκεμβρίου) επικαλούμενος την ενότητα και την αλληλεγγύη ως βασικές αρχές «που διέπουν τις σχέσεις μεταξύ των μελών της Συμμαχίας» τα οποία και «έχουν ευθύνη να σέβονται και να ενεργούν σύμφωνα με αυτές τις αρχές, καθώς και να απέχουν από ενέργειες που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν προστριβές και εντάσεις μεταξύ συμμάχων και γειτόνων», γεννά το ερώτημα περί του ρόλου και της σημασίας των διεθνών θεσμών-διεθνών οργανισμών στις διακρατικές σχέσεις.

Αναλυτικότερα, η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν συνιστά μια πολιτικοστρατιωτική συμμαχία. Είναι ένας διεθνής οργανισμός που συγκροτήθηκε υπό την αμυντική σκέπη των ΗΠΑ, με θεμελιακό υπόβαθρο το Δόγμα Τρούμαν και το Σχέδιο Μάρσαλ για την οικονομική ανόρθωση της δυτικής Ευρώπης (και όχι μόνο) αποσκοπώντας στον μετριασμό των διλημμάτων ασφαλείας μεταξύ των κρατών μελών (Γερμανικό ζήτημα) μέσω της εκπλήρωσης λειτουργικών αναγκών. Επειδή τα ευρωπαϊκά κράτη μετατράπηκαν σε καταναλωτές ασφαλείας από τις ΗΠΑ προχώρησαν στην ανάπτυξη θεσμών για την ικανοποίηση κοινών στόχων σε ζητήματα χαμηλής πολιτικής. Ως εκ τούτου η συνεργασία σε ζητήματα υψηλής πολιτικής άμυνας-ασφάλειας, περιορίστηκε-περιορίζεται σε διακυβερνητικό επίπεδο, στο βαθμό που η Ευρωπαϊκή Κοινότητα λειτουργεί ως εντολέας (στους τομείς άμυνας-ασφάλειας) των κρατών μελών.

Αντίστροφα η Νατοϊκή συμμαχία αποτελεί μηχανισμό συλλογικής άμυνας έναντι τρίτων απειλών. Κατά τούτο και σύμφωνα με την υπόθεση εργασίας του Paul Schroeder: «οι συμμαχίες στην πράξη δεν οδηγούν πάντοτε στην αύξηση της ισχύος και της ασφάλεια ενός έθνους, ενώ οι σύμμαχοι συχνά συγκρούονται μεταξύ τους περισσότερο από ό, τι συνενώνονται γύρω από μια κοινή αιτία». Οι συμμαχίες είναι «συσχετιστικές-ανταγωνιστικές σχέσεις». Με διαφορετική διατύπωση, για μια σειρά από λόγους που συνυφαίνονται με τον περιορισμό των εξωτερικών απειλών, την ποιοτική-ποσοτική ενίσχυση των στρατιωτικών ικανοτήτων των μελών μιας συμμαχίας, η σύμπηξη συμμαχιών ή η συμμετοχή σ ’ένα σύστημα συλλογικής άμυνας δύναται να ενισχύσει τα αναφυόμενα διλλήματα ασφαλείας μεταξύ των κρατών μελών μιας συμμαχίας.

Συναφώς και λαμβάνοντας υπόψη την προηγηθείσα πολιτικοστρατηγική συμπεριφορά της Άγκυρας, όπου ο ίδιος ο Έλληνας πρωθυπουργός, στο περιθώριο της συνόδου κορυφής του ΝΑΤΟ, θα απαριθμήσει στον Ρ.Τ. Ερντογάν τις «τουρκικές ενέργειες που αμφισβητούν τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας: την κατάθεση στον ΟΗΕ γεωγραφικών συντεταγμένων για τα εξωτερικά όρια της τουρκικής υφαλοκρηπίδας στην Ανατολική Μεσόγειο. Την υπογραφή μνημονίου με τη Λιβύη που αποτελεί “ωμή παραβίαση” των δικαιωμάτων της Ελλάδας. Την άρνηση της τουρκικής ακτοφυλακής να συνεργαστεί με την ελληνική για τον έλεγχο των μεταναστευτικών ροών». «Αυτά μόνο επανεκκίνηση των σχέσεών μας δεν δείχνουν. Αν πράγματι θέλετε να κάνουμε επανεκκίνηση, όπως είχατε πει, πρέπει να το δείχνουμε έμπρακτα», καθίσταται ηλίου φαεινότερο ότι «τα δίκαια, τα οποία φαίνονται ανήκοντα εις χείρας ασθενείς ή εξαρτώνται από θελήσεις ασθενικάς, εκείνα τα δίκαια δεν είναι άξια μεγάλου σεβασμού».1

Ορμώμενοι από την ανωτέρω υπόθεση του Ελευθερίου Βενιζέλου και αξιολογώντας την παρούσα συγκυρία στο τρίγωνο Ελλάδα-Κύπρος-Τουρκία ένα μόνο πράγμα δύναται να εξαχθεί εν είδει συμπεράσματος˙ οι ελληνικές μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις δεν διδάχθηκαν από την ιστορική εμπειρία της εγειρόμενης πολιτικής αξίωσης της Τουρκίας για συγκυριαρχία/συνιδιοκτησία στο Αιγαίο και στην Κύπρο, και δεν μερίμνησαν να συνυφάνουν τα «εθνικά δίκαια» ή πιο δόκιμα τα εθνικά συμφέροντα με όρους ισχύος. Αυτό γιατί η αυτοσυντήρηση-επιβίωση του εκάστοτε κράτους, είναι μια δυναμική, πολιτικοστρατηγική διαδικασία για την παραγωγή ασφάλειας, με αντικειμενικό πολιτικό στόχο την ανάσχεση των εξωτερικών απειλών και τη διασφάλιση της σχετικής θέσης-ρόλου του κράτους. Υπό αυτό το πρίσμα, έκαστο κράτος οφείλει να βοηθά εαυτό (αρχή αυτοβοήθειας) μεριμνώντας για την ανάπτυξη των εσωτερικών συντελεστών ισχύος του –οικονομία, τεχνολογία, διπλωματία, ένοπλες δυνάμεις– ταυτόχρονα με την πρόσκτηση εξωτερικών πηγών ισχύος –συμμαχίες, για την προάσπιση-προαγωγή των εθνικών του συμφερόντων.

Αντίθετα, η Αθήνα, απαντά στη σταδιακά κλιμακούμενη στρατηγική εξαναγκασμού της Άγκυρας με διπλωματικά μέσα, στοχεύοντας στη διεθνή της απομόνωση. Δεν έθεσε μόνο το ζήτημα προς συζήτηση στη σύνοδο κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης (12-13.12.2019) αλλά προέβη και στη πολιτικοδιπλωματική προσέγγιση της Αιγύπτου και του Ισραήλ, ενισχύοντας παράλληλα τις διπλωματικές της πιέσεις προς την κυβέρνηση της Λιβύης.

Η εξέλιξη αυτή, σε συνάρτηση με την πολιτικοστρατηγική συμπεριφορά της Ελλάδας, κατά τη διάρκεια της μεταπολιτευτικής ιστορικής εμπειρίας (ιδίως οι ελληνοτουρκικές κρίσεις 1976 & 1996), φαίνεται να μην λαμβάνει υπόψη τη φύση της εξαναγκαστικής διπλωματίας που εφαρμόζει η Τουρκία σε Αιγαίο και Κύπρο. Δεν είναι μόνο οι συνεχείς παραβιάσεις και παραβάσεις του ελληνικού εθνικού εναέριου χώρου, η διαμφισβήτηση του κυριαρχικού δικαιώματος της ηπειρωτικής υφαλοκρηπίδας των νησιών του Αιγαίου και της Κρήτης, η εφαρμογή της διπλωματίας των πλωτών γεωτρυπάνων στην Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη της Κύπρου και η διακήρυξη του στρατηγικού δόγματος της «Γαλάζιας Πατρίδας» που απομειώνουν τα κυριαρχικά δικαιώματα Ελλάδας και Κύπρου. Αλλά η συνεχής σε ένταση και έκταση κλιμάκωση των πολιτικοστρατιωτικών της ενεργειών σε Αιγαίο και Κύπρο, από το 1974 έως σήμερα που δημιουργούν εδαφικά τετελεσμένα, π.χ. η τουρκική εισβολή και κατοχή της Βόρειας Κύπρου, οι γκρίζες ζώνες στο Αιγαίο κλπ. Συναφώς καθίσταται επιτακτική πολιτικοστρατηγική αναγκαιότητα η οικοδόμηση μιας στρατηγικής αποτροπής από Αθήνα-Λευκωσία, πείθοντας την Άγκυρα ότι οποιοδήποτε ενέργεια που θα πλήξει τα ζωτικά τους συμφέροντα θα της επιφέρει ένα μη αποδεκτό, οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό κόστος. Η αποτροπή είναι μια διανοητική λειτουργία/διαδικασία που αποσκοπεί στον επηρεασμό του τρόπου λήψης αποφάσεων των κρατικών δρώντων, με αντικειμενικό στόχο την προάσπιση-προαγωγή της αυτοσυντήρησης-ασφάλειας του εκάστοτε κράτους. Εμπερικλείει το σύνολο των πολιτικών δεσμεύσεων ενός κράτος να προασπίσει με όλα τα διαθέσιμα μέσα (οικονομικά, διπλωματικά, στρατιωτικά) τα εθνικά του συμφέροντα. Το μέτρο αξιοπιστίας των πολιτικών δεσμεύσεων είναι ανάλογο του βαθμού εθνικής ισχύος του κράτους και του διακυβευόμενου σχετικού του συμφέροντος –επιβίωση.

Στο πλαίσιο αυτό και συνεκτιμώντας ότι η αυξανόμενη σ’ ένταση και έκταση τουρκική επιθετικότητα στο Αιγαίο και στην Κύπρο, κατά την μεταψυχροπολεμική περίοδο, αντικατοπτρίζει το άνοιγμα της ψαλίδας στο ισοζύγιο της λανθάνουσας (ακαθάριστο εγχώριο προϊόν & πληθυσμός) και της στρατιωτικής ισχύος μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας, επαληθεύοντας την υπόθεση του πρώην Τούρκου πρωθυπουργού-προέδρου, Τουργκουτ Οζάλ, (Μάρτιος 1987) ότι: «όσο η Τουρκία δυναμώνει η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη να φρονιμεύει…», η Αθήνα και η Λευκωσία καλούνται να οικοδομήσουν μια ενιαία στρατηγική αποτροπής. Από τη μια πλευρά απαιτείται η ποιοτική, τεχνολογική και στρατιωτική εξισορρόπηση της Τουρκίας και από την άλλη πλευρά η διακήρυξη πολιτικών δεσμεύσεων για την απειλή τιμωρίας οποιασδήποτε επιβουλής κατά των εθνικών τους συμφερόντων με υψηλό-μη αποδεκτό κόστος.

Σε αντίθετη περίπτωση και υπό το πρίσμα της γεωμετρικά αυξανόμενης ασσυμετρίας ισχύος με την Άγκυρα, αναμένεται, η Αθήνα και η Λευκωσία να οδηγηθούν σε διμερείς διαπραγματεύσεις με την πρώτη, για την πολιτική επίλυση (διμερείς διαπραγματεύσεις) του συνόλου των διαφορών (μονομερών αξιώσεων της Τουρκίας) και την de jure αναγνώριση της Τουρκικής συγκυριαρχίας/συνιδιοκτησίας στο Αιγαίο και την Κύπρο.

1 Εφημερίδα των Συζητήσεων της Βουλής. Συνεδρίαση της 28ης Μαρτίου 1918. Παρατίθεται στο Στέφ. Ι. Στεφάνου (επιμέλεια & ιστορικά υπομνήματα), Τα κείμενα του Ελευθέριου Βενιζέλου. Η ζωντανή ιστορία της δραματικής περιόδου του έθνους 1909-1935, τομ. β’, (Αθήνα : Λέσχη Φιλελευθέρων, 1982) σελ.465).

Δημοφιλή