Η jazz και η κλασική μουσική πήγαν βόλτα πιασμένες χέρι – χέρι

«Δυτικά της Σελήνης» με την Ορχήστρα Σύγχρονης Μουσικής της ΕΡΤ στο Μέγαρο Μουσικής
.
.
Photo Credit Μάχη Παπαγεωργίου

Η Ορχήστρα Σύγχρονης Μουσικής της ΕΡΤ επανήλθε στις συναυλίες με κοινό με μια θαυμάσια εμφάνιση που έδειξε όχι μόνο το εξαιρετικά υψηλό, τόσο ατομικά των μουσικών όσο και σαν σύνολο, εκτελεστικό επίπεδο της αλλά και την ευελιξίας της να κινείται σε πολλά ιδιώματα, σε βαθμό που να την καθιστά μοναδική ανάμεσα στις άλλες πολύ καλές ορχήστρες μα;.

Κεντρικός άξονας αυτής της συναυλίας ήταν η jazz αλλά με δύο διαφορετικούς τρόπους. Το πρώτο μέρος ανήκε στον κύκλο Μουσική Μετάφραση της ΟΣΜ της ΕΡΤ στον οποίο ένα ιδίωμα, με φορείς κάποιους εκπροσώπους του, «συναντά» διαμέσου της ΟΣΜ ένα άλλο και εντέλει έρχεται σε «όσμωση» μαζί του δημιουργώντας έτσι, έστω και μόνο για τη διάρκεια μιας συναυλίας, ένα νέο «υβρίδιο». Στην συγκεκριμένη περίπτωση το πρώτο ιδίωμα ήταν η jazz που συνάντησε το ρεύμα του γαλλικού ιμπρεσιονισμού των αρχών του εικοστού αιώνα, ακριβώς στο μεταίχμιο δηλαδή όπου η κλασική μουσική άρχισε να μετατρέπεται σε σύγχρονη.

Την jazz εκπροσώπησε το τρίο του πιανίστα Αχιλλέα Γουάστωρ και η επιλογή αυτή ήταν καθοριστική για το υψηλό αισθητικό επίπεδο αλλά και την εκτελεστική επιτυχία του πρώτου μέρους.

Γιατί, εκτός από βιρτουόζος του πιάνου, ο Αχιλλέα Γουάστωρ είναι και ένας από τους καλύτερους και πιο ευρηματικούς ενορχηστρωτές που διαθέτει αυτή τη στιγμή η χώρα μας.

Το είχε αποδείξει για μια ακόμα φορά λίγες ημέρες πριν στον ίδιο χώρο με τις μετεγγραφές του για τη συναυλία των «Τεσσάρων Πιάνων» στην οποία ήταν ένας από τους συμμετέχοντες και δεν είναι διόλου συμπτωματικό ότι – με λίγες εξαιρέσεις συγκεκριμένων και «ειδικών» projects – είναι ο μόνιμος ενορχηστρωτής της ΟΣΜ της ΕΡΤ.

Κατέχοντας πολύ καλά τον ήχο και τα «μυστικά» του συνόλου μιας ορχήστρας αλλά και όχι απλά το ηχόχρωμα μα και τις ιδιότητες όλων των οργάνων που την αποτελούν είναι σε θέση με τις ενορχηστρώσεις του να «απογειώνει», κάποιες φορές ακόμα και να μεταμορφώνει, έργα που είναι πολύ γνωστά και αγαπητά στο κοινό με μιαν άλλη μορφή.

Αντίστοιχα η επιλογή των έργων του γαλλικού ιμπρεσιονισμού έδινε μια πολύ καλή εικόνα του καθώς περιλάμβανε συνθέσεις όλων των σημαντικών εκπροσώπων του, δύο του Γκαμπριέλ Φορέ και από μία των πολύ γνωστών Μορίς Ραβέλ και Κλοντ Ντεμπισί και του – αδίκως παραγνωρισμένου από το «μη μυημένο» στην κλασική μουσική κοινό – Ερίκ Σατί.

Χωρίς να λείπουν φυσικά μεγάλα χρονικά διαστήματα που το τρίο και η ορχήστρα έπαιζαν μαζί ο Αχιλλέας Γουάστωρ αυτή τη φορά ακολούθησε κυρίως τη μέθοδο τα δύο σχήματα να παίζουν χωριστά κάνοντας κατά κάποιο τρόπο έναν μουσικό «διάλογο ερωταπαντήσεων» μεταξύ τους.

Αυτό, ανάμεσα σε άλλα, σήμαινε ότι το τρίο λειτουργούσε σαν αληθινό jazz συγκρότημα με αρκετά σολιστικά αυτοσχεδιαστικά μέρη όλων των μελών του. Για τις εκτελεστικές ικανότητες του ιδίου δεν νομίζω να χρειάζονται περισσότερα σχόλια αλλά είχε και το μεγάλο πλεονέκτημα να συνυπάρχει με δύο μουσικούς ισάξιους του.

Ο Πέτρος Κλαμπάνης είναι διεθνώς καταξιωμένος όχι μόνο σαν κοντραμπασίστας αλλά και σαν συνθέτης με κάποιες εξαίρετες προσωπικές δισκογραφικές εργασίες αλλά αυτός που μάλλον έκλεψε την παράσταση ήταν ο νεότατος ντράμερ Ιάσονας Γουάστωρ (αξίζει να σημειωθεί ότι είναι ένας από τους τέσσερις γιους του Αχιλλέα Γουάστωρ και ο ένας εκ των δύο εξ αυτών που, μετά από λαμπρές σπουδές, είναι ήδη επαγγελματίες μουσικοί). Ο Ιάσονας Γουάστωρ επέδειξε όχι μόνο τεχνική τελειότητα αλλά και μια πολύ σπάνια για την ηλικία του εκφραστική ωριμότητα.

Παίζοντας σχεδόν σε όλη την διάρκεια με «βούρτσες» και mallets αντί μα τις γνωστές μπαγκέτες, σε αργά κατά κανόνα τέμπο και με υποδειγματική προσοχή στις αναρίθμητες λεπτομέρειες των μερών του αναδείχθηκε άξιος συνεχιστής ντράμερ που ήταν…απόφοιτοι της «μεγάλης του Miles (Davis) σχολής» όπως οι Philly Joe Jones και Tony Williams αλλά και ο σπουδαίος Elvin Jones, ντράμερ του λεγόμενου «κλασικού κουαρτέτου» του μεγάλου John Coltrane το οποίο μας έδωσε εμβληματικούς δίσκους της jazz σαν το «Giant Steps» και το αξεπέραστο «A Love Supreme».

Θα ήταν άδικο να ξεχωρίσω ένα από τα πέντε έργα του παίχτηκαν αλλά δεν μπορώ να μην σταθώ λίγο περισσότερο στην εντυπωσιακή Σονατίνα του Ραβέλ που ήταν η εισαγωγή, στην πρώτη Γυμνοπαιδιά του Σατί και στο «Clair de lune» του Ντεμπισί το οποίο ήταν το φινάλε.

Στα δύο τελευταία και ειδικά στο «Clair de lune» ο Α. Γουάστωρ είχε την τόλμη - τόσο από καθαρά μουσικής πλευράς όσο και από εκείνη του να πάει ενάντια σε ένα είδος «πολιτικής ορθότητας», του να μη θεωρηθεί δηλαδή ότι «καπέλωνε» κατά το κοινώς λεγόμενο το εγχείρημα – του να δώσει στον εαυτό του αρκετά εκτεταμένα απολύτως σολιστικά μέρη.

Εκανε πάρα πολύ καλά γιατί το σόλο πιάνο του σε μια σκηνή γεμάτη από μουσικούς ανέδειξε όλη την ουσία της λιτής «εσωτερικής» μελωδικότητας των δύο έργων, ήταν το παίξιμο ενός μουσικού που δεν διαθέτει απλώς δεξιοτεχνία αλλά και την σπάνια ικανότητα να εμβαθύνει στο πνεύμα, την ίδια την ουσία ακόμα των έργων τα οποία εκτελεί.

Από εκεί και πέρα, αν και φυσικά το αίτημα του να αποδοθούν αυτά τα ιμπρεσιονιστικά αριστουργήματα με jazz τρόπο επετεύχθη απόλυτα, ο Α. Γουάστωρ, συνειδητά ή μη, κατόρθωσε και κάτι άλλο, γαλλικής επίσης προέλευσης. Υπήρχαν στιγμές που το ακρόαμα μου έφερνε αυθόρμητα στο νου μια ολιγάριθμη ομάδα Γάλλων συνθετών με γνωστότερους τον σπουδαίο Μισέλ Λεγκράντ και τον Φράνσις Λε κα, λιγότερο, τον Αντρέ Πρεβέν που, αν και το υπόβαθρο τους ήταν οι κλασικές σπουδές ς, αγάπησαν επίσης πολύ την jazz ενώ όλοι τους ήταν ιδιαίτερα δραστήριοι στον χώρο της κινηματογραφικής μουσικής και, συνδυάζοντας τα όλα αυτά, δημιούργησαν ένα βραχύβιο μεν (από την δεκαετία του ’60 μέχρι τα μέσα περίπου εκείνης του ’70) αλλά διακριτό και πρωτότυπο υβρίδιο που ισορροπούσε ανάμεσα στην κλασική μουσική και την jazz.

Ακόμα περισσότερο βέβαια φαινόταν αυτό στην ιδιάζουσα περίπτωση του Κλοντ Μπόλινγκ, ενός εξαιρετικά ταλαντούχου jazz πιανίστα και συνθέτη με κλασικές σπουδές ο οποίος, εκτός από πάρα πολλά soundtracks, έγραψε μια σειρά από σουίτες για όργανα όπως το φλάουτο, το βιολί αλλά και η κλασική κιθάρα και jazz πιάνο ή jazz πιανιστικό τρίο.

Την αίσθηση αυτής της πολύ ιδιαίτερης γαλλικής σκηνής λοιπόν κατάφερε να μου μεταδώσει σε πολλές στιγμές το «Δυτικά της Σελήνης» (γιατί ο τίτλος αναφερόταν κατά βάση στο πρώτο μέρος της συναυλίας) με την «διακριτική», λεπταίσθητη ενοργάνωση της ορχήστρας, συχνά μόνο με γκλισάντι ή πιτσικάτι των εγχόρδων και μια πάρα πολύ έντονη «κινηματογραφική» ατμόσφαιρα η οποία, αν έκλεινες τα μάτια, σε μετέφερε νοερά στην δυτική όχθη του Σηκουάνα μιαν ανοιξιάτικη ημέρα, περπατώντας αργά ενώ ένα ευχάριστο αεράκι που ερχόταν από το δάσος της Βουλώνης σου χάιδευε το πρόσωπο – I love Paris in the springtime, όπως έλεγε και ένα τραγούδι του Cole Porter αφού μιλάμε για jazz!

.
.
.

Το δεύτερο μέρος της συναυλίας ήταν όπως προανέφερα διαφορετικό και πιο απλό αλλά αυτό δεν σημαίνει λιγότερο απολαυστικό. Επρόκειτο συγκεκριμένα για ένα project που είχε παρουσιάσει ξανά η ΟΣΜ της ΕΡΤ τον Φεβρουάριο για την Παγκόσμια Ημέρα Ραδιοφώνου, μια «αναβίωση» κατά κάποιο τρόπο δύο ιστορικών δίσκων του μέγιστου jazz σαξοφωνίστα Charlie Parker.

Οι δίσκοι αυτοί είχαν τους τίτλους «Parker With Strings Vol. 1 & 2» και προφανώς σε αυτούς το γκρουπ του Parkeρ έπαιζε μαζί με μια ορχήστρα εγχόρδων. Δεν έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που βρέθηκαν οι παρτιτούρες των ενορχηστρώσεων και έτσι όποιος σαξοφωνίστας θέλει μπορεί πλέον να επαναλάβει το εγχείρημα.

Στην Ελλάδα το έκανε ένας εκ της τριάδας των αναμφίβολα κορυφαίων jazz σαξοφωνιστών μας, ο Δημήτρης Τσάκας και το επανέλαβε σε αυτή τη συναυλία. Όχι μόνο ταλαντούχος αλλά και ιδιαίτερα ευφυής μουσικός ο Δημήτρης Τσάκας δεν έπεσε στην παγίδα του να προσπαθήσει να μιμηθεί το ύφος του Bird (έτσι αποκαλούσαν τον Parker οι ομότεχνοι του από το κύκλωμα της jazz για τον πολύ υψηλό τόνο που κατά κανόνα έπαιζε φέρνοντας κατά κάποιο τρόπο στο νου κελάηδισμα πουλιού) αλλά βασίστηκε ή καλύτερα «πάτησε» στο παίξιμο του για να διαμορφώσει τα ίδια μέρη με την προσωπική «σφραγίδα» του και με τη συνοδεία τριών εξαίρετων μουσικών.

Ο ευρηματικός και μελωδικότατος πιανίστας Κωστής Χριστοδούλου και ο δυναμικός όσο ακριβώς χρειάζεται ντράμερ Σωτήρης Ντούβας μάλιστα συνεργάζονται τακτικά και σε άλλα projects όπως για παράδειγμα στην μπάντα του Φοίβου Δεληβοριά και έτσι όχι μόνο γνωρίζουν καλά ο ένας το παίξιμο του άλλου αλλά και υπάρχει πολύ καλή «σκηνική χημεία» μεταξύ τους ενώ ο Περικλής Τριβόλης είναι ο τυπικός καλός jazz κοντραμπασίστας, στιβαρός, σταθερός και χωρίς περιττές «φλυαρίες» στο παίξιμο του. Στο μέρος αυτό βέβαια, αφού αυτή ήταν εξαρχής η φύση του συγκεκριμένου project, η ορχήστρα συμμετείχε σε όλη την διάρκεια κάνοντας μάλιστα σε ορισμένα σημεία ιδιαίτερα έντονη και όχι απλά αισθητή την παρουσία της.

Η μόνη διαφορά αυτής της φοράς από την πρώτη παρουσίαση του «Parker With Strings» ήταν ότι στα έξι κομμάτια από τους δίσκους του Parker είχαν προστεθεί ακόμα δύο. Το πρώτο ήταν η σύνθεση του ίδιου του Parker «Barbados» σε μιαν ακόμα άριστη ενορχήστρωση του Αχιλλέα Γουάστωρ. Το δεύτερο και φινάλε της συναυλίας όμως ήταν το all time jazz classic «Summertime» του George Gershwin σε στίχους του αδελφού του Ira σε μιαν αληθινά υπέροχη εκτέλεση με τόσο τον Δημήτρη Τσάκα όσο και τον Κωστή Χριστοδούλου να να κάνουν πανέμορφα σόλο δίχως να τους συνοδεύουν ούτε η ορχήστρα μα ούτε η υπόλοιπη μπάντα πριν αμφότερες ενωθούν μαζί τους για την σαγηνευτικότατη και επιβλητική coda.

Ας σημειώσω ότι η εκτέλεση της ΟΣΜ της ΕΡΤ ήταν σε όλη την διάρκεια περισσότερο και από άριστη υπό την μελετημένη και προσεκτική διεύθυνση του καλλιτεχνικού διευθυντή και μόνιμου μαέστρου της Γιώργου Αραβίδη.

Όπως και τα υπόλοιπα μουσικά σύνολα της ΕΡΤ η Ορχήστρα Σύγχρονης Μουσικής βρίσκεται σε μια από τις καλύτερες περιόδους της μακρόχρονης ύπαρξης της (η οποία ξεκίνησε ως Ορχήστρα Ποικίλης Μουσικής) και η εδώ και δεκαετίες πολύ ισχυρή jazz σκηνή της χώρας μας στο πέρασμα του χρόνου γίνεται όλο και πιο δημιουργική και παραγωγική.

Η ξεχωριστή αυτή συναυλία λοιπόν θα μπορούσε πολύ ωραία να είναι μια πρόγευση ακόμα λαμπρότερων μελλοντικών συμπράξεων τους και εύχομαι και πιστεύω αυτό ακριβώς να συμβεί!

Δημοφιλή