Η μοναξιά του να είσαι ΆΡΗΣ

Η μοναξιά του να είσαι ΆΡΗΣ
Eurokinissi

Είναι η πρώτη φορά που στην αρθρογραφία μου θίγω αθλητικό ζήτημα, και πόσο μάλλον, σε πνεύμα προσωπικής κατάθεσης και όχι, έστω υποκειμενικής, ανάλυσης. Αν έχετε συνηθίσει διαφορετική γραφή από πλευράς μου, σας ζητώ συγγνώμη, όμως σήμερα αποφάσισα να γράψω από καρδιάς.

Είμαι Αρειανός από τα γεννοφάσκια μου. Θυμάμαι τον πατέρα μου στα δύο μου χρόνια να με βάφει κιτρινόμαυρο και να με πηγαίνει στη θύρα 5, στα επίσημα, στο θρυλικό τσιμεντένιο «σκέπαστρο Καμπάνη». Ανήκω στη γενιά των Αρειανών που για να το πούμε λαϊκά, χαρά δεν είδαν. Πλησιάζω στα πρώτα μου –άντα, και ο τελευταίος τίτλος της ομάδας μου ήρθε όταν εγώ είχα προσφάτως κλείσει την πρώτη δεκαετία της ζωής μου. Το θυμάμαι μάλιστα, γιατί ο πατέρας μου μέσα στον εκστασιασμό του ξέχασε την ηλικία μου και μου έδωσε μια γουλιά μπύρα, καθώς οδεύαμε στον Λευκό Πύργο για να πανηγυρίσουμε. Από τότε, η πορεία μου σαν οπαδός έχει χαρακτηριστεί από πίκρες, αγωνία, στεναχώρια, και μερικές εκλάμψεις χαράς για να ηρεμεί λίγο η ψυχή όταν προσπαθώ να ανακαλέσω την τελευταία στιγμή που ένιωσα αυτή τη μέθη της ευτυχίας, που μόνο αν είσαι οπαδός μπορείς να καταλάβεις πως την εννοώ, για επιτυχία της ομάδας μου.

Είναι γνωστό το πόσα έχουμε περάσει σαν λαός, σαν κοινωνική ομάδα, εμείς οι Αρειανοί. 3 υποβιβασμοί σε 20 χρόνια, ημιερασιτεχνικές κατηγορίες στις οποίες ως αντίπαλοι της μεγάλης μου ομάδας έφτασαν να παίζουν φίλοι μου που είχαν το ποδόσφαιρο ως χόμπι, εσωτερική πάλη για να μπορώ να κοιμάμαι ήρεμος τα βράδια παρά τη στεναχώρια μου για τα όσα βίωνα σαν οπαδός. Πόση χλεύη και λοιδορία από συντοπίτες και μη, πόση «καζούρα» για την απουσία της ομάδας μου από όλα τα μεγάλα γεγονότα. Όσο όμως περνούσαν τα χρόνια, έφτασα να νιώθω μια μοναξιά. Μια πολύ ιδιαίτερη μοναξιά, για την οποία θα σας μιλήσω αμέσως παρακάτω.

Είναι μοναχικό το να είσαι Άρης. Γιατί το φαινόμενο ΆΡΗΣ έχει ορισμένα χαρακτηριστικά που το καθιστούν ανεπανάληπτο και σαφώς ιδιαίτερο. Το πρώτο χαρακτηριστικό της όμορφης μοναξιάς μας, είναι το ότι ο Άρης κατόρθωσε να μπει και να διατηρηθεί στο γκρουπ των ισχυρών ομάδων της χώρας, χωρίς ταυτόχρονα να λερώσει τα χέρια του με αθλητική διαφθορά και συστημικές συμφωνίες κάτω από το τραπέζι. Από τον Άρη κανένας Τσοχατζόπουλος δεν αγόρασε 1.000 διαρκείας για να τα μοιράσει στους ημέτερους.

Στον Άρη κανένας δεν έχτισε γήπεδο μπάσκετ, και παρόλο που έκανε το μπάσκετ γνωστό στην Ελλάδα, παίζει ακόμα σε νοικιασμένο. Για τον Άρη ποτέ δεν άνοιξαν τράπεζες το Σαββατοκύριακο για να πάρει εγγυητικές επιστολές, ούτε σβήστηκαν εκατομμύρια χρέη προς το Δημόσιο. Ο Άρης όσες φορές πλήγωσε τον εαυτό του ή πληγώθηκε από άλλους, το πλήρωσε με το αίμα του. Δεν του χαρίστηκε ποτέ κανένα κύπελλο, καμία διάκριση, κανένας παίκτης, καμία χορηγία. Ήταν πάντα η ομάδα που εκπροσωπούσε αυτούς τους «τρελούς» που δεν νοιάστηκαν για τίτλους, που είδαν την ιδιότητα τους σαν φίλαθλοι ως κάτι ανεξάρτητο της επιτυχίας, ως μια ανιδιοτελή αγάπη από την οποία δεν περίμεναν καμία ανταπόδοση, παρόλο που διψούσαν για επιτυχία, όντας μάλιστα εντελώς αφυδατωμένοι από αυτή. Όμως δεν στράφηκαν αλλού για να βρέξουν το στόμα τους.

Ο Άρης, είναι η μοναδική ομάδα που κλήθηκε να αποδείξει την αφοσίωση των υποστηρικτών της σε μεγάλο χρονικό εύρος. Είναι η μοναδική ομάδα που έπρεπε να αντέξει τα πέτρινα χρόνια, όχι ως μία βραχύχρονη περίοδο/διάλειμμα σε ένα βάθος ιστορίας τίτλων και διακρίσεων, αλλά ως μία κτηνώδη και αέναη πραγματικότητα, χωρίς φως στο τούνελ, χωρίς προοπτική. Και αντέχοντας τον παραπάνω εφιάλτη, έπρεπε να διατηρήσει το κοινωνικό του έρεισμα και τη δύναμη της μάζας και της ποιότητας του κόσμου του, στηριζόμενος στην βαριά ιστορία του και το ασήκωτο όνομα του, χωρίς όμως να προσφέρει το διεγερτικό της νίκης και της επιτυχίας, ή τουλάχιστον της ελπίδας, που κρατάει κάθε οπαδό σε εγρήγορση και γεμίζει τα γήπεδα με κόσμο.

Ο Άρης λοιπόν, που ποτέ δεν ευνοήθηκε και μόνο αδικήθηκε, είτε από τον ίδιο του τον εαυτό είτε από τους «ακάθαρτους» αντιπάλους του, αποτελεί ένα φαινόμενο. Γιατί για πολλά χρόνια αποτέλεσε μια μονόδρομη σχέση αγάπης οπαδών-ομάδας, χωρίς ανταπόδοση, και ούτε για μία στιγμή δεν διανοήθηκε κάποιος πως αυτή η ομάδα θα διαλυθεί, θα πάψει να υπάρχει. Ο Άρης πληγώθηκε βαριά, κούρνιασε σε μια σκοτεινή γωνίτσα, ούρλιαξε για να ξεσπάσει, έγλειψε τις πληγές του όπως κάνει ο χτυπημένος λύκος, τις άφησε να γιάνουν με το χρόνο και τώρα σιγά σιγά βγαίνει από την αυτοεξορία του. Δεν περπατάει δυνατά, χρειάζεται ακόμα μπαστούνι, όμως έχει κάτι που καμία άλλη ομάδα στην Ελλάδα δεν έχει αποδείξει μέχρι σήμερα πως το έχει και εκείνη.

Ο Άρης δεν περπατάει δυνατά αλλά από πίσω τον κρατάνε εκατοντάδες χιλιάδες κόσμου. Χρειάζεται μπαστούνι αλλά δεν το χρειάζεται, γιατί τον στηρίζει ένας λαός που δεν τον άφησε ποτέ μόνο του. Ένας λαός που ξάπλωσε δίπλα του όσο ήταν στη σκοτεινή του γωνία, του έδωσε θάρρος, τον φρόντισε, τον περίμενε, τον σήκωσε στα πόδια του, στις πλάτες του και στους ώμους του και σήμερα τον αφήνει να περπατήσει μπροστά και αυτός παίρνει θέση και προχωράει δίπλα του, αποφασισμένος να μην τον αφήσει να ξαναπέσει κάτω. Αλλά και να ξαναπέσει, πάλι εκεί θα είναι αυτός ο ταλαιπωρημένος λαός για να τον ξανασηκώσει, χωρίς να νοιάζεται αν θα είναι η τελευταία φορά που συμβαίνει αυτό. Γιατί αυτός ο λαός, την ίδια στιγμή που η κορυφαία κατηγορία του ελληνικού ποδοσφαίρου έχει μέσο όρο 7.000 εισιτήρια, μαζεύει 15.000 κόσμο στην Β’ Εθνική, ημέρα Κυριακή, στις 3 το μεσημέρι.

Νιώθω τεράστια μοναξιά σαν Αρειανός. Την πιο άσχημη και ταυτόχρονα όμορφη μοναξιά που θα μπορούσε να νιώσει ένας φίλαθλος. Διότι ανήκω στη μοναδική πάστα οπαδού που άντεξε την θλίψη και την αποτυχία για τόσα χρόνια, και αντί να διαλυθεί επιστρέφει πιο δυνατός, πιο συσπειρωμένος, και πάνω απ’ όλα πιο ήρεμος από ποτέ. Και του χρόνου θα πηγαίνω στο γήπεδο για να δω την αγαπημένη μου ομάδα να παίζει, χωρίς η έμπρακτη στήριξη μου σε αυτή να εξαρτάται από το αν θα κερδίσει ή αν θα χάσει. Απλά για να τη δω. Και παρόλο που θα πάντα θα ξέρω πως «στα χρόνια της υπομονής, δεν μας θυμήθηκε κανείς», πλέον θα χαίρομαι για αυτό. Γιατί η ομάδα μου απέδειξε για ακόμη μία φορά πως δεν έχει ανάγκη κανέναν άλλον, πέρα από αυτούς που την αγαπάνε από την πρώτη τους θύμηση μέχρι την τελευταία τους αναπνοή.