Η ομοσπονδία και το ενιαίο κράτος

2022 και το Κυπριακό παραμένει άλυτο. Ήρθε η στιγμή για την Κυπριακή Δημοκρατία να ανακτήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων.
NurPhoto via Getty Images

Είναι απορίας άξιον ότι ενώ έχουν παρέλθει περισσότερα από 47 χρόνια από την εισβολή η ελληνοκυπριακή πλευρά δεν κατάφερε να καταθέσει μια ολοκληρωμένη πρόταση για το Κυπριακό. Επιπρόσθετα, σημειώνεται ότι στην πορεία των χρόνων το διαπραγματευτικό πλαίσιο μετακινήθηκε σταδιακά αλλά σταθερά προς τις θέσεις της τουρκικής πλευράς. Στη σημερινή συγκυρία η τουρκοκυπριακή πλευρά προβάλλει τη θέση για δύο κράτη. Απώτερος της στόχος όμως είναι η συνομοσπονδία.

Μετά το Σχέδιο Ανάν και την κατάρρευση στο Κραν Μοντάνα η ελληνοκυπριακή πλευρά είχε την ευκαιρία να προχωρήσει με μιας μορφής επανατοποθέτηση. Αυτό δεν έγινε για πολλούς λόγους. Έστω και σήμερα επιβάλλεται η κατάθεση μιας ολοκληρωμένης πρότασης.

Και ενώ υπάρχει ένα πλειοψηφικό ρεύμα το οποίο δεν αποδέχεται τη διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία όπως είχε διαμορφωθεί, σε πολιτικό επίπεδο δεν υπήρξε κατάθεση εναλλακτικής πρότασης. Κατά καιρούς υπήρξαν και εξακολουθούν να υπάρχουν δυνάμεις οι οποίες υποστηρίζουν την προοπτική του ενιαίου κράτους. Όμως η επιλογή αυτή είναι ανέφικτη.

Σημειώνεται ότι το Σύνταγμα Ζυρίχης-Λονδίνου δεν στηριζόταν στο ενιαίο κράτος αλλά σε ένα πρότυπο Συναινετικής Δημοκρατίας (Consociational Democracy), με κύριο χαρακτηριστικό τον δικοινοτισμό. Το συγκεκριμένο Σύνταγμα ήταν κατ΄ ουσίαν μια μορφή διοικητικής ομοσπονδίας. Σημειώνεται ότι ως επί το πλείστον, οι εμπειρίες τέτοιων μοντέλων διακυβέρνησης δεν είναι θετικές.

Το ενιαίο κράτος ήταν η βάση λύσης των ενδοκυπριακών συνομιλιών πριν από την εισβολή (1968-1974). Δυστυχώς, όμως, η αποσταθεροποίηση, το πραξικόπημα και η τουρκική εισβολή ματαίωσαν τη δίκαιη αυτή προοπτική. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν όλα τα δεδομένα, με το υφιστάμενο (αν)ισοζύγιο δυνάμεων, η τουρκική πλευρά δεν θα συναινέσει ποτέ σε μια τέτοια λύση. Αλλά ούτε και η διεθνής κοινότητα θα δει με συμπάθεια τυχόν κίνηση της ελληνοκυπριακής πλευράς για ενιαίο κράτος.

Είναι γεγονός ότι η πλειοψηφία των Ελληνοκυπρίων δεν αξιολόγησε ποτέ θετικά την έννοια της ομοσπονδίας. Ούτε και κατανόησε επαρκώς τις διάφορες διαστάσεις της. Πολύ σωστά ο Μακάριος και όλες οι πολιτικές δυνάμεις της ελληνοκυπριακής πλευράς απέρριπταν πριν το 1974 οποιεσδήποτε ιδέες που παρέπεμπαν σε ομοσπονδία.

Όμως μετά την εισβολή και τα κατοχικά δεδομένα που δημιουργήθηκαν, εάν η αποκατάσταση της εδαφικής ακεραιότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας εξακολουθεί να είναι προτεραιότητα τότε ο στόχος αυτός μπορεί να διεκδικηθεί μόνο στα πλαίσια ενός ιδιότυπου ομοσπονδιακού μοντέλου. Και αυτό υπό προϋποθέσεις.

Οι συνομιλίες που έλαβαν χώρα όλα αυτά τα χρόνια δυστυχώς δεν οδήγησαν σε ένα πλαίσιο συγκλίσεων το οποίο να έχει τη στήριξη της πλειοψηφίας των Ελληνοκυπρίων. Θεωρώ ότι αυτό ήταν αποτέλεσμα όχι μόνο του ανισοζύγιου δυνάμεων αλλά και του ελλείμματος γνώσεων σε συναφή ζητήματα.

Η οποιαδήποτε ομοσπονδιακή λύση του Κυπριακού σήμερα είναι εξαιρετικά δύσκολη. Στην παρούσα συγκυρία δεν υπάρχουν οι αναγκαίες προϋποθέσεις για μια τέτοια λύση. Παρά ταύτα είναι σημαντικό να υπάρχει η στοχοθέτηση για το μέλλον.

Ο στόχος για ένα ιδιότυπο ομοσπονδιακό πολίτευμα μπορεί να είναι το τέλος του δρόμου μιας εξελικτικής διαδικασίας. Συνοπτικά σημειώνεται ότι αυτό θα προνοεί, μεταξύ άλλων, τη συνέχεια της Κυπριακής Δημοκρατίας, την αναθεώρηση του Συντάγματος του 1960 και τη συμπερίληψη στοιχείων από το Ενοποιητικό Ομοσπονδιακό Υπόδειγμα (Integrationalist Federal Paradigm). Ένα τέτοιο πολίτευμα μπορεί να οδηγήσει σε ένα κανονικό κράτος.

Η ελληνοκυπριακή πλευρά καλείται να υιοθετήσει και να προωθήσει ανάλογες εισηγήσεις, ιδίως μετά την κατάθεση προτάσεων από την τουρκοκυπριακή πλευρά για λύση δύο κρατών. Οι προτάσεις αυτές θα πρέπει να συνοδεύονται, όπως έχω ήδη τονίσει σε διάφορες παρεμβάσεις μου, από συγκεκριμένες εισηγήσεις για μια εξελικτική διαδικασία.

Δεν έχω την ψευδαίσθηση ότι μια τέτοια κατάθεση κατευθυντήριων γραμμών για ένα ιδιότυπο ομοσπονδιακό μοντέλο καθώς και οδικού χάρτη για μια εξελικτική διαδικασία θα οδηγήσουν σε διάσπαση του αδιεξόδου και σε γρήγορη διευθέτηση του Κυπριακού. Θα αποτελέσουν όμως μια πυξίδα, θα δημιουργήσουν κινητικότητα ενώ ταυτόχρονα θα συμβάλουν στην πλήρη αποκατάσταση της ηθικής υπεροχής της ελληνοκυπριακής πλευράς.

Πέραν τούτου, η προσέγγιση αυτή είναι η καλύτερη δυνατή για τη διαχείριση του υφιστάμενου αδιεξόδου και για την αποφυγή της επιδείνωσης του status quo. Παράλληλα, και αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό, θα είναι δυνατό η Κυπριακή Δημοκρατία να ανακτήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων.

* Ο Καθηγητής Ανδρέας Θεοφάνους είναι Πρόεδρος του Κυπριακού Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων καθώς και του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Διακυβέρνησης του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.

Δημοφιλή