Η παιδαγωγική της γνώσης είναι αυτή που μπορεί να σταματήσει τη διαιώνιση της ρητορικής και του κλίματος του εμφυλίου και τη μεταφορά τους στις επόμενες γενιές.
Παιδιά από τη Βόρεια Ελλάδα που έχουν μεταφερθεί από τον Ερυθρό Σταυρό στη Ρόδο για να γλυτώσουν από τον εμφύλιο πόλεμο(Photo by Frank Scherschel/The LIFE Picture Collection via Getty Images)
Παιδιά από τη Βόρεια Ελλάδα που έχουν μεταφερθεί από τον Ερυθρό Σταυρό στη Ρόδο για να γλυτώσουν από τον εμφύλιο πόλεμο(Photo by Frank Scherschel/The LIFE Picture Collection via Getty Images)
Frank Scherschel via Getty Images

Leontopodium Nivale ονομάζεται το λουλούδι των Άλπεων που έφεραν στο πηλίκιό τους οι στρατιώτες και αξιωματικοί της 1ης Μεραρχίας Ορεινών Καταδρομών όταν διενεργούσαν τις σφαγές στο Κομμένο, τη Μουσιωτίτσα, τους Λυγκιάδες, την Παραμυθιά, τα χωρά του Φαναρίου και τόσες άλλες περιοχές στην Ήπειρο και τη Βόρειο Ήπειρο.

Το ίδιο λουλούδι διακρίνει κανείς και στις στολές των βετεράνων, αποστράτων και ενεργών μελών της ίδιας μονάδας του γερμανικού στρατού που κάθε χρόνο από το 1957 μέχρι σήμερα – με εξαίρεση τη φετινή χρονιά που λόγω κορωνοϊού η τελετή είχε λιτή εκπροσώπηση – συγκεντρώνονται ανελλιπώς μαζί με πολλούς τοπικούς φίλους της μονάδας στο Mittenwald της Βαυαρίας για τον εορτασμό της «Ημέρας του Ορεινού Καταδρομέα», δηλαδή για να τιμήσουν τους νεκρούς συμπολεμιστές στους δύο παγκόσμιους πολέμους. Έχασαν και τους δύο πολέμους. Είναι οι ηττημένοι, ειδικά οι ηττημένου του δεύτερου πολέμου που έγινε με πρωτοβουλία και καθοδήγηση της εθνικοσοσιαλιστικής δικτατορίας.

Βεβαίως είναι διαφορετικές οι εκδηλώσεις αυτές από τις αντίστοιχες των Ρώσων βετεράνων που πολέμησαν εναντίον της εθνικοσοσιαλιστικής Γερμανίας και του στρατού της. Και στις δύο περιπτώσεις οι πρωταγωνιστές, νικητές και ηττημένοι, θεωρούν καθήκον τους να τιμούν κάθε χρόνο τους συναδέλφους που έχασαν τη ζωή στα πεδία των μαχών. Το καθήκον αυτό ανήκει στον ευρύτερο στρατιωτικό κώδικα τιμής, ο οποίος ακυρώνεται μόνο με επίσημες απαγορεύσεις. Ειδικά στη Γερμανία υπήρξαν από το 2002 και μετά προσπάθειες περιθωριακών αντιφασιστικών ομάδων να απαγορευτούν ή να σαμποταριστούν στην πράξη οι εκδηλώσεις στο Mittenwald, χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα. Οι ηττημένοι μπορούν να οργανώνουν τις εκδηλώσεις τους, δεν επιτρέπεται όμως να εξυμνούν δημόσια το εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς – το οποίο υπηρέτησαν – και δεν μπορούν να φέρουν στις στολές τους παράσημα και σύμβολα του καθεστώτος. Κάτι που οι Ρώσοι ομόλογοί τους όχι μόνον επιτρέπεται να φέρουν, αλλά και να επιδεικνύουν με υπερηφάνεια.

Στη χώρα μας κάθε χρόνο γίνονται εκδηλώσεις μνήμης για τα θύματα από τη δράση των δυνάμεων κατοχής – μεταξύ αυτών και η Έντελβαϊς – σε δεκάδες πόλεις και χωριά. Δεν πρόκειται για γιορτές, αλλά για μνημόσυνα. Και η λέξη «μνημόσυνα» περιέχει τη μνήμη, την υποχρέωση των επιζώντων και των επιγενομένων να θυμούνται και να τιμούν τους νεκρούς. Η μεταπολεμική αποκατάσταση των διακρατικών σχέσεων με τη Γερμανία, την Ιταλία και τη Βουλγαρία ούτε στο παρελθόν εμπόδισε, ούτε σήμερα εμποδίζει την τέλεση αυτών των εκδηλώσεων. Σε εθνικό επίπεδο έχουμε τις εορταστικές εκδηλώσεις της 25ης Μαρτίου και της 28ης Οκτωβρίου, ενώ σε τοπικό τις εκδηλώσεις μνήμης για την απελευθέρωση πόλεων ή περιοχών.

Τι νόημα έχουν όλα αυτά, διακόσια, εκατό ή εβδομήντα χρόνια μετά τα συμβάντα; Μήπως θα ήταν καλύτερο να τα λησμονήσουμε γιατί ξύνουν διακρατικές ή εγχώριες πληγές, αναμοχλεύουν τα πάθη και αναζωπυρώνουν τον «εθνικισμό»; Ποιο είναι το νόημα του επίσημου εορτασμού, με υψηλή πολιτική και πολιτειακή εκπροσώπηση, στη Καισαριανή, το Δίστομο, το Κομμένο, τα Καλάβρυτα και σε πολλούς άλλους τόπους θυσίας; Δεν εμποδίζουν τη συμφιλίωση με τη Γερμανία; Γιατί να θυμίζουμε στους απογόνους των στρατιωτών της Βέρμαχτ την εγκληματική δράση των παππούδων τους στην Ελλάδα;

Κάθε φορά που συζητώ το θέμα αυτό με Γερμανούς συναδέλφους και φίλους, παιδαγωγούς και ιστορικούς, εισπράττω από τους περισσότερους μια «λογική» απάντηση: επί τέλους, κάποια στιγμή πρέπει να τραβήξουμε μια γραμμή και να αλλάξουμε σελίδα. Αυτά είναι προτιμότερο να ξεχαστούν, ας ασχοληθούν οι ιστορικοί με τα συμβάντα, αλλά οι λαοί πρέπει να τα ξεχάσουν και να συμφιλιωθούν.

Μου ήλθε αυτόματα στο νου το επιχείρημα, καθώς αυτές τις μέρες διάβαζα στον Τύπο, συμβατικό και ηλεκτρονικό, κείμενα γύρω από τις εκδηλώσεις κομματικών νεολαιών της Αριστεράς, αλλά και Ενώσεων Αποστράτων, στο Γράμμο. Οι εκδηλώσεις των αποστράτων είναι οι «αρχαιότερες». Μέχρι τη δεκαετία του ’80 θεωρούνταν κανονικές και επιβεβλημένες, χωρίς να λείπει ποτέ η υψηλή πολιτική εκπροσώπηση. Από το ’80 και μετά στιγματίστηκαν ως ακροδεξιές «γιορτές μίσους» που βρίσκονται εκτός γραμμής της εθνικής συμφιλίωσης. Οι εκδηλώσεις της ΚΝΕ, με αντίθετο ιδεολογικό πρόσημο, άργησαν κάπως, αλλά παραδόξως ήρθαν σε μια εποχή που τα ιδεώδη για τα οποία πολέμησαν οι μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού - τον οποίο τιμά η ΚΝΕ στη Μουργκάνα, το Γράμμο και το Βίτσι - είχαν καταρρεύσει χωρίς ουσιαστική αντίσταση, με τη διάλυση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού στην Ανατολική Ευρώπη και τα Βαλκάνια. Ωστόσο ούτε η ΚΝΕ ούτε το ΚΚΕ χρειάστηκε να απολογηθούν για τον εκτροχιασμό από τη γραμμή της εθνικής συμφιλίωσης, για τον απλό λόγο ότι ούτε το επίσημο κράτος, ούτε οι λοιποί πολιτικοί οργανισμοί, ούτε οι αποκαλούμενοι από την Αριστερά «αστοί» διανοούμενοι και δημοσιολόγοι άσκησαν κάποια κριτική στην παρασπονδία και στη διχαστική πρακτική που κρύβεται πίσω από την εξύμνηση της ένοπλης απόπειρας αλλαγής καθεστώτος. Μόλις το καλοκαίρι του 2020, με μεγάλη καθυστέρηση σε σύγκριση με την ΚΝΕ, η νεολαία του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης αποφάσισε να ακολουθήσει το παράδειγμα της πρώτης και να οργανώσει εκδηλώσεις μνήμης στο Γράμμο με εξίσου επικό περίβλημα και περιεχόμενο, όπως κάνει τώρα εδώ και χρόνια η ΚΝΕ. Στο επίκεντρο δεν βρίσκεται κάποια εθνική τραγωδία, αλλά το έπος του Δημοκρατικού Στρατού και των μαχητών του που πολέμησαν με αυταπάρνηση τον «εχθρό», δηλαδή τον ελληνικό στρατό, για την πραγμάτωση των υψηλών ιδανικών της σοσιαλιστικής Λαϊκής Δημοκρατίας.

Από μόνες τους αυτές οι εκδηλώσεις των δύο κομμάτων της Αριστεράς – πρόκειται για εκδηλώσεις κομμάτων και όχι συλλόγων ιδιωτών – καταρρίπτουν το αφήγημα της «εθνικής συμφιλίωσης» που υποτίθεται ότι είχε επιτευχθεί με την αναγνώριση της εθνικής αντίστασης και την – πρωτοφανή για ευρωπαϊκή χώρα – καταστροφή του υλικού που διέθεταν στα αρχεία τους οι αρχές ασφαλείας και αφορούσαν τη δράση – πραγματική ή κατασκευασμένη – πολιτών και πολιτικών οργανισμών. Φυσικά δεν είναι μόνον αυτές οι εκδηλώσεις που καταρρίπτουν το αφήγημα της «εθνικής συμφιλίωσης». Ανάμεσα στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης η Ελλάδα είναι η μοναδική με ιδιαίτερα τοξικό κλίμα στην αντιπαράθεση των πολιτικών κομμάτων, τόσο σε επίπεδο ρητορικής, όσο και σε επίπεδο πολιτικής πρακτικής. Η παραπομπή δέκα σημαινόντων πολιτικών αντιπάλων από την προηγούμενη Βουλή για χρηματισμό στα πλαίσια της υπόθεσης Novartis είναι ίσως ο πιο εύγλωττος δείκτης ότι η αποδόμηση του αφηγήματος ης «εθνικής συμφιλίωσης» δεν περίμενε τις εκδηλώσεις των νεολαιών στο Γράμμο για να συντελεστεί. Είχε προηγηθεί άλλωστε το κλασικό «ή εμείς ή αυτοί».

Η πολυσυζητημένη ιδεολογική ηγεμονία της κομμουνιστικής και μετα-κομμουνιστικής Αριστεράς στην Ελλάδα, ακόμη και μετά την έκλειψη του «υπαρκτού» στην Ευρώπη, είναι ορατή δια γυμνού οφθαλμού για όποιον θέλει να τη δει. Δεν αφορά τις ιδέες του χώρου αυτού για την οικονομία και την κοινωνία, όπως παλαιότερα, αλλά δύο άλλες περιοχές: την ετικέτα «αριστερός» και τις απεικονίσεις του παρελθόντος. Μετά από τόσο και τέτοια πολιτικά στραπάτσα στο εσωτερικό και το εξωτερικό η Αριστερά, σε όλες της τις εκδοχές- και δεν είναι λίγες – κατάφερε, κυρίως χάρι στην ιδεολογική αφασία των πολιτικών της αντιπάλων, να ταυτιστεί σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα η λέξη «αριστερός» με κάτι θετικό, κάτι αξιαγάπητο και ελκυστικό. Κατάφερε επίσης να συσχετιστούν οι λέξεις «δεξιός», «κεντροδεξιός», «κεντρώος» και «σοσιαλδημοκράτης» με κάτι απειλητικό, απωθητικό ή άνευρο. Έτσι ερμηνεύεται η πολύ μεγάλη αυτοπεποίθηση εκφραστών του πολιτικού λόγου της Αριστεράς – πολιτικών και δημοσιολόγων – με την οποία επιδεικνύουν την ιδεολογική τους ταυτότητα. Κανένας άλλος πολιτικός χώρος στην Ελλάδα δεν προβάλλει τόσο ναρκισσιστικά, με τέτοια ένταση και συχνότητα και με τόση υπερηφάνεια την ταυτότητά του, όσο η Αριστερά, με την όποια έκφρασή της, τα τελευταία σαράντα χρόνια. Εκεί που τα υπόλοιπα κόμματα – δεξιοί, κεντροδεξιοί, σοσιαλδημοκράτες - μοιάζουν να ντρέπονται να ψελλίσουν την ιδεολογική τους ταυτότητα, η Αριστερά ξεχειλίζει από αυτοπεποίθηση.

Το δεύτερο πεδίο ηγεμονίας της Αριστεράς – και εδώ δεν αναφέρομαι σε κάποιο πολιτικό κόμμα, αλλά στον ευρύτερο ιδεολογικό χώρο – είναι η σαρωτική επικράτηση των απεικονίσεων για το παρελθόν που παράγει και διακινεί. Πάλι κυρίως εξ αιτίας της ιδεολογικής αβελτηρίας ή ενός συμπλέγματος κατωτερότητας των ανταγωνιστών της, η Αριστερά στην Ελλάδα κατάφερε να κερδίσει όλες τις μάχες στον λεγόμενο πόλεμο της μνήμης, δηλαδή της δημόσιας Ιστορίας, ακόμη και εκείνες που γίνονται εντός του θεσμού της εκπαίδευσης. Η επικράτησή της στο πεδίο αυτό δεν μαρτυρείται μόνον από το πλήθος των εκδόσεων γύρω από ιστορικά ζητήματα, ιδιαίτερα στον τομέα της σύγχρονης ιστορίας, αλλά και από το ότι μπόρεσε να περάσει σε ευρύτερα στρώματα των εγγράμματων Ελλήνων την εκδοχή της για το τι ήταν η κατοχή, η αντίσταση, ο εμφύλιος και η μεταπολεμική κοινοβουλευτική δημοκρατία. Και όλα αυτά έγιναν μέσα σε καθεστώς «εθνικής συμφιλίωσης».

Το τελευταίο αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αν αναλογιστεί κανείς όσα γράφονται για την απόφαση της κυβέρνησης να μην εκπροσωπηθεί επισήμως στις εκδηλώσεις μνήμης των αποστράτων στο Γράμμο. Δεν πρόκειται να ασχοληθώ με τη νοηματοδότηση αυτής της απόφασης, ούτε με το ότι η παρούσα συγκυρία με την ακραία επιθετικότητα της «συμμάχου» Τουρκίας απέναντι στην Ελλάδα θέτει σε δεύτερη και τρίτη μοίρα εκδηλώσεις μνήμης, όπως αυτές στο Γράμμο. Έχει ενδιαφέρον, όμως, το επιχείρημα με το οποίο αρκετοί, μεταξύ τους και σοβαροί δημοσιολόγοι, επιχείρησαν να δικαιολογήσουν τη μη-συμμετοχή ως πράξη που σηματοδοτεί μια γενικευμένη στάση εναντίωσης σε παρόμοιες εκδηλώσεις ένθεν κακείθεν: το επιχείρημα της λήθης.

Να λησμονήσουμε, λένε, επί τέλους αυτό το θλιβερό κεφάλαιο της σύγχρονης ιστορίας, διότι αφ’ ενός είναι δυσάρεστο, αφ’ ετέρου αναμοχλεύει τα πολιτικά και άλλα πάθη. Επί τέλους να τραβήξουμε μια γραμμή και να γυρίσουμε σελίδα. Να κοιτάξουμε μπροστά κα να αφήσουμε αυτά τα ζητήματα για τους ιστορικούς.

Η ομοιότητα του επιχειρήματος με το αντίστοιχο των Γερμανών συναδέλφων σχετικά με τη σκοπιμότητα των εκδηλώσεων μνήμης για την κατοχή, είναι προφανής. Όμως το επιχείρημα της λήθης, παρότι δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει τις αγαθές προθέσεις των εκφραστών του, μπάζει από παντού.

Πρώτον, η λήθη δεν διατάσσεται, ούτε επιβάλλεται θεσμικά σε κοινοβουλευτικές δημοκρατίες. Μπορεί μέσα από νομικές φόρμουλες να επιβληθεί η χρήση συγκεκριμένων όρων στα επίσημα έγγραφα γύρω από τον εμφύλιο και την αντίσταση, αλλά η σχετική εκδοτική δραστηριότητα και η αντίστοιχη παραγωγή κειμένων στη δημόσια σφαίρα δεν μπορεί να απαγορευτεί. Επομένως το επιχείρημα της συμφιλίωσης μέσω της λήθης μόνον ως ευχή ακούγεται. Ευχή που δεν έχει βρει μέχρι τώρα ευήκοα ώτα. Διαφορετικά δεν θα υπήρχαν οι εκδηλώσεις στο Γράμμο, ούτε οι πολιτικοί συμβολισμοί με τις ανεγέρσεις μουσείων και τις ονοματοδοσίες σηράγγων.

Δεύτερον, η λήθη είναι ο χειρότερος σύμβουλος για τη διαμόρφωση στάσης απέναντι σε τραγωδίες, εμφύλιες ή άλλες, που ποτέ δεν συμβαίνουν τυχαία, αλλά αποτελούν προϊόντα κοινωνικο-πολιτικών διεργασιών. Όσο περισσότερο και καλύτερα γνωρίζουμε τις αιτίες και την εξέλιξή τους, τόσο πιο προστατευμένοι είμαστε απέναντι στην πολιτική εργαλειοποίηση των απεικονίσεών τους. Όταν οδηγείς συνειδητά έναν πληθυσμό στη λήθη, διευκολύνεις εξ αντικειμένου εκείνους που για τους δικούς τους λόγους επιμένουν στις μνήμες τις οποίες επιτρέπει και επιβάλλει η ιδεολογία τους, τις καλλιεργούν συστηματικά και τις μεταδίδουν στο αφασικό από τη λήθη κοινό. Καθολική λήθη είναι αδύνατον να επιτευχθεί. Και όταν οι νικητές έχουν βαρεθεί να θυμούνται, θυμούνται οι ηττημένοι και πρώην στιγματισμένοι. Πώς αλλιώς μπορεί να ερμηνευτεί η επανεμφάνιση φιλικών προς τον εθνικοσοσιαλισμό πολιτικών ομάδων στη Βόρεια και Ανατολική Ευρώπη;

Τρίτον και σημαντικότερο: η γνώση του παρελθόντος δεν μπορεί να θεωρείται «χόμπυ» ή αποκλειστικότητα των ιστορικών σε μια δημοκρατική κοινωνία όπου η πρόσβαση των πολιτών στη γνώση είναι σχετικά ελεύθερη. Ναι μεν οι επαγγελματίες της ιστορικής έρευνας - όσο τους επιτρέπουν βεβαίως οι κομματικές εξαρτήσεις και οι ιδεολογικές τους αγκυλώσεις - είναι οι πρωταγωνιστές στη δημιουργία των απεικονίσεων του παρελθόντος, αλλά οι απεικονίσεις αυτές δεν γίνονται για να σερβιριστούν μετά μεταξύ τους, ώστε να μην πλήττουν. Γίνονται για να φτάσουν στο κοινό. Επομένως το επιχείρημα είναι άνευ αντικειμένου.

Η παιδαγωγική της λήθης όχι μόνο δεν οδηγεί σε ομόνοια και συμφιλίωση, αλλά κάτω από ορισμένες συνθήκες μπορεί να οδηγήσει στο ακριβώς αντίθετο. Η ένοπλη σύγκρουση στον ελληνικό εμφύλιο, κατοχικό και μετακατοχικό, είχε αναμφίβολα και μια αδελφοκτόνα διάσταση, μεταφορικά και μερικές φορές κυριολεκτικά. Αλλά αν μείνει κανείς μόνο σ’ αυτή, χάνει την ουσία της σύγκρουσης. Η δεσπόζουσα διάσταση της ένοπλης αναμέτρησης ήταν ιδεολογική, ανεξάρτητα από το αν αυτοί που πολεμούσαν στα πεδία των μαχών και από τις δύο πλευρές συμμερίζονταν ή όχι τις ιδέες και τις στοχεύσεις των ηγεσιών. Ακόμη και αν θέλαμε να αγνοήσουμε τη διάσταση αυτή, μας την θυμίζουν καθαρά οι νεολαίες που οργανώνουν τις εκδηλώσεις στο Γράμμο, όταν κάνουν λόγο για «κορύφωση της ταξικής πάλης» ή για τις ηρωικές αυτοκτονίες στελεχών του Δημοκρατικού Στρατού που αρνούνται να παραδοθούν στον «εχθρό». Πώς ήξεραν ότι ο «εχθρός» δεν ήταν ο αδελφός;

Τα ίδια τα γεγονότα πλέον δείχνουν πως σε ό,τι αφορά τον εμφύλιο, η
συμφιλίωση μέσω της λήθης δεν κράτησε για πολύ. Ας αποτελέσει η αποτυχία αυτή ένα μάθημα και αφορμή για μια άλλη προσέγγιση, αν όντως μας ενδιαφέρει η εθνική συμφιλίωση και όχι η εργαλειοποίηση της έννοιας στα πλαίσια του κομματικού ανταγωνισμού και των κομματικών παιγνίων. Αν
υπάρχει μια πιθανότητα πραγματικής συμφιλίωσης και καταλλαγής, αυτή
βρίσκεται σε μια άλλη παιδαγωγική, την παιδαγωγική της γνώσης. Μόνον η
γνώση μπορεί να διώξει τα φαντάσματα από το παρελθόν, για τον απλό λόγο
ότι αυτή, ως κοινός παρονομαστής, δεσμεύει εκείνους που συμμετέχουν
στον δημόσιο διάλογο για την ελληνική τραγωδία του 20ου αιώνα. Και αν
μια κοινωνία έχει την ατυχία ένα σημαντικό κομμάτι της να θεωρεί τη
γνώση ταξική και να σκέφτεται με όρους ”η γνώση σας”, ”η γνώση μας”,
τότε ούτε καταλλαγή, ούτε συμφιλίωση μπορεί να υπάρξει. Το μόνο που
εγγυάται αυτή η τελευταία ατυχής συνθήκη είναι η διαιώνιση της ρητορικής
και του κλίματος του εμφυλίου και η μεταφορά τους στις επόμενες γενιές.

Δημοφιλή