Η Βρετανία στην εποχή του Boris Johnson και οι 70 ημέρες πριν το άτακτο Brexit

Oι επόμενες εβδομήντα ημέρες θα καθορίσουν ενδεχομένως οριστικά το πώς θα είναι τα πράγματα για την Βρετανία, την ΕΕ και όλους τους εμπλεκόμενους δρώντες από την 1η Νοεμβρίου του 2019.
Getty Images

Η Τερέζα Μέι έφυγε, ο Μπόρις Τζόνσον έρχεται. Με αυτή τη φράση θα μπορούσαν οι Βρετανοί να περιγράψουν την πολιτική κατάσταση που επικρατεί στη χώρα τους αυτό το κομβικό καλοκαίρι, περίπου δύο μήνες πριν την οριστική αποχώρηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Είναι γεγονός ότι από τον Ιούλιο του 2016 η Βρετανία βρίσκεται σε έναν κυκεώνα εξελίξεων, ατελείωτων συζητήσεων και προβλέψεων για το ποια θα είναι η επόμενη μέρα ενός Brexit. Οι πολιτικοί ηγέτες των τελευταίων τριών ετών κλήθηκαν συλλήβδην να λύσουν τον εξής «γόρδιο δεσμό»: παραμονή, έξοδος με συμφωνία ή μία no-deal κατάσταση. Αυτή την απάντηση θα αναλάβει να δώσει ο νέος Πρωθυπουργός της χώρας Μπόρις Τζόνσον, το παρελθόν, η φιλοσοφία και η δέσμευση του οποίου για απομάκρυνση από την ευρωπαϊκή οικογένεια με κάθε κόστος μόνο ενθαρρυντικά δεν αντιμετωπίζονται από τον βρετανικό λαό.

Η κρισιμότητα των καλοκαιρινών μηνών για τη Βρετανία έγινε εμφανής ήδη από το τέλος της περασμένης άνοιξης. Στις 24 Μαΐου του 2019 η απερχόμενη Πρωθυπουργός Τερέζα Μέι ανακοίνωσε την παραίτησή της από την ηγεσία των Συντηρητικών (Tories) και γενικότερα την κεντρική πολιτική σκηνή, σηματοδοτώντας την έναρξη των εσωτερικών διεργασιών για τη διάδοχη κατάσταση στο κόμμα. Μία διακυβέρνηση που χαρακτηρίστηκε από την ομολογουμένως σύντομη διάρκειά της, την αποτυχημένη προσπάθεια της Μέι να γίνει κοινοβουλευτικά αποδεκτή η Συμφωνία Αποχώρησης αλλά και τις εσωκομματικές φωνές που ζητούσαν την παραίτηση της πρώην ηγέτιδας. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το διάστημα που ακολούθησε αυτής της πολιτικής μεταβολής έφερε τη Βρετανία μπροστά σε ένα νέο status quo που ήταν αναμενόμενο και τελικά έλαβε χώρα. Την τοποθέτηση, δηλαδή,Τζόνσον στην ηγεσία του Συντηρητικού Κόμματος, όντας έτοιμος να οδηγήσει τη χώρα του σε μία νέα φάση της ιστορίας της, υλοποιώντας τον γνωστό και απώτερο στόχο του.

Από τις 24 Ιουλίου του 2019, λοιπόν, ο Μπόρις Τζόνσον αποτελεί και επίσημα το νέο πολιτικό κεφάλαιο στο Ηνωμένο Βασίλειο. Εκπληρώνοντας ένα προσωπικό όνειρο ζωής από τα μαθητικά του χρόνια, ο επονομαζόμενος “World King” αναδεικνύεται Πρωθυπουργός σε μία περίοδο που ο χρόνος είναι εξαιρετικά πιεστικός για τη μεγαλύτερη κρίση στη βρετανική ιστορία εν καιρώ ειρήνης σε συνδυασμό βέβαια με τα εσωτερικά ζητήματα και τις εξωτερικές υποθέσεις. Για να το πετύχει αυτό, αρκούσε η στήριξη και η ψήφος 92.153 εγγεγραμμένων μελών του Συντηρητικού Κόμματος, επιβεβαιώνοντας τις δημοσκοπήσεις που τον ήθελαν να προηγείται του ετέρου διεκδικητή της ηγεσίας Τζέρεμι Χάντ (Jeremy Hunt).

Από τις πρώτες κιόλας στιγμές αλλά και δηλώσεις του στον βρετανικό και τον διεθνή Τύπο, ο Τζόνσον επεδίωξε να αναπτύξει τον τρόπο σκέψης και χάραξης της πολιτικής του. Πιο συγκεκριμένα, θέλησε να καταστήσει ξανά σαφές στους ευρωπαϊκούς κύκλους και δη στους Βρετανούς ότι δεν τίθεται κανένα δίλημμα για το νησιωτικό κράτος και το μοναδικό σενάριο που γίνεται αποδεκτό είναι το ακόλουθο: έξοδος χωρίς συμφωνία, υποχωρήσεις ή παραχωρήσεις από το Ηνωμένο Βασίλειο στις 31 Οκτωβρίου.

Αναμφίβολα, πρόκειται για στρατηγική με την οποία ο Πρωθυπουργός θέλει να εφαρμόσει μία διαφορετική διπλωματία με την ΕΕ, πιέζοντας καταστάσεις και αναγκάζοντας τους ειδικούς διαπραγματευτές των Βρυξελλών να αποδεχτούν την τελεσίδικη απόφαση του Brexit. Παρόλα αυτά, οι Ευρωπαίοι ηγέτες όπως η Αντζελα Μέρκελ και ο Εμμανουέλ Μακρόν δηλώνουν προετοιμασμένοι για κάθε ενδεχόμενο, τονίζοντας όμως την προθυμία τους να συζητήσουν με την πλευρά Τζόνσον μέχρι και την τελευταία μέρα των διαπραγματεύσεων. Κάτι που θα γίνει μέσα σε αυτή την εβδομάδα. Η γενικότερη στάση, πάντως, της ΕΕ αναφορικά με το επερχόμενο Brexit έγκειται στην ετοιμότητα και στην πεποίθηση ότι στην περίπτωση ενός αιφνίδιου ”διαζυγίου”, η μόνη χαμένη θα είναι η Μεγάλη Βρετανία. Εντούτοις, υπάρχει και μία δεύτερη ανάγνωση σχετικά με τις κινήσεις του Βρετανού Πρωθυπουργού και τη νέα τάξη πραγμάτων που θέλει να επιβάλει στις βρετανο-ευρωπαϊκές σχέσεις. Κι αυτή δεν είναι άλλη από την συμφωνία ελεύθερου εμπορίου την οποία οφείλει να πραγματοποιήσει, κατά τον ίδιο, η χώρα του με την ΕΕ στη μετά Brexit εποχή, κίνηση που θα προσφέρει τη δυνατότητα να ανακτήσει τον έλεγχο στην τιμολογιακή της πολιτική. Μία συνεργασία που θα επιτρέψει νέα δεδομένα «στον τομέα της άμυνας, της ασφάλειας, της νοημοσύνης, του πολιτισμού, της επιστήμης»[1].

Είναι αλήθεια ότι η εν λόγω αναδίπλωση άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο για ένα καινούργιο πλαίσιο που θα περιχαρακώσει τις σχέσεις των δύο εμπλεκόμενων πλευρών. Μία προοπτική που αντιπαραβάλλεται στην στρατηγική της σημερινής βρετανικής κυβέρνησης. Όσο όμως πλησιάζει η ημερομηνία-σταθμός αυτού του «διαζυγίου», τόσο αυξάνεται η ανασφάλεια του βρετανικού λαού για τα αχαρτογράφητα νερά στα οποία όπως φαίνεται θα μπει η χώρα του. Γεγονός που γίνεται απόλυτα εμφανές τον τελευταίο καιρό από τη σωρεία προμηθειών, τροφίμων και φαρμάκων, τις προληπτικές δαπάνες που κάνει κάθε Βρετανός πολίτης και μέχρι στιγμής ανέρχονται συνολικά σε τέσσερα δισεκατομμύρια λίρες.

Πέραν αυτού, ενδεικτική της κατάστασης είναι και η έντονη αντίθεση των Βρετανών απέναντι στο νέο ταγό της χώρας τους όπως αυτή έχει καταγραφεί σε πρόσφατη δημοσκόπηση. Παρά τα λεγόμενα του Τζόνσον ότι ο λαός επιθυμεί το Brexit και όχι τη διεξαγωγή άλλων εκλογών, οι πολίτες απορρίπτουν την απειλητική ρητορική του για απρόσκοπτη έξοδο με έναν στους δύο να ζητά είτε την καθυστέρηση αυτής της διαδικασίας είτε την ακύρωσή της ή ακόμα και ένα νέο δημοψήφισμα. Σε περίπτωση που συνεπώς υλοποιηθεί μία έξοδος χωρίς αμοιβαία συμφωνημένους όρους, το Ηνωμένο Βασίλειο θα είναι ουσιαστικά «μία τρίτη χώρα από την άποψη των σχέσεων με την ΕΕ, χωρίς κανένα πλάνο μετά το Brexit και χωρίς μεταβατική περίοδο»[2]. Από εκεί ξεκινά και το σημείο μηδέν για τη ζωή και την εργασία σύμφωνα με κυβερνητικά έγγραφα που είδαν το φως της δημοσιότητας όπου προβλέπεται πληθώρα τροποποιήσεων όπως: αύξηση της τιμής των εισαγόμενων προϊόντων, μετακίνηση επιχειρήσεων σε χώρες της ΕΕ, ασάφεια ως προς τα δικαιώματα των Βρετανών που ζουν σε κράτη-μέλη της ΕΕ και των Ευρωπαίων που ζουν και εργάζονται στο Ηνωμένο Βασίλειο. Επιπρόσθετα, καθίσταται πιθανή η εφαρμογή διαφορετικών κανόνων ως προς τον έλεγχο όσων μεταναστεύουν στη Βρετανία, η απώλεια ευρωπαϊκών επιχορηγήσεων και τέλος η απαίτηση σκληρών συνόρων με την Ιρλανδία.

Παρά όμως τις συνεχείς προειδοποιήσεις για «την έλλειψη τροφίμων, την πτώση της στερλίνας και τις απειλές για την εθνική ασφάλεια της χώρας, πολλοί Brexiteers υποστηρίζουν ότι μία έξοδος θα ήταν η καλύτερη επιλογή για τη Μεγάλη Βρετανία»[3]. Περισσότερη αυτοκυριαρχία, μεγαλύτερη ελευθερία για νέες εμπορικές συμφωνίες, όχι άλλες πληρωμές για τον προϋπολογισμό της ΕΕ, άνοδος της αλιευτικής βιομηχανίας, μείωση των λειτουργικών βαρών για τις επιχειρήσεις. Απόψεις οι οποίες εντείνουν και την πολιτική ένταση ανάμεσα στην κυβέρνηση και τα υπόλοιπα κόμματα του Κοινοβουλίου που έχουν συστήσει τη δική τους συμμαχία κατά του άτακτου Brexit και του Μπόρις Τζόνσον που το υποκινεί. Σε επιστολή τους εκατό κοινοβουλευτικοί ζητούν την άμεση σύγκλιση του Κοινοβουλίου νωρίτερα από τις 3 Σεπτεμβρίου με φόντο την οικονομική κρίση και την κατάσταση έκτακτης ανάγκης στην οποία βρίσκεται η χώρα. Παράλληλα, ο Τζέρεμι Κόρμπιν με τη σειρά του προγραμματίζει να καταθέσει μέσα στις επόμενες μέρες πρόταση μομφής κατά του Τζόνσον, στοχεύοντας στην προκήρυξη πρόωρων εκλογών και στην αποπομπή του Βρετανού Πρωθυπουργού, η κυβέρνηση του οποίου απολαμβάνει πλειοψηφία μόλις μίας ψήφου.

Με βάση, επομένως, τα όσα διαδραματίζονται επί βρετανικού εδάφους, η χώρα βιώνει το αποκορύφωμα μίας κρίσης που αριθμεί τρία χρόνια ως συνέπεια του δημοψηφίσματος για έξοδο από την ΕΕ επί Ντέιβιντ Κάμερον. Υπό την ηγεσία ενός από τα πιο αμφιλεγόμενα πολιτικά πρόσωπα της σύγχρονης ιστορίας της, η Βρετανία προσπαθεί πια να βρει τις όποιες ισορροπίες της στο τεντωμένο σκοινί που ονομάζεται «άτακτο Brexit» ενώ ο διχασμός μεταξύ του λαού καλά κρατεί. Οι υποθέσεις είναι πολλές όπως και οι τοποθετήσεις για το τι θα επακολουθήσει ενός κανονικού ή «σκληρού» Brexit. Το μόνο σίγουρο, ωστόσο, είναι ότι οι επόμενες εβδομήντα ημέρες θα καθορίσουν ενδεχομένως οριστικά το πώς θα είναι τα πράγματα για την Βρετανία, την ΕΕ και όλους τους εμπλεκόμενους δρώντες από την 1η Νοεμβρίου του 2019.

[1] E. West, (2019), Johnson noted the need for a trade deal with the EU, Free News. Διαθέσιμο σε: https://freenews.live/johnson-noted-the-need-for-a-trade-deal-with-the-eu/ [Ημερομηνία πρόσβασης: 10/08/2019].

[2] P. Walker, (2019), No-deal Brexit: how likely is it and what would be the impact?, The Guardian. Διαθέσιμο σε: https://www.theguardian.com/politics/2019/jul/30/no-deal-brexit-how-likely-is-it-what-would-be-impact [Ημερομηνία πρόσβασης: 12/08/2019].

[3] C. Chaplain, (2019), No-deal Brexit benefits: What the positives could be and how likely they are to actually happen, iNews. Διαθέσιμο σε: https://inews.co.uk/news/brexit/brexit-no-deal-benefits-positive-consequences-uk-leaving-eu-explained/ [Ημερομηνία πρόσβασης: 15/08/2019].

Δημοφιλή