Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο: Προγράμματα χωρίς στρατηγική, με αδυναμία αξιολόγησης τα δύο μνημόνια

Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο: Προγράμματα χωρίς στρατηγική, με αδυναμία αξιολόγησης τα δύο μνημόνια
Sooc

Προγράμματα χωρίς στρατηγική, με αδυναμία αξιολόγησης και δίχως προηγούμενη εμπειρία ήταν τα δύο Μνημόνια τα οποία η Ελλάδα αναγκάστηκε να υιοθετήσει. Αυτή είναι ηδιαπίστωση των τεχνοκρατών του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου (ΕΕΣ), οι οποίοι τα τελευταία δύο χρόνια είχαν βάλει στο «μικροσκόπιο» τους το πρώτο και το δεύτερο Μνημόνιο που είχαν συνάψει οι δανειστές με τις Ελληνικές κυβερνήσεις.

Όπως συμπεραίνουν οι αναλυτές του ΕΕΣ, μία επταετία, τρία προγράμματα και εκταμιευθείσα συνδρομή άνω των 265 δισεκατομμυρίων ευρώ (άνω του 150 % του ελληνικού ΑΕΠ) αντανακλούν τις πρωτοφανείς διαστάσεις της από κοινού στήριξης της Ελλάδας από τη ζώνη του ευρώ και το ΔΝΤ. Τα στοιχεία αυτά και μόνο καταδεικνύουν ότι τα προγράμματα δεν ήταν ικανά να διορθώσουν τις βαθιές οικονομικές ανισορροπίες, ούτε να επιτρέψουν στην Ελλάδα να διαχειριστεί τις χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις της χωρίς εξωτερική στήριξη. Ωστόσο, εξασφάλισαν συνέχεια της χρηματοδότησης και της οικονομικής δραστηριότητας της χώρας.

«Δεν υπήρξε συνολικό όραμα και στρατηγική για πραγματική ανάπτυξη» αναφέρεται στην έκθεση των 128 σελίδων, τονίζοντας παράλληλα ότι «στην αρχή η Κομισιόν δεν είχε αντίστοιχη εμπειρία από τέτοιου είδους προγράμματα διάσωσης». Παρόλα αυτά το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο διαπιστώνει ότι ακόμα και όταν η Κομισιόν απέκτησε την εμπειρία η διαχείριση των προγραμμάτων από την πλευρά των Ευρωπαϊκών Οργανισμών παρέμεινε προβληματική.

«Το πρώτο και το δεύτερο πρόγραμμα δεν ενσωματώθηκαν σε μια ευρύτερη στρατηγική για τη χώρα. Η Επιτροπή θέσπισε ένα λειτουργικό σύστημα αξιολόγησης, αλλά εντοπίσαμε αδυναμίες, ιδίως για την αξιολόγησης της εφαρμογής των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων», αναφέρουν οι ερευνητές του ΕΕΣ. Η έκθεση είναι γεμάτη με επισημάνσεις από την πλευρά του ΕΕΣ για αδυναμίες των Ευρωπαϊκών Οργάνων να τεκμηριώσουν και να αιτιολογήσουν, τις πολιτικές που επέβαλαν στην Ελλάδα.

Όπως φαίνεται από την Έκθεση, τα μέτρα και οι μεταρρυθμίσεις οι οποίες προβλέφθηκαν στα δύο πρώτα μνημόνια, δεν έχουν καμία επιστημονική ή πολιτική τεκμηρίωση σχετικά με την ανάγκη εφαρμογής τους. Ταυτόχρονα η έκθεση θέτει ερωτήματα για το αν η Κομισιόν διαχειρίστηκε ορθά τα Ελληνικά Μνημόνια, αν ο σχεδιασμός των προγραμμάτων ήταν κατάλληλος και η εφαρμογή τους σωστή και κυρίως αν τα Μνημόνια υπηρετούσαν τους κύριους στόχους τους.

Αντίστοιχα, οι τεχνοκράτες του ΕΕΣ εκτιμούν ότι υπάρχει έντονος προβληματισμός σχετικά με τις τεχνικές τις οποίες χρησιμοποιούσαν οι δανειστές για τον υπολογισμό του δημοσιονομικού κενού. Σε αυτές δεν υπήρχε σταθερό μοντέλο, πολύ συχνά τα στοιχεία άλλαζαν, ενώ άφηναν ελάχιστα περιθώρια ελιγμών στην Ελλάδα, όσον αφορά το αποθεματικό ρευστότητας ως ταμειακή κατάσταση.

Η τακτική όμως του περιορισμένου αποθεματικού ρευστότητας και της επιδεινούμενης δημοσιονομικής κατάστασης, οδήγησε την Ελλάδα να δανειζεται βραχυπρόθεσμα εκδίδοντας έντοκα γραμμάτια Δημοσίου ή καθυστερώντας πληρωμές και αυξάνοντας τις ληξιπρόθεσμες οφειλές. Το ποσό των εκδιδόμενων εντόκων γραμματίων διέφερε σημαντικά μεταξύ των διαφόρων υπολογισμών του χρηματοδοτικού κενού και αποτέλεσε την κύρια μεταβλητή προσαρμογής για τη διατήρηση υπό έλεγχο της χρηματοδότησης της ελληνικής οικονομίας.

To συμβούλιο «βλέπει» ευθύνες και στις Ελληνικές κυβερνήσεις, καθώς όπως αναφέρει η έκθεση «Τα προγράμματα είχαν σαφείς μεσοπρόθεσμους στόχους και το πρωτίστως προσδοκώμενο αποτέλεσμα ήταν η αποκατάσταση της πρόσβασης της Ελλάδας στη χρηματοδότηση από τις αγορές, η οποία προϋπέθετε την επικέντρωση στη δημοσιονομική εξυγίανση. Ωστόσο, παρά τις προσπάθειες της Επιτροπής, τα προγράμματα δεν υποστηρίζονταν από συνολική αναπτυξιακή στρατηγική με πρωτοβουλία της ίδιας της χώρας, η οποία θα μπορούσε να καλύπτει και την μετά τη λήξη των προγραμμάτων περίοδο».

Προβληματική ήταν και η προσπάθεια αντιμετώπισης της ελλιπούς φορολογικής συμμόρφωσης κατά την προ της κρίσης περίοδο. Τα αποτελέσματα του πρώτου προγράμματος στον τομέα της επιβολής της φορολογικής νομοθεσίας ήταν ισχνά και τούτο μπορεί να αποδοθεί στις ακόλουθες τρεις ευρείες κατηγορίες προβλημάτων: i) δεν δόθηκε η δέουσα προτεραιότητα στους όρους, οι οποίοι δεν ήταν ούτε σαφώς προσδιορισμένοι ούτε επαρκώς τεκμηριωμένοι · ii) η υλοποίηση των σχεδίων των αρχών για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής ήταν περιορισμένη· και iii) η παρακολούθηση από την Επιτροπή βασιζόταν σε ανεπαρκή στοιχεία και κριτήρια

Στο τέλος του δεύτερου προγράμματος, η Επιτροπή έκρινε ότι η Ελλάδα είχε υλοποιήσει μεγάλο μέρος των όρων για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και την είσπραξη των φόρων, αλλά ότι η συμβολή τους στη δημοσιονομική εξυγίανση ήταν περιορισμένη. Αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι ορισμένες μεταρρυθμίσεις δεν υλοποιούνταν ορθά, ότι χρειαζόταν περισσότερος χρόνος για να αποτυπωθούν στις στατιστικές ή ότι η αποτελεσματικότητά τους επηρεαζόταν αρνητικά από την αστάθεια του φορολογικού περιβάλλοντος.

Σκληρή κριτική γίνεται και για τον τρόπο που οι Θεσμοί διαχειρίστηκαν και τα προβλήματα που αντιμετώπισε ο χρηματοπιστωτικός τομέας, ο οποίος «απορρόφησε» 45δισ ευρώ. . «Μια εις βάθος ανάλυση του σχεδιασμού και της εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων σε βασικούς τομείς όπως η φορολογία, η δημόσια διοίκηση, η αγορά εργασίας και ο χρηματοπιστωτικός τομέας δίνει μεικτή εικόνα», αναφέρει στην έκθεση του το ΕΕΣ

Όπως τονίζεται «Οι μεταρρυθμίσεις στον τομέα της φορολογίας και της δημόσιας διοίκησης επέφεραν δημοσιονομική εξοικονόμηση, αλλά η εφαρμογή κάποιων δομικών μεταρρυθμίσεων ήταν πιο αδύναμη. Ο χρηματοπιστωτικός τομέας αναδιαρθρώθηκε ουσιαστικά, αλλά αυτό είχε κόστος πάνω από 45 δισ ευρώ που εισήχθησαν στο τραπεζικό σύστημα, από τα οποία μόνο ένα μικρό μέρος μπορεί ενδεχομένως να ανακτηθεί. Σε όλα τα πεδία πολιτικής η εφαρμογή ενός αριθμού σημαντικών μεταρρυθμίσεων έγινε με σημαντικές καθυστερήσεις ή δεν ήταν αποτελεσματικές».

Προβληματικές ήταν και η οι μεταρρυθμίσεις της αγοράς εργασίας, οι οποίες ξεκίνησαν το 2010 και οι ελληνικές αρχές υλοποίησαν τον πρώτο κύκλο τους (διαπραγμάτευση μισθών και νομοθεσία για την προστασία της εργασίας) λίγο μετά την έγκριση του προγράμματος. Ωστόσο, μολονότι αρκετά μέτρα του προγράμματος υλοποιήθηκαν την περίοδο 2010-2016, τα ίδια θέματα επανήλθαν στις διαπραγματεύσεις του τρίτου προγράμματος. Οι εξελίξεις αυτές παραπέμπουν στην ύπαρξη προβλημάτων όσον αφορά τον χρονισμό και την αλληλουχία των μεταρρυθμίσεων, τα οποία δεν οφείλονται μόνο στις καθυστερήσεις υλοποίησης

Η έκθεση του ΕΕΣ που είναι ανεξάρτητο όργανο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, πέρα από τη σειρά πολλών και σημαντικών παρατηρήσεων σχετικά με το σχεδιασμό, την εφαρμογή και τα αποτελέσματα των δυο πρώτων Ελληνικών Μνημονίων, κάνει και 11 συστάσεις για το πως θα πρέπει η Κομισιόν να διαχειριστεί μελλοντικές κρίσεις. Αυτές αφορούν, μεταξύ άλλων, τη βελτίωση στον σχεδιασμό των προγραμμάτων στήριξης, τη συνολική αντιμετώπιση των προβλημάτων και των σημαντικών ανισορροπιών που καθορίζουν την επίτευξη των στόχων τους.

Δημοφιλή