H Οδύσσεια της υιοθεσίας στην Ελλάδα: 5 ξεχωριστές ιστορίες και η σκληρή πραγματικότητα

H Οδύσσεια της υιοθεσίας στην Ελλάδα: 5 ξεχωριστές ιστορίες και η σκληρή πραγματικότητα

«Είναι τόσα παιδιά στα ιδρύματα, γιατί να μην μπορεί να τα υιοθετήσει μια οικογένεια που δεν έχει παιδιά;». Αυτή είναι μια φράση που ακούω σχεδόν από παιδί. Και μέχρι τώρα που μεγάλωσα παραμένει η ίδια. Αυτή η φράση με έκανε να θέλω να ψάξω το θέμα της υιοθεσίας στην Ελλάδα. Όλοι μου έλεγαν ότι είναι ένα τεράστιο θέμα. Ισχύει. Και είναι ένα θέμα που δεν μπορείς να αγγίξεις όλες τις πτυχές του. Αλλά θέλουμε να αγγίξουμε τις βασικές.

Ο βασικός στόχος αυτού του αφιερώματος της HuffPost Greece είναι να αποτελέσει έναν οδηγό για όσους σκέφτονται την υιοθεσία. Τι θα βρουν μπροστά τους; Πόσα παιδιά περιμένουν στα ιδρύματα; Γιατί καθυστερούν τόσο οι διαδικασίες; Πόσα χρήματα θα χρειαστούν; Οι απαντήσεις δίνονται μέσα από 5 ιστορίες

Ο βασικός στόχος λοιπόν αυτού του αφιερώματος της HuffPost Greece είναι να αποτελέσει έναν οδηγό για όσους σκέφτονται την υιοθεσία. Τι θα βρουν μπροστά τους; Τι λέει ο νόμος; Πόσα είδη υιοθεσίας υπάρχουν στην Ελλάδα; Ποιες είναι οι παράνομες υιοθεσίες και ποιες οι νόμιμες; Πόσα παιδιά περιμένουν στα ιδρύματα για να υιοθετηθούν; Γιατί καθυστερούν τόσο οι διαδικασίες; Πόση υπομονή θα χρειαστεί να κάνουν οι υποψήφιοι γονείς; Τι δυσκολίες θα συναντήσουν στον δρόμο τους; Πόσα χρήματα θα χρειαστούν; Το πρόβλημα με την τεράστια αναμονή είναι η γραφειοκρατία ή το γεγονός ότι δεν υπάρχουν πολλά παιδιά διαθέσιμα για υιοθεσία; Έχουν σκεφτεί το μετά; Το μετά μιας πράξης που θα αλλάξει ολόκληρη τη ζωή, όχι μόνο τη δική τους αλλά και του παιδιού; Πόσο εφικτό είναι να υιοθετήσει κάποιος μόνος του παιδί;

Για να δώσω απαντήσεις σε αυτές τις ερωτήσεις μίλησα με ειδικούς: δικηγόρο, κοινωνική λειτουργό, το αρμόδιο υπουργείο Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, την πρόεδρο του Κέντρου Κοινωνικής Πρόνοιας Αττικής, Σοφία Κωνσταντέλλια, επισκέφθηκα το κέντρο βρεφών «Η Μητέρα». Αλλά κυρίως ήθελα να μιλήσω με ανθρώπους που το έχουν περάσει. Που έχουν φτάσει στην απόφαση να καλωσορίσουν στην οικογένειά τους ένα μη βιολογικό τους παιδί, που έχουν ψάξει για να το βρουν, που έκαναν υπομονή, που ξόδεψαν χρήματα, που περίμεναν για το ένα τηλεφώνημα. Το τηλεφώνημα που θα τους έκανε γονείς.

Έτσι μίλησα με τους πρωταγωνιστές 5 διαφορετικών μεταξύ τους ιστοριών υιοθεσίας ή αναδοχής. Η πρώτη ιστορία, μας μεταφέρει περίπου 30 χρόνια πίσω, το 1985. Η δεύτερη είναι περίπτωση διακρατικής υιοθεσίας, από την Αιθιοπία. Η τρίτη είναι αναδοχή παιδιού πριν από 20 περίπου χρόνια. Η τέταρτη είναι πρόσφατη περίπτωση αναδοχής. Και η πέμπτη είναι η προσπάθεια μιας νεαρής γυναίκας να υιοθετήσει παιδί εκτός γάμου.

Κάθε μια ιστορία είναι ξεχωριστή, κάθε μια με δυσκολίες και κάθε μια με χρήσιμες πληροφορίες για όποιον επιχειρήσει να ακολουθήσει παρόμοιο δρόμο.

Αν και ξεχωριστές, βρίσκουμε κάποια κοινά: Συνοδεύονται από τις λέξεις πόνος, απόγνωση, υπομονή, φόβος, χαρά, συγκίνηση. Και πολλά «σιγά-σιγά». Πολλά βήματα, πολλές διαδικασίες και η αγωνία πάνω από το τηλέφωνο, με τον φόβο ότι αυτό το τηλεφώνημα δεν θα γίνει ποτέ.

Λόγω των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων που εγείρει το θέμα, σε καμία ιστορία δεν αναφέρονται τα πραγματικά ονόματα των γονιών και των παιδιών.

Περίπτωση 1η: Ιδιωτική υιοθεσία τη δεκαετία του '80

gousis

Η πρώτη ιστορία, μας μεταφέρει στις αρχές της δεκαετίας του '80, όταν ο Μάνος Σ. και η Μαρία Σ. κατάλαβαν ότι δεν θα μπορέσουν να αποκτήσουν βιολογικό παιδί.

«Έμεινα έγκυος και ήταν εξωμήτριο. Είχα κάποιες αιμορραγίες και μου απαγόρευσαν οι γιατροί την όποια μετακίνηση. Ένας πολύ καλός φίλος του άνδρα μου, γυναικολόγος κατάλαβε τι μπορεί να σημαίνουν αυτές οι αιμορραγίες και με έστειλε αμέσως στο μαιευτήριο για έλεγχο. Μόλις είδαν τι συνέβαινε μας είπαν ότι πρέπει να τερματιστεί η εγκυμοσύνη και ότι πρέπει να αφαιρεθεί η μια σάλπιγγα. Στο χειρουργείο είδαν ότι και η άλλη είχε πρόβλημα. Βγήκαν και είπαν στον σύζυγό μου τα καθέκαστα. Και εκείνος είπε αμέσως “μην την ταλαιπωρούμε άλλο, κάντε ότι πρέπει να γίνει”. Και εκεί τελείωσε η ιστορία μου...» μου λέει η Μαρία, 68 ετών

Η ιστορία τους άργησε πολύ να έχει «καλό τέλος». Είχε πολλή αναμονή, πολλές απογοητεύσεις περιμένοντας ένα τηλέφωνο από το Μητέρα. Τελικά το καλό τέλος ήρθε το 1985 όταν η Μαρία ήταν πια 36 ετών και το παιδί της 30 ημερών.

Τη συνάντησα στο γραφείο της. Ο σύζυγός της έχει φύγει από τη ζωή, πριν από 8 χρόνια. Ο γιος της σήμερα είναι 32 ετών και δεν θέλει να συζητάει μπροστά του αυτές τις εμπειρίες της. Δεν μου εξηγεί τον λόγο αλλά υποψιάζομαι ότι έτσι θεωρεί ότι τον προστατεύει από τον πόνο που ένιωσε η ίδια.

Η ιστορία τους άργησε πολύ να έχει «καλό τέλος». Είχε πολλή αναμονή, πολλές απογοητεύσεις περιμένοντας ένα τηλέφωνο από το Μητέρα. Τελικά το καλό τέλος ήρθε το 1985 όταν η Μαρία ήταν πια 36 ετών και το παιδί της 30 ημερών

Πόνο μόνο όσον αφορά στην υπόθεση της υιοθεσίας, γιατί κατά τ' άλλα η ζωή τους ήταν πολλή όμορφη. Κάτι που φροντίζει να μου υπενθυμίζει συχνά κατά τη διάρκεια της συζήτησής μας, λέγοντας μου κάθε τόσο και μια ιστορία για τα ταξίδια που έκανε με τον σύζυγό της και για τη στήριξη που έδινε ο ένας στον άλλον. «Ταξίδια να δεις. Και πού δεν είχαμε πάει».

Αλλά, παρά την όμορφη ζωή, πάντα ήθελαν ένα παιδί για να συμπληρώσει την ευτυχία τους. Πέρασε ένα διάστημα για να ηρεμήσουν και οι δύο από την περιπέτεια με το εξωμήτριο και μετά αποφάσισαν να υιοθετήσουν. «Κάναμε αίτηση στο κέντρο βρεφών “Η Μητέρα” στις αρχές της δεκαετίας του '80 -το '80, το '81, δεν θυμάμαι- και μας είπαν ότι θα μας ειδοποιήσουν. Περιμέναμε, περιμέναμε, δεν μας ειδοποιούσαν. Ξέρεις πόσα χρόνια περιμέναμε; Τέσσερα! Παίρναμε τηλέφωνο και μας έλεγαν ότι υπήρχε σειρά προτεραιότητας».

Και τότε έγινε κάτι αναπάντεχο. «Για να δεις πόσες ατυχίες... Το καλοκαίρι πριν πάρουμε το αγόρι μας, μας είχαν πάρει τηλέφωνο από το Μητέρα και μας είπαν για δύο αδέρφια. Μας ρώτησαν αν τα θέλαμε. Τα παιδιά ήταν μεγάλα, 3-4 ετών. Αλλά δεν είχαμε πρόβλημα να πάρουμε πιο μεγάλα παιδιά. Είπαμε αμέσως ναι και μας είπαν ότι θα μας ειδοποιήσουν. Ο άντρας μου έπρεπε να κάνει ένα ταξίδι στην Αυστραλία και θα πήγαινα και εγώ μαζί του. Αλλά έμεινα εδώ μήπως και μας ειδοποιήσουν. Τότε συνέβη κάτι φοβερό: κόπηκε το τηλέφωνο λόγω βλάβης σε όλη την περιοχή. Όταν αποκαταστάθηκε η βλάβη με πήραν από το Μητέρα και μου είπαν ότι μας έψαχναν και ότι σταματά το θέμα αυτής της υιοθεσίας, επειδή η μάνα τους δεν υπέγραφε για να δοθούν τα παιδιά και έπρεπε να παρέμβει εισαγγελέας. Φαντάζεσαι πως ήμασταν...».

Ο σύζυγός της, που ήταν πάντα μεγάλο στήριγμά της, την καθησύχασε. Έμεινε άλλες 15 ημέρες στην Ελλάδα και μετά έφυγε για την Αυστραλία για να τον βρει. «Ήταν από τα πιο ωραία ταξίδια της ζωής μου» μου εξιστορεί.

Λίγες ημέρες μετά την επιστροφή τους, την άνοιξη του 1985, ήρθε το μεγαλύτερο δώρο.

«Μόλις γυρίσαμε ήρθε ο μικρός μας. Ήταν 30 ημερών όταν τον πήραμε. Μας πήρε τηλέφωνο ο γιατρός, αυτός που σου έλεγα. Ήξερε την περίπτωσή μου και είχε πει στον άντρα μου πως αν του τύχει κάτι θα του έλεγε. Και του έτυχε...

Όταν πήρε τηλέφωνο τον άντρα μου του είπε “πρέπει να αποφασίσεις τώρα γιατί είναι ένας άλλος γιατρός, έτοιμος σαν κοράκι να το πάρει”».

Ρωτάω εάν του έδωσαν λεφτά γιατί υπάρχουν αρκετοί γιατροί που κάνουν αυτό το πράγμα με το αζημίωτο.

«Δεν ξέρω τι κάνουν οι άλλοι γιατροί, ο δικός μας δεν ζήτησε λεφτά, δεν το έκανε γι' αυτό!» μου λέει έντονα.

«Στο δικαστήριο ήρθε και η μητέρα του παιδιού μου. Όταν βγήκαμε από την αίθουσα και όλα είχαν τελειώσει, μας έπιασαν και τις δύο τα κλάματα. Και βγήκαμε από εκεί αγκαλιά»

Μου εξηγεί πως ο γιατρός είχε γνωρίσει τη βιολογική μητέρα και την ιστορία της. Είχε τελειώσει το γυμνάσιο (εξατάξιο) και για λίγο δεν κατάφερε να μπει σε κάποια σχολή. «Πανεπιστημιακή, παρακαλώ», μου λέει με υπερηφάνεια, σαν να μιλά για κάποιον πολύ δικό της άνθρωπο. Τελικά εργάστηκε σε ένα ανθοπωλείο στην Κηφισιά όπου πήγαινε κάποιες φορές ο γιατρός. Όταν ήταν έγκυος έγινε ένα τροχαίο. Ο πατέρας του παιδιού δεν έζησε, η ίδια έζησε. Μόνη της δεν μπορούσε να το μεγαλώσει. Έτσι πήρε την απόφαση να το δώσει για υιοθεσία.

Έμαθε για την Μαρία και τον Μάνο από τον γιατρό και αποφάσισε να τους δώσει το παιδί της. Εκείνη είχε κάνει ένα χαρτί ότι συναινεί στην υιοθεσία. «Το έχω ακόμη το πρωτότυπο, ακόμη και στο δικαστήριο αντίγραφο έδωσα», μου λέει σαν να πρόκειται για κάποιο πολύτιμο αντικείμενο που φιλάει σαν κόρη οφθαλμού. Μετά από 7 μήνες έγινε το δικαστήριο.

«Όταν τον πήραμε, με έτρωγε το άγχος, φοβόμουν μήπως κάτι συμβεί, μέχρι να γίνει το δικαστήριο. Μετά το δικαστήριο μπόρεσα να ξανακοιμηθώ ήρεμη».

Σε όλη τη διάρκεια της συζήτησης δεν έχει κλάψει. Μέχρι που φτάνουμε στο δικαστήριο. «Έχω περάσει κάποιες στιγμές που δεν ξεχνιούνται και συναισθήματα που δεν απαλύνονται. Στο δικαστήριο ήρθε και η μητέρα του παιδιού μου. Μας ρώτησε ο δικαστής, όλες τις πλευρές, εάν συμφωνούμε με την υιοθεσία και πήγαμε να υπογράψουμε. Όταν βγήκαμε από την αίθουσα του δικαστηρίου και όλα είχαν τελειώσει, μας έπιασαν και τις δύο τα κλάματα. Και βγήκαμε από εκεί αγκαλιά».

Εκείνη δεν έχει επικοινωνήσει από τότε. «Μετά το δικαστήριο δεν την είδαμε ξανά. Αλλά αν μου έλεγε ότι ήθελε να δει το παιδί, εγώ δεν θα είχα πρόβλημα».

Το παιδί το ξέρει από μικρός ότι είναι υιοθετημένος, αλλά ήταν και κάποιες φορές που πέρασε τραγικές στιγμές, όπως μου λέει η Μαρία. Πειράγματα στο σχολείο και άλλα τέτοια. Και εκείνη πάντα προσπαθούσε να τον καθησυχάσει. Τώρα που μεγάλωσε έχει άλλες αγωνίες: να στεριώσει στη δουλειά του, να βρει μια καλή κοπέλα να παντρευτεί. Τις συνηθισμένες δηλαδή αγωνίες όλων των γονιών.

Στην Ελλάδα επιτρέπονται τρεις μορφές υιοθεσίας: η κρατική, η ιδιωτική και η διακρατική.

Η πρώτη μας ιστορία είναι ένα παράδειγμα ιδιωτικής υιοθεσίας. Σε αυτή την περίπτωση η υιοθεσία του παιδιού ουσιαστικά γίνεται χωρίς τη διαμεσολάβηση ιδρύματος ή κάποιας κοινωνικής υπηρεσίας. Η επαφή των θετών γονέων με τους βιολογικούς γίνεται ή απευθείας, εάν γνωρίζονται, ή μέσω κάποιου γνωστού που γνωρίζει τις δύο περιπτώσεις ή μέσω κάποιου δικηγόρου ή γυναικολόγου -που είναι και το πιο συνηθισμένο. Στη συνέχεια ακολουθείται ακριβώς η ίδια διαδικασία με αυτή που ακολουθείται στις υιοθεσίες μέσω ιδρυμάτων: συναίνεση των δύο γονέων και δικαστήριο που επικυρώνει την υιοθεσία.

Όλη αυτή η διαδικασία είναι νόμιμη στη χώρα μας -που είναι μια από τις λίγες χώρες του κόσμου που επιτρέπει την ιδιωτική υιοθεσία.

Στην Ελλάδα επιτρέπονται τρεις μορφές υιοθεσίας: η κρατική, η ιδιωτική και η διακρατική. Η πρώτη μας ιστορία είναι ένα παράδειγμα ιδιωτικής υιοθεσίας. Σε αυτή την περίπτωση η υιοθεσία του παιδιού γίνεται χωρίς τη διαμεσολάβηση ιδρύματος ή κάποιας κοινωνικής υπηρεσίας

Τα παιδιά παραδίδονται στους θετούς γονείς, μαζί με μια επιστολή των βιολογικών γονέων που δηλώσουν ότι με την θέληση τους δίνουν το παιδί προς υιοθεσία. Στη συνέχεια οι θετοί γονείς καταθέτουν μία αίτηση στην Διεύθυνση Κοινωνικής Μέριμνας στην Περιφέρειάς τους, λέγοντας ότι έχουν το παιδί στο σπίτι τους και ζητούν την υιοθεσία του. Βάσει της ελληνικής νομοθεσίας, τότε ξεκινά η έρευνα για τους θετούς γονείς, η οποία πρέπει να ολοκληρωθεί μέσα σε 6 μήνες. Εφόσον ολοκληρωθεί η διαδικασία, η υπόθεση πάει στο δικαστήριο προκειμένου να επισημοποιηθεί η πράξη υιοθεσίας. Στο δικαστήριο πρέπει να παραβρεθούν και οι φυσικοί και οι θετοί γονείς ή εκπρόσωποι τους.

Η παρανομία ξεκινά αν οι θετοί γονείς δώσουν χρήματα για να αποκτήσουν το παιδί -είτε στους βιολογικούς γονείς, είτε στον διαμεσολαβητή. Κάτι που δύσκολα τεκμηριώνεται. Πηγή, που δεν θέλησε να κατονομαστεί, μου είπε ότι σήμερα, με 15.000 ευρώ, μπορεί ο οποιοσδήποτε να υιοθετήσει άμεσα παιδί χωρίς να περάσει όλη τη διαδικασία της αναμονής. Υπάρχουν κυκλώματα γιατρών και δικηγόρων. «Αν έχεις μέσο και χρήματα παίρνεις μωρό και αύριο. Και ανάλογα με την ηλικία του παιδιού, πάει και η τιμή» μου λέει χαρακτηριστικά.

Εκτός ωστόσο από τον προφανή κίνδυνο, να αποδειχθεί η αγοραπωλησία, υπάρχουν και άλλα σοβαρά ζητήματα.

«Το απαράδεκτο είναι ότι το παιδί γίνεται αντικείμενο διαπραγμάτευσης. Δεν το καταλαβαίνουν όσοι μπαίνουν σε αυτή τη διαδικασία αλλά αφήνει τα σημάδια της στο παιδί και σ΄ όλους. Αυτό το “πόσα έδωσες και με πήρες;”. Είναι «μια βαριά πέτρα» στη πλάτη της νέας οικογένειας, που την κάνει πιο ευάλωτη”. Πρέπει να σταματήσει αυτή η πρακτική υιοθεσίας. Στιγματίζει τους πάντες», μου λέει η πρόεδρος του Κέντρου Κοινωνικής Πρόνοιας Περιφέρειας Αττικής, Σοφία Κωνσταντέλλια, σε μια εφ' όλης της ύλης συζήτηση που κάναμε όταν τη συνάντησα στο γραφείο της.

Αντίθετα, θεωρεί τις περιπτώσεις της ιδιωτικής υιοθεσίας που δεν έχουν δοθεί χρήματα, τις πιο σωστές. «Κατά τη γνώμη μου είναι ακόμη πιο υγιές από όλους τους τύπους της υιοθεσίας. Να αποδέχεται ένας φυσικός γονέας ότι δεν μπορεί να μεγαλώσει το παιδί του, του δίνει την ευχή του και το εμπιστεύεται σε κάποιους που εκτιμάει για να το μεγαλώσουν με αγάπη και επάρκεια. Αυτά γινόντουσαν όμως σε πολύ παλιότερα χρόνια».

Ιδιωτική είναι και η υιοθεσία που γίνεται μέσω ΜΚΟ, όπως μου εξηγεί η κ. Κωνσταντέλλια. Απλά ακολουθείται μια διαδικασία, εν γνώση των εισαγγελέων και των δικαστικών, όπου το ζευγάρι γίνεται πρώτα «ανάδοχος φιλοξενίας», μετά ανάδοχος και μετά ρυθμίζεται δικαστικά η υιοθεσία ανάμεσα στον φυσικό και τον θετό γονέα, ή με την δικαστική αναπλήρωση της συναίνεσής του.

Περίπτωση 2η: Ταξίδι στην Αιθιοπία

gousis

«Μαύρη; Το κολάν σου είναι μαύρο. Εγώ είμαι σοκολατένια!».

Κάπως έτσι δύο παιδάκια 4 ετών ενός επαρχιακού χωριού της Ελλάδας έπαιρνα το πρώτο τους μάθημα για το τι εστί «διαφορετικότητα». Την παραπάνω φράση την είπε η Κ. στον παιδικό σταθμό, σε ένα άλλο παιδάκι που προσπάθησε να παρουσιάσει τη διαφορετικότητά της ως αρνητικό. Η απάντηση που έδωσε η μικρή Κ. ήταν αυτή που έμαθε από την οικογένειά της. Ότι εκείνη και ο μεγάλος της αδερφός της είναι μαύρη σοκολάτα, η μαμά με τον μπαμπά και την μπέμπα είναι λευκή σοκολάτα. Αλλά όλοι τους είναι σοκολάτα.

Η Μαρία και ο Θανάσης ήθελαν από την αρχή τα ίδια πράγματα. Έψαξαν αμέσως για τη διακρατική υιοθεσία. Ενάμιση χρόνο μετά, μείον 25.000 ευρώ και πολύ-πολύ ψάξιμο, η Μαρία επέστρεψε από την Αιθιοπία με δύο μωρά στην αγκαλιά. Τον τελευταίο χρόνο ήρθε ένα ακόμη

Η Μαρία και ο Θανάσης είναι ένα νέο ζευγάρι που ζει σε ένα μικρό, ορεινό χωριό της επαρχίας. Από τους πρώτους μήνες της σχέσης τους κατάλαβαν ότι ήθελαν τα ίδια πράγματα. Όπως ότι θέλουν να υιοθετήσουν, άσχετα εάν θα κάνουν δικά τους παιδιά.

Στον πρώτο χρόνο της σχέσης αρραβωνιάστηκαν, άρχισαν τις προσπάθειες για δικό τους παιδί, αλλά δεν προέκυψε. Χωρίς να υπάρχει κάποιο πρόβλημα. «Τότε μου λέει ο άντρας μου ότι αφού έχουμε αποφασίσει να υιοθετήσουμε, ας ξεκινήσουμε τη διαδικασία», μου διηγείται η Μαρία.

Έψαξαν αμέσως για τη διακρατική υιοθεσία. «Έκανα έρευνα σε Ασία, Αφρική, παντού. Είχα στείλει email σε πρεσβείες, προξενεία, όπου μπορείς να φανταστείς».

Ενάμιση χρόνο περίπου μετά, μείον 25.000 ευρώ, πολύ-πολύ ψάξιμο και προσωπική έρευνα, γύρισε στην Ελλάδα από την Αιθιοπία με δύο μωρά στην αγκαλιά. Τον τελευταίο χρόνο στην οικογένεια προστέθηκε ένα ακόμη μέλος, το κοριτσάκι που έφεραν στον κόσμο η Μαρία και ο Θανάσης.

«Στις 17 Ιανουαρίου του 2013 κατέθεσα τα χαρτιά μας και στις 24 Απριλίου του 2014 γύρισα στη Ελλάδα με τα δύο μας παιδιά. Αλλά όλο αυτό με πολύ-πολύ κυνήγι», μου λέει.

Ξεκίνησε με έρευνα από το ίντερνετ, μίλησε μέσω Facebook με ανθρώπους που είχαν υιοθετήσει από το εξωτερικό και πολλοί της είπαν ότι αυτές οι υιοθεσίες γίνονται μέσω ΜΚΟ. «Δεν ισχύει, γιατί μπορείς να πας και μόνος σου», που λέει κατηγορηματικά. Η Μαρία ξεκίνησε τις επαφές με αυτή τη ΜΚΟ και όταν της είπαν ότι μπορεί να πάρει και δυόμιση χρόνια αποφάσισε να το ψάξει μόνη της.

Έτσι έκανε ένα επιπλέον ταξίδι στην Αιθιοπία για να μπορέσει να βγάλει άκρη. «Στις διακρατικές πρέπει να έχεις στον φάκελό σου ό,τι έγγραφα απαιτεί το κράτος σου συν ό,τι απαιτεί η νομοθεσία του κράτους από το οποίο θέλεις να υιοθετήσεις».

Τα βήματα που ακολουθείς, όπως μου τα περιέγραψε, είναι τα εξής:

  • Αίτηση στην πρεσβεία της Αιθιοπίας εδώ στην Ελλάδα,
  • γράφει ένα γράμμα για τους λόγους για τους οποίους θέλει να υιοθετήσει, στα αγγλικά και στα ελληνικά,
  • τρεις συστατικές επιστολές φίλων,
  • για να ολοκληρωθεί ο φάκελος χρειάζεται έκθεση αξιολόγησης, όπως και για ελληνική υιοθεσία. Αυτό σημαίνει έγκριση από κοινωνικό λειτουργό, ψυχιατρική γνωμάτευση των γονιών (και των παιδιών αν υπάρχουν), πιστοποιητικό υγείας για μεταδιδόμενα νοσήματα, εκκαθαριστικό (που δεν έχει όριο αλλά ζητούν τουλάχιστον ο ένας από τους δύο να έχει σταθερή δουλειά και καταγράφεται στα θετικά η ιδιοκτησία σπιτιού).
  • Παράλληλα ζητάς από την πρεσβεία να ενημερώσει την Περιφέρεια στην οποία υπάγεται ο ενδιαφερόμενος για την υιοθεσία.

«Μόλις ετοιμαστεί αυτός ο φάκελος, είτε τον πας εσύ, είτε τον στέλνει η Περιφέρεια στον δικηγόρο που έχεις επιλέξει, ο οποίος πρέπει να είναι Αιθίοπας», μου εξηγεί.

«Εγώ πλήρωσα στον δικηγόρο μας 9.000 ευρώ για τα δύο παιδιά και τώρα που έχει γίνει και λίγο της μόδας η υιοθεσία από την Αιθιοπία, ζητάει 18.000 ευρώ», μου λέει ενοχλημένη.

Στον φάκελο έχεις δηλώσεις εάν θες ένα παιδί, δύο, αγόρι, κορίτσι, από τάδε ηλικία μέχρι τάδε κτλ.

Φυσικά, όλα αυτά πρέπει να μεταφραστούν επίσημα από το υπουργείο Εξωτερικών και να επικυρωθούν. Μόνο αυτά κόστισαν 1.500 ευρώ, μου λέει η Μαρία.

«Αν γίνει ο φάκελος μέσω της ΜΚΟ είναι συν 1.000 για να σου κάνει τον φάκελο».

Το παιδί πως το βρίσκεις;

«Τώρα μπορεί να σου βρει το παιδί ο δικηγόρος, στέλνει φωτογραφίες και κάνεις το ταξίδι για να το δεις και για να γίνει το δικαστήριο».

Η Μαρία πήγε μόνη της να βρει τα παιδιά της. Κατέθεσε τα χαρτιά της στις 17 Ιανουαρίου του 2013. Ενώ έκανε ραντεβού με 20 δικηγόρους, βρήκε μια κυρία που ήταν διευθύντρια σε ένα αμερικάνικο γραφείο και της πρότεινε ένα ορφανοτροφείο. Της είπε ότι δεν είχε τον χρόνο να ασχοληθεί προσωπικά εκείνη και μετά μεσολάβησε ο δικηγόρος που βρήκαν.

«Είχα βγάλει εισιτήρια για μια εβδομάδα. Τα αλλάζω, τα κάνω για 3 ημέρες μετά. Την 8η ημέρα, στις 4 Ιουλίου, βρέθηκε το πρώτο παιδί, ο Γ., και μετά από 2 ημέρες βρέθηκε η Κ.», θυμάται.

Η Κ. ήταν 2 μηνών και ο Γ. 4 μηνών.

Τα δύο παιδιά δεν είναι βιολογικά αδέρφια και βρέθηκαν σε διαφορετικά ιδρύματα, 250 χλμ. μακριά.

Η Μαρία θα είχε καταφέρει να έρθει νωρίτερα με τα παιδιά της στην Ελλάδα αν δεν υπήρχαν κάποιες καθυστερήσεις και ατυχίες που μετέφεραν την ημερομηνία όπου όλη η οικογένεια θα συναντιόταν στο Ελ. Βενιζέλος.

«Είπα από την αρχή ότι θα το λέω σε όλους και ήμουν σίγουρη ότι θα είχε καλύτερο αποτέλεσμα. Και όντως. Στην αρχή έγινε κουτσομπολιό. Τώρα είναι σαν τα παιδιά μου να έχουν 140 παππούδες και γιαγιάδες»

Μεταξύ αυτών, ήταν και το γεγονός ότι, μετά από καθυστέρηση της έκθεσης της κοινωνικής λειτουργού, ο επίσημος φάκελος έφτασε στην Αιθιοπία ένα μήνα αφού βρέθηκαν τα παιδιά. Μήνα Αύγουστο που έκλειναν τα δικαστήρια, που σήμαινε ότι έπρεπε να περιμένει για την δίκη μέχρι τον Οκτώβριο που άνοιγαν ξανά. Στη συνέχεια της είπε ο δικηγόρος ότι ενώ τα χαρτιά του Γ. για το δικαστήριο ήταν έτοιμα, δεν ήταν της Κ. «Εγώ ήθελα να πάρω και τα δύο παιδιά μου μαζί. Φοβόμουν μήπως γίνει κάτι και δεν πάρω την Κ. μετά. Έτσι περίμενα». Σε αυτό το διάστημα αλλάζει ο αιθιοπικός νόμος για τις υιοθεσίες, πράγμα που σημαίνει ότι τους ζητούσαν επιπλέον χαρτιά. «Τελικά έγινε το δικαστήριο πρωταπριλιά -σαν αστείο μου φαινόταν- για τον Γ. και μετά από 10 περίπου ημέρες για την Κ. Ευτυχώς δέχτηκε η δικαστής να μου καθαρογράφει τις δύο αποφάσεις σε μια, γιατί διαφορετικά θα έπρεπε να κάνω δύο δικαστήρια επικύρωσης στην Ελλάδα» μου λέει.

Μετά το δικαστήριο έπρεπε να βγει βίζα για τα παιδιά και διαβατήριο (αιθιοπικό γιατί ακόμη ήταν Αιθίοπες). Στην Ελλάδα μετά γίνεται άλλο δικαστήριο επικύρωσης και με το χαρτί αυτό γράφονται στο ληξιαρχείο και παίρνουν την ελληνική υπηκοότητα.

«Όταν πάτησα το πόδι μου στην Ελλάδα ένωσα μια λύτρωση. Ότι φτάσαμε και όλα πήγαν καλά. Μου έλεγαν όλοι ότι στην εγκυμοσύνη νιώθεις διαφορετικά. Όταν πήρα τον Γ. για πρώτη φορά αγκαλιά, ήταν σαν να τον έχω γεννήσει. Το πίστευα ότι δεν έχει καμία διαφορά, τώρα που γέννησα κιόλας μπορώ να το πω με βεβαιότητα. Δεν έχει καμία διαφορά να γεννήσεις και να υιοθετήσεις ένα παιδί. Ίσα – ίσα, στον Γ. ένιωσα πιο έντονα συναισθήματα από ότι στην μπέμπα, αφού ήταν το πρώτο μου παιδί. Η μπέμπα δεν είναι το πρώτο μου, είναι το τρίτο μου. Το ίδιο μου λέει και ο Θανάσης. Εκείνος δεν είχε έρθει Αιθιοπία μαζί μου και είδε τα παιδιά πρώτη φορά από κοντά στο αεροδρόμιο. Ήμασταν πολύ συγκινημένοι, δεν πρόκειται να ξεχάσω αυτή τη στιγμή.

Και θα σου πω κάτι που μπορεί να σου φανεί περίεργο. Στην εγκυμοσύνη υπήρχε μια επιπλοκή και όταν έμπαινα στο χειρουργείο για την μπέμπα έλεγα “να πάνε όλα καλά και να είμαι εγώ καλά, γιατί έχω άλλα δύο παιδιά να μεγαλώσω”. Μου ήταν αδιανόητο ότι εάν πάθω κάτι θα μείνουν αυτά τα παιδιά ορφανά».

Ήταν ορφανά πριν;

«Οι βιολογικές τους μητέρες ζούσαν. Έβαλα ιδιωτικό ερευνητή να τις βρει για να μπορώ να δώσω όσα περισσότερα στοιχεία μπορώ στα παιδιά μου για την καταγωγή τους. Γνώρισα της Κ., του Γ. δεν ήθελε να συναντηθούμε. Από τη μαμά της Κ. έχω φωτογραφίες. Όταν θα είναι περίπου στα 10 θέλω να πάμε μαζί Αιθιοπία. Ήδη ξέρουν ότι ήταν σε άλλη κοιλίτσα. Με ρωτούσαν πολύ στην εγκυμοσύνη, ειδικά ο Γ.: γιατί δεν έχουμε το ίδιο χρώμα, γιατί η μπέμπα είναι λευκή. Τους εξηγώ ότι εκείνοι ήταν σε μια σοκολατένια κοιλιά, σε μια πολύ καλή κυρία που τους πρόσεχε, τους γέννησε όπως γέννησε η μαμά την μπέμπα και επειδή η μαμά και ο μπαμπάς δεν είχαν παιδάκια, τους πήραμε».

Ο περίγυρος πως το αντιμετώπισε; Ζείτε και σε πολύ κλειστή κοινωνία

«Όταν το ανακοινώσαμε ο πεθερός μου δεν μίλησε, είναι και χαμηλών τόνων, αλλά η πεθερά μου είχε σοκαριστεί. “Φαντάζομαι μαύρα θα πάρετε, εεε;” είπε γιατί το έλεγα συνέχεια ότι θα πάμε στην Αφρική», μου λέει η Μαρία και γελάει.

«Όταν έστειλα τις πρώτες φωτογραφίες η Κ. ήταν πάρα πολύ σκούρα -τι να σου πω, μόνο μάτια φαινόντουσαν. Ο Γ. κάτασπρος! Περιττό να σου πω ότι πλέον τους έχουν όλοι πολύ αδυναμία. Ο πεθερός μου για τον Γ, που πήρε και το όνομά του, κάνει χαμό. Και η πεθερά μου πλέον βλέπει την Κ. μελαχρινή και τον Γ. άσπρο. Τα βλέπει πλέον με τα μάτια της καρδιάς. Την πείραζε μια μέρα ο άντρας μου και της έλεγε ότι γίνονται φασαρίες με τις υιοθεσίες και ότι φοβάται μη μας τα πάρουν. Έξαλλη η πεθερά μου! “Όποιος τολμήσει να έρθει”, του είπε, “θα ταμπουρωθούμε!”.

Όσο για το χωριό, είπα από την αρχή ότι θα το λέω σε όλους και ήμουν σίγουρη ότι θα είχε καλύτερο αποτέλεσμα. Και όντως. Το είπαμε πριν τα πάρουμε. Έγινε κουτσομπολιό, “θα πάρουν μαύρα”, “θα υιοθετήσουν”, “γιατί υιοθετούν, ποιος έχει πρόβλημα;” και όλα αυτά. Κάποια στιγμή τους είπα ότι έχω εγώ πρόβλημα και σταμάτησαν τις κουβέντες. Όσο περνούσε ο καιρός, από τη στιγμή που έφερα τις φωτογραφίες, τον Ιούλιο, άρχισε η αναμονή και γι' αυτούς. “Πότε θα έρθουν τα παιδιά” και τέτοια. Σιγά-σιγά όλοι άρχισαν να τα προσμονούν. Έτσι, όταν ήρθαν τα παιδιά, ήταν κάτι φυσιολογικό, είχαν εξοικειωθεί με την ιδέα. Τώρα είναι σαν να έχουν 140 παππούδες και γιαγιάδες».

Η διακρατική υιοθεσία είναι συνήθως πιο γρήγορη από την κρατική (περίπου δύο χρόνια έναντι τεσσάρων) αλλά και πιο ακριβή γιατί περιλαμβάνει ταξίδια στο εξωτερικό, αμοιβή δικηγόρου από το εξωτερικό, μεταφράσεις που κοστίζουν ακριβά κ.α.

«Η Ευρώπη έχει στραφεί προ πολλών ετών στις διακρατικές υιοθεσίες, αφού δεν υπάρχουν παιδιά ελεύθερα για υιοθεσία που να προέρχονται από τις Ευρωπαϊκές χώρες», μου λέει η κ. Κωνσταντέλλια.

Η Ελλάδα κύρωσε τη Σύμβαση της Χάγης το 2009, βάσει της οποίας ένα ζευγάρι μπορεί να καταθέσει αίτηση διακρατικής υιοθεσίας για παιδί από άλλο κράτος που επίσης έχει κυρώσει τη Σύμβαση της Χάγης.

Οι υποψήφιοι γονείς, αφού λάβουν τα στοιχεία του παιδιού θα πρέπει να ταξιδέψουν στη χώρα που βρίσκεται και η διαδικασία της υιοθεσίας γίνεται ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου της χώρας, σύμφωνα με το ισχύον δίκαιο. Μετά χρειάζεται επικύρωση από το ελληνικό δικαστήριο.

Για να προχωρήσει μία διακρατική υιοθεσία είναι αναγκαίο η νομοθεσία των εμπλεκόμενων χωρών να είναι συμβατή στα θέματα υιοθεσίας.

Πολύ βασικό, λοιπόν, είναι πριν από οποιαδήποτε κίνηση να ελέγχεται το τρέχον νομικό καθεστώς της κάθε χώρας και οι ακριβείς όροι των διακρατικών συμφωνιών, που κατά περιόδους μπορεί να τροποποιούνται. «Για παράδειγμα η Κίνα απέσυρε κάποια στιγμή τις μονογονεϊκές οικογένειες από τη συμφωνία με την Ισπανία. Άρα πρέπει πρώτα να ελεγχθεί τι ισχύει σε κάθε χώρα που κάποιος θέλει να απευθυνθεί», εξηγεί η κ. Κωνσταντέλλια. Η αρμόδια διεύθυνση στο υπουργείο δίνει πληροφορίες και ο δικηγόρος του ζεύγους ελέγχει την πρόσφατη νομοθεσία της ενδιαφερόμενης χώρας μέσω του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου.

Περίπτωση 3η: Χωρίς την αδερφή του

gousis

Αν αφήναμε ένα παιδί να αφηγηθεί την τρίτη ιστορία μας, θα περιέγραφε ένα παραμύθι με δράκους, ένα χτυπημένο αγόρι, ένα νοσοκομείο και τον ήρωά του που φέρνει το happy end. Ειδικά εάν την έλεγε ο μικρός Δ. με το έντονο -και λίγο θεατρικό- ταμπεραμέντο του. Εγώ την έμαθα στο Παίδων «Αγία Σοφία» όταν έκανα το θέμα για τα «εισαγγελικά παιδιά» (σ.σ. τα παιδιά που απομακρύνονται από την οικογένειά τους με εντολή εισαγγελέα).

Ο μικρός Δ. είναι ένα από τα πολλά παιδιά που βρίσκονταν για μήνες στο νοσοκομείο, περιμένοντας πότε θα δοθεί η εντολή να μεταφερθεί σε κάποιο ίδρυμα ώστε να μπορέσει να τον πάρει κάποια οικογένεια.

Για την ακρίβεια έμεινε στο Παίδων 457 ημέρες μέχρι να μεταφερθεί στην Παιδόπολη «Άγιος Ανδρέας», το ίδρυμα για μεγαλύτερα παιδιά. Μαζί του στο νοσοκομείο ήταν και η αδερφή του, μικρότερη, το πολύ 2 ετών, που όμως έφυγε νωρίτερα από εκείνον και μεταφέρθηκε σε άλλο ίδρυμα.

Στο νοσοκομείο ο μικρός Δ. δέθηκε με έναν εργαζόμενο, τον Γιώργο Σ. που τον βοηθούσε σχεδόν από την πρώτη μέρα. Και ο Γιώργος δέθηκε με τον μικρό και έτσι, σιγά-σιγά, ήρθε η αναδοχή.

«Είχαμε ήδη κάνει κάποιες διαδικασίες για υιοθεσία από πριν, αλλά δεν το είχαμε κυνηγήσει πολύ, σκεφτόμασταν μήπως κάνουμε δικό μας παιδί», μου λέει ο Γιώργος. Μετά ήρθε στη ζωή του ο Δ.

Ο μικρός Δ. είναι ένα από τα παιδιά που βρίσκονταν για μήνες στο νοσοκομείο, περιμένοντας πότε θα δοθεί η εντολή να μεταφερθεί σε κάποιο ίδρυμα. Για την ακρίβεια έμεινε στο Παίδων 457 ημέρες μέχρι να πάει στην Παιδόπολη «Άγιος Ανδρέας». Μαζί του στο νοσοκομείο ήταν και η μικρότερη αδερφή του, που όμως έφυγε νωρίτερα για άλλο ίδρυμα

Αναρωτιέμαι γιατί αναδοχή και όχι υιοθεσία. «Δεν ξέραμε αν μπορούσαμε να κάνουμε αμέσως υιοθεσία, έχω την αίσθηση ότι δεν μπορούμε αν δεν περάσουν δύο χρόνια», μου εξηγεί. Αλλά από ότι καταλαβαίνω από τη συζήτηση, προτιμά να πάνε τα πράγματα αργά, βήμα-βήμα, για να είναι πιο εύκολο για το παιδί, που ούτως ή άλλως ήταν μεγάλο, με μνήμες και εμπειρίες, όταν τον γνώρισε.

«Συνήθως αυτά τα παιδιά έχουν και κάποια προβλήματα, ανάλογα με το πως έχουν μεγαλώσει. Άλλα δεν μιλάνε καλά, άλλα έχουν κακοποιηθεί, άλλα έχουν παραμεληθεί. Όταν τον γνώρισα ήταν ακόμα στην κούνια. Ήταν τριών, τεσσάρων ετών. Δεν μιλούσε καλά, κραυγές έβγαζε».

Τώρα το παιδί είναι 7 χρονών και είναι με την οικογένεια σχεδόν 2 χρόνια. Όταν έφυγε από το νοσοκομείο πήγε στο «Άγιος Ανδρέας», έμεινε 6 μήνες και μετά έγινε η αναδοχή.

«Στην αρχή τον παίρναμε 2 ώρες κάθε μέρα, μετά Σαββατοκύριακο κτλ. Έγιναν σιγά-σιγά οι διαδικασίες. Αυτό κράτησε περίπου 6 μήνες, μετά ήρθε κανονικά σπίτι. Εμάς μας διευκόλυνε το γεγονός ότι γνωριζόμασταν από πριν και είχε δεθεί μαζί μου. Τον γνώρισε και η γυναίκα μου και δέθηκε και μαζί της».

Δεν θέλετε να γίνει κανονική υιοθεσία;

«Ναι, αλλά για αυτό πρέπει να γίνει η κατάλληλη προετοιμασία και να δοθεί χρόνος. Θεωρούμε ότι το παιδί δεν είναι ακόμη έτοιμο. Γιατί, για παράδειγμα, μας λέει ότι δεν θέλει να αλλάξει όνομα. Δεν μπορείς να του πεις “σου αφαιρώ το επίθετο”. Δεν ξέρω κι αν μπορεί να κρατήσει και τα δύο. Στο σχολείο όμως δεν γράφει το επίθετό του, ούτε το δικό μας. Έχει εφεύρει ένα άλλο. Το έχει σαν παιχνίδι και είπε στην τάξη να αλλάξουν όλοι οι μαθητές τα επίθετα. Ίσως να είναι το πρώτο στάδιο αυτό. Μακάρι. Εμείς δεν βιαζόμαστε».

Η αναδοχή είναι μια άλλη διαδικασία από την υιοθεσία. Όπως μου εξηγεί, την επιμέλεια του παιδιού την κρατά το ίδρυμα. «Για να καταλάβεις, εμείς θελήσαμε να πάμε με το παιδί ένα ταξίδι στη Θεσσαλονίκη και χρειαζόμασταν άδεια από το ίδρυμα. Δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά».

Επίσης, όπως μου λέει, εάν στην αναδοχή οι γονείς κριθούν κατάλληλοι, μπορεί να φύγει το παιδί από την οικογένεια και να πάει στους γονείς.

Αυτό δεν είναι ψυχοφθόρο;

«Και βέβαια είναι. Και το ξέραμε. Το ήξερα ότι μπορεί να γίνει έτσι. Ή να ερωτηθεί το παιδί που θέλει να πάει. Δεν είναι ψυχοφθόρο αυτό για ένα παιδί; Να μοιράζεται;».

Με την αδερφή του, που ακόμη βρίσκεται σε ίδρυμα, μακριά από τον αδερφό της, τι γίνεται;

«Αυτό που μας ενδιαφέρει πιο πολύ είναι να ενωθούν τα παιδιά. Εδώ υπάρχουν κάποιες δυσκολίες. Δεν την έχει δώσει το ίδρυμα. Το παιδί την θέλει. Μου είχε πει όταν ήταν ακόμη στο νοσοκομείο ότι το μόνο που θέλει είναι να βρεθεί με την αδερφή του.

Εμείς έχουμε κάνει αίτηση και για εκείνη. Ακριβώς δεν ξέρουμε τι συμβαίνει. Έχει αναλάβει την υπόθεση το ίδρυμα που ήταν ο μικρός». Όπως μου εξηγεί, στην αρχή που ζητούσαν να την πάρουν, τους είπαν ότι το κορίτσι δεν το ζητάει (σ.σ. να πάει σε εκείνους). «Πως να το ζητάει, το κορίτσι δεν θυμάται, ήταν πολύ μικρή όταν ήταν εδώ» (σ.σ. στο Παίδων). Τώρα μαθαίνουν ότι υπάρχουν υποψήφιοι γονείς για την μικρή αλλά ακόμη δεν έχει γίνει υιοθεσία. «Αυτό το θέμα είναι σε διαδικασία. Μας είπαν ότι αφού υπάρχει νόμος θα εφαρμοστεί ο νόμος. Ο νόμος λέει ότι τα αδέρφια πρέπει να βλέπονται μια φορά κάθε μήνα. Σε εμάς δεν τηρείται ούτε αυτό. Και να ξέρετε, θα είναι ένα μεγάλο κενό για το παιδί, να ξέρει ότι έχει αδερφή και να μην μπορεί να τη δει. Αυτό είναι το θέμα για εμάς. Τίποτα άλλο».

«Τους γονείς του δεν θέλει να τους δει. Ο ίδιος λέει ότι ο μπαμπάς του ο παλιός πέθανε».

Σας λέει μπαμπά;

«Εμένα όχι, δεν με λέει μπαμπά γιατί χρησιμοποιεί την ιδιότητα με την οποία με γνώρισε. Όταν όμως τον ρωτάνε άλλοι για παράδειγμα “ποιος σε περιμένει να σε πάρει” λέει “ο μπαμπάς μου”».

Τη σύζυγο;

«Προτιμάει το όνομα αλλά μερικές φορές, όταν θέλει να του κάνει τα χατίρια, τη λέει “μαμά”».

«Είναι χαριτωμένος», μου λέει και φωτίζει όλο του το πρόσωπο. «Όταν έρχεται στο σπίτι ο κοινωνικός λειτουργός τρέχει κάτω στην είσοδο να τον προϋπαντήσει. “Γεια σας κύριε Α. Καλώς ήλθατε κύριε Α. Μας λείψατε!”, του λέει για να τον καλοπιάσει. Και έχει εξάρτηση από τη γυναίκα μου. Δεν κοιμάται μέχρι να έρθει σπίτι η γυναίκα μου από τη δουλειά. “Χωρίς εσένα ζω, χωρίς εκείνη όχι”, μου λέει».

Επανέρχομαι σε αυτό που είχε πει νωρίτερα για τα προβλήματα που έχουν αρκετά εισαγγελικά παιδιά και θέλω να επικεντρωθώ στον Δ.

«Είναι χαριτωμένος», μου λέει και φωτίζει το πρόσωπό του. «Όταν έρχεται στο σπίτι ο κοινωνικός λειτουργός τρέχει κάτω στην είσοδο να τον προϋπαντήσει. “Γεια σας κύριε Α. Καλώς ήλθατε κύριε Α. Μας λείψατε!”, του λέει για να τον καλοπιάσει. Και έχει εξάρτηση από τη γυναίκα μου. “Χωρίς εσένα ζω, χωρίς εκείνη όχι”, μου λέει»

Έκανε λογοθεραπεία;

«Ναι, αλλά οι λογοθεραπείες τελείωσαν, πήγαν πολύ καλά. Έχουμε κι από το νοσοκομείο γνωματεύσεις για υποψία αυτισμού, όμως κάναμε και άλλες εξετάσεις και η ευφυΐα του είναι πάνω από το μέσο».

Γενικά η υποψία αυτισμού δεν δείχνει να προβληματίζει τον Γιώργο. «Πρέπει να λάβουμε υπόψη και τον ιδρυματισμό και δεν μπορείς να βγάλεις το πόρισμα αμέσως, θέλει παρακολούθηση και χρόνο. Βέβαια κάνουμε πολλά κι εμείς. Λογοθεραπεία, ένταξη σε ομάδας -να, σήμερα θα τον πάω- για να μπορέσει να προσαρμοστεί, γιατί το παιδί δεν ήξερε, ήταν στο νοσοκομείο τόσο καιρό. Ήθελε να επικοινωνήσει με κάποιον και τον χτύπαγε».

Είχε κακοποιηθεί από την οικογένεια;

«Δεν ξέρω ακριβώς την αιτία που τον έφεραν εδώ, αλλά φαινόταν το παιδί ότι ήταν σίγουρα παραμελημένο».

Αναφέρει αρκετές φορές την επιθετικότητα. Αλλά όπως μου λέει έχει ελαττωθεί πολύ. «Πέρσι ήταν αγνώριστο το παιδί. Έχει ακόμη μια τάση να είναι πάντα πρώτος και δεν ξέρω εάν έχει να κάνει με τον πατέρα του, που ήταν αυταρχικός. Φαίνεται ότι έχει άσχημες αναμνήσεις το παιδί. Λένε οι ειδικοί ότι ό,τι γίνει, μέχρι τα πέντε. Όταν η μάνα λείπει ή παραμελεί το παιδί, δεν καλύπτεται εύκολα το κενό. Και η επιθετικότητα υπάρχει μέσα στον εγκέφαλο, μεγαλώνει ένα σημείο του εγκεφάλου. Αυτό μετά στην εφηβεία μπορεί να βελτιωθεί. Αναμένουμε...».

Εκτός από την επιθετικότητα, κάτι άλλο που έχει προβληματίσει τον Γιώργο στον Δ. είναι ο φόβος της εγκατάλειψης που ακόμη έχει.

«Έχει αυτό τον φόβο το παιδί -τώρα τελευταία του έχει φύγει λίγο. Το “μη με αφήσετε”. Για παράδειγμα μια φορά, ήμασταν στο αυτοκίνητο και ήταν να τον πάω στον παιδότοπο. Κάτι είχε κάνει -έχει ακόμη επιθετικότητα, το δουλεύουμε- και του λέω ότι αφού χτύπησε παιδί δεν θα μπορέσουμε να πάμε στον παιδότοπο. Είμαστε στο δρόμο λοιπόν και εγώ ήθελα να πάω πρώτα σε ένα κατάστημα. Μόλις είδε ότι προσπεράσαμε τον παιδότοπο άρχισε να φοβάται. “Κατάλαβα που πάμε”, μου λέει. “Αλίμου. Στον Άγιο Ανδρέα με πας”.

Σταματάω το αυτοκίνητο. “Τι είναι αυτά που λες, είναι δυνατόν θα αφήσω το παιδί μου στον Άγιο Ανδρέα;;”. Τότε ηρέμησε. Παλιότερα αρνιόταν να πάει ξανά στον Άγιο Ανδρέα, φοβόταν ότι θα τον αφήναμε εκεί. Τώρα τελευταία δέχτηκε να ξαναπάει για να δει έναν φίλο του που θα έφευγε».

Η αναδοχήείναι ένα άλλο μεγάλο κεφάλαιο στο θέμα «απόκτηση παιδιού», που όμως δεν είναι ακριβώς απόκτηση παιδιού. Μπορεί να είναι ένα πρώτο στάδιο που μπορεί να οδηγήσει στην υιοθεσία ή να είναι μόνο προσωρινή φροντίδα. Χωρίζεται αντίστοιχα στην περίπτωση της αναδοχής με προοπτική την υιοθεσία και την κανονική αναδοχή, που συνεχίζεται η σχέση με τους φυσικούς γονείς. Τα παιδιά που δίνονται για αναδοχή είναι εκείνα που δεν είναι ελεύθερα νομικά να υιοθετηθούν και άρα δεν ανήκουν νομικά στους ανάδοχους γονείς, ή εκείνα που δεν γίνονται δεκτά για υιοθεσία εξαιτίας αναπηρίας ή προβλημάτων υγείας. Και όλοι όσοι μίλησα, μου είπαν το ίδιο πράγμα: τα παιδιά προς αναδοχή είναι πολύ περισσότερα από αυτά για υιοθεσία. Σύμφωνα με την κ. Κωνσταντέλλια, το ποσοστό φτάνει το 90%.

Η αναδοχή είναι ένα άλλο μεγάλο κεφάλαιο στο θέμα «απόκτηση παιδιού», που όμως δεν είναι ακριβώς απόκτηση παιδιού. Μπορεί να είναι ένα πρώτο στάδιο που μπορεί να οδηγήσει στην υιοθεσία ή να είναι μόνο προσωρινή φροντίδα

«Όλα εξαρτώνται από τις ανάγκες του παιδιού» φροντίζει να μου υπενθυμίζει συχνά η κ. Κωνσταντέλλια κατά τη συζήτησή μας.

«Ένα παιδί που βρίσκεται στη φροντίδα του κράτους μπορεί να έχει ανάγκη να βρει οικογένεια για πάντα, μπορεί να έχει ανάγκη οικογένειας για ένα με δύο χρόνια μέχρι ο γονέας του να μπορέσει να ξεπεράσει τις δυσκολίες του -να μπει για παράδειγμα σε ένα πρόγραμμα απεξάρτησης και να καταφέρει να πάρει το παιδί του πίσω. Μπορεί να έχει ανάγκη φροντίδας μόνο για δύο μήνες, γιατί η μαμά του πρέπει να κάνει μια επέμβαση και είναι μονογονεϊκή οικογένεια».

Οι πιο δύσκολες περιπτώσεις είναι εκείνες που οι βιολογικοί γονείς δεν υπογράφουν για να δοθούν τα παιδιά για υιοθεσία ή τα λεγόμενα «εισαγγελικά παιδιά», που καθυστερεί η οριστική απόφαση της δικαιοσύνης για να δοθεί το παιδί για υιοθεσία. Μέχρι να ελευθερωθούν νομικά αυτά τα παιδιά, μπορεί να πάρει και δύο χρόνια, μου λέει η κ. Κωνσταντέλλια.

Και άρα τα περισσότερα από αυτά τα παιδιά πάνε για αναδοχή;

Ναι, πάνε για προσωρινή αναδοχή με προοπτική την υιοθεσία. Είναι μια ενδιάμεση κατάσταση που λειτουργεί υπέρ του παιδιού, για να μην παραμένει σε ίδρυμα, αλλά έχει πολλές ιδιαιτερότητες και βεβαίως η πρόθεση δεν είναι αυτή η κατάσταση να μείνει ως μόνιμη. Οι γονείς που θέλουν να υιοθετήσουν ένα παιδί, όταν το έχουν αναλάβει και είναι σε καθεστώς αναδοχής, συνεχίζουν να έχουν αγωνία για το τι μέλλει γενέσθαι. Αλλά κυρίως υπάρχουν προβλήματα για το ίδιο το παιδί. Δεν μπορούν να το ασφαλίσουν, δεν μπορούν να πάρουν γονική άδεια. Το παιδί τώρα τους έχει ανάγκη, όταν αρχίσει την κοινή ζωή μαζί τους.

Είναι πολλές αυτές οι περιπτώσεις;

Ναι, είναι πάρα πολλές και συν το χρόνο γίνονται ακόμη περισσότερες.

Όλοι όσοι μίλησα, μου είπαν το ίδιο πράγμα: τα παιδιά προς αναδοχή είναι πολύ περισσότερα από αυτά για υιοθεσία. Το ποσοστό φτάνει το 90%

Μια από τις τελευταίες προσπάθειες των αρχών για να μειωθούν τα παιδιά που μένουν στα ιδρύματα, είναι το πρόγραμμα «Ανάδοχη Πρώτη Αγκαλιά». Ζευγάρια ή μόνες γυναίκες με δικά τους παιδιά, ή με εμπειρία γονεϊκού ρόλου, μπορούν μπαίνοντας στο πρόγραμμα να φιλοξενήσουν στο σπίτι τους ένα βρέφος. Το παιδί αυτό, ανάλογα με την ιστορία του, θα μπορεί να μείνει στην ανάδοχη οικογένεια είτε για μικρό χρονικό διάστημα, είτε για μεγάλο μετατρέποντας την αναδοχή σε υιοθεσία.

Περίπτωση 4η: Η επιθυμία για υιοθεσία που έγινε αναδοχή

gousis

«Η μαμά μου κάνει τον καλύτερο καφέ», μου λέει ο Π. Έχει μόλις τελειώσει η συζήτηση που έχω με την μαμά του (Μαρία Λ.) και λέω για μια ακόμη φορά, ενώ πίνω την τελευταία γουλιά, πόσο καλός είναι ο καφές που μου έφτιαξε. Ο Π., 20 χρονών σήμερα, η Μαρία και όλη η οικογένεια, είναι οι πρωταγωνιστές της τέταρτης ιστορίας μας.

Ο Π. μπήκε στο κέντρο βρεφών «Η Μητέρα» όταν ήταν 6 μηνών. Από όσα γνωρίζει η Μαρία, οι βιολογικοί του γονείς έκαναν χρήση ουσιών (η μητέρα ναρκωτικά) και ο εισαγγελέας διέταξε την απομάκρυνσή του από το βλαπτικό οικογενειακό περιβάλλον.

Τότε, σε κάποιο άλλο σημείο της Αθήνας, η Μαρία είχε αποκτήσει ήδη ένα παιδί, ένα κορίτσι που σήμερα είναι 30 ετών, αλλά η προσπάθειά τους για δεύτερο ήταν μια επίπονη περιπέτεια.

Ο Π. μπήκε στο Μητέρα όταν ήταν 6 μηνών με εντολή εισαγγελέα. Έφυγε από εκεί 3 χρονών με αναδοχή και έγινε το νέο μέλος της οικογένειας της Μαρίας

«Ακολούθησαν 4 αποβολές στον 7ο μήνα. Η μια ήταν δίδυμα. Γεννούσα κανονικά! Ζούσαν τα μωρά αλλά για λίγες ημέρες. Ήταν στην πρώτη εβδομάδα του 7ου μήνα. Ποτέ δεν μάθαμε γιατί είχε συμβεί αυτό. Απογοητευμένη μετά την τέταρτη αποβολή, έβλεπα ένα ντοκιμαντέρ για το ίδρυμα Μητέρα και τα εγκαταλελειμμένα παιδιά και ευαισθητοποιήθηκα. Το συζητήσαμε με τον άντρα μου και του λέω “δεν πάμε να πάρουμε ένα παιδάκι; Τι βασανιζόμαστε;”. Έτσι ξεκινήσαμε», μου λέει όταν τη συνάντησα στο σπίτι της.

Αυτό ήταν το 1999. Πήγαν στο Μητέρα, έκαναν 4 με 5 συναντήσεις, «μας ρώτησαν τα πάντα» και μετά περίμεναν. «Το μόνο που ζητούσαμε ήταν ένα γερό παιδάκι. Δεν μας ενδιέφερε το φύλο, η ιθαγένεια ή η ηλικία του. Αρκεί να είναι ένα υγιές παιδί».

Μου εξιστορεί την πρώτη φορά που βρέθηκε στο Μητέρα: «Όταν είχα πάει πρώτη φορά είχε έρθει ένα παιδάκι και είχε κάτσει στα πόδια μου, ο Φ., και εγώ είχα ζητήσει να πάρουμε εκείνον. Αλλά μου είπαν ότι δεν μπορώ να επιλέξω, εκείνοι αποφασίζουν ποιο παιδί θα δώσουν σε κάθε οικογένεια».

Πέρασαν περίπου 2 χρόνια για να εγκριθεί η αίτηση. Στο διάστημα αυτό είχε μείνει έγκυος και είχε κάνει και το μικρότερο γιο της. «Όταν με πήραν τηλέφωνο, δεν είχα σαραντίσει».

Σκεφτήκατε να μην προχωρήσετε;

«Συζητήσαμε και οι τρεις, εγώ, ο άντρας μου και η κόρη που ήταν αρκετά μεγάλη τότε, και είπαμε ότι αφού εγκρίθηκε θα τον πάρουμε».

Πήραν τον Π. στις αρχές του 2001, όταν ήταν 3 ετών, με μακροχρόνια αναδοχή. «Εμείς θέλαμε υιοθεσία, αλλά δεν μπορούσαμε να υιοθετήσουμε από τη στιγμή που υπάρχει φυσικό παιδί. Ξεκινάς με αναδοχή και ζητάς μακροχρόνια αναδοχή» μου εξηγεί. Ή όπως μου την εξηγεί η κ. Κωνσταντέλλια, αναδοχή με προοπτική υιοθεσίας.

Για τρεις μήνες περίπου είχαν την περίοδο της προσαρμογής, όπου πήγαιναν κάποιες ώρες και περνούσαν χρόνο με το παιδί. «Πήγαινα εγώ το πρωί, τον έκανα μπάνιο και τον τάιζα και μετά το απόγευμα πηγαίναμε οικογενειακώς. Σε κάποια φάση ξεκινήσαμε και τον παίρναμε το πρωί στο σπίτι και τον αφήναμε το βράδυ. Σιγά-σιγά».

Οι πρώτες ημέρες στο σπίτι ήταν πάρα πολύ δύσκολες, μου λέει. «Δεν μπορούσε να κοιμηθεί, δεν ήθελε να πηγαίνει στην τουαλέτα, νόμιζε ότι κάτι θα βγει από την λεκάνη. Πήρα ένα παιδί πάρα πολύ αδύνατο με φουσκωμένη κοιλιά. Μετά από ένα χρόνο η διαφορά ήταν φοβερή, αν δεις φωτογραφίες. Πάρα πολύ όμορφο παιδί», μου λέει.

Όπως μου εκμυστηρεύεται όμως, στην αρχή ήταν πάρα πολύ δύσκολα και για εκείνη. «Είχα ένα μωρό, που το περίμενα πάρα πολύ να έρθει και είχα και ένα παιδί που ήθελα να του δώσω πολλή αγάπη και εκεί περνούσα πολύ δύσκολα. Με βοήθησε πολύ η κοινωνική λειτουργός του ιδρύματος. Ήταν πάντα δίπλα μου».

Εκτός από αγάπη όμως, ο Π. χρειαζόταν βοήθεια. Γιατί από μικρός φαινόταν ότι θα αντιμετώπιζε κάποιες δυσκολίες. «Έχει υπερκινητικότητα, διάσπαση προσοχής, χαμηλό IQ -οριακά μας τον έβγαλαν μέχρι 50. Έβλεπα ότι παρουσιάζονταν προβλήματα και μου έλεγαν από το ίδρυμα “κάντε υπομονή, είναι ιδρυματισμός, θα φύγει”. Δεν έφυγε ποτέ». Αντίθετα ήρθαν και άλλα. Στα 14 του χρόνια έπαθε την πρώτη επιληπτική κρίση.

Εκτός από αγάπη ο Π. χρειαζόταν και βοήθεια. Γιατί από μικρός φαινόταν ότι θα αντιμετώπιζε κάποιες δυσκολίες. Υπερκινητικότητα, διάσπαση προσοχής, νοητική υστέρηση. Στα 14 του έπαθε και την πρώτη επιληπτική κρίση

«Η πρώτη επιληπτική κρίση εκδηλώθηκε σε δυνατή μορφή. Στις 6 το πρωί, ενώ κοιμόταν. Ο άντρας μου, που γενικά ξυπνάει πρωί τον βρήκε. Είχε πέσει από το κρεβάτι. Δεν καταλαβαίναμε τι είχε, εγώ νόμιζα ότι το παιδί είχε πεθάνει, ήταν αναίσθητο στο αυτοκίνητο που τον πηγαίναμε στο νοσοκομείο. Εκεί μου είπαν ότι ήταν επιληπτική κρίση και τότε άρχισε ο μεγάλος αγώνας: του πείραξε ένα σημείο του εγκεφάλου και του δημιούργησε ψυχαναγκαστικές καταστάσεις».

Δηλαδή;

«Είχε πολλά νεύρα και φοβερή επιθετικότητα. Πράγματα που δεν είχε πριν το παιδί. Ζήσαμε πολύ δύσκολες καταστάσεις. Τώρα με την φαρμακευτική αγωγή οι επιληπτικές τους κρίσεις είναι σε ελαφριά μορφή. Δεν έχει πλέον σπασμούς, το καταλαβαίνει ότι έρχεται και το λέει. Έχει φύγει και η επιθετική του τάση. Είναι ήρεμος».

Είναι κληρονομικό; Τι σας είπαν;

«Η μητέρα του έκανε χρήση ουσιών και μου είπαν ότι σχετίζεται. Είχε πειραχτεί ο εγκέφαλος του παιδιού. Βέβαια δεν φαινόταν το πρόβλημα. Μόνο η υπερκινητικότητα και η διάσπαση προσοχής. Αυτό το πρόβλημα υπήρχε αλλά δεν το ξέραμε. Ούτε και το ίδρυμα το ήξερε».

Η κοινωνική λειτουργός στην αρχή ερχόταν μια φορά τον μήνα. Μετά οι επισκέψεις γίνονται πιο αραιές και κάποια στιγμή τελειώνουν. «Εμείς έχουμε τελειώσει πολλά χρόνια», μου λέει η Μαρία.

Η οικογένεια δεν πλήρωσε τίποτα για την αναδοχή. Όλα τα έκανε ο δικηγόρος του ιδρύματος, όπως μου είπε. Η διαφορά της αναδοχής και την υιοθεσία είναι ότι ενώ με την υιοθεσία το παιδί αναγνωρίζεται κανονικά ως δικό σου, με την αναδοχή δεν έχεις την κυριότητά του. «Στην περίπτωση του Π. είχαμε εμείς την επιμέλεια και την κυριότητα την είχε το ίδρυμα. Ποτέ, για παράδειγμα, δεν μπορέσαμε να τον βάλουμε στον ασφαλιστικό μας φορέα. Είναι κάτι που δεν μπορώ να καταλάβω. Ο Π. τώρα είναι ασφαλισμένος στο απορίας. Που δεν σε καλύπτει σε πολλά πράγματα και το παιδί έχει ιατρικές ανάγκες. Όταν ενηλικιώνεται, την επιμέλεια και την κυριότητά του την έχει ο ίδιος. Στην περίπτωσή μας όμως επειδή υπάρχουν θέματα νοητικά -και της επιληψίας- έχω γίνει δικαστικός του συμπαραστάτης, που σημαίνει ότι παίρνω τις αποφάσεις για το σχολείο του, εάν στο μέλλον έχει κάποιο οικονομικό πρόβλημα, για τα ιατρικά του θέματα, ο,τιδήποτε».

Σήμερα ο Π. είναι 20 χρονών. Πάει σε ειδικό σχολείο, το οποίο θα τελειώσει στα 22 του.

«Τι θέλεις να γίνεις όταν τελειώσεις το σχολείο;» τον ρωτάω όταν έρχεται να κάτσει μαζί μας.

«Να βρω μια δουλειά», μου απαντάει χαμογελαστά.

Στο σχολείο του έχει τις ειδικότητες της μαγειρικής, της κηπουρικής και της γραφικής ύλης. Η οικογένεια θέλει να πάει στη γραφική ύλη. Εκείνον δεν τον νοιάζει. Απλά θέλει να δουλέψει για να προσφέρει.

Η κ. Κωνσταντέλλια εκτιμά ότι η αναδοχή θα αναπτυχθεί στο μέλλον στην Ελλάδα. Επίσης τάσσεται υπέρ της επαγγελματικής αναδοχής, για τα παιδιά με δυσκολίες, όπου οι οικογένειες θα καθοδηγούνται από ειδικούς. Κάτι που είναι ήδη πολύ διαδεδομένο στην Ευρώπη.

«Σε σχέση με την παιδική προστασία αυτή τη στιγμή ζούμε σε μια μεταβατική περίοδο. Δεν θα είναι έτσι τα πράγματα στην Ελλάδα σε 5 χρόνια νομίζω. Η αναδοχή αναπτύσσεται. Παλιά ερχόντουσαν στις μονάδες μας ως 10 ανάδοχες τον χρόνο και αυτή τη στιγμή έρχονται για ενημέρωση κάθε μήνα πάνω από 100. Τον Δεκέμβριο ήρθαν 200 από μια μικρή ανακοίνωση που κάναμε για την «ανάδοχη πρώτη αγκαλιά».

Οι περισσότεροι όμως φοβούνται ότι θα δεθούν με το παιδί και κάποια στιγμή θα τους το πάρουν πίσω.

«Είναι ένα υπαρκτό ζήτημα, έστω και αν συμβαίνει σπάνια. Εννοώ ότι σπάνια θα συμβεί κάτι παρά τη βούληση των αναδόχων και της οργάνωσης. Σπάνια ένα δικαστήριο θα ακούσει το μεμονωμένο αίτημα και τη διεκδίκηση ενός φυσικού γονέα για να ανατρέψει μια κατάσταση που οι επαγγελματίες την έχουν αξιολογήσει αλλιώς. Αυτό όμως δεν μπορείς να το αποκλείσεις. Τα δικαστήρια είναι η ανώτατη αρχή που έχουν τα δικά τους κριτήρια και είναι σεβαστά. Και ούτε μπορείς να υποσχεθείς σε έναν γονέα ότι δε υπάρχει περίπτωση να συμβεί αυτό ποτέ».

Αυτόν τον φόβο μου τον εκμυστηρεύτηκε και η πρωταγωνίστρια της τελευταίας μας ιστορίας.

Περίπτωση 5η: Νέα γυναίκα μόνη ψάχνει (ακόμα)

gousis

Η ιστορία της Άννας Σ. είναι διαφορετική από τις άλλες, όχι μόνο ως προς τις συνθήκες αλλά και ως προς την έκβαση. Βλέπετε, η Άννα προσπαθούσε να υιοθετήσει μόνη της, εκτός γάμου. Θα σας πω από τώρα το τέλος της ιστορίας, αν και είμαι σίγουρη ότι έχετε μαντέψει ήδη. Ακόμη δεν έχει καταφέρει να αποκτήσει παιδί.

Η Άννα ξεκίνησε να ψάχνει για το θέμα της υιοθεσίας το 2008 όταν ήταν 34 ετών. Στα χαρτιά, ήταν η τέλεια υποψήφια: Καλή οικονομική κατάσταση, με σπίτι δικό της (προσμετράται) και ψυχολόγος. Έχει το δικό της Κέντρο Ειδικής Αγωγής, που σημαίνει ότι δουλεύει με παιδιά με αυτισμό, ειδικές ανάγκες, σύνδρομο Down. Τίποτα από όλα αυτά όμως δεν είχαν σημασία όταν έλεγε ότι ήθελε να υιοθετήσει εκτός γάμου.

Η Άννα στα χαρτιά ήταν η τέλεια υποψήφια: Ψυχολόγος με καλή οικονομική κατάσταση. Έχει το δικό της Κέντρο Ειδικής Αγωγής, που σημαίνει ότι δουλεύει με παιδιά με αυτισμό, ειδικές ανάγκες, σύνδρομο Down. Τίποτα από όλα αυτά όμως δεν είχαν σημασία όταν έλεγε ότι ήθελε να υιοθετήσει εκτός γάμου

«Έχω μεγαλώσει πολλά παιδιά», μου λέει κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια της συζήτησής μας σε ένα καφέ στο Νέο Ηράκλειο. Όχι όμως το δικό της.

Η Άννα, όπως θα μου πει, δεν είχε ποτέ καμιά τρελή επιθυμία να γεννήσει. Ωστόσο με τον τότε σύντροφό της -μακροχρόνια σχέση- είχαν κάνει προσπάθειες. Ανακάλυψαν ότι έχουν πρόβλημα και οι δύο και ότι θα ήταν πιο δύσκολο να γίνει σύλληψη φυσιολογικά.

«Έκανα και μια εξωσωματική, η οποία απέτυχε. Θα μπορούσαμε να κάνουμε και άλλες, αλλά δεν ήθελα εγώ. Φοβόμουν τα μετέπειτα, μην προκύψει κάτι στην πορεία. Σκεφτόμουν “να κάνω ένα παιδί και κάποια στιγμή να αρρωστήσω, δεν υπάρχει λόγος”. Δεν με ενδιέφερε κιόλας ποτέ να γεννήσω, να σου πω την αλήθεια. Μπορούμε να γίνουμε μητέρες και με άλλο τρόπο».

Μπήκε στη διαδικασία να συζητήσει με τον Στέλιο Μ., την σχέση της, το ενδεχόμενο της υιοθεσίας. Όμως ήταν αρνητικός. «Στρατιωτικός, από μια οικογένεια πολύτεκνη και με μια λογική που δεν υπήρχε περίπτωση να θεωρήσει ότι υπάρχει πρόβλημα», μου εξηγεί. «Και γενικά για τους άντρες, να ξέρεις, είναι πολύ πιο δύσκολο να μπουν στη διαδικασία της συναισθηματικής δέσμευσης με ένα παιδί το οποίο δεν είναι δικό τους. Κρατούν μια απόσταση. Στη γυναίκα βγαίνει εκ φύσεως. Είναι γεννημένες με το ένστικτο να φροντίσουν, να προστατεύσουν».

Έτσι, βλέποντας αυτή την άρνηση, άρχισε να ψάχνει το θέμα της υιοθεσίας ουσιαστικά σαν να ήταν μόνη της.

«Ξεκίνησα πηγαίνοντας στο Μητέρα για να πάρω πληροφορίες. Το είχα ψάξει πολύ πριν και πήγα εκεί γιατί είναι το κέντρο με τα περισσότερα παιδιά. Με το που άκουσαν ότι είμαι άγαμη και ουσιαστικά μόνη, το πρώτο πράγμα που μου είπαν ήταν ότι ναι, φυσικά και μπορείτε να υιοθετήσετε -δεν μου το αρνήθηκαν αυτό- αλλά η αναμονή ήταν τεράστια για εσάς. Προτεραιότητα έχουν τα έγγαμα ζευγάρια, με λίστα αναμονής 4 με 5 χρόνια, μετά έρχονται τα ζευγάρια που είχαν ήδη ένα παιδί, και μετά ερχόμουν εγώ. Αυτό σημαίνει δηλαδή μια 7ετία με 10ετία. Και τότε είχα μιλήσει με πολλούς συναδέλφους που είχαν δουλέψει σε τέτοια κέντρα και μου έλεγαν ότι υπήρχε περίπτωση να μη γίνει ποτέ το τηλεφώνημα, ακόμη και μετά από 10 χρόνια».

Την ενημέρωσαν επίσης ότι αν μπει στη διαδικασία αυτή, θα έπρεπε να ξέρουν τι δουλειά κάνει, αν υπάρχει ποινικό μητρώο, Ε9, βεβαιώσεις από γιατρούς ότι δεν υπάρχει ψυχική διαταραχή ή μεταδιδόμενο νόσημα, συν τις αξιολογήσεις που θα πέρναγε από κοινωνικό λειτουργό, με επισκέψεις στο σπίτι. «Θα ήμουν δηλαδή σε μια διαρκή αξιολόγηση».

Η Άννα είχε τα «τυπικά προσόντα». «Αλλά δεν ήμουν παντρεμένη. Ήμουν άγαμη. Και γι' αυτούς παίζει πάρα πολύ μεγάλο ρόλο».

«Από εκεί και πέρα το παράτησα. Ήταν κλειστοί οι δρόμοι. Με απογοήτευσε το γεγονός ότι θα περιμένω 10 χρόνια. Διερωτήθηκα, που θα είμαι μετά από 10 χρόνια; Θα είμαι καλά; Θα έχω δουλειά;»

Απογοητευμένη από όσα άκουσε στο Μητέρα, το άφησε για λίγο. «Αργότερα, το 2009, έκανα μια δεύτερη προσπάθεια στο κέντρο βρεφών «Άγιος Στυλιανός» στη Θεσσαλονίκη. Εκεί πήγα με τον σύντροφό μου, που ουσιαστικά όμως ήταν αμέτοχος. Είναι ένα ίδρυμα που φιλοξενεί λίγα παιδιά, το πολύ 30. Αλλά μου είπαν ακριβώς τα ίδια πράγματα με το Μητέρα, η ίδια αντιμετώπιση, οι ίδιες ακριβώς πληροφορίες, και με παρέπεμψαν στην Αθήνα γιατί εκεί είχαν επίσης ως προϋπόθεση την εντοπιότητα. Έτσι δεν προχώρησε ούτε εκεί».

Συνέχισε όμως. Σκεπτόμενη αργότερα ότι έχει μια δουλειά που απαιτεί πολύ χρόνο και ότι η ίδια μεγαλώνει, θεώρησε ότι είναι πλέον δύσκολο να πάρει ένα παιδί 2 με 4 ετών, και αποφάσισε να ψάξει για μεγαλύτερες ηλικίες. Έτσι απευθύνθηκε στο Άγιος Ανδρέας.

«Εκεί δέχονται λιγότερες αιτήσεις, γιατί όλοι έχουμε τον καημό να πάρουμε μικρότερο παιδί, αλλά είναι πολύ πιο δύσκολη υιοθεσία γιατί εκεί έχει λόγο το παιδί το ίδιο. Υπάρχει περίπτωση αν διακρίνουν ότι ένα παιδί έχει πολύ καλή συναισθηματική ωριμότητα και ανάπτυξη, να το ρωτήσουν ακόμη και στην ηλικία των 10 ετών αν θέλει να πάει.

Από εκεί και πέρα το παράτησα. Ήταν κλειστοί οι δρόμοι. Όπου και αν πήγα η αντιμετώπιση ήταν η ίδια: το επάγγελμά σας είναι εξαιρετικό, εξαιρετικό το γεγονός ότι έχετε άμεση επαφή με παιδιά, πολύ καλό το οικονομικό επίπεδο, αλλά είστε μόνη σας. Έκλεινε η πόρτα αυτόματα με το “είσαι μόνη σου”».

«Το παράτησα γιατί απογοητεύτηκα», μου εξηγεί. «Με απογοήτευσε το γεγονός ότι θα περιμένω 10 χρόνια. Διερωτήθηκα, που θα είμαι μετά από 10 χρόνια; Θα είμαι καλά; Θα έχω δουλειά; Και να πως τα έφερε έτσι η ζωή, που στα 43 μου καλούμαι να αλλάξω μια δουλειά 18 χρόνων. Γιατί αποφάσισε μια κυβέρνηση ότι πρέπει να γίνουν έτσι τα πράγματα (σ.σ. αναφέρεται στην απόφαση για την ειδική αγωγή). Δηλαδή κάποιοι φόβοι επιβεβαιώθηκαν στην πορεία». Μετά από όλα αυτά -και κάποια άλλα προβλήματα που προέκυψαν- έφτασε στον χωρισμό με τον σύντροφό της.

Ξέρεις καμία περίπτωση που να έχει καταφέρει να υιοθετήσει;

«Μόνη της;»

Ναι.

«Καμία. Καμία περίπτωση. Εννοώ από δημόσιο κέντρο βρεφών. Ούτε μια. Ξέρω περιπτώσεις γυναικών που πήραν μόνες τους παιδιά με ιδιωτικές υιοθεσίες. Έψαξα και αυτό τον δρόμο. Αλλά ήθελα να ακολουθήσω την οδό των ιδρυμάτων του κράτους, με τις αξιολογήσεις και όλα. Και είμαι πολύ υπέρ αυτής της διαδικασίας, αλλά νομίζω ότι θα πρέπει να γίνεται αφού μια οικογένεια έχει πάρει το παιδί. Θέλεις να διασφαλίσεις ότι αυτό το παιδί θα είναι καλά; Μπορείς να το δώσεις, μέσα σε 6 μήνες, να μη μεγαλώνει και στα ιδρύματα και μετά έλεγχέ τους για τα επόμενα 10 χρόνια. Επίσης ο κρατικός φορέας, μπορεί να έχει τόσα στραβά, αλλά γίνονται όλοι οι έλεγχοι και υπάρχει ιστορικό για κάθε παιδί. Ξέρεις από που προήλθε. Ναρκομανείς, αλκοολικοί, αν έχουν ψυχική διαταραχή, όλα. Όταν φυσικά εγκριθεί η αίτησή σου. Στην ιδιωτική υιοθεσία δεν υπάρχει τίποτα. Δεν με ενοχλεί να μου πουν ότι είναι ένα παιδί με αυτισμό, για παράδειγμα. Με ενοχλεί να μην ξέρω».

Αναδοχή θα έκανες;

«Τι φοβάμαι στην αναδοχή, πιστεύεις; Μη μου το πάρουν. Πότε θα χτυπήσει η πόρτα και θα μου πουν “ξέρετε, η φυσική μητέρα είναι έτοιμη να το παραλάβει”. Και εγώ θα έχω επενδύσει συναισθηματικά και θα πρέπει να το δώσω. Το έχουμε συζητήσει και με τον τωρινό μου σύντροφο για την αναδοχή αλλά φοβόμαστε αυτό».

Όσο μιλάμε καταλαβαίνω ότι δεν την έχει αφήσει πίσω της την υπόθεση υιοθεσία. «Θα προσπαθήσω ξανά, ναι, και ας γίνει ότι είναι να γίνει. Ίσως κάποιοι άνθρωποι να μην καταφέρουν ποτέ να γίνουν γονείς. Κάτι θα σημαίνει και αυτό. Ίσως όμως σταθώ τυχερή».

Αυτό που μου λέει η Άννα για τις προτεραιότητες των ιδρυμάτων μου το επιβεβαιώνει και η κ. Κωνσταντέλλια. Πρώτα έρχονται τα ζευγάρια, μετά τα ζευγάρια με παιδιά -αν και η ίδια θεωρεί ότι πρέπει να έχουν τις ίδιες ευκαιρίες με τα ζευγάρια χωρίς παιδιά- και μετά οι μόνοι υποψήφιοι γονείς. Μου εξηγεί ότι αυτό που προσέχει το ίδρυμα είναι να δώσουν ό,τι καλύτερο μπορούν στο κάθε παιδί. Και το ό,τι καλύτερο είναι δύο γονείς. Είναι πολύ σημαντικό για το παιδί να δημιουργεί ρίζες. «Το ότι τα παιδιά θέλουν δύο γονείς και συγγενικό περιβάλλον το λένε τα βιβλία αλλά το λένε και τα ίδια τα παιδιά. Πρέπει να “ριζώσουν” λέμε με την νέα οικογένεια. Πρέπει να αντικαταστήσουν τις ρίζες που έχασαν. Θα δείτε επίσης ότι το ευτυχισμένο υιοθετημένο παιδί είναι εκείνο έχει καλούς γονείς αλλά και που έχει πολλές μνήμες από παππούδες και γιαγιάδες. Αν μπορείς να εγγυηθείς αυτό το περιβάλλον σε ένα παιδί με έναν γονέα, καλώς. Αλλά πρέπει να είναι πραγματικό. Πρέπει να είναι ο ίδιος ο γονέας και το περιβάλλον του πολύ καλά εμπλεκόμενοι σε αυτή τη διαδικασία», εξηγεί.

Μου μιλά για δύο κοριτσάκια, 12 και 10 ετών που είχαν υιοθετηθεί από μόνες γυναίκες. Πέθαναν γρήγορα και κανένας από τους συγγενείς δεν θέλησε να τα κρατήσει. Έτσι, με εντολή εισαγγελέα, μπήκαν πάλι σε ίδρυμα.

Όπως όμως μου επιβεβαιώνει, έχουν αυξηθεί τελευταία οι αιτήσεις από τις μόνες γυναίκες. «Στις 12 αιτήσεις για αναδοχή, οι 4 είναι από μόνες γυναίκες. Είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο που σχετίζεται με την αλλαγή των ρόλων, των εργασιακών σχέσεων κτλ. Αλλά πρέπει πρώτα να μελετήσουμε την νέα κατάσταση πριν φτάσουμε να την προσφέρουμε σαν δώρο σε ένα παιδί. Γιατί δεν είναι κατ' ανάγκη δώρο», συμπληρώνει.

«Οι υποψήφιοι γονείς θα πρέπει να έχουν απάντηση σε ένα ερώτημα: Εγώ τι μπορώ να αντέξω. Πρέπει να δουν την πραγματική ζωή. Δεν μπορεί να είναι κάθε μέρα ηλιόλουστη. Δεν πρέπει να ξεχνάνε ότι και οι ίδιοι μπορεί να έκαναν ένα παιδί τέλειο, να γινόταν κάτι και να μην ήταν τέλειο την επόμενη ημέρα»

Εάν έπρεπε να δώσετε μια συμβουλή σε κάποιον που σκέφτεται την υιοθεσία, ποια θα ήταν αυτή;

«Στην υιοθεσία δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι έχουμε να κάνουμε με ένα συναισθηματικό ζήτημα. Κυρίως με ανθρώπους που δεν μπόρεσαν να κάνουν παιδί. Δεν φταίνε. Θέλουν ένα παιδάκι και έχουν πολλή αγάπη να δώσουν. Και σκεφτόμαστε ότι όντως, γιατί να μην του δώσουν αγάπη. Αλλά πρώτον δεν μπορείς να πάρεις το παιδί κάποιου άλλου για να του δώσεις εσύ αγάπη -γιατί που θα το βρεις το παιδί εάν δεν το διαθέσει ο βιολογικός γονέας- δεύτερον, εάν το διαθέσει, πρέπει να τον σέβεσαι και τρίτον πρέπει να ξέρεις τι χρειάζεται το παιδί».

Όπως άλλωστε μου είχε πει λίγο νωρίτερα, ένα από τα στοιχεία που μπορεί να οδηγήσουν σε απόρριψη της αίτησης είναι άνθρωποι με πολύ ισχυρά εδραιωμένες προκαταλήψεις για τους συνανθρώπους τους. «Δηλαδή να μιλάνε απαξιωτικά για ανθρώπους που κάνουν χρήση ναρκωτικών π.χ., για ανθρώπους από άλλες εθνικότητες... Εκείνοι που διαχωρίζουν τους ανθρώπους. Αυτό είναι δικαίωμα του καθενός, αλλά πως μπορεί να κάνει δικό του ένα παιδί, που μπορεί να έχει προέλθει από γονείς με αυτά τα στοιχεία; Με τα πρώτα προβλήματα που θα προκύψουν θα λέει ότι είναι έτσι λόγω των βιολογικών γονέων του».

Τέλος, είναι βασικό, όπως μου λέει, ο υποψήφιος γονέας να έχει απάντηση σε ένα ερώτημα: Εγώ τι μπορώ να αντέξω. «Πρέπει να δει ποια είναι η πραγματική ζωή. Δεν μπορεί να είναι κάθε μέρα ηλιόλουστη. Έχουμε βροχή, έχουμε χαλάζι, τα έχουμε όλα μέσα στη φύση. Δεν πρέπει να ξεχνάνε ότι και οι ίδιοι μπορεί να έκαναν ένα παιδί τέλειο, να γινόταν κάτι και να μην ήταν τέλειο την επόμενη ημέρα. Άρα πρέπει να απαντήσει στο ερώτημα “εγώ τι μπορεί να αντέξω”. Και η παντοδυναμία είναι ένα πράγμα που σε αποτρέπει από το να προχωρήσεις».

*Η εικονογράφηση έγινε από τον Γιώργο Γούση.

Δημοφιλή