Στουρνάρας: Μόνο με αλλαγή πολιτικής και μείωση πλεονασμάτων από το 2021 η Ελλάδα θα εξέλθει από την κρίση

Στουρνάρας: Μόνο με αλλαγή πολιτικής και μείωση πλεονασμάτων από το 2021 η Ελλάδα θα εξέλθει από την κρίση
SOOC

Αλλαγή του μείγματος πολιτικής, ώστε να ελαφρυνθεί η φορολογία μέσω της μείωσης των πλεονασματικών στόχων, για να μπορέσει η Ελλάδα να εξέλθει από την χρόνια κρίση, ζήτησε από το βήμα του 2ου Οικονομικού Φόρουμ των Δελφών, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, Γιάννης Στουρνάρας.

Όπως σημείωσε χαρακτηριστικά: «Πρέπει να πείσουμε τους εταίρους μας για μείωση του στόχου των πλεονασμάτων από το 3,5% στο 2% για το διάστημα από το 2021 και μετά. Αυτό θα μας δώσει δημοσιονομικό χώρο για μείωση της φορολογίας, η οποία θα ενισχύσει την ανάπτυξη και θα αλλάξει προς το καλύτερο την ανάλυση της βιωσιμότητας του χρέους».

Αναφερόμενος στις μεσοπρόθεσμες προοπτικές, ο κ.Στουρνάρας κάλεσε την κυβέρνηση να κλείσει όπως χαρακτηριστικά είπε «χθες» την αξιολόγηση επισημαίνοντας ότι: «Οι προβλέψεις της Κομισιόν για την ανάπτυξη (2,7% του ΑΕΠ φέτος και 3,1% του ΑΕΠ το 2018) βασίζονται στην εκτίμηση ότι η αξιολόγηση θα έκλεινε… χθες. Κάθε καθυστέρηση θέτει σε κίνδυνο αυτούς τους στόχους», τόνισε.

Ο κ. Στουρνάρας υπογράμμισε ότι η Τράπεζα της Ελλάδας θεωρεί πως το δημοσιονομικό μείγμα πρέπει να αλλάξει και «να μην είμαστε πλέον μία φοροκεντρική οικονομία», κάτι το οποίο χαρακτήρισε «επικίνδυνο».

Παρότρυνε την κυβέρνηση να προχωρήσει ταχύτερα σε ιδιωτικοποιήσεις, καθώς και να ψηφίσει τους νόμους για τον εξωδικαστικό συμβιβασμό, την απαλλαγή των τραπεζικών στελεχών από ποινικές ευθύνες για την αναδιάρθρωση δανείων και την εφαρμογή των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών.

Ο κ. Στουρνάρας εκτίμησε ότι με την προϋποθεση πως θα κλείσει η αξιολόγηση σύντομα, θα πρέπει να αναμένεονται υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης τα επόμενα χρόνια. Επισήμανε δε ότι η ελληνική κυβέρνηση φαίνεται ότι έχει μάθει να ελέγχει αποτελεσματικά την εκτέλεση του προϋπολογισμού και ότι το 2016 βρέθηκε πολύ κοντά στους στόχους που είχαν τεθεί.

Αναφερόμενος στο χρέος, πρόσθεσε: «Χρειαζόμαστε μόνο μια μικρή ώθηση στο χρέος», και περιέγραψε ένα σενάριο το οποίο κρατά τις χρηματοδοτικές ανάγκες για την εξυπηρέτηση του χρέους κάτω από το 15% του ΑΕΠ.

Αναφερόμενος στα μέτρα, ανέφερε ήδη κάποια από αυτά συμφωνήθηκαν στο Εurogroup στις 5 Δεκεμβρίου του 2016 καθώς και μεσομακροπρόθεσμα μέτρα επεκτείνοντας τη διάρκεια του δανείου ή καταστώντας ευνοϊκότερα τα επιτόκια.

Σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα τα σημαντικότερα επιχειρήματα για τη μείωση του χρέους είναι:

  • Πρώτον, τα επιτόκια παγκοσμίως βρίσκονται σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα και η καμπύλη αποδόσεών τους έχει σχετικά περιορισμένη κλίση, γεγονός που σημαίνει ότι, με το ίδιο κόστος, τυχόν ελάφρυνση του χρέους θα μπορούσε να είναι επωφελέστερη για την Ελλάδα, αν γίνει σήμερα παρά μετά από μερικά χρόνια, όταν τα επιτόκια παγκοσμίως θα είναι υψηλότερα.
  • Επίσης, η ελάφρυνση του χρέους, εάν εφαρμοστεί τώρα, θα συμβάλει στη βελτίωση της εμπιστοσύνης των διεθνών επενδυτών προς τη χώρα, με αποτέλεσμα τη μείωση των ασφαλίστρων κινδύνου, τη μείωση του κόστους χρηματοδότησης των επιχειρήσεων και την ενίσχυση των επενδύσεων και των προοπτικών ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.
  • Συν τοις άλλοις, δεδομένου ότι ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) ξεπερνάει το επίπεδο του 100%, όπως στην περίπτωση της Ελλάδας, τα μέτρα που μειώνουν την επιβάρυνση από τόκους μπορούν να βελτιώσουν τη δυναμική του χρέους ταχύτερα από ότι τα μέτρα που αποσκοπούν σε αύξηση του πρωτογενούς πλεονάσματος: Καθώς ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ είναι περίπου 180%, μια μείωση του μεσοσταθμικού επιτοκίου εξυπηρέτησης του χρέους κατά 1 εκατοστιαία μονάδα οδηγεί σε μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ κατά 1,8 εκατοστιαίες μονάδες. Αντίθετα, μια αύξηση του πρωτογενούς πλεονάσματος κατά 1 εκατοστιαία μονάδα του ΑΕΠ βραχυπρόθεσμα οδηγεί σε μείωση του λόγου δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ κατά 1 εκατοστιαία μονάδα, και αυτό, στην καλύτερη δυνατή περίπτωση, δηλαδή όταν ο δημοσιονομικός πολλαπλασιαστής ισούται με μηδέν (το οποίο γνωρίζουμε ότι δεν ισχύει).

Ο διοικητής της ΤτΕ υποστήριξε ότι το πρωτογενές πλεόνασμα του 2016 θα είναι πάνω από 2% (έναντι στόχου 0,5% του ΑΕΠ):

«Σήμερα το πρωτογενές πλεόνασμα είναι κοντά στο 2% του ΑΕΠ. Έχουμε καλύψει το 90% της απόστασης για τον τελικό δημοσιονομικό στόχο. Καμία άλλη χώρα σε πρόγραμμα δεν έκανε τόσα πολλά στο δημοσιονομικό μέτωπο. Έχουμε πολύ μεγάλη προσαρμογή και στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, το έλλειμμα έχει σχεδόν μηδενιστεί, «κυρίως επειδή έχει βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα». Το έλλειμμα μηδενίστηκε χάρη τόσο στη μείωση εισαγωγών όσο και στην αύξηση των εξαγωγών.

Κατά τη διάρκεια της κρίσης, ο τομέας των εμπορεύσιμων έχει αυξηθεί σε σύγκριση με τα μη εμπορεύσιμα, τόσο σε προστιθέμενη αξία όσο και σε επίπεδο απασχόλησης. Η αύξηση των εξαγωγών προϊόντων είναι σημαντική, οι επιδόσεις στις υπηρεσίες είναι λιγότερο καλές λόγω μειωμένων εσόδων της ναυτιλίας», τόνισε.

Αναφερόμενος στα κόκκινα δάνεια υποστήριξε ότι ο στόχος για μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων κατά 40% (περίπου 38 δισ.) ως το 2019 είναι πολύ φιλόδοξος και ζήτησε την εφαρμογή των απαιτούμενων πολιτικών όπως του εξωδικαστικού συμβιβασμού.

Παράλληλα, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας ανέφερε ότι στην ζώνη του ευρώ έχει αρχίσει να σταθεροποιείται η ανάπτυξη, όμως επισήμανε τις απειλές λόγω της γενικότερης αβεβαιότητας.

Ως βασικές παραμέτρους της αβεβαιότητας αυτής ανέφερε τους πολιτικούς κινδύνους, λόγω των εκλογών σε μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες (Γαλλία, Γερμανία), την άνοδο του λαϊκισμού, την ενίσχυση του προστατευτισμού, την αδυναμία φορολόγησης των κερδισμένων της παγκοσμιοποίησης, την έξαρση του προσφυγικού, του Brexit και της ρευστότητας λόγω της νέας πολιτικής κατάστασης στις ΗΠΑ.

Δημοφιλή