Εκλογές στο Ισραήλ: το νέο πολιτικό αδιέξοδο, το μέλλον Νετανιάχου και η κυβέρνηση συνεργασίας

«To Bibi or not to Bibi?».
Ronen Zvulun / Reuters

«To Bibi or not to Bibi?». Η παράφραση της γνωστής σαιξπηρικής ρήσης έχει γίνει το επιμέρους ερώτημα που απασχολεί έντονα τους Ισραηλινούς στη διάρκεια του 2019. Μία χρονιά όπου η πολιτική αβεβαιότητα έχει εδραιωθεί στο κράτος της Μέσης Ανατολής ως συνέπεια των δύο εκλογικών διαδικασιών που διεξήχθησαν μέσα σε ένα χρονικό διάστημα πέντε μηνών. Και αυτό διότι το όχι και τόσο ξεκάθαρο εκλογικό αποτέλεσμα είτε υπέρ του Νετανιάχου είτε υπέρ του Γκαντς, μετά και τη διπλή ισοπαλία τους, δεν βοήθησε στο να ευοδωθεί ο σχηματισμός κυβέρνησης. Εξ ου και η πολύμηνη στασιμότητα σε μία χώρα με τις δικές της εσωτερικές και εξωτερικές προκλήσεις ως μέρος μιας ευρύτερης περιοχής που βρίσκεται σε κρίση. Το δίλημμα, ωστόσο, για τον ισραηλινό λαό παραμένει: να ανανεώσει τη σχέση εμπιστοσύνης του με το ήδη υπάρχον καθεστώς ή να προχωρήσει σε μία αλλαγή όπου θα φέρει νέα δεδομένα στο εκεί πολιτικό γίγνεσθαι.

Οι τελευταίοι μήνες δεν ήταν ιδιαίτερα εύκολοι για το Ισραήλ που φαίνεται ότι έχει απολέσει τις πολιτικές του ισορροπίες. Η απαρχή αυτής της κατάστασης εντοπίζεται αναντίρρητα στις πρώτες, όπως αποδείχθηκε, εκλογές που έλαβαν χώρα στις 9 Απριλίου του 2019 μέσα σε κλίμα πόλωσης. Παρά το γεγονός ότι οι γενικές εκλογές επρόκειτο να πραγματοποιηθούν το Νοέμβριο του ίδιου έτους. Όμως, η διαφωνία μεταξύ μελών του κυβερνητικού συνασπισμού αναφορικά με το νομοσχέδιο που προβλέπει την εξαίρεση ή την απαλλαγή των υπερορθόδοξων Εβραίων από την στρατιωτική θητεία σε συνδυασμό με τις κατηγορίες περί διαφθοράς Νετανιάχου τροποποίησαν τον μέχρι πρότινος προγραμματισμό. Ήταν, πλέον, θέμα χρόνου για το πολιτικό αδιέξοδο στο οποίο κατευθύνεται το Ισραήλ. Κάτι που έγινε άμεσα εμφανές στις εκλογές του περασμένου Απριλίου για τη νέα σύνθεση της Knesset όταν οι Μπέντζαμιν Νετανιάχου και Μπέντζαμιν Γκαντς, καταλαμβάνοντας το 26.46% και το 26.13% των ψήφων αντίστοιχα, δεν υπερίσχυσαν στην εκλογική συνείδηση των περισσότερων από τα 6,3 εκατομμύρια Ισραηλινών που αναμενόταν να ψηφίσουν. Οι εκλογείς προτίμησαν να δώσουν την ψήφο τους, βασιζόμενοι περισσότερο «στις προσωπικότητες των υποψηφίων παρά στις πολιτικές τους και στο κατά πόσο τους θεωρούν ισχυρούς ηγέτες»1.

Μολαταύτα, αυτό δεν περιόρισε στο ελάχιστο την πανηγυρική διάθεση των δύο κεντρικών αντιπάλων, ο καθένας για τους δικούς του λόγους. Για τον αποκαλούμενο από τους υποστηρικτές του «Bibi», αυτή η πύρρειος νίκη τον φέρνει ένα βήμα πιο κοντά στην πέμπτη συνεχόμενη θητεία και στον τίτλο του μακροβιότερου Ισραηλινού Πρωθυπουργού, καταρρίπτοντας το ρεκόρ του Νταβίντ Μπεν Γκουριόν. Γεγονός διόλου ευκαταφρόνητο για έναν πολιτικό που έχει καταγραφεί ως ο νεότερος Πρωθυπουργός ενός νεοσύστατου κράτους που χρονολογείται από το 1948. Από την άλλη πλευρά, ο επονομαζόμενος «Benny» και ο συνδυασμός του «Γαλονόλευκου» συνιστούν μία καινούργια πολιτική πρόταση που κινείται στο χώρο της κεντροδεξιάς. Αν και μετρά μόλις έξι μήνες παρουσίας στα ισραηλινά πολιτικά πράγματα, το κόμμα έχει επιδείξει τη δική του δυναμική, αποτελώντας πρόκληση για το δεξιό Λικούντ των σαράντα ετών.

Έπειτα, λοιπόν, από μία προεκλογική εκστρατεία στην οποία επικράτησε ένα διχαστικό κλίμα σε σχέση με τους δύο υποψηφίους και τα πολιτικά τους προγράμματα, ο Νετανιάχου προσπάθησε να σχηματίσει κυβέρνηση συνεργασίας. Μία πραγματικότητα στην κοινοβουλευτική δημοκρατία του Ισραήλ όπου, με το σύστημα της απλής αναλογικής, κανένα κόμμα δεν εξασφαλίζει απόλυτη πλειοψηφία ώστε να δημιουργήσει τη δική του αυτοδύναμη κυβέρνηση. Με αέρα ενότητας, προβάλλοντας τον εαυτό του ως ηγέτη μίας δεξιάς κυβέρνησης που απευθύνεται σε όλους τους Ισραηλινούς, ο αρχηγός του Λικούντ προχώρησε σε διαπραγματεύσεις με το κόμμα «Ισραήλ Μπεϊτενού» και άλλα υπερορθόδοξα κόμματα. Παρόλα αυτά, οι συνεχείς διαφωνίες ως προς την μη υποχρεωτική στράτευση των υπερορθόδοξων Εβραίων και ειδικότερα η έντονη αντίθεση του Άβιγκντορ Λίμπερμαν, αρχηγού του κόμματος «Ισραήλ Μπεϊτενού» δεν άφησαν περιθώριο για την επίτευξη ενός κυβερνητικού συνασπισμού. Οι δεύτερες εκλογές ήταν μονόδρομος και με την έγκριση της ισραηλινής Βουλής δρομολογήθηκαν για τις 17 Σεπτεμβρίου.

Αποτελεί κοινό τόπο ότι το πολιτικό αδιέξοδο που ήρθε ως επακόλουθο όσων έγιναν τον Απρίλιο του 2019, δεν επιλύθηκε ούτε στη δεύτερη εκλογική αναμέτρηση που πραγματοποιήθηκε μόλις πριν λίγες ημέρες. Η αισιοδοξία του Μπέντζαμιν Νετανιάχου για μία ακόμα νίκη ήταν κάτι που δεν αποτυπώθηκε στην αρχική καταμέτρηση των ψήφων, δίνοντας στο Λικούντ 31 έδρες. Επομένως και ένα ισχνό πλεονέκτημα στον πολιτικό του ανταγωνιστή ο οποίος είχε εξασφαλίσει, σε πρώτη φάση, 56 έδρες. Στο τέλος, ωστόσο, αυτής της καταμέτρησης, μία εβδομάδα έπειτα από την εκλογική αναμέτρηση, η κεντρική εκλογική επιτροπή του Ισραήλ δίνει στο Νετανιάχου μία επιπλέον έδρα, φτάνοντας με αυτές των υπερορθόδοξων κομμάτων τις 55 έδρες. Μία παραπάνω έδρα από τον Μπέντζαμιν Γκαντς και του συνασπισμού των αραβικών και ριζοσπαστικών αριστερών κομμάτων. Για άλλη μία φορά, δεν επετεύχθη από τους δύο αρχηγούς η συγκέντρωση των 61 εδρών που «ξεκλειδώνουν» την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Μετά από αυτές τις εξελίξεις έχει ξεκινήσει και μία συζήτηση για το ποιο πρόκειται να είναι το μέλλον Νετανιάχου. Με δεδομένη και την προσφυγή του στη δικαιοσύνη στις 3 Οκτωβρίου με τις κατηγορίες της διαφθοράς, της κατάχρησης εμπιστοσύνης και της υπεξαίρεσης χρημάτων, ο Ισραηλινός ταγός «δεν παλεύει μόνο για την πολιτική του επιβίωση αλλά επίσης και για την ελευθερία του»2.

Κάνοντας λόγο για ένα «κυνήγι μαγισσών» από τους αντιπάλους του, ο Πρωθυπουργός καλείται να αντιμετωπίσει το αρνητικό κλίμα εναντίον του. Όπως και τους επιπρόσθετους ισχυρισμούς για τη θετική του κάλυψη από δημοσιογραφικούς οργανισμούς με αντάλλαγμα την ευνοϊκότερη μεταχείρισή τους. Εντούτοις, «μία πλειοψηφία στην Knesset θα μπορούσε να δώσει στο Νετανιάχου ασυλία από την ποινική δίωξη»3. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, είναι ακόμα νωρίς να τίθενται ερωτηματικά για το αν η χώρα της Μέσης Ανατολής βρίσκεται στο τέλος της εποχής Νετανιάχου. Μίας προσωπικότητας με φανατικούς υποστηρικτές και ανθρώπους κατάφωρα εναντίον του κυρίως σε ζητήματα όπως το Παλαιστινιακό με τελευταία εξέλιξη την εξαγγελία για την προσάρτηση της Κοιλάδας του Ιορδάνη δηλαδή του 30% της Δυτικής Όχθης.

Τηρουμένων των αναλογιών, λοιπόν, η κυβέρνηση συνεργασίας αποτελεί έναν ευσεβή πόθο. Τουλάχιστον προς το παρόν από την στιγμή που, καμία από τις κινήσεις των δύο μονομάχων για τη δημιουργία ενός κυβερνητικού σχήματος σε συμφωνία με μικρότερα κόμματα και αντίστοιχους συμμαχικούς συνδυασμούς, δεν ευδοκίμησε. Με την κατάσταση να οδεύει εκτός ελέγχου και την απώλεια της εξουσίας να είναι ορατή, ο Νετανιάχου πρότεινε στον Γκαντς μία κυβερνητική συνεργασία. Μία μη αναμενόμενη πρόταση που απορρίφθηκε μετά παρρησίας από τον αρχηγό του «Γαλανόλευκου» κόμματος ο οποίος και αντιπρότεινε την συνεργασία των δύο κομμάτων χωρίς όμως την παρουσία του Νετανιάχου. Με βάση, επομένως, τα τεκταινόμενα, ο Πρόεδρος του Ισραήλ Ρέουβεν Ριβλίν και με το ενδεχόμενο τρίτων εκλογών να είναι επίφοβο, ξεκίνησε διαβουλεύσεις με τα κόμματα ενώ τοποθετήθηκε υπέρ ενός σταθερού κυβερνητικού συνασπισμού με τη συμμετοχή από κοινού των δύο μεγάλων κομμάτων. Η μόνη, πάντως, σταθερά σε αυτή την «εξίσωση» είναι η ανάδειξη της Ενωμένης Αραβικής Λίστας σε τρίτη πολιτική δύναμη που δείχνει την υποστήριξή της στον πρώην στρατιωτικό Μπέντζαμιν Γκαντς. Το ίδιο ισχύει και για το «Ισραήλ Μπεϊτενού» του πρώην Υπουργού Άμυνας Άβιγκντορ Λίμπερμαν που αναμένεται να διαδραματίσει ρόλο ρυθμιστή στη νέα πολιτική εποχή για τη χώρα του. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο ότι προέκρινε ως καταλληλότερη επιλογή για το τέλος της ακυβερνησίας την συνεργασία του δικού του κόμματος, του Λικούντ και του «Γαλονόλευκου».

Οι εκλογές, συνεπώς, στο Ισραήλ αναδεικνύονται σε δύσκολη υπόθεση. Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα συμβαίνουν, το διακύβευμα τόσο τον Απρίλιο όσο και τον Σεπτέμβριο ήταν το εξής: παραδοσιακές ή φιλελεύθερες αξίες. Τον επί δεκατρία χρόνια ηγέτη που μάχεται για την πολιτική του επιβίωση και εξακολουθεί να γοητεύει τους οπαδούς του ή τον απόστρατο στρατηγό που έχει εισέλθει δυναμικά στο «παιχνίδι» της εξουσίας. Μολαταύτα, η προσωρινή ακυβερνησία φέρνει αμηχανία για την επόμενη μέρα στο Ισραήλ σε ένα δύσκολο φθινόπωρο, τοπικά και περιφερειακά όπου η λέξη «συνεργασία» ίσως πρέπει να βρει την πραγματική της σημασία.

1 Y. Knell, (2019), Israel’s election: Five things to know, BBC News. Διαθέσιμο: https://www.bbc.com/news/world-middle-east-47787869?intlink_from_url=https://www.bbc.com/news/topics/cwjdz1r4gj6t/israel-elections-2019&link_location=live-reporting-story [Ημερομηνία πρόσβασης: 20/09/2019].

2 A.D. Miller, (2019), Netanyahu’s fate hangs in the balance after Israel vote, CNN. Διαθέσιμο: https://edition-m.cnn.com/2019/09/20/opinions/israel-second-election-2019-opinion-miller/index.html?r=https%3A%2F%2Fwww.google.com%2F [Ημερομηνία πρόσβασης: 22/09/2019].

3 O. Holmes, (2019), Israel: Wounded Netanyahu in desperate battle for political survival after poll blow, The Guardian. Διαθέσιμο: https://www.theguardian.com/world/2019/sep/21/netanyahu-battle-for-survival-after-israel-poll-shock-benny-gantz [Ημερομηνία : 24/09/2019].

Δημοφιλή