Όπου τολμούν οι αετοί: Η δράση της Ελληνικής Βασιλικής Αεροπορίας στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο

Όπου τολμούν οι αετοί: Η δράση της Ελληνικής Βασιλικής Αεροπορίας στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο

Όταν σκέφτεται κανείς την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου και τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο, σχεδόν αναπόφευκτα το μυαλό του πάει κυρίως στην ηρωική δράση του Ελληνικού Στρατού Ξηράς στα βουνά της Πίνδου και της Αλβανίας, που σήμανε την πρώτη μεγάλη νίκη των δυνάμεων των Συμμάχων επί του Άξονα. Ο σκληρός αγώνας των Ελλήνων στρατιωτών υπό εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες, αντιμετωπίζοντας δυνάμεις που φάνταζαν τρομακτικά υπέρτερες, προκάλεσε αίσθηση και θαυμασμό ανά τον κόσμο, μεταξύ φίλων και εχθρών. Ο αγώνας του συνταγματάρχη Δαβάκη, ο θάνατος του Αλέξανδρου Διάκου, η απόκρουση της Εαρινής Επίθεσης, το Ύψωμα 731 (οι «Θερμοπύλες του 1941», οι οποίες όμως δεν έπεσαν ποτέ) και άλλα μεγάλα «κεφάλαια» της σύγκρουσης, όπως η δράση των ελληνικών υποβρυχίων («Παπανικολής», «Πρωτεύς», «Νηρεύς», «Γλαύκος», «Κατσώνης», «Τρίτων») ή ο επανάπλους του αντιτορπιλικού «Αδρίας» αποτελούν σημαντικότατες σελίδες της ελληνικής στρατιωτικής ιστορίας, συνθέτοντας το ψηφιδωτό της ελληνικής συμμετοχής στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Μεταξύ αυτών υπάρχει ένα ιδιαίτερα μεγάλης σημασίας κεφάλαιο, το οποίο φαντάζει ιδιαίτερα «παραγκωνισμένο»: Ο λόγος για τη δράση της Ελληνικής Βασιλικής Αεροπορίας κατά τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο και τη Γερμανική Εισβολή, και η μετέπειτα «αναγέννησή» της στη Μέση Ανατολή. Αντιμετωπίζοντας την πανίσχυρη Regia Aeronautica του Μουσολίνι, η ΕΒΑ διέθετε περιορισμένο αριθμό σκαφών, που σε πολλές περιπτώσεις ήταν παλαιότερης τεχνολογίας. Ωστόσο, αυτό δεν εμπόδισε τους Έλληνες πιλότους να γράψουν τη δική τους ιστορία στους ελληνικούς ουρανούς, προστατεύοντάς τους από τον εισβολέα και επιτυγχάνοντας κατορθώματα αντάξια αυτών των συναδέλφων τους στον Στρατό και το Ναυτικό.

Η ισχύς και διάταξη μάχης της ΕΒΑ

Η διάταξη μάχης της ελληνικής πολεμικής αεροπορίας περιελάμβανε κατανομή του αεροπορικού δυναμικού, μεταξύ των τριών Κλάδων των Ενόπλων Δυνάμεων, με αποτέλεσμα ο Στρατός, το Ναυτικό και η Αεροπορία να κρατήσουν στον επιχειρησιακό τους έλεγχο τα αεροσκάφη που εξυπηρετούσαν το δόγμα επιχειρήσεών τους. Η διάταξη μάχης ήταν η ακόλουθη :

Ανωτέρα Διοίκηση Αεροπορίας Στρατού (ΑΔΑΣ)

Διοίκηση Αεροπορίας Στρατιωτικής Συνεργασίας (ΔΑΣΣ)

  • 1η Μοίρα Παρατήρησης στο Περιγιάλι Κορινθίας, ενταγμένη στο Α΄ Σώμα Στρατού, με αεροσκάφη Breguet 19 A2/B2.
  • 2η Μοίρα Παρατήρησης στην Κοζάνη, ενταγμένη στο B΄ Σώμα Στρατού, με αεροσκάφη Breguet 19 A2/B2.
  • 2828 Ανεξάρτητο Σμήνος Παρατηρήσης στην Ήπειρο, ενταγμένο στην VIII Μεραρχία, με αεροσκάφη Breguet 19 A2/B2.
  • 3η Μοίρα Παρατήρησης, ενταγμένη στο Γ΄ Σώμα Στρατού με τα 3/1 και 3/2 Σμήνη του ΤΣΔΜ (Τμήμα Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας) με αεροσκάφη Henschel Hs126K-6 (Λεμπέτ Θεσσαλονίκης και Κούκλαινα Βεροίας).
  • 4η Μοίρα Παρατήρησης (Αμυγδαλεώνας Καβάλας και αργότερα Γιδάς και Κούκλαινα Βεροίας) με αεροσκάφη Potez 25 TOE. Διέθετε το 4/1 Σμήνος, ενταγμένο στο Δ΄ Σώμα Στρατού, και το 4/2 Σμήνος, ενταγμένο στην Ομάδα Μεραρχιών.

Διοίκηση Αεροπορίας Βομβαρδισμού (ΔΑΒ)

  • 31η Μοίρα Βομβαρδισμού με αεροσκάφη Potez 633 B2 Grec στη Λάρισα.
  • 32η Μοίρα Βομβαρδισμού με αεροσκάφη Bristol Blenheim MkIV στη Λάρισα.
  • 33η Μοίρα Βομβαρδισμού με αεροσκάφη Fairey Battle B.1 στη Ν. Αγχίαλο Βόλου.

Διοίκηση Αεροπορίας Διώξεως (ΔΑΔ)

  • 21η Μοίρα Δίωξης με αεροσκάφη P.Z.L. P.24F/G και Gloster Gladiator MkI στα Τρίκαλα.
  • 22η Μοίρα Δίωξης με αεροσκάφη P.Z.L. P.24F/G στη Θεσσαλονίκη.
  • 23η Μοίρα Δίωξης με αεροσκάφη P.Z.L. P.24F/G στη Λάρισα.
  • 24η Μοίρα Δίωξης με αεροσκάφη Bloch MB.151 και Avia B.534 στην Ελευσίνα.

Ανωτέρα Διοίκηση Αεροπορίας Ναυτικού (ΑΔΑΝ)

  • 11η Μοίρα Ναυτικής Συνεργασίας με αεροσκάφη Fairey IIIF Mk I/III/IIIM στο Βαλτούδι Μαγνησίας.
  • 12η Μοίρα Ναυτικής Συνεργασίας με αεροσκάφη Dornier Do22Kg στη Σαλαμίνα.
  • 13η Μοίρα Ναυτικής Συνεργασίας με αεροσκάφη Avro Anson Mk I στην Ελευσίνα.

Συνοπτικά, κατά την έναρξη των επιχειρήσεων, υπήρχαν 158 πολεμικά αεροσκάφη, όλων των τύπων, ενταγμένα στις παραπάνω Μονάδες, από τα οποία φέρονται να ήταν εν ενεργεία τα 128. Από αυτά μόλις τα 77 ήταν καταδιωκτικά και βομβαρδιστικά (πρώτης γραμμής). Με τη σταδιακή εξέλιξη των επιχειρήσεων, η Αεροπορία ενισχύθηκε με 22 Gloster Gladiator MkII και 6 Bristol Blenheim MkI από τα βρετανικά αποθέματα.

Απέναντί της, η Regia Aeronautica του Ντούτσε παρέτασσε 463 αεροσκάφη πρώτης γραμμής και γενικότερα καλύτερων επιδόσεων. Η διαφορά ισχύος γίνεται καλύτερα αντιληπτή εάν αναλυθεί η αριθμητική ισχύς ανά τομέα δράσης: Η Ελληνική Αεροπορία Διώξεως, με 33 μαχητικά, είχε απέναντί της 179 ιταλικά καταδιωκτικά, ενώ οι τρεις Ελληνικές Μοίρες Βομβαρδισμού, με δύναμη 29 αεροπλάνων, συγκρίνονταν με 30 ιταλικές μοίρες, με 225 βομβαρδιστικά. Μεταξύ της Ελληνικής Αεροπορίας Διώξεως και της Ιταλικής Αεροπορίας Βομβαρδισμού, η αναλογία ήταν 1:7, κάτι που υποδεικνύει ακόμα περισσότερο την δυσμενή για την ελληνική αεροπορία ισορροπία δυνάμεων, όταν τα ελληνικά καταδιωκτικά έπρεπε να αναχαιτίζουν ιταλικά βομβαρδιστικά. Την κατάσταση καθιστούσαν ακόμα πιο δύσκολη τα τεχνικά πλεονεκτήματα των ιταλικών αεροσκαφών, καθώς και τα πολλά τεχνικά και λειτουργικά προβλήματα που αντιμετώπιζαν τα ελληνικά αεροσκάφη, σε πολύ μεγάλο βαθμό λόγω έλλειψης διαθέσιμων ανταλλακτικών.

Επίσης, ετίθετο και το ζήτημα της ιταλικής υπεροχής στον τομέα των αεροδρομίων: Η ελληνική πολεμική αεροπορία είχε στη διάθεσή της περιορισμένο αριθμό, πολλά εκ των οποίων με τις πρώτες βροχές και χιονοπτώσεις ετίθεντο εκτός ενέργειας. Στην άλλη πλευρά, οι Ιταλοί διέθεταν μεγάλο αριθμό αεροδρομίων, που ήταν σύγχρονα και επιπλέον κοντά στο μέτωπο (Κορυτσά, Αργυρόκαστρο, Τίρανα, Βεράτιο, Αυλώνας), ενώ υπήρχαν και τα αεροδρόμια της Ιταλίας (Μπάρι, Λέτσε, Μπρίντιζι, Φότζια, Τάραντα κ.α.).

Απέναντι σε έναν από κάθε άποψη ανώτερο εχθρό, η ελληνική πολεμική αεροπορία είχε ως μόνο πλεονέκτημα το προσωπικό της, που αντιστάθμιζε, χάρη στην ικανότητα και την τόλμη των ανδρών που το απάρτιζαν, τα μεγάλα μειονεκτήματα- που, τουλάχιστον στην πρώτη φάση του πολέμου, επεκτείνονταν και στον τομέα της τακτικής όσον αφορά στον αεροπορικό πόλεμο.

Επίσης, δεν θα έπρεπε να παραβλεφθεί η συνδρομή της βρετανικής RAF στον αεροπορικό πόλεμο του 1940-1941: Ενδεικτικά, η αεροπορική δύναμη των Βρετανών στην Ελλάδα, κατά την έναρξη του πολέμου με τους Γερμανούς, περιελάμβανε τέσσερις μοίρες βομβαρδισμού (Bristol Blenheim IV), την 30ή Μοίρα καταδιωκτικών (Bristol Blenheim IF), τρεις μοίρες μονοθέσιων καταδιωκτικών (εκ των οποίων οι δύο πρώτες διέθεταν τα πιο σύγχρονα Hawker Hurricane I, ενώ η τρίτη Gloster Gladiator), καθώς και η 208η Μοίρα Στρατιωτικής Συνεργαίας, με παλαιά μονοπλάνα Westland Lysander και μόνο δύο Hurricane. Επίσης, είχαν διατεθεί και έξι τορπιλοπλάνα Swordfish από την 815η Μοίρα στνη Παραμυθιά. Ο συνολικός αριθμός των αεροπλάνων αυτών πλησίαζε τα 80, από το αρχικό σύνολο των 265 περίπου που είχαν διατεθεί από την αρχή του Ελληνοϊταλικού Πολέμου (129 βομβαρδιστικά Blenheim, 126 καταδιωκτικά Gladiator και Hurricane και 10 Lysander).

Το οπλοστάσιο της ελληνικής πολεμικής αεροπορίας

Στο οπλοστάσιο της ελληνικής πολεμικής αεροπορίας κατά το διάστημα 1940-1941 συναντούσε κανείς μία ευρεία γκάμα τύπων αεροσκαφών, παλαιότερων και πιο μοντέρνων, κάτι που δημιουργούσε από μόνο του προβλήματα, καθώς εκ των πραγμάτων η πολυτυπία αποτελεί πρόβλημα για μια πολεμική αεροπορία (τεχνογνωσία, διαθεσιμότητα ανταλλακτικών, εμπειρία πτήσης/ συντήρησης κ.ο.κ).

Avia B-534 (verze II)

Ελληνική Πολεμική Αεροπορία, 1940-1041

Άλλοι τύποι που συναντώνταν στο οπλοστάσιο της ελληνικής πολεμικής αεροπορίας ήταν τα Junkers G24he και Junkers Ju 52-3m, καθώς και τα Potez 25 TOE, Fieseler Fi-156, Junkers Jungmann, Savoia Marchetti S.M.97-I. Sparviero.

Οι επιχειρήσεις αρχίζουν

Η πρώτη ιταλική αεροπορική επίθεση κατά της Αθήνας εκδηλώθηκε στις 9.30 το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940. Οι σειρήνες ανήγγειλαν την εμφάνιση ιταλικών αεροπλάνων που στόχευαν το στρατιωτικό αεροδρόμιο του Τατοΐου. Τα εχθρικά αεροπλάνα έριξαν τις βόμβες τους από μεγάλο ύψος, χωρίς να πετύχουν στόχους ή να προξενήσουν θύματα. Παράλληλα, την ίδια ώρα ιταλικά βομβαρδιστικά χτύπησαν την Πάτρα, προκαλώντας απώλειες αμάχων, ενώ ανεπιτυχείς αποστολές βομβαρδισμού έγιναν και στον Πειραιά, τη διώρυγα της Κορίνθου, τα έργα Φσιδέρι, την Κινέτα Αττικής, την περιοχή Ιστιαίας, τη Ναυτική Βάση Πρέβεζας και τη Γέφυρα Σίμου (Ήπειρος). Στις 29 Οκτωβρίου ο κακός καιρός περιόρισε τη δράση των Ιταλών- μόνο ένα αεροπλάνο έφτασε στο Μέτσοβο και βομβάρδισε τα ελληνικά στρατεύματα εκεί. Παράλληλα, η ελληνική αεροπορία πραγματοποίησε την πρώτη της αποστολή: Επρόκειτο για αποστολή αναγνώρισης από την 31η Μοίρα Βομβαρδισμού.

Στις 30 Οκτωβρίου ελληνικά αναγνωριστικά απογειώθηκαν νωρίς το πρωί για περιπολίες στην Καστοριά, Δέχτηκαν την επίθεση ιταλικών καταδιωκτικών, χωρίς όμως να υπάρξει κατάρριψη. Την ίδια ημέρα σημειώθηκε αερομαχία μεταξύ ελληνικών και ιταλικών αεροσκαφών στο μέτωπο, με αποτέλεσμα την πρόκληση ζημιών στα ιταλικά καταδιωκτικά, την αναγκαστική προσγείωση ενός εκ των ελληνικών HS 126- με τον ανθυποσμηναγό Γιάνναρη Ευάγγελο να γίνεται ο πρώτος νεκρός Έλληνας αεροπόρος του πολέμου – και τη συντριβή του δεύτερου. Επίσης, πραγματοποιήθηκαν ελληνικές αναγνωριστικές πτήσεις, ενώ, στις 31 Οκτωβρίου οι Ιταλοί πραγματοποίησαν επίσης αναγνωρίσεις και βομβαρδισμούς, όπως και η ελληνική πλευρά. Εκείνη την ημέρα σημειώθηκε η πρώτη σημαντική ελληνική επιτυχία, με ελληνικό Blenheim να συλλέγει πληροφορίες που αποδείχτηκαν πολύ σημαντικές για μετέπειτα αποστολή βομβαρδισμού της Κορυτσάς.

Μπαίνοντας στον Νοέμβριο, και οι δύο αεροπορίες ενέτειναν τις επιχειρήσεις τους, με τους Ιταλούς να βομβαρδίζουν 13 ελληνικές πόλεις, με αποτέλεσμα τον θάνατο περίπου 90 ατόμων- οι περισσότεροι άμαχοι. Την 1η Νοεμβρίου επλήγησαν η Λάρισα και η Θεσσαλονίκη, πάνω από την οποία σημειώθηκε αερομαχία με επτά ελληνικά PZL, με πρόκληση ζημιών στα αεροσκάφη και των δύο πλευρών. Η ελληνική απάντηση ήρθε την ίδια ημέρα στην Κορυτσά, με την 32η Μοίρα Βομβαρδισμού να βομβαρδίζει το αεροδρόμιό της, σκοτώνοντας 40 περίπου Ιταλούς αεροπόρους. Παράλληλα, επλήγησαν φάλαγγα ιταλικών οχημάτων κοντά στη λίμνη Τσεραβίνα και χώρος συγκέντρωσης εχθρικών δυνάμεων κοντά στη γέφυρα Αγίων στην Ήπειρο.

Η επόμενη ημέρα,2α Νοεμβρίου, θεωρείται ιδιαίτερα σημαντική όσον αφορά στην ιστορία της ελληνικής αεροπορίας κατά τον πόλεμο, καθώς αεροσκάφος Breguet της 2ης Μοίρας Στρατιωτικής Συνεργασίας, κατά τη διάρκεια αναγνωριστικής αποστολής, εντόπισε την επίλεκτη 3η Μεραρχία Αλπινιστών «Τζούλια» στην περιοχή της Πίνδου (δρομολόγιο Σαμαρίνα- Ρωμηός- Κεράσοβο- Φούρκα) - εξαιρετικά πολύτιμη πληροφορία, καθοριστικής σημασίας για την εξέλιξη του πολέμου τις επόμενες ημέρες. Ακολούθησε σειρά επιδρομών εναντίον της από ελληνικά αεροσκάφη (ξανά απαρχαιωμένα Breguet, που πετούσαν σε πολύ χαμηλό ύψος, μέσα από χαράδρες), με τον σμηναγό Ηλία Κουτσούκο να λαμβάνει εύφημο μνεία. Υπογραμμίζεται ότι ο εντοπισμός της «Τζούλια» από την ελληνική αεροπορία αποτέλεσε σημαντικότατο γεγονός του πολέμου, καθώς, εάν η εν λόγω επίλεκτη δύναμη δεν είχε εντοπιστεί εγκαίρως, θα προλάβαινε να ανοίξει τον δρόμο για το Μέτσοβο, καθιστώντας κρίσιμη την κατάσταση για τις ελληνικές δυνάμεις. Παράλληλα, την ίδια ημέρα καταρρίφθηκε ιταλικό βομβαρδιστικό κατά τη διάρκεια επίθεσης στα Δολιανά, ενώ σημειώθηκε σκληρή αερομαχία μεταξύ τριών ελληνικών PZL και ιταλικών αεροσκαφών που πραγματοποιούσαν επιδρομή κατά της VIII Μεραρχίας, με κατάρριψη δύο ελληνικών και τριών ιταλικών μαχητικών. Η ένταση της συγκεκριμένης αερομαχίας προκάλεσε αίσθηση, λόγω της παράτολμης επίθεσης των Ελλήνων πιλότων κατά υπέρτερων δυνάμεων, με σκοπό την εξόντωση του εχθρού με κάθε κόστος.

Μαρίνος Μητραλέξης: Ο Έλληνας «καμικάζε»

Ο όρος «καμικάζε» («θεόσταλτος άνεμος») έγινε γνωστός κατά την τελευταία φάση του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, από τους Ιάπωνες πιλότους αυτοκτονίας που εφορμούσαν με τα αεροπλάνα τους, επιδιώκοντας τη συντριβή πάνω στα αμερικανικά πλοία,ή, σε κάποιες περιπτώσεις, αεροπλάνα. Ωστόσο, δεν θα απείχε πολύ από την πραγματικότητα να ειπωθεί ότι ο χαρακτηρισμός αυτός θα ταίριαζε και στον υποσμηναγό Μαρίνο Μητραλέξη, της 22ης Μοίρας Δίωξης στη Θεσσαλονίκη, ο οποίος, έχοντας εξαντλήσει τα πυρομαχικά του, κατέρριψε ιταλικό βομβαρδιστικό εμβολίζοντάς το – ενώ στη συνέχεια προσγειώθηκε και συνέλαβε το ιταλικό πλήρωμα στο έδαφος (!).

Το περιστατικό έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια ιταλικής επιδρομής κατά της Θεσσαλονίκης: Τα ελληνικά PZL απογειώθηκαν αμέσως μόλις εντοπίστηκαν τα ιταλικά αεροσκάφη, τα οποία έριξαν τις βόμβες τους στη θάλασσα μόλις αντιλήφθηκαν τα ελληνικά καταδιωκτικά, προκειμένου να έχουν μεγαλύτερη ευχέρια ελιγμών.

Ακολούθησε φρενήρης αερομαχία, με τα 6 ελληνικά καταδιωκτικά να αερομαχούν με 15 ιταλικά βομβαρδιστικά και 7 καταδιωκτικά, εν μέσω των ελληνικών αντιαεροπορικών πυρών. Ο Μητραλέξης, έχοντας ξεμείνει από σφαίρες, εφόρμησε κατά ιταλικού βομβαρδιστικού και έκοψε την ουρά του με τον έλικά του. Το ιταλικό αεροσκάφος συνετρίβη, ενώ το PZL, που είχε υποστεί ζημιές στον έλικα, πραγματοποίησε αναγκαστική προσγείωση.

Οι Ιάπωνες «καμικάζε» μπορεί να έβρισκαν τον θάνατο στις εφορμήσεις τους, ωστόσο ο Μητραλέξης όχι μόνο επέζησε, αλλά βγήκε με το περίστροφο ανά χείρας από το καταδιωκτικό του, βρήκε τέσσερα μέλη του πληρώματος, που είχαν πέσει με αλεξίπτωτα, εγκαταλείποντας το αεροσκάφος τους, και τους συνέλαβε αιχμαλώτους. Η μετέπειτα διήγηση του σμηνάρχου Αναργύρου Κουγιούφα ήταν χαρακτηριστική:

«Ξαφνικά βλέπω ένα να έχει χωθεί ο αθεόφοβος ανάμεσα στον εχθρικό σχηματισμό και να βάλλει- να βάλλει απανωτά εναντίον ενός ιταλικού βομβαρδιστικού που το'χει απομονώσει. Παρόλα αυτά όμως αυτό δεν πέφτει. Με τα πολυβόλα της ουράς το εχθρικό ανταποκρίνεται με χαλάζι από βλήματα ενώ το δικό μας βάλλει συνεχώς ώσπου σώνονται τα πυρομαχικά του...εκείνο που έγινε, ήταν το μόνο που δεν περίμενα να γίνει. Με κατάπληκτα μάτια τον βλέπω ξαφνικά να αυξάνει τις στροφές του κινητήρα του, να κάνει μια υπέροχη εφόρμηση και-ω ένδοξη κι αιώνια Ελλάδα- να πέφτει με την έλικα στην ουρά του ιταλικού και να του ξεσχίζει τα πηδάλια. Εκείνο κλονίζεται και πέφτει σε περιδίνηση ενώ τέσσερα αλεξίπτωτα ανοίγουν...αυτός τα παρακολουθεί από κοντά και με στρεβλωμένη την έλικα του αεροπλάνου προσγειώνεται πλάι τους κοντά στο Λαγκαδά, όπου είχαν πέσει και οι Ιταλοί αεροπόροι».

Ο Μητραλέξης τιμήθηκε με το Χρυσούν Αριστείον Ανδρείας. Σημειώνεται ότι στην ίδια αερομαχία αναφέρθηκε κατάρριψη βομβαρδιστικού από τον σμηνία Επαμεινώνδα Δάγκουλα, ενώ σε άλλη αερομαχία την ίδια ημέρα καταρρίφθηκαν ένα ελληνικό καταδιωκτικό και ένα ιταλικό, πάλι στη Θεσσαλονίκη. Παράλληλα, στις 2 Νοεμβρίου ελληνικά βομβαρδιστικά πραγματοποίησαν σειρά αποστολών βομβαρδισμού στο μέτωπο.

Σκληρός Νοέμβριος- η υπεράσπιση της Θεσσαλονίκης

Κατά τη διάρκεια των κρίσιμων συγκρούσεων στην Πίνδο, που είχαν αποτέλεσμα την απόκρουση των Ιταλών στη γραμμή Ελαίας- Καλαμά και την εκκαθάριση του ιταλικού θύλακα, οι αεροπορικές επιχειρήσεις, όπως ήταν αναμενόμενο, εντάθηκαν, καθώς οι Ιταλοί συνέχιζαν τις επιδρομές κατά της Θεσσαλονίκης, με τους Έλληνες πιλότους – εμπνευσμένους από το παράτολμο εγχείρημα του Μητραλέξη – να επιδεικνύουν πρωτοφανή επιθετικότητα. Κατάρριψη βομβαρδιστικού σημείωσε ο υποσμηναγός Γιαννικώστας Κωνσταντίνος, ενώ μια κατάρριψη καταδιωκτικού ανέφερε και ο σμηνίας Δάγκουλας Επαμεινώνδας. Συνολικά, οι επιδρομές κατά της Θεσσαλονίκης στοίχισαν στους Ιταλούς 12 αεροπλάνα, τα περισσότερα βομβαρδιστικά. Σημειώνεται ότι στο «Ο Αεροπορικός Πόλεμος στην Ελλάδα, 1940-1941» (Christopher Shores, Brian Cull, Nicola Malizia), υπογραμμίζεται η επιμονή και αποτελεσματικότητα των ελληνικών αεροσκαφών δίωξης στην προστασία της Θεσσαλονίκης.

Παράλληλα, στην Ήπειρο οι επιχειρήσεις ήταν ιδιαίτερα σκληρές, καθώς οι ελληνικές χερσαίες δυνάμεις δέχονταν την ιταλική πίεση, η οποία συνοδευόταν από συχνές αεροπορικές επιδρομές. Η αντίστοιχη πίεση στις ελληνικές αεροπορικές δυνάμεις ήταν επίσης μεγάλη, με τα απαρχαιωμένα Breguet να αναλαμβάνουν ξανά παράτολμες αποστολές σε χαμηλό ύψος, πετώντας μέσα από χαράδρες για να χτυπήσουν τα ιταλικά στρατεύματα. Για τη δράση του εκείνη την περίοδο τιμήθηκε με Πολεμικό Σταυρό ο Ηλίας Κουτσούκος. Αποστολές αναγνώρισης και βομβαρδισμού πραγματοποιούσαν και αεροσκάφη Potez 63 και Blenheim, χτυπώντας τις ιταλικές δυνάμεις στο ύψωμα Προφήτης Ηλίας.

Στις 5 Νοεμβρίου βομβαρίστηκε ο Πειραιάς, με κατάρριψη δύο ιταλικών αεροπλάνων (το ένα από τη RAF, που σημείωνε έτσι την πρώτη της επιτυχία στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο), ενώ σε αντίποινα ελληνικά αεροσκάφη βομβάρδισαν ξανά την Κορυτσά και το Αργυρόκαστρο, καταστρέφοντας ιταλικά αεροπλάνα στο έδαφος. Την αμέσως επόμενη ημέρα ελληνικά και βρετανικά αεροσκάφη χτύπησαν το λιμάνι της Αυλώνας, ενώ ελληνικά βομβαρδιστικά βομβάρδισαν στόχους στο μέτωπο, καθώς και εγκαταστάσεις στο Αργυρόκαστρο και γέφυρα στον ποταμό Καλαμά. Η έναρξη των επιχειρήσεων από πλευράς των Βρετανών προκάλεσε προβληματισμό στην ιταλική ηγεσία, που ζήτησε επιπλέον βοήθεια από τη Regia Aeronautica.

Από τις 7 ως τις 10 Νοεμβρίου η ιταλική αεροπορία σημείωνε καθημερινή δράση, βομβαρδίζοντας ελληνικές πόλεις ενώ τα ελληνικά αεροσκάφη παρέμεναν καθηλωμένα στα αεροδρόμια, λόγω κακοκαιρίας- ωστόσο, βρετανικά αεροπλάνα βομβάρδισαν ξανά το λιμάνι της Αυλώνας, στόχο που έπληξαν ελληνικά αεροσκάφη και στις 11 Νοεμβρίου. Στις 13 του μήνα ελληνικά βομβαρδιστικά χτύπησαν τα αεροδρόμια της Κορυτσάς.

Η ελληνική αντεπίθεση

Μετά την ανακοπή της προέλασης των Ιταλών ακολούθησε η ελληνική αντεπίθεση σε όλο το μέτωπο, που διήρκεσε ως τις 6 Ιανουαρίου 1941. Η δράση της ελληνικής αεροπορίας επικεντρώθηκε στο κέντρο του μετώπου, παρέχοντας κάλυψη στις ελληνικές δυνάμεις, με αποστολές αναγνωρίσεων, βομβαρδισμών και πολυβολισμών, ενώ παράλληλα αντιμετώπιζε την ενισχυμένη αεροπορική δύναμη των Ιταλών, που είχαν ρίξει στη μάχη άλλα 250 αεροσκάφη. Παράλληλα, πρωταρχικός στόχος για την ελληνική αεροπορία παρέμενε η Κορυτσά, που επλήγη επανειλημμένα από βομβαρδιστικά Fairey Battle και Blenheim, όπως και το Αργυρόκαστρο, με αποτέλεσμα την καταστροφή μεγάλου αριθμού ιταλικών αεροσκαφών στο έδαφος.

Ο τότε υποσμηναγός Σκάτζικας Σαράντης, περιγράφοντας τις τακτικές που ακολουθούσαν οι Έλληνες πιλότοι, ανέφερε ότι «όταν επρόκειτο να πλήξουμε στόχους στην περιοχή του Αργυροκάστρου, προσεγγίζαμε πάντοτε πετώντας πολύ χαμηλά πάνω από την Κέρκυρα και τους Αγίους Σαράντα. Με αυτό τον τρόπο ήταν αδύνατο να μας αντιληφθούν τα εχθρικά παρατηρητήρια του Αργυροκάστρου. Έτσι πλησιάζαμε πολύ κοντά στον ορεινό όγκο που καλύπτει από τα δυτικά το Αργυρόκαστρο, κερδίζαμε απότομα ύψος και εμφανιζόμασταν την τελευταία στιγμή πάνω από τον στόχο, εκτελώντας ταχύτατο βομβαρδισμό με κάθετη εφόρμηση, όταν ήταν πλέον πολύ αργά για να αντιδράσει ο εχθρός. Αυτός ήταν ο λόγος που αιφνιδιάστηκαν τόσο πολύ οι Ιταλοί και έχασαν τόσα πολλά αεροπλάνα στο έδαφος».

Τις ίδιες ημέρες, οι δυνάμεις της Αεροπορίας Διώξεως βρίσκονταν υπό συνεχή πίεση, δρώντας ταυτόχρονα και με τις τέσσερις μοίρες της για να καλύψει τις ανάγκες του μετώπου. 42 έξοδοι αεροσκαφών πραγματοποιήθηκαν μόνο το πρωί της 14ης Νοεμβρίου, για κάλυψη του τομέα του Γ' Σώματος Στρατού - τα PZL βρίσκονταν συνέχεια στον αέρα, εμπλεκόμενα σε σκληρές αερομαχίες με τα ιταλικά αεροσκάφη, με εκατέρωθεν καταρρίψεις. Παράλληλα, η ιταλική αεροπορία πραγματοποιούσε συχνές επιδρομές σε δυτική Μακεδονία, Ιόνιο, Ήπειρο και Λάρισα.

Ο υπόλοιπος Νοέμβριος χαρακτηρίστηκε κυρίως από πτήσεις αναγνώρισης και βομβαρδισμού, με ελληνικά αεροσκάφη μάλιστα να πλήττουν, πέρα από στόχους στο μέτωπο, τα λιμάνια Μπρίντιζι και Μπάρι της Ιταλίας (15 Νοεμβρίου). Αξιοσημείωτη κατά τη συγκεκριμένη περίοδο ήταν αερομαχία στις 18 Νοεμβρίου, με πέντε ελληνικά PZL να αντιμετωπίζουν δύναμη ιταλικών καταδιωκτικών και βομβαρδιστικών πάνω από τη Μόροβα, κατά την οποία ο σμηνίας Βαλκανάς Γρηγόριος – ο μόνος εκ των χειριστών της 23ης Μοίρας που δεν είχε στο ενεργητικό του κατάρριψη αεροσκάφους- να κάνει επίθεση αυτοκτονίας σε ιταλικό καταδιωκτικό, αφού είχε εξαντλήσει τα πυρομαχικά του. Στην ίδια σύγκρουση σκοτώθηκε ο σμηναγός Γιαννικώστας Κωνσταντίνος, ενώ ο υποσμηναγός Ιωάννης Κυριαζής, αν και τραυματισμένος από βλήμα στο πόδι, συνέχισε την αερομαχία, καταρρίπτοντας δύο ιταλικά αεροσκάφη. Παρά την αιμορραγία, μπόρεσε να επιστρέψει στη βάση και να προσγειώσει το αεροπλάνο, χάνοντας τελικά τις αισθήσεις του. Παράλληλα, την ίδια ημέρα έλαβε χώρα παράδοξο περιστατικό, κατά το οποίο ελληνικό βομβαρδιστικό που κατευθυνόταν προς το Αργυρόκαστρο, λόγω πυκνής νέφωσης, εν τέλει χτύπησε τον δευτερεύοντα στόχο στην Πρεμετή, όπου οι ιταλικές δυνάμεις είχαν αποθηκεύσει μεγάλες ποσότητες καυσίμων και πυρομαχικών. Ακόμη, στις 21 Νοεμβρίου, ελληνικό Potez 63 της 31ης ΜΒ, με κάθετη εφόρμηση, χτύπησε με δύο βόμβες αποθήκες πυρομαχικών στο Πόγραδετς. Μετά την επιστροφή στη βάση, ο παρατηρητής παρουσιάστηκε στον διοικητή της Μοίρας, ζητώντας να μην ξαναμπει στο ίδιο πλήρωμα με τον ίδιο «τρελό» χειριστή, που είχε βουτήξει μέσα στο φράγμα πυρός των ιταλικών αντιαεροπορικών.

Κατά τα τέλη του μήνα η Αεροπορία Βομβαρδισμού ανέπτυξε σημαντική δράση, χτυπώντας στόχους που είχαν εντοπιστεί σε αναγνωριστικές πτήσεις της προηγούμενης περιόδου, ενώ η Αεροπορία Διώξεως συνέχιζε εκτεταμένες περιπολίες πάνω από το μέτωπο.

Δεκέμβριος: Ενίσχυση από τη Βρετανία

Η επιδείνωση του καιρού στις αρχές του Δεκεμβρίου περιόρισε τη δράση και των δύο αεροποριών- ωστόσο ευνοϊκή εξέλιξη ήταν η άφιξη ενισχύσεων σε αεροπορικό υλικό από τη Βρετανία για την Αεροπορία Διώξεως, υπό τη μορφή αεροσκαφών Gloster Gladiator.

Η δράση συνεχιζόταν αμείωτη, με την Αεροπορία Διώξεως να αναλαμβάνει αποστολές κάλυψης του τομέα επιχειρήσεων του Γ' Σώματος Στρατού και προστασίας βομβαρδιστικών, που επικεντρώνονταν στην προσβολή εχθρικών δυνάμεων σε Χειμάρα και Λυν – Ελβασάν. Από την κατάληψη του Αργυροκάστρου και της Πρεμετής από τον ελληνικό στρατό και μετά, η δραστηριότητα της Αεροπορίας Βομβαρδισμού εστιάστηκε στο νοτιοδυτικό μέτωπο, και κυρίως στο Τεπελένι.

Κατά τα μέσα του μήνα, οι ελληνικές δυνάμεις είχαν σταθεροποιήσει τις θέσεις τους στις κύριες βορειοηπειρωτικές πόλεις (Αργυρόκαστρο, Δέλβινο, Κορυτσά, Ερσέκα, Λεσκοβίκι, Μόροβα και Ιβάν), με την ιταλική αεροπορία να εντείνει τις επιδρομές της εναντίον τους. Ωστόσο, η επιδείνωση των καιρικών συνθηκών είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση της δραστηριότητας και των δύο αεροποριών. Γενικότερα πάντως, η ιταλική αεροπορία μέχρι το τέλος του Δεκεμβρίου επικεντρώθηκε κυρίως σε αναγνωριστικές πτήσεις και βομβαρδισμούς ελληνικών πόλεων, με τα ελληνικά αεροσκάφη – πέραν των αναγνωρίσεων- να στοχεύουν εχθρικούς σχηματισμούς, αλλά και στόχους στην περιοχή της Αυλώνας. Παράλληλα, οι δυνάμεις της RAF επικεντρώνονταν σε συνεχείς βομβαρδισμούς των λιμανιών της Αυλώνας και του Δυρραχίου. Κατά το δίμηνο Νοεμβρίου- Δεκεμβρίου τα βρετανικά μαχητικά κατέρριψαν 42 ιταλικά αεροπλάνα, χάνοντας 16.

Ιανουάριος - Φεβρουάριος: Η κακοκαιρία δυσχεραίνει τις επιχειρήσεις

Ο Ιανουάριος του 1941 χαρακτηρίστηκε – όπως ήταν αναμενόμενο- από κακοκαιρία, που δυσχέρανε τις αεροπορικές επιχειρήσεις, που επικεντρώθηκαν κυρίως σε αναγνωριστικές αποστολές. Γενικότερα, μετά τις επιτυχείς προελάσεις του Νοεμβρίου και του Δεκεμβρίου, οι ελληνικές δυνάμεις είχαν απωθήσει τους Ιταλούς σε μεγάλο βάθος μέσα στο αλβανικό έδαφος, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα τα αεροδρόμια που χρησιμοποιούσε η ελληνική αεροπορία να είναι απομακρυσμένα από την περιοχή δράσης. Τα μικρής εμβέλειας ελληνικά καταδιωκτικά ήταν αναγκασμένα να διανύουν μεγάλες αποστάσεις, καθώς δεν υπήρχαν κατάλληλα προκεχωρημένα αεροδρόμια, οπότε τα βομβαρδιστικά έπρεπε να δρουν ασυνόδευτα. Όλοι αυτοί οι παράγοντες έδρασαν ανασταλτικά όσον αφορά στη δράση της ελληνικής αεροπορίας κατά τη συγκεκριμένη περίοδο.

Σε κάθε περίπτωση, αυτό δεν σήμαινε ότι η δραστηριότητα έπαυσε εντελώς: Στις αερομαχίες που έλαβαν χώρα διακρίθηκε ο σμηναγός Γ. Φανουργάκης, πιλότος PZL, o οποίος τιμήθηκε με το Χρυσούν Αριστείον Ανδρείας για τη δράση του κατά τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο, καθώς και οι σμηναγοί Αντωνίου Ανδρέας, Σκρουμπέλος Νικόλαος, Κέλλας Ιωάννης, Σαββέλος και ο επισμηνίας Παναγιώτης Αργυρόπουλος (τιμήθηκε με το Αργυρούν Αριστείο Ανδρίας και τον Πολεμικό Σταυρό). Παράλληλα, η ιταλική Αεροπορία Βομβαρδισμού συνέχιζε τη δραστηριότητά της, χτυπώντας την Ερσέκα, την Πρεμετή, τη Φλώρινα, την Κορυτσά, τη Θεσσαλονίκη και την Πρέβεζα, καθώς και τον Βόλο και την Κέρκυρα.

Ελαφρά βελτίωση του καιρού στις 9 Φεβρουαρίου έφερε «ενεργοποίηση» των αντιπάλων αεροποριών, και σκληρή αερομαχία σημειώθηκε πάνω από την Κλεισούρα ανάμεσα σε 12 ελληνικά καταδιωκτικά (8 PZL και 4 Gladiator) και ιταλική δύναμη 18 βομβαρδιστικών και 12 καταδιωκτικών, που είχαν βομβαρδίσει τις περιοχές Κελσύρε και Τεπελενίου. Οι Έλληνες χειριστές επιτέθηκαν άμεσα μόλις εντόπισαν τα εχθρικά αεροσκάφη, αιφνιδιάζοντας τους Ιταλούς – και γνώριμα ονόματα εμφανίζονται στη λίστα των πιλότων που σημείωσαν καταρρίψεις εκείνη την ημέρα, με τους Μητραλέξη και Δάγκουλα (ο οποίος στην έκθεση πολεμικής δράσης της μοίρας του χαρακτηρίζεται «συνετός και επικίνδυνος δια τον αντίπαλόν του μαχητής. Ψύχραιμος, σταθερός, εξαιρετικά πειθαρχικός, κατέχων πλήρως το αεροπλάνον του») να προσθέτουν νέες νίκες στο ενεργητικό τους, τον Κέλλα να καταρρίπτει δύο καταδιωκτικά και τον επισμηνία Δημητρακόπουλο άλλο ένα- με πιθανές καταρρίψεις από τον υποσμηναγό Μπαρδαβίλια (ο οποίος σκοτώθηκε σε αερομαχία δύο ημέρες μετά, στις 11 Φεβρουαρίου) και τον επισμηνία Κωστορίζο. Σκληρή αερομαχία έλαβε χώρα και στις 20 Φεβρουαρίου, με 7 PZL, σε συνεργασία με άλλα 12 αεροσκάφη, να εμπλέκονται με ιταλικά καταδιωκτικά και τους σμηναγούς Αντωνίου, Φανουργάκη και Δάγκουλα να καταρρίπτουν τρία αεροσκάφη. Κατάρριψη πέτυχε και υποσμηναγός Αλέξανδρος Μιχαλιτσιάνος. Παράλληλα, σε αερομαχία στην Κλεισούρα στις 23 Φεβρουαρίου σκοτώθηκε ο υποσμηναγός Σκρουμπέλος, ο οποίος τιμήθηκε με το Χρυσούν Αριστείον Ανδρείας.

Σημαντική κατά τη συγκεκριμένη περίοδο ήταν η δράση της Αεροπορίας Ναυτικής Συνεργασίας, που αναλάμβανε καθήκοντα συνοδείας νηοπομπών και εντοπισμού εχθρικών υποβρυχίων. Όσον αφορά στη δράση των Βρετανών, επικεντρώθηκε σε βομβαρδισμούς ιταλικών αεροδρομίων και λιμανιών στην Αλβανία, ενώ παράλληλα η δύναμη της RAF ενισχυόταν με βομβαρδιστικά Wellington και σύγχρονα καταδιωκτικά Hurricane, που επηρέασαν σημαντικά τις ισορροπίες. Χαρακτηριστικά, στην πρώτη τους έξοδο τα βρετανικά Hurricane κατέρριψαν 4 ιταλικά μαχητικά, ενώ στις 28 Φεβρουαρίου σμήνος από Hurricane και Gladiator κατέρριψε 27 ιταλικά αεροσκάφη, χωρίς να υποστεί απώλεια. Συνολικά τον Φεβρουάριο η RAF στην Ελλάδα κατέρριψε 52 εχθρικά αεροπλάνα, προκάλεσε ζημιές σε 21 και πιθανολογείται κατάρριψη άλλων 10, με τις βρετανικές απώλειες να ανέρχονται σε 10 αεροσκάφη.

Εαρινή επίθεση και γερμανική εισβολή

Εν όψει της μεγάλης εαρινής επίθεσης του ιταλικού στρατού, η ιταλική αεροπορία βομβαρδισμού ενέτεινε σημαντικά τις επιχειρήσεις της. Η ελληνική δραστηριότητα επικεντρώθηκε κυρίως σε αναγνωρίσεις και βομβαρδισμούς, με τη RAF να σηκώνει σημαντικό βάρος κατά τη διάρκεια του Μαρτίου, με 47 καταρρίψεις συν 17 πιθανές. Η 11η Μαρτίου αποτέλεσε «μαύρη ημέρα» για την ελληνική αεροπορία, καθώς έχασε έξι αεροπόρους (Πιτσίκας Δημήτριος, Σταθάκος Δημήτριος, Μαυροματτίδης Στέφανος, Τσολακίδης Ματθαίος, Χρήστος Σαραντόπουλος, Κορίτσας Σωτήρης), καθώς καταρρίφθηκαν ένα Fairy Battle, ένα Blenheim και ένα Avro 626, σε αποστολές βομβαρδισμού/ αναγνώρισης και σε δυστύχημα.

Αξιοσημείωτο περιστατικό έλαβε χώρα στις 14 Μαρτίου, όταν ελληνικό δικινητήριο Avro Anson συνάντησε τρία ιταλικά βομβαρδιστικά στη θαλάσσια περιοχή της Κρήτης, κατά τη διάρκεια αποστολής συνοδείας νηοπομπής. Το ελληνικό πλήρωμα, βλέποντας τον κίνδυνο για τη νηοπομπή, επιτέθηκε εναντίον του ιταλικού σχηματισμού, ο οποίος τράπηκε σε φυγή. Για την παράτολμη αυτή ενέργεια ο αρχηγός του στόλου, υποναύαρχος Επαμεινώνδας Καββαδίας, πρότεινε την απονομή ηθικών αμοιβών. Επίσης, στις 18 Μαρτίου, αεροσκάφος ναυτικής συνεργασίας εντόπισε εχθρικό υποβρύχιο στον Σαρωνικό. Ακολούθησε απογείωση ολόκληρης της 13ης Μοίρας Ναυτικής Συνεργασίας και προσβολή του υποβρυχίου, το οποίο θεωρείται πως βυθίστηκε.

Ωστόσο, τα δεδομένα όσον αφορά στην έκβαση του πολέμου σύντομα θα άλλαζαν δραστικά: η γερμανική επίθεση άρχισε στις 6 Απριλίου 1941, με δύναμη άνω των 1.000 αεροσκαφών. Η διαφορά ισχύος με την καταπονημένη ΕΒΑ και τις υπάρχουσες δυνάμεις της RAF ήταν χαοτική- ωστόσο, τα ελληνικά καταδιωκτικά κατέρριψαν 4 γερμανικά αεροσκάφη. Τα περισσότερα ελληνικά αεροπλάνα που είχαν απομείνει από την ελληνοϊταλική σύγκρουση καταστράφηκαν από τις επιθέσεις της Luftwaffe στα ελληνικά αεροδρόμια. Ακόμα 6 χάθηκαν σε αερομαχίες. Μόλις 14 από τη συνολική δύναμη κατάφεραν να διαφύγουν στη Μ. Ανατολή.

Οι Έλληνες «άσσοι»

Ο ημιεπίσημος τίτλος του ιπτάμενου «άσσου» αποτελεί ιδιαίτερη αναγνώριση για έναν πολεμικό πιλότο, και προσδίδεται σε όσους έχουν σημειώσει από πέντε καταρρίψεις και άνω. Ωστόσο, λόγω της ίδιας της φύσης της αεροπορικής μάχης – ειδικά κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο- και της ανεπάρκειας μέσων όσον αφορά στην επιβεβαίωση των καταρρίψεων που υπήρχε κατά τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο καθιστά δύσκολο να υπάρξει επιβεβαίωση όσον αφορά στον ακριβή αριθμό των καταρρίψεων που αποδίδονται στον κάθε πιλότο.

Στο «On Spartan Wings: The Royal Hellenic Air Force in World War Two» του Τζων Καρ, που επικαλείται στοιχεία και δεδομένα από το «Όπλα και καταρρίψεις της Ελληνικής Αεροπορίας 1940-1941» του Νίκου Χριστοφίλη (Εκδόσεις Δούρεις Ίππος), σε συνδυασμό με στοιχεία από τον πτέραρχο Εμμανουήλ Κελαϊδή (διοικητής της Αεροπορίας Διώξεως κατά τον πόλεμο και Αρχηγός ΓΕΑ κατά το διάστημα 1950-1955) και το Μουσείο Ιστορίας Πολεμικής Αεροπορίας, ως πιθανότερος άσσος της Ελληνικής Βασιλικής Αεροπορίας κατά τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο υποδεικνύεται ο Ανδρέας Αντωνίου, της 22ης Μοίρας Δίωξης, με 4 επιβεβαιωμένες καταρρίψεις και τουλάχιστον 2 πιθανές. Μετά από αυτόν, ακολουθούν ο Ιωάννης Κέλλας, της 21ης Μοίρας Δίωξης, και ο Επαμεινώνδας Δάγκουλας της 22ης.

Ο απολογισμός

Στη μάχη τους εναντίον της Regia Aeronautica, οι Έλληνες πιλότοι, των τεσσάρων Μοιρών Διώξεως, πέτυχαν 64 επιβεβαιωμένες καταρρίψεις, με άλλες 24 πιθανές (συν 4 καταρρίψεις γερμανικών αεροσκαφών, οπότε αυξάνονται στις 68). Οι απώλειες των μοιρών ανήλθαν σε 19 αεροπλάνα, σε αερομαχίες ή αναγκαστικές προσγειώσεις. Οι χειριστές που σκοτώθηκαν ανέρχονταν στους 8, ενώ 9 ήταν αυτοί που τραυματίστηκαν σε αερομαχίες. Συνολικά, η Αεροπορία Διώξεως εξετέλεσε πάνω από 800 αποστολές, που αντιστοιχούν περίπου σε 1.530 πολεμικές ώρες πτήσεων.

Όσον αφορά στην Αεροπορία Βομβαρδισμού, είχε τις μεγαλύτερες απώλειες σε ιπτάμενο προσωπικό, λόγω της φύσης των αποστολών της. Εκτελέστηκαν συνολικά 237 αποστολές βομβαρδισμού, εκ των οποίων οι περισσότερες τον Νοέμβριο του 1940 και τον Μάρτιο του 1941, που αντιστοιχούν σε 926 πολεμικές ώρες πτήσεως. Τέλος, τα αεροσκάφη Στρατιωτικής Συνεργασίας πέταξαν αντίστοιχα 252 ώρες σε πολεμικές αποστολές.

Επιπλέον, 28 ιταλικά αεροσκάφη καταστράφηκαν από τα ελληνικά βομβαρδιστικά και άλλα 23 από αντιαεροπορικά όπλα, όταν οι απώλειες τις Αεροπορίας από ανάλογη δράση των Ιταλών ανήλθαν σε 8 και 5 αεροσκάφη, αντίστοιχα. Συνολικά, η Αεροπορία είχε 49 νεκρούς και 22 τραυματίες στον αγώνα εναντίον των Ιταλών.

Το κεφάλαιο της δράσης της ελληνικής πολεμικής αεροπορίας στον Ελλαδικό χώρο είχε προσωρινά λήξει. Η αναγέννηση θα ερχόταν στη Μέση Ανατολή.

Βιβλιογραφία

  • -«Ιστορία της Ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας, Τόμος Τρίτος»- Γενικό Επιτελείο Αεροπορίας, Υπηρεσία Ιστορίας Πολεμικής Αεροπορίας- Έκδοση Υπηρεσίας Ιστορίας Πολεμικής Αεροπορίας, Αθήνα, 1990
  • -«Ιστορία της Ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας, Τόμος Τέταρτος»- Γενικό Επιτελείο Αεροπορίας, Υπηρεσία Ιστορίας Πολεμικής Αεροπορίας- Έκδοση Υπηρεσίας Ιστορίας Πολεμικής Αεροπορίας, Αθήνα, 1997
  • -«Ο Αεροπορικός Πόλεμος στην Ελλάδα, 1940-1941: Από την Ήπειρο και τη Μακεδονία έως την Μάχη της Κρήτης»- Christopher Shores- Brian Cull-Nicola Malizia- Eurobooks, Ιανουάριος 2009
  • -«On Spartan Wings: The Royal Hellenic Air Force in World War Two»- John Carr- Pen & Sword Military, 2012

Δημοφιλή