Ένα νέο συμβόλαιο στην Ευρώπη για την εξουδετέρωση της πολιτικής χρονοβόμβας

Εάν η ευρωπαϊκή σύνοδος κορυφής που έχει προγραμματιστεί για τις 23 Απριλίου δεν προχωρήσει σε τολμηρές εξαγγελίες, θα έχει χαθεί μια μεγάλη – ίσως η τελευταία – ευκαιρία για μια ευρωπαϊκή ενωσιακή πορεία
 (AP Photo/Francisco Seco)
(AP Photo/Francisco Seco)
ASSOCIATED PRESS

Ένα είναι το κύριο θετικό με τη συμφωνία στην οποία κατέληξε το Eurogroup την Πέμπτη μετά από χαρακτηριστική ευρωπαϊκή δυστοκία: είναι σίγουρα καλύτερη από μια μη συμφωνία. Ισχύει βέβαια γενικά ότι δεν υπάρχει άσπρο – μαύρο στις εκβάσεις των ευρωπαϊκών διαπραγματεύσεων, εκβάσεις που προκύπτουν από σκληρές αντιπαραθέσεις μέχρι την τελευταία στιγμή και κλείνουν με συμβιβασμό που εμφανίζει ισχυρά στοιχεία διατήρησης του status quo με τις απαραίτητες προσαρμογές. Αυτή η χαρακτηριστική διαδικασία ίσχυσε και πάλι, μόνο που οι συνθήκες αυτή τη φορά είναι πραγματικά εξαιρετικές: στην Ιταλία και την Ισπανία τις αμέσως προηγούμενες ημέρες έχαναν τη ζωή τους κάθε ημέρα από την πανδημία κατά μέσο όρο περισσότεροι από 600 και 700 άνθρωποι αντίστοιχα.

Στο αποτέλεσμα του Eurogroup της Πέμπτης, υπάρχουν αποχρώσεις. Στα θετικά είναι το συνολικό πακέτο με 540 δισ. ευρώ για τη στήριξη των εργαζομένων, των επιχειρήσεων και των κρατών-μελών της ευρωζώνης μέσω της προληπτικής πιστωτικής γραμμής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM), μέσω δανείων με εγγυήσεις από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και μέσω δανείων από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την επιδότηση της εργασίας. Γίνεται λόγος στα χαρτιά και για ένα νέο ταμείο για την ανάκαμψη της ευρωπαϊκής οικονομίας, με εργαλεία που όμως θα είναι προσωρινά. Ως προς το νέο ταμείο, η συζήτηση που ανοίγει θα κριθεί στο μέλλον.

Στις αρνητικές ως εντόνως αρνητικές αποχρώσεις, η Γερμανία, η Ολλανδία, η Αυστρία και η Φινλανδία πέτυχαν να αποκλειστεί προς το παρόν οτιδήποτε θα μπορούσε να οδηγήσει σε μορφές αμοιβαιοποίησης του χρέους. Τα ποσά είναι σχετικά περιορισμένα ενώ χρειάζονται και διευκρινήσεις για τους όρους της βοήθειας. Εάν συγκρίνουμε τα εντυπωσιακά εσωτερικά δημοσιονομικά μέτρα που λαμβάνει η Γερμανία για τη δική της οικονομία (550 δις διαθέσιμα για δάνεια προς επιχειρήσεις συν τη δήλωση του ομοσπονδιακού υπουργού οικονομικών ότι «δεν θα υπάρξει όριο» στο ύψος των δανείων που θα χορηγηθούν εάν χρειαστούν) με το περίπου ισόποσο συνολικό πακέτο για την ευρωζώνη που συμφωνήθηκε μετά από πολλές δυσκολίες, τα συμπεράσματα είναι προφανή.

Πρωτοφανείς προκλήσεις, συμβατικές απαντήσεις

DANIEL ROLAND via Getty Images

Τα κράτη-μέλη παραμένουν συνεργάτες αλλά δεν κάνουν βήματα ομοσπονδίωσης ενόψει της πρωτοφανούς οικονομικής κρίσης που έρχεται μετά την πανδημία. Οι αποκλίσεις στη δυνατότητα των κρατών-μελών να χρηματοδοτήσουν τα μέτρα για την ανάκαμψη παραμένουν κρίσιμες και οι συγκλίσεις φαίνονται και πάλι ασθενείς ως αδύνατες. Και όμως, όπως σωστά δήλωσε ο επίτροπος Οικονομικών Υποθέσεων Πάουλο Τζεντιλόνι, είναι κρίσιμο η επόμενη ημέρα μετά την πανδημία να οδηγήσει σε ανάκαμψη χωρίς περαιτέρω αποκλίσεις των οικονομιών, κάτι που θα ήταν πια δύσκολα αντιμετωπίσιμο. Θυμίζω ότι τα ομόλογα ειδικού σκοπού είχαν προταθεί προ ετών και από την Επιτροπή σε άλλη φυσικά συγκυρία, στην προηγούμενη κρίση. Τότε όπως και τώρα η άρνηση του Βορρά ήταν σαφής. Η ΕΚΤ, αντίθετα, προσπαθεί να συνεχίσει τη γραμμή Ντράγκι, κάτι που αποτελεί ένα από τα λίγα ξεκάθαρα θετικά σημεία των ημερών. Με το έκτακτο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης και την επίσης σημαντική άρση των περιορισμών που της δίνει πια τη δυνατότητα να κατέχει πάνω από το ένα τρίτο του χρέους μιας χώρας, αναλαμβάνει πρωτοβουλίες που ενισχύουν την ευρωπαϊκή οικονομία.

Από την άλλη πλευρά, η αντιπρόταση για κοινό ομόλογο των χωρών του Νότου είναι δύσκολο να γίνει κατανοητό πώς θα μπορούσε να αποτελέσει λύση. Θα ξεκινούσε – και μάλιστα από την πλευρά του Νότου – την διάλυση του οικοδομήματος και μάλιστα χωρίς να είναι σε θέση να προσφέρει πολύ αυξημένες πιθανότητες επιτυχίας. Ενώ η τυχόν επιφυλακτική στάση των αγορών θα σφράγιζε περαιτέρω την εικόνα έλλειψης ισχύος και ένδειας προοπτικών για το Νότο.

Η υποστήριξη του Νότου με περισσότερα δάνεια και σκληρούς όρους (αντί για νέο, εσωτερικό «Σχέδιο Μάρσαλ» που ακούγαμε από βερμπαλιστές Ευρωπαίους αξιωματούχους μέχρι πρότινος) τον καταδικάζει σε μόνιμη λιτότητα και μεσοπρόθεσμα θα φέρει εθνικιστές στην εξουσία. Τα δάνεια του ESM, διαβάζουμε στη δήλωση της Πέμπτης, θα είναι διαθέσιμα στα κράτη-μέλη «with standardised terms agreed in advance by the ESM Governing Bodies, reflecting the current challenges, on the basis of up-front assessments by the European institutions» (https://www.consilium.europa.eu/en/press/press-releases/2020/04/09/report-on-the-comprehensive-economic-policy-response-to-the-covid-19-pandemic/ ). Αυτό, με απλά λόγια, σημαίνει σκληρούς αλλά προσαρμοσμένους όρους, εκτός αν στις 23 Απριλίου η ισορροπία διαμορφωθεί διαφορετικά.

Η Γερμανία και ο θρίαμβος του κράτους-εταιρεία

(AP Photo/Geert Vanden Wijngaert)
(AP Photo/Geert Vanden Wijngaert)
ASSOCIATED PRESS

Με πλεονάσματα και αξιοζήλευτα δημοσιονομικά περιθώρια, καλές υποδομές μεταξύ άλλων και στην υγεία και τον εφησυχασμό που προκαλεί η ιδεολογική προσκόλληση στη σημερινή εκδοχή του Ordoliberalismus, η καγκελάριος Μέρκελ ηγείται ενός μπλοκ στο οποίο μετέχουν με διαφορετικούς βαθμούς ενθουσιασμού η Ολλανδία, η Φινλανδία και η Αυστρία ενώ – πέραν της ευρωζώνης – υποστηρίζεται κατά περίπτωση και από άλλες χώρες της ΕΕ.

Αλλά το πρόβλημα με την σημερινή, κυρίαρχη συναίνεση στο Βερολίνο είναι βαθύτερο. Και δεν πρόκειται για κάποιο σκοτεινό συνωμοτικό σχέδιο για πανευρωπαϊκή κυριαρχία, όπως υπαινίσσονται οι ταγοί του καθ’ έξιν αντιγερμανισμού που συναγωνίζονται σε ευρηματικότητα τους θιασώτες του καθ΄ έξιν ευρωθαυμασμού. Πρόκειται για μια ηγεμονεύουσα αντίληψη περί δομικών συμφερόντων της Γερμανίας που ουσιαστικά αγνοεί την ευρωπαϊκή διάσταση. Η οποία αντίληψη παραδοσιακά αντιστέκεται και στην ανάγκη τολμηρής ενίσχυσης των εσωτερικών, γερμανικών δημοσίων δαπανών. Είναι μια αντίληψη που (με την Agenda 2010) συνέδεσε τον συνεχιζόμενο εξαγωγικό δυναμισμό και τη συσσώρευση πλεονασμάτων με την απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και τον περιορισμό των επιδομάτων ανεργίας και των κοινωνικών επιδομάτων (Hartz IV).

Όπως καταγράφεται η κατάσταση μέχρι σήμερα, η πανδημία αντί να αποτελεί πρόκληση για περαιτέρω ενοποίηση τείνει να αναδεικνύει με σαφέστερο τρόπο τις ρωγμές και τις δομικές διαφορές στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Η επιφυλακτική αντίδραση της ΕΕ αποτελεί βόμβα με χρονική καθυστέρηση για την πολιτική ζωή στην Ευρώπη. Η προσέγγιση του Βορρά αγνοεί τον κίνδυνο όχι μόνο ενός Σαλβίνι σε ένα χρόνο αλλά και μιας Λεπέν αργότερα. Βέβαια, παρότι όπως ανέφερα οι ρωγμές αναδεικνύονται σαφέστερα, η άμεση διάλυση της ΕΕ είναι απίθανη πρώτον διότι οι ευρωπαϊκές ηγετικές ομάδες κάθε είδους έχουν επενδύσει πολύ στο ευρωπαϊκό project και δεύτερον διότι οι σχέσεις προχωρημένης αλληλεξάρτησης είναι πλέον εξαιρετικά πυκνές και σύνθετες.

Όμως εάν η ΕΕ δεν σταθεί στο ύψος των περιστάσεων με αλληλεγγύη και αναζήτηση ενός νέου οικονομικού συμβολαίου, το οποίο θα είναι αλλά και θα φαίνεται ότι είναι καινοτόμο, τότε θα καταστεί εκ των πραγμάτων ξεπερασμένη και απονευρωμένη και σταδιακά θα αποδομηθεί ουσιαστικά σε επιμέρους ομάδες, με πεδία πολιτικών να καθίστανται επιλεκτικά ανενεργά, κάτι πρωτοφανές για την παραδοσιακή, θεσμοκεντρική και αρκετά μυωπική οπτική των Βρυξελλών. Με αυτή την έννοια, και όχι με κίνδυνο άμεσης θεσμικής διάλυσης, η ΕΕ βρίσκεται σε σταυροδρόμι.

Μια νομισματική ένωση με σαθρό υπόβαθρo

CatEyePerspective via Getty Images

Άλλωστε ουδείς ποτέ υποστήριξε ότι η ευρωζώνη είναι μια «άριστη νομισματική περιοχή».

Σύμφωνα με την οικονομική θεωρία, η άριστη νομισματική περιοχή επιφέρει μεγιστοποίηση του οφέλους και ελαχιστοποίηση του κόστους από την λειτουργία του κοινού νομίσματος. Χαρακτηρίζεται από τραπεζική ένωση, κοινή δημοσιονομική πολιτική, υψηλή κινητικότητα της εργασίας και του κεφαλαίου, σύγκλιση και συγχρονισμένους οικονομικούς κύκλους. Προϋποθέτει μια κεντρική τράπεζα που θα παρεμβαίνει για να αμβλύνει τις εμπορικές ανισορροπίες, διαφορετικά παρουσιάζεται – ελλείψει σύγκλισης – ο κίνδυνος σοβαρών διαταραχών.

Όμως θεωρήθηκε στην Ευρώπη ότι η ενεργή και παρεμβατική ενοποιητική πορεία και η ευρωζώνη θα οδηγήσουν τελικά στη διαμόρφωση μιας άριστης νομισματικής περιοχής. Με άλλα λόγια, δεν είναι οι ώριμες συνθήκες που επιτρέπουν και προτρέπουν για νομισματική ένωση αλλά η εγκαθίδρυση της ένωσης σε συνδυασμό με τις σύνθετες παραμέτρους των θεσμικών εξελίξεων θα οδηγήσουν σε αυτή εκ των υστέρων.

Δυστυχώς κάτι τέτοιο δεν είναι σήμερα ορατό. Σε αντίθεση, μάλιστα, με τις δεκαετίες μεταξύ του 1950 και του 2000, βλέπουμε σήμερα ότι οι κρίσεις έπαψαν να αποτελούν ερεθίσματα περαιτέρω ενοποίησης. Με άλλα λόγια, τόσο η εξέλιξη της ΕΕ μετά την διαμόρφωση του υποσυστήματος της ευρωζώνης όσο και οι αντιδράσεις πρώτα στη χρηματοπιστωτική και δημοσιονομική κρίση και τώρα στην κρίση της πανδημίας, υποδεικνύουν ότι μόνον κράτη χωρίς επαρκείς πολιτικές και τεχνοκρατικές ηγεσίες εξακολουθούν να μην αντιλαμβάνονται ότι η οπτική γωνία των εθνικών συμφερόντων παραμένει – καλώς ή κακώς – κυρίαρχη στην ατζέντα των περισσότερων κρατών, ανεξαρτήτως του τρόπου με τον οποίο την προσεγγίζουν.

Εάν η ευρωπαϊκή σύνοδος κορυφής που έχει προγραμματιστεί για τις 23 Απριλίου δεν προχωρήσει σε τολμηρές εξαγγελίες, θα έχει χαθεί μια μεγάλη – ίσως η τελευταία – ευκαιρία για μια ευρωπαϊκή ενωσιακή πορεία που θα διορθώνει τις αποκλίσεις αντί να τις παγιώνει.

Δημοφιλή