Ένα σπρώξιμο. Ή: Γιατί έχουμε τόσο κακή σχέση με τον νόμο;

Ένα σπρώξιμο. Ή: Γιατί έχουμε τόσο κακή σχέση με τον νόμο;
Anadolu Agency via Getty Images

Πρόσφατα δόθηκε στη δημοσιότητα ένα σύντομο βίντεο από την εισβολή μαθητών στο γραφείο του Υπουργού Παιδείας. Σε αυτό φαίνεται ένας μαθητής να σπρώχνει προς την έξοδο αξιωματικό της Αστυνομίας. Κάποιοι έγραψαν πως ήταν αστυνομικός υποδιευθυντής, δεν γνωρίζω. Και δεν έχει πολλή σημασία.

Το περιστατικό αυτό είναι προφανώς ασύμβατο με ευρωπαϊκή χώρα, με κράτος που έχει υιοθετήσει στοιχειώδεις αρχές δικαίου, ίσως και με οποιαδήποτε συντεταγμένη κοινωνία. Δυστυχώς δεν σοκάρει όσο θα έπρεπε επειδή έχει προηγηθεί μακρόχρονος εθισμός στην ανομία.

Η ανομία είναι διαφορετικό πράγμα από την παρανομία, η οποία αποτελεί την παραβίαση του νόμου από κάποιον που γνωρίζει πως είναι παράνομος. Ανομία όμως είναι η κατάργηση του θεσμισμένου νόμου ως ψυχικού γεγονότος, η εξέγερση του ψυχισμού απέναντι στον νόμο ως έκφραση της κοινωνίας, η ερήμωση του κοινωνικού συμβολικού.

Με αυτές τις εκφράσεις προσπαθώ να περιγράψω την πλημμελή εσωτερίκευση, συνεπώς και ελλειμματική ψυχική αποδοχή, εκείνων των αρχών λειτουργίας της κοινωνίας τις οποίες καθορίζει ο συμβατικός ανθρώπινος νόμος. Δεν πρόκειται για την κατάργηση κάθε αρχής, δεδομένου ότι άλλες αρχές, επηρεαζόμενες από άγραφους ‘νόμους’, οικογενειακές αξίες, συλλογικά συμφέροντα κτλ. ενδέχεται να παραμένουν ισχυρές. Με άλλα λόγια, η άνομη ελληνική κοινωνία δεν είναι μια κοινωνία χωρίς αρχές, δεν είναι δηλαδή χαοτική και αποδιοργανωμένη, αλλά μια κοινωνία η οποία στην μεγάλη της πλειονότητα είναι απρόθυμη να τηρεί τους νόμους τους οποίους θεσπίζει και προτιμά αρχές οι οποίες εμπνέονται συνήθως είτε από συγγενικούς είτε από συντεχνιακούς δεσμούς.

Η ελληνική ανομία αποτελεί ιδιότυπο φαινόμενο. Δεν είναι έκφραση ιδεολογικού μηδενισμού, αλλά ακύρωση της κοινωνίας και του κράτους προς όφελος ιδιωτικών πηγών έμπνευσης. Αυτός που εξασκεί την ανομία δίνει προτεραιότητα στο ατομικό του συμφέρον, στην οικογενειακή ιδιοτέλεια, στο όραμα του γκρουπούσκουλου στο οποίο ανήκει κ.ο.κ. Ο μπαχαλάκης των Εξαρχείων και ο ‘νοικοκύρης’ που κλέβει το δημόσιο για να αποκαταστήσει οικονομικά τα παιδιά του έχουν πολύ λιγότερες διαφορές από όσες φαντάζονται. Οι αξίες τους ενδέχεται να είναι αντιδιαμετρικές, οι τρόποι τους οποίους μετέρχονται διαφέρουν εντυπωσιακά, όμως αμφότεροι αρνούνται την ισχύ του νόμου και τον επικαλούνται όταν τους συμφέρει.

Ο Έλληνας δεν φαίνεται να πάσχει από έλλειψη νοήματος: απλά το νόημα ζωής του δεν περνά μέσα από το κοινό καλό. Λογοδοτεί, με άλλα λόγια, στο ιδιωτικό του σύμπαν μόνο. Η κοινωνικοποίησή του είναι ιδιόμορφη και παρουσιάζει στοιχεία προνεωτερικά, δηλαδή εποχής κατά την οποία δεν υπήρχε συνείδηση πολίτη. Πάντως αξιοσημείωτη παραμένει η ικανότητά του να προσαρμόζεται εύκολα στην τάξη του νόμου όταν διαβιώνει σε δυτικές κοινωνίες. Το στοιχείο αυτό συνηγορεί υπέρ της υπόθεσης πως η ανομία του δεν αποτελεί ‘ουσιοκρατικό’ συστατικό του, αλλά ότι συνίσταται σε μια πολιτισμική κατασκευή, σε ένα κοινωνικό συμβόλαιο ανομικής κουλτούρας.

Αξίζει να μνημονεύσουμε εδώ και την αξιοσημείωτη αντίσταση του νεοέλληνα στον διαχωρισμό του δημόσιου από το ιδιωτικό, χαρακτηριστική της κοινωνικοπολιτικής μας ζωής και συνυπεύθυνη (μεταξύ άλλων αιτίων) και για την εκτεταμένη και βαθειά διαφθορά. Πολλοί αποφασίζουν να αναλάβουν δημόσια αξιώματα βλέποντάς τα ως προέκταση του ζωτικού χώρου και των συμφερόντων του ιδιωτικού τους μικρόκοσμου˙ στην περίπτωση αυτή η εμπλοκή με τα κοινά δεν γίνεται συνήθως με κίνητρο την προσφορά, αλλά αντίθετα με όρους χρήσης. Το δημόσιο, με τις ποικίλες λειτουργίες του, γίνεται αντικείμενο ‘πειρατείας’ προς ιδιωτικό όφελος. Αυτή είναι μια τυπικά ναρκισσιστική στάση, παρ’ όλο που συχνά δεν γίνεται αντιληπτή ως τέτοια.

Είναι χρήσιμο να σημειωθεί εδώ ότι ο ναρκισσιστικός πειρασμός ενδέχεται να λάβει και τη μορφή, όχι της περιφρόνησης προς τον νόμο, αλλά μιας ψευδεπίγραφης εξύμνησης του λαού ως πηγής του νόμου. Η λαϊκιστική αυτή εκδοχή οδηγεί εξ ίσου σε ανομία διότι ο λαός εκλαμβάνεται ως υπερκείμενος του νόμου: αφού αυτός τον διαμορφώνει κατά βούληση (διάβαζε: οι ηγέτες του) εύλογα δεν υπόκειδται σε αυτόν. Είναι περιττό να τονίσω την εκ του πονηρού προέλευση αυτής της στρέβλωσης, η οποία επιτρέπει στους λαϊκιστές ηγέτες που την εμπνεύσθηκαν να επωφελούνται πρώτοι από την απάρνηση του νόμου.

Το δυστύχημα είναι πως στη χώρα μας η ανομία εμφανίστηκε εδώ και πολλά χρόνια στη μικροκλίμακα της καθημερινότητας και μάλιστα σε νεαρές ηλικίες. Μιλώ για τις καταλήψεις σχολείων. Στην αρχή πίσω τους βρίσκονταν παρατάξεις, δηλαδή κόμματα, στην πορεία όμως οι καταλήψεις αυτονομήθηκαν ως συνήθεια και απέκτησαν λαϊκή ‘ερασιτεχνική’ βάση. Έτσι γενιές ολόκληρες γαλουχήθηκαν με το αυτονόητο ότι μπορεί να διακόπτεται η εκπαιδευτική λειτουργία χωρίς συνέπειες. Αυτό συνοδεύτηκε από την φασιστική νοοτροπία ότι όποιοι θέλουν έχουν το δικαίωμα να παρεμβαίνουν στη ζωή άλλων ανθρώπων και να τους στερούν από ένα κοινό αγαθό. Το οποίο, μάλιστα, πληρώνεται από δαπάνες των φορολογουμένων˙ άλλη μια πτυχή της ανώριμης εθελοτυφλούσας στάσης του λαού μας ότι τα χρήματα είναι ανεξάντλητα.

Ανομία βλέπουμε επίσης και στους δρόμους. Θα άξιζε να μάθουμε αν υπάρχει άλλη ευρωπαϊκή χώρα στην οποία τόσοι οδηγοί δικύκλων κυκλοφορούν χωρίς κράνος. Ενίοτε και δίπλα στους αστυνομικούς (!) οι οποίοι παρακολουθούν μακάριοι, όντες εθισμένοι στην ανομία, πιθανόν εφαρμόζοντάς την και οι ίδιοι εκτός υπηρεσίας. Η οδήγηση χωρίς κράνος (θα έπρεπε να είναι περιττό να το αναφέρω) αποτελεί αντικοινωνική πράξη, αφού σε ένα ατύχημα δημιουργείται σοβαρότερη σωματική βλάβη, ή και θάνατος, κάτι το οποίο επιβαρύνει οικονομικά και ψυχολογικά πολλούς άλλους.

Κάθε μορφή ανομίας είναι αντικοινωνική, αλλά εδώ ακριβώς βρίσκεται το μυστικό. Ο σύγχρονος Έλληνας δεν είναι αντικοινωνικός, αλλά δεν αποτελεί η κοινωνία και το κράτος το πεδίο της κοινωνικής του αναφοράς. Ο σύγχρονος Έλληνας λογοδοτεί ψυχικά μόνο στους συγγενείς και φίλους του, οπότε η κοινωνία και το κράτος γίνονται αντιληπτά είτε ως εμπόδια και εχθροί, είτε ως βολικά μέσα για εκμετάλλευση.

Η ιδιότητα του πολίτη, όμως, συνεπάγεται α) ψυχική αποδοχή του νόμου ως αυτοπεριορισμού, β) νομιμοποίηση του κράτους στην συνείδηση, γ) υπευθυνότητα απέναντι στην κοινωνία. Και στα τρία οι επιδόσεις μας είναι πολύ φτωχές. Την ίδια στιγμή, όμως, στις προσδοκίες του από τους πολιτικούς ο νεοέλληνας παραμένει βαθιά πολιτικό όν, είναι έντονα πολιτικοποιημένος. Αυτή η αντίθεση ακριβώς φανερώνει ότι το κράτος και η πολιτική στον τόπο μας εκλαμβάνονται ιδιοτελώς, ως προστάτης συμφερόντων˙ να η πηγή της περίφημης πελατειακής σχέσης!

Με άλλα λόγια, ο νεαρός ο οποίος απώθησε τον αξιωματικό της Αστυνομίας έχει απαίτηση (και καλά κάνει) να τον προστατέψει αυτός όταν στον δρόμο κάποιοι του ληστέψουν τα χρήματα και το κινητό, ή όταν γίνει διάρρηξη στο σπίτι του. Διαχωρίζοντας, όμως, μια περιοχή ‘αβάτου’, δηλαδή μη αναγνωρίζοντας δικαιοδοσία στην Αστυνομία εκεί που ο ίδιος παραβαίνει τον νόμο, αρνείται στον εαυτό του την ιδιότητα του πολίτη και αποκαλύπτει ότι χρησιμοποιεί το κράτος ναρκισσιστικά. Ψυχολογικά, ο ναρκισσιστής δεν υπακούει σε νόμο καθολικά αποδεκτό, επειδή νόμος είναι η επιθυμία του.

Η σκηνή αυτού του σπρωξίματος συνιστά όντως ‘ύβρη’ με την αρχαιοελληνική έννοια, και όχι μόνο επειδή ο αξιωματικός είχε την ηλικία του πατέρα του. Χρειάζεται, όμως, να μην τη βλέπουμε απομονωμένη, αλλά ως γεγονός το οποίο αποκαλύπτει τη γενικότερη ‘ύβρη’ μας, δηλαδή τον σφετερισμό της κοινωνίας και του κράτους από έναν ψυχισμό ο οποίος θέλει να αντλήσει τα μέγιστα από αυτά, χωρίς όμως να αποτελεί μέρος τους.

Δημοφιλή