Ενάντια στη (νεοφιλελεύθερη) φιλανθρωπία

Aναπλήρωση των ελλείψεων σε βασικά αγαθά βαφτίζεται ”μέριμνα για υγιεινή διατροφή
LOUISA GOULIAMAKI via Getty Images

“Η ελεημοσύνη είναι για τους φτωχούς κι όσους έχουν ανάγκη, για τους εργάτες που ασχολούνται με αυτό, για τους καινούριους πιστούς, για την απελευθέρωση των δούλων, για εκείνους που τους βάρυναν αναπάντεχα έξοδα προκειμένου να κάνουν το έργο του Θεού και για τους οδοιπόρους. Τέτοια είναι η εντολή του Θεού. Ο Θεός είναι Παντογνώστης, Πάνσοφος”.

Κοράνι, 9: 60

Πρόσφατα ξεκίνησε στα δημοτικά σχολεία της ελλαδικής επικράτειας ολοκληρωμένο πρόγραμμα σίτισης των μαθητών που χρηματοδοτείται εξολοκλήρου από την ΕΕ. Η επίσημη δικαιολογία για τη θέσπιση του προγράμματος είναι ότι τα παιδιά αυτής της ηλικίας δεν τρέφονται σωστά από το σπίτι τους, οπότε η ΕΕ ανέλαβε να μας διδάξει τι εστί σωστή διατροφή. Ωστόσο, προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι το έλλειμμα αυτό διατροφικής μέριμνας φαίνεται ότι οι αρμόδιες υπηρεσίες της ΕΕ το εντόπισαν μόνο στα σχολεία των λεγόμενων ”λαϊκών” περιοχών της Αθήνας, ή σε υπανάπτυκτες περιοχές της περιφέρειας, εφόσον κανένα από τα δημόσια σχολεία που βρίσκονται στις πιο εύπορες περιοχές δεν φαίνεται να έχει ενταχθεί στο πρόγραμμα.

Δηλαδή εκεί όπου οι οικογένειες έχουν δυνατότητα να διαθέσουν ένα σημαντικό μέρος του οικογενειακού εισοδήματος σε ντελίβερι και σκουπιδοφαγία η ΕΕ δεν θεώρησε ότι υπάρχει λόγος να παρέμβει, ενώ αντίθετα διέβλεψε ότι υπάρχει πρόβλημα σε περιοχές όπου τα παιδιά δεν έχουν καλά, καλά ούτε για να καλύψουν βασικές ανάγκες. Τι άλλο είναι αυτό από έμμεση παραδοχή της ανθρωπιστικής καταστροφής που έχουν προκαλέσει στην ελλαδική κοινωνία οι σκληροπυρηνικές νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις και η οικονομική επιτροπεία τόσων ετών, διαθλασμένη μέσα από το πρίσμα της βιοπολιτικής των τεχνοκρατών των Βρυξελλών; Η όπως, όπως αναπλήρωση των ελλείψεων σε βασικά αγαθά βαφτίζεται έτσι ”μέριμνα για υγιεινή διατροφή”.

Αναφερόμαστε σε ανθρωπιστική καταστροφή και όχι σε ”κρίση” γιατί ως κρίση ορίζουμε μια απόκλιση από το κανονικό και, συνακόλουθα, κάτι που είναι παροδικό και δεν πρόκειται να διαρκέσει. Παρ′ όλα αυτά, τα τελευταία χρόνια είναι νομίζω φανερό ότι αυτό που αποκαλούμε κατ′ ευφημισμό “κρίση”, δεν είναι κάποια διαδικασία μετάβασης, αλλά μια μόνιμη κατάσταση, είναι η ίδια το περιεχόμενο της συστημικής αναδιάρθρωσης.i Μιλάμε για την ΕΕ γιατί το πρόγραμμα εκπονήθηκε και χρηματοδοτείται εξολοκλήρου από τις Βρυξέλλες. Κι ο λόγος είναι ότι τέτοιες πρωτοβουλίες θεσμοποιημένης ελεημοσύνης για τη στήριξη των κοινωνικά αδύναμων δεν ανήκουν πλέον στην αρμοδιότητα της όποιας “πολιτείας”, αλλά σε αυτούς που ορίζουν το (ασφυκτικό) πλαίσιο της δημοσιονομικής πολιτικής, αφού το καθεστώς επιτροπείας συνεχίζεται κανονικά, παρά την επίσημη κυβερνητική προπαγάνδα. Και προκειμένου να μην αναγνωρίσουν άμεσα τις καταστροφικές επιπτώσεις των πολιτικών αναδιάρθρωσης που εφαρμόστηκαν (κι εφαρμόζονται ακόμα), οι θεσμισμένες εξουσίες κάνουν την τρίχα, τριχιά. Αντί να πουν ξεκάθαρα ότι το πρόγραμμα φτιάχτηκε επειδή κάποια παιδιά δεν έχουν καν φαγητό απ′ το σπίτι για να φάνε στο σχολείο (πράγμα που θα σημαίνει ότι αναγνωρίζουμε τη φτώχεια που υπάρχει ως πρόβλημα), λέμε ότι δήθεν τα παιδιά δεν τρώνε σωστά (οι γονείς δεν τρέφουν τα παιδιά τους με τρόπο που να ανταποκρίνεται σε προκαθορισμένα κριτήρια υγιεινής διατροφής).

Παίρνουν έτσι ένα πράγμα, το πρόβλημα της φτώχειας, πρόβλημα κοινωνικό και οικονομικό, και το μετατρέπουν σε κάτι διαφορετικό, ένα πρόβλημα κουλτούρας και δημόσιας υγείας. Φυσικά, κάποιος μπορεί κάλλιστα να υποστηρίξει ότι οι φτωχοί πράγματι δεν ξέρουν να θρέψουν σωστά τα παιδιά τους και να προσκομίσει μια χιονοστιβάδα από ποσοτικά δεδομένα κι επίσημες στατιστικές μελέτες, εκπονημένες από δεξαμενές σκέψεις που λειτουργούν με ευρωπαϊκή χρηματοδότηση, προκειμένου να τεκμηριώσει τη θέση του για την επιστημονική ορθότητα αλλά και την κοινωνική χρησιμότητα αυτών των προγραμμάτων. Ωστόσο, το ερώτημα που θα έπρεπε να εξετάζουμε δεν είναι αν οι μη-προνομιούχες κοινωνικές ομάδες γνωρίζουν τις βασικές προδιαγραφές της υγιεινής διατροφής, αλλά αν διαθέτουν τα υλικά μέσα για να τις εφαρμόσουν. Αν δηλαδή, εξαιτίας της υποτελούς κοινωνικής θέσης τους, του τρόπου ζωής τους που διέπεται συνολικά από τη συνθήκη της ανάγκης και των υλικών συνθηκών που ετεροκαθορίζουν την κοινωνική υπόσταση τους, είναι σε θέση να ανταπεξέλθουν στα υλικά πρότυπα της “καλής ζωής” (ατομική διατροφή, σωματική άσκηση, ξεκούραση, ψυχαγωγία) που θέτουν επιτακτικά οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ της νέας μπουρζουαζίας. Και φυσικά, αν η σωστή διατροφή γίνεται αντικείμενο της μεθοδευμένης κρατικής παρέμβασης κι επιβολής, αν η προώθηση των “ορθών” διατροφικών συνηθειών εμπίπτει στην αρμοδιότητα των υπηρεσιών της βιοπολιτικής εξουσίας, τότε αντιλαμβάνεται κανείς πως οι ίδιοι οι φτωχοί, που αδυνατούν εξ ορισμού να συμμορφωθούν με τον κυρίαρχο διατροφικό κώδικα, περιέρχονται σταδιακά κάτω από τον έλεγχο του κράτους για να τους διαχειριστεί όπως εκείνο νομίζει καλύτερα.

Δεν μιλάμε εδώ για μια προνοιακή σχέση που αποβλέπει στη δημιουργία των δομικών προϋποθέσεων για την μεγιστοποίηση της αυτονομίας του υποκειμένου, ο/η οποίος/α κάνει χρήση των θεσμοποιημένων υπηρεσιών κοινής ωφέλειας του κράτους πρόνοιας. Αντίθετα, αναφερόμαστε σε μια κατασταλτική κρατική ή υπερ-κρατική πολιτική, που δεν αναγνωρίζει τη φτώχεια γι′ αυτό που είναι, δηλαδή ως μείζον κοινωνικό ζήτημα και βασική αντίθεση του συστήματος της οικονομίας της αγοράς, αλλά την “ερμηνεύει” μονάχα μέσα από τις επιμέρους εκδηλώσεις της, μέσα από τα μεμονωμένα “συμπτώματα” της που κάνουν έντονη την εμφάνιση τους στις διαφορετικές σφαίρες της κοινωνικής συμβίωσης και ασκούν τη διαλυτική επιρροή τους σε αυτές.

Από αυτή την άποψη, για τη σύγχρονη τεχνοκρατική διακυβέρνηση των πολιτικών και οικονομικών ελίτ της οικονομίας της αγοράς, η φτώχεια δεν είναι παρά μια κοινωνική δυσλειτουργία, κι ως τέτοια χρήζει τεχνοκρατικής ρύθμισης και διαχείρισης. Μπορεί να αντιμετωπιστεί με “δέσμες μέτρων”, με διαφημιστικές καμπάνιες και “ευφυείς” νομοθετικές πρωτοβουλίες. Η τεχνοκρατική λογική είναι ικανή να αναγνωρίσει το σύμπτωμα, αλλά όχι την αιτία.

Σε αυτό το σημείο βεβαίως μπορεί κάποιος να αντιτείνει την κλασική κριτική για το παραδοσιακό κράτος πρόνοιας ως ενός μηχανισμού που περιορίζει την αυτονομία του κοινωνικού υποκειμένου δημιουργώντας δεσμούς υλικής εξάρτησης ανάμεσα στις ευπαθείς κοινωνικές ομάδες και το κράτος και βάζοντας σε κίνηση μια κεντρικά ελεγχόμενη διαδικασία γραφειοκρατικοποίησης των βασικών πτυχών της οργανωμένης κοινωνικής συμβίωσης. Οι πιο θερμοκέφαλοι μάλιστα δεν διστάζουν να μιλήσουν για “εκπόρνευση των συνειδήσεων των μαζών”, οι οποίες απομακρύνονται από τη ριζοσπαστική πολιτική εξαιτίας της εξαγοράς και της “εξημέρωσης” τους από τις γενναιόδωρες παροχές του κράτους.

Αναμφίβολα, μια από τις ευρύτερα γνωστές κριτικές αυτού του είδους έχει διατυπωθεί από τον Σ. Μπολόνια, στο σημαντικό έργο του “Ναζισμός κι Εργατική Τάξη”. Παρ′ όλα αυτά, ο κοινωνικός έλεγχος μέσω των προνοιακών μηχανισμών στην οποία κάνει αναφορά ο Μπολόνια, εν πολλοίς επιτεύχθηκε διαμέσου του αποκλεισμού κάποιων στρωμάτων από τους θεσμούς κοινωνικής αλληλεγγύης, ή έστω διά της επιλεκτικής απονομής των ωφελημάτων τους.

Η μετατροπή μιας μεγάλης μερίδας από τα ετεροκαθοριζόμενα στρώματα της δημοκρατίας της Βαϊμάρης σε ανήμπορους φτωχούς (αντί για την έννοια του “διεκδικητικού ανέργου” που προτάσσει ο Μπολόνια), οι οποίοι είχαν υποβιβαστεί στο καθεστώς του παθητικού αποδέκτη μιας πενιχρής κρατικής επιχορήγησης, συντελέστηκε μέσω της δημιουργίας ενός δευτερεύοντος συστήματος δημοτικής πρόνοιας. Το σύστημα αυτό στην ουσία του δεν αποτέλεσε παρακλάδι του κράτους πρόνοιας, αλλά ταπεινό υποκατάστατο αντί της διαρκούς διεύρυνσης της εμβέλειας των υφιστάμενων μηχανισμών κοινωνικής αλληλεγγύης, οι οποίοι εν πολλοίς λειτουργούσαν με ταξικά κριτήρια. Δηλαδή αφορούσαν την κοινωνική αναδιανομή στη βάση της ταξικής διάρθρωσης της ετερόνομης κοινωνίας και, συνακόλουθα, απευθύνονταν σε ολόκληρες κοινωνικές τάξεις, κι όχι σε απομονωμένους φτωχοδιάβολους, ξεκομμένους από την κοινωνική τους καταγωγή και προέλευση.

Με άλλα λόγια, ενώ το κράτος πρόνοιας λειτουργεί στη βάση της ταξικής ομαδοποίησης της κοινωνίας, έστω και σύμφωνα με μια σειρά από άκαμπτα και “πραγμοποιημένα” γραφειοκρατικά κριτήρια, ο εξατομικευμένος χαρακτήρας που έχουν τα “έκτακτα” κρατικά βοηθήματα και τα “δίκτυα” κοινωνικής φιλανθρωπίας που θεσπίζει το κυρίαρχο μοντέλο νεοφιλελεύθερης διακυβέρνησης οδηγεί στην πολυδιάσπαση και στον περαιτέρω κατακερματισμό της ταξικής συνείδησης των εργαζόμενων τάξεων.

Όπως γράφει ο Μπολόνια αναφορικά με τις καταστροφικές συνέπειες της δημιουργίας του συστήματος δημοτικής “πρόνοιας”, “Η ένταξη των ανέργων σε ένα σύστημα δημοτικής Πρόνοιας δημιούργησε μια στρατιά ανθρώπων υποχρεωμένων να ζητιανεύουν ελεημοσύνη από κάποιον γραφειοκράτη, ο οποίος συχνά έκρινε τις ανάγκες τους στη βάση των υποκειμενικών του εντυπώσεων. Οι άνεργοι μπορούσαν να αποκτήσουν κοινωνική ασφάλιση μόνο εφόσον κατάφερναν να πείσουν τον αρμόδιο σε μια πρόσωπο-με-πρόσωπο συνέντευξη, με αποτέλεσμα χιλιάδες άνθρωποι να γίνουν πρόσφοροι σε κάθε είδους εκβιασμό”.ii

Τα παραπάνω σίγουρα δεν σημαίνουν ότι το κράτος πρόνοιας ήταν αποτελεσματικό εργαλείο για την προώθηση μιας ριζοσπαστικής, αντισυστημικής πολιτικής υπέρ του προλεταριάτου. Σίγουρα όμως σημαίνει ότι αποτελούσε μια πιο περιεκτική μορφή προστασίας των υποτελών κοινωνικών στρωμάτων, παρόλο που ήταν συνυφασμένη με την καθολική επικράτηση της εργατικής ταυτότητας στην κουλτούρα και στον τρόπο με τον οποίο αυτοπροσδιορίζονταν τα προλεταριακά στρώματα. Απότοκα αυτής της κυριαρχίας του εργατίστικου στοιχείου στην προλεταριακή κουλτούρα ήταν, σε τελική ανάλυση, τόσο η αντίληψη της συμβιωτικής σχέσης με το κεφάλαιο που υπήρχε στη ρεφορμιστική, σοσιαλδημοκρατική εκδοχή του εργατικού κινήματος, η έννοια του παραγωγισμού στη ριζοσπαστική, σοβιετική εκδοχή, όσο και οι ιεραρχικές κοινωνικές σχέσεις που αποτέλεσαν το κοινωνικό μοντέλο του σοσιαλισμού σε αμφότερες τις ιστορικές ενσαρκώσεις του.

iS. Horvat, Welcome to the Desert of Transition!, https://monthlyreview.org/2012/03/01/welcome-to-the-desert-of-transition/.

iiS. Bologna, Ναζισμός και Εργατική Τάξη (Antifa Scripta), σελ. 82-83.

Δημοφιλή