Αναμνήσεις του Ροβήρου Μανθούλη από την κατοχή και όχι μόνο
27 Μαΐου 1941
27 Μαΐου 1941
ASSOCIATED PRESS

Δυο λόγια ακόμα για τον «Περιπλανώμενο Ρωμιό». Ο παππούς μου Ιγνάτιος παντρεύτηκε την Αρετή, την γιαγιά, μου που του έκανε 4 παιδιά. Το ένα ήταν ο Αλέξανδρος ο πατέρας μου. Η Αρετή είχε αδελφή που παντρεύτηκε στο Βασιλικό, το διπλανό χωριό και έκανε τον Αριστοκλή που, με το όνομα Αθηναγόρας, θα γίνει παππάς, ύστερα διάκος, ύστερα Δεσπότης στην Κέρκυρα, ύστερα Αρχιεπίσκοπος Βορείου και Νοτίου Αμερικής και τελικά Οικουμενικός Πατριάρχης στην Κωνσταντινούπολη. ’Εγινε ιερέας γιατί η μητέρα του πέθανε λίγο μετά την γέννα. Ο Αριστοκλής νόμισε πως η άφιξή του στον κόσμο ήταν η αιτία και που έχασε την μητέρα του και έγινε ιερέας.

Η γιαγιά μου ήταν μια μεγάλη κυρία. «Από τζάκι» όπως έλεγαν παλαιότερα. Είχε πάει σχολείο, είχε μάθει απέξω τον Τρωικό Πόλεμο και από εκείνη τον πρωτομάθαμε τα εγγόνια και πριν από μας τα παιδιά της που το ένα το ονόμασαν Ορέστη και το άλλο Ιφιγένεια. Και δεν υπάρχει ηπειρώτικο τραγούδι που να μην μας τραγουδούσε η γιαγιά με γνήσια ηπειρώτικη φωνή. Για να καταλάβετε τι θα πεί Ηπειρώτης εκείνα τα χρόνια θα σας πω την μεγαλύτερη περηφάνια που γνώρισα στη ζωή μου .

Η Αρετή είχε έναν αδελφό που ήταν η μεγάλη αγάπη και έγνοια του πατέρα της. Εκεί γύρω στα βουνά της Πίνδου κυκλοφορούσε ένας γνωστός Τουρκαλβανός ληστής που κατέβαινε κάθε τόσο στα χωριά για πλιάτσικο. Και μια μέρα, άγνωστο πώς έγινε, ο Τουρκαλβανός αυτός σκότωσε το παιδί. Τον αδελφό της Γιαγιάς μου. Ο πατέρας απαρηγόρητος. Περνάνε μέρες και μια νύχτα μεσάνυχτα ακούν δυνατά χτυπήματα στην πόρτα. Σηκώνονται όλοι. Ανοίγουν και χώνεται μέσα ένας άντρας φωνάζοντας «κρύψτε με, με κυνηγάν οι χωροφύλακες!». Όταν ο πατέρας ανάβει το φανάρι βλέπουν μπροστά τους τον Τουρκαλβανό! Αυτός έντρομος πέφτει στα γόνατα. Ο Πατέρας τον κοιτάζει για λίγο και του λέει:

-Άκου να δεις, για μας εδώ η φιλοξενία είναι ιερή. Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να σε αφήσω να φύγεις όταν ξημερώσει. Θα περιμένω δύο ώρες και ύστερα θα πάρω τον ντουφέκι μου και θα σε ψάξω. Και όταν σε βρω θα σε σκοτώσω σα σκυλί! Είχαν ακούσει άραγε και για τον Ξένιο Δία;

Ξαφνικά χτυπάνε πάλι την πόρτα. Είναι οι χωροφύλακες που ψάχνουν τον Τουρκαλβανό. Ρωτάνε απλώς:

-Μήπως τον είδατε;

- Όχι δεν τον είδαμε...

Δεν θέλησαν να ψάξουν. Δεν μπορούσαν να φανταστούν τον Τουρκαλβανό να κρύβεται στο σπίτι του δολοφονημένου. Και πήγαν να χτυπήσουν την διπλανή πόρτα. Το πρωί έφυγε ο Τουρκαλβανός και ύστερα από δυο ώρες ο πατέρας πήρε το ντουφέκι του, τον έψαξε παντού και δεν τον βρήκε.

Ο πατέρας μου ο Κυρ-Αλέκος μας έλεγε πολλά τέτοια απροσδόκητα και μέναμε με ανοιχτό το στόμα. Του λέω μια μέρα : Γράψτα ρε πατέρα. Και τα έγραψε. Διακόσιες σελίδες, στη μηχανή. Τα δακτυλογράφησε ο ίδιος, σε δύο αντίτυπα. Ένα για την Μαρίνα την αδελφή μου και ένα για μένα. Αν θέλετε να πάρετε μια ιδέα θα την βρείτε σαν εισαγωγή στο βιβλίο μου Ο Κόσμος κατ’ εμέ.

Ο τίτλος που έχει βάλει στο δικό του ο πατέρας μου είναι Ο Περιπλανώμενος Ρωμιός. Κόνιτσα, Σμύρνη, απαγωγή ως στρατεύσιμος από Τούρκους χωροφύλακες, απόδραση στην Παλαιστίνη το 1917, Διοικητής αγγλικού στρατοπέδου Τούρκων αιχμαλώτων το 1918 στην Θεσσαλονίκη, διερμηνέας στην Κωνσταντινούπολη, το 1918-19, των συμμαχικών δυνάμεων κατοχής, Άγγλων, Γάλλων και Ιταλών (μιλούσε αγγλικά, γαλλικά, τουρκικά). Επιστροφή στην Κομοτηνή. Ψάχνει την τύχη του στο Βουκουρέστι, στο Μπουένος Άϊρες, επιστρέφει στην Κομοτηνή και παντρεύεται την γραμματέα τού πατέρα του συμβολαιογράφου. Έχω γεννηθεί κι εγώ και πάμε και οι τρεις στην Αμφίπολη όπου ο πατέρας προσλαμβάνεται από την Ούλεν που κάνει τα έργα του Στρυμόνα όπου και θα γνωρίσει και μελετήσει τα γεωργικά μηχανήματα που έρχονται για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Ύστερα Θεσσαλονίκη, Αθήνα. Πόλεμος, Κατοχή, Πείνα. Ο πατέρας μου θα κατασκευάσει με στάρι το αγγλικό πόριτζ που θα τον ονομάσει ΒΙΤΑΜ (Βιομηχανία Ιδεωδών Τροφών Αλεξάνδρου Μανθούλη)!

Τον τίτλο θα τον πουλήσει αργότερα στην εταιρεία του βουτυροειδούς Βιτάμ. Εν συνεχεία θα κατασκευάσει το «Σαν Καφέ» από σύκα,με τον γαλλικό τίτλο SANS CAFÉ (Xωρίς καφέ) και στην μεγάλη πείνα θα ανακαλύψει την ύπαρξη μεγάλης ποσότητας βρώμης, που προορίζονταν για το ελληνικό ιππικό (ενώ οι Γερμανοί το είχαν αντικαταστήσει με τανκς!) και κατασκευάζει – μαθαίνοντας το μυστικό της αποφλοίωσης από μια αμερικάνικη εγκυκλοπαίδεια - για μια ελληνική εταρεία, με τίτλο ΕΒΙΓΕΠ. Το σύνολο της παραγωγής πουλιόταν σε ένα μαγαζάκι δίπλα στο θέατρο Κουν. Η ουρά για την αγορά του άρχιζε από τα μεσάνυχτα. Μάλιστα ο Κουν είχε παρακαλέσει τον μαγαζάτορα να του κρατάει κάθε μέρα ένα πακέτο. Και φυσικά στην οικογένεια τρώγαμε βρώμη πρωί μεσημέρι βράδυ. Τα τσόφλια από τη βρώμη τα χάριζε ο πατέρας σε έναν βοσκό ο οποίος του έδινε πότε- πότε λίγο γάλα και λίγο κρέας.

Το μόνο πρόβλημα ήταν ότι έξω από το εργοστάσιο, στο Μοσχάτο, γινόταν συχνά πόλεμος ανάμεσα στους Ελασίτες και τους Χίτες. Ευτυχώς δεν τον πήρε καμιά από τις σφαίρες ανάμεσα από τις οποίες περνούσε. Όταν τελείωσε και η βρώμη, ο πατέρας μου γέμιζε μια βαλίτσα με εντυπωσιακά γυναικεία εσώρουχα τα οποία πήγαινε στα χωριά και γύριζε με την βαλίτσα γεμάτη τρόφιμα!

Για να καταλάβετε την σπάνια υψηλόβαθμη καρδιά τού πατέρα μου ακούστε άλλο ένα συγκινητικό απρόοπτο. Ήξερε ότι ήμουν στην αντιστασιακή οργάνωση νέων της ΕΠΟΝ. Σε ηλικία 14 ετών. Έβγαινα συχνά τα βράδια και γύριζα πριν την απαγόρευση της κυκλοφορίας. Δεν μου έλεγε τίποτα. Ένιωθα την φοβερή ανησυχία του, όμως ο πατριωτισμός μου τον έκανε περήφανο αλλά με περίμενε στο παράθυρο γεμάτος αγωνία αν θα γυρίσω ζωντανός. Μια μέρα δεν άντεξε μου είπε: Πες μου τι κάνεις εκεί που πας να το κάνω εγώ στη θέση σου! Μπορούσα να βάλω τον πατέρα μου να γράφει στους τοίχους ή να μοιράζει προκηρύξεις; Ή να φωνάζει με το χωνί συνθήματα από τον λόφο του Στρέφη;

Για την Κατοχή έχουμε πολλά να πούμε. Αλλά θα κλείσω με ένα από τα συγκινητικότερα απρόβλεπτα του Βίου μου. Και πρέπει να πω και του βίου του πατέρα μου. Μια πελώρια απρόβλεπτη αγκαλιά στην ξενιτιά. Το 1951 είμαι φοιτητής στο Πανεπιστήμιο Syracuse. Στην ομώνυμη πόλη της Πολιτείας της Νέας Υόρκης. Έχω κάνει τουλάχιστον 10 διαφορετικές δουλειές στην Αμερική, γιατί η υποτροφία δεν ήταν αρκετή. Είμαι λοιπόν εκείνη τη χρονιά σερβιτόρος στο νοσοκομείο του Πανεπιστημίου. Με ένα καροτσάκι πηγαίνω τα γεύματα στους ασθενείς.

Μαθαίνω ότι έρχεται να με δει ο πατέρας μου! Η εταιρεία εισαγωγής γεωργικών μηχανημάτων στην οποία εργαζόταν τον έστειλε στο Σικάγο να επιβλέψει μια αγορά. Και μου ανακοινώνει ότι θα έρθει στο Syracuse να με δει! Δεν νομίζω πως έχει ξαναγίνει κάτι τέτοιο. Χαράς ευαγγέλια. Είρθε ο πατέρας μου! Να με δει! Εκεί που τα λέγαμε μαθαίνω ότι έχει ένα πρόβλημα και πρέπει να εγχειριστεί όταν επιστρέψει. Θα την κάνεις εδώ, του λέω. Στο Νοσοκομείο του Πανεπιστημίου. Γνωρίζω τον Διευθυντή. Εντάξει, μπαίνει στο νοσοκομείο, κάνει Την εγχείρηση και το πρωί εμφανίζομαι με το καροτσάκι και του πηγαίνω το πρωινό! Προσπαθήσαμε να συγκρατήσουμε τα δάκρυα. Πρωί. μεσημέρι βράδυ, στο κρεβάτι του πατέρα μου με τον δίσκο στο καροτσάκι. Αλλά η έκρηξη θα γίνει λίγες μέρες αργότερα. Τον συνοδεύω στη Νέα Υόρκη να πάρει το Νέα Ελλάς για τον Πειραιά. Αποχαιρετισμοί. Κόσμος στον προβλήτα, κόσμος στο κατάστρωμα και μια ορχήστρα!. Το πλοίο σφυρίζει και η ορχήστρα αρχίζει να παίζει τον αποχαιρετισμό. Δεν χρειάζεται να σας πω για τους λυγμούς που συνόδευαν την μουσική...

Δημοφιλή