«Ένας ορμητικός χείμαρρος πληροφοριών από και προς...»

Η όπερα του Ιάννη Ξενάκη «Βάκχαι» στην Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ
Φωτό: Γεράσιμος Δομένικος

Η όπερα «Βάκχαι» - βασισμένη στην ομότιτλη τραγωδία του Ευρυπίδη - διακρίνεται εντός του τόσο σύνθετου ως προς το περιεχόμενο του και τόσο πολυσχιδές μορφικά έργο του μέγιστου πρωτοπόρου της μουσικής του εικοστού αιώνα Ιάννη Ξενάκη. Είναι η μοναδική όπερα που συνέθεσε και παρουσιάστηκε μία και μόνη φορά, στο Λονδίνο το 1993. Με μιαν ομολογουμένως όμως τολμηρή επιλογή η Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ το ενέταξε στον ετήσιο κύκλο της Ημέρες Μουσικού Θεάτρου και θα παρουσιαστεί για δεύτερη μόλις φορά διεθνώς σήμερα και αύριο, Πέμπτη 12 Απριλίου, στην αίθουσα της στο ΚΠΙΣΝ. Στην εκδοχή της Εναλλακτικής Σκηνής της ΕΛΣ για αυτό το όντως πολυσήμαντο και όχι μόνο για τον ίδιο τον Ξενάκη έργο η μουσική διεύθυνση του ARTéfacts Ensemble είναι του Νίκου Βασιλείου, η σκηνοθεσία του Γιάννου Περλέγκα, παίζουν ο βαρύτονος Αρκάδιος Ρακόπουλος ως Διόνυσος, η Δήμητρα Ευθυμιοπούλου ως Αγαύη και η Μάγδα Καυκούλα ως Σεμέλη ενώ συμπράττει (ως χορός) γυναικείο τμήμα της χορωδίας της ΕΡΤ.

Ο καταξιωμένος μαέστρος Νίκος Βασιλείου είναι από τους λίγους αρχιμουσικούς στην χώρα μας που κατέχουν τόσο καλά το σύγχρονο ή ακόμα και avant garde ρεπερτόριο και πιο συγκεκριμένα το έργο του Ιάννη Ξενάκη. Εχει λοιπόν να πει πολλά για τις «Βάκχες» αλλά και το πως τις προσεγγίζει η συγκεκριμένη παράσταση τα οποία είναι σίγουρα πολύ χρήσιμα για την κατανόηση του αινίγματος που εξακολουθεί, σε μεγάλο βαθμό, να αποτελεί το μουσικό και ταυτόχρονα φιλοσοφικό σύμπαν του Ιάννη Ξενάκη.

Φωτό: Δημήτρης Σακαλάκης

Εχετε ασχοληθεί εκτενώς με το έργο του Ιάννη Ξενάκη, ποιες δυσκολίες και ιδιαιτερότητες λοιπόν παρουσιάζει γενικά η ζωντανή εκτέλεση συνθέσεων του;

Εκτός από το προφανές, την υπερβατική γραφή που συνδυάζει οριακά ταυτόχρονη διαχείριση απείρων παραμέτρων, τονικού ύψους, ρυθμού, δυναμικής κ. ά., η μεγαλύτερη δυσκολία προκύπτει όταν συνειδητοποιείς το «πίσω κείμενο», το περίφημο «αχρονικό» διακύβευμα, την αποδέσμευση μέσω μιας διαρκούς στοχαστικής ανέλιξης από όλες τις καταγεγραμμένες αισθητικές ταυτότητες η ποσοστώσεις. Ερμηνεύοντας Ξενάκη επανασυνδέεσαι με το χωροχρονικό συνεχές.

Η προσέγγιση του Ξενάκη στην μουσική είχε ως επίκεντρο της τον ήχο, τι πιστεύετε λοιπόν προσωπικά ότι μπορεί να τον ώθησε να ασχοληθεί για μια και μοναδική φορά, αν δεν απατώμαι, με ένα κατεξοχήν φωνητικό ιδίωμα όπως η όπερα;

Δεν θα έλεγα ότι οι «Βάκχαι» είναι όπερα ούτε μουσικό θέατρο, ούτε «μετά-όπερα», ούτε «μετα-μουσικό θέατρο» η γενικώς οτιδήποτε «μετά». Όπως και όλα τα υπόλοιπα έργα του Ξενάκη που χρησιμοποιούν το φωνητικό στοιχείο (το «αδελφό» των «Βάκχων» «Ορέστεια» ή η «Μήδεια» του Σενέκα αλλά και τα χορωδιακά «Νύχτες», «Ανεμόεσσα» κ. ά.) είναι ηχητικές εμπειρίες στοχασμού που επιδιώκουν, μέσα από την ηχητική περιπέτεια, να προσδώσουν με το ανθρωπιστικό μήνυμα τους μια νέα μορφή «κάθαρσης» ταυτόσημη με την αρχαιοελληνική εξαγνιστική θέση της.

Αντιμετωπίσατε το έργο διαφορετικά από οποιαδήποτε άλλη όπερα, όχι μόνον του κλασικού αλλά και του σύγχρονου ρεπερτορίου;

Σε επίπεδο κατανόησης, ανάλυσης και διδασκαλίας είναι αδύνατον να γίνει αλλιώς. Όπως αναφέρω και στο πρόγραμμα της παράστασης ουσιαστικά πρέπει να «χαρτογραφήσεις» το έργο πριν πάρεις οριστικές αποφάσεις για πράγματα και πάλι, δυστυχώς, σύντομα συνειδητοποιείς ότι και αυτά δεν συνιστούν θέσφατα ερμηνείας. Ουσιαστικά πρέπει να αφήσεις ελεύθερο το πνεύμα σου ως αγωγό διέλευσης ενός ορμητικού χειμάρρου, ενός ρευστού σημαντικότατων πληροφοριών από και προς.

Θα λέγατε ότι μεγαλύτερη δυσκολία παρουσιάζει το μουσικό μέρος, το φωνητικό ή αμφότερα είναι εξίσου απαιτητικά;

Σε πρώτο επίπεδο το μουσικό κείμενο, αν και βασίζεται σε στοιχειωδώς αναγνωρίσιμα ρυθμικά και τονικά σχήματα, φαντάζει μάλλον αδύνατον να απομνημονευθεί καθώς είναι τελείως αστροφικό, χωρίς αναγνωρίσιμα patterns μνημονικής εγγραφής. Φωνητικά οι υψηλότερες φωνές κινούνται για πολλή ώρα στο λεγόμενο «πέρασμα», την περιοχή όπου όλες οι φωνές υφίστανται, λόγω ανατομίας, την μεγαλύτερη πίεση. Οι μουσικοί των πνευστών καλούνται να αντιμετωπίσουν έναν από τους «εφιάλτες» τους, νότες κρατημένες για πολλή ώρα σε ακραία χαμηλές η υψηλές θέσεις σε σχέση με αυτή που συνήθως παίζει το όργανό τους. Πρόκειται για μουσική εξίσου απαιτητική και για το μυαλό και το σώμα.

Φωτό: Γεράσιμος Δομένικος

Ήταν προσωπική επιλογή σας να ερμηνεύσει το έργο το ARTéfacts Ensemble και όχι η ορχήστρα της ΕΛΣ όπως θα το θεωρούσε κανείς φυσικό; Το ίδιο βέβαια ισχύει και για την χορωδία της ΕΡΤ αντί για της ΕΛΣ και δεν μπορώ να μην θυμηθώ εδώ ότι κάτι ανάλογο είχε συμβεί και σε μιαν άλλη πρόσφατη παραγωγή της Εναλλακτικής Σκηνής της ΕΛΣ, την οποία επίσης είχατε διευθύνει για ένα μέρος των παραστάσεων της, το «Z» όπου αντίστοιχα είχαμε το Ergon Ensemble.

Η επιλογή συνεργατών είναι καθαρά μέριμνα της καλλιτεχνικής διεύθυνσης της ΕΛΣ. Προσωπικά έχω απεριόριστη εμπιστοσύνη σε όλα τα ελληνικά μουσικά σύνολα. Ομως συνήθως κριτήριο επιλογής σε παραγωγές σαν αυτές, εκτός από το υψηλό επίπεδο των επιλεγόμενων συνεργατών, είναι και η διαθεσιμότητα καθώς συχνά ανακύπτουν προβλήματα που έχουν να κάνουν με την ευελιξία των εμπλεκομένων, κάτι που συνήθως οι «μεγάλοι» καλλιτεχνικοί οργανισμοί δεν μπορούν εύκολα να αντιμετωπίσουν με το βεβαρυμμένο εργασιακό πλάνο και τον αμείλικτο προγραμματισμό τους που δεν επιτρέπει εύκολα αποκλίσεις.

Πώς και σε ποιο βαθμό συνεργαστήκατε με τον Γιάννο Περλάγκα ως προς το τελικό αποτέλεσμα;

Γνώριζα τον Γιάννο ως ηθοποιό και πρόσφατα τον γνώρισα και σαν σκηνοθέτη (δυο παραστάσεων από τις σημαντικότερες ελληνικού θεάτρου που έχω δει ποτέ). Έχω την πολυτέλεια να έχω έναν ευφυή και προικισμένου συνεργάτη που επίσης γνωρίζει μουσική. Μάλιστα δεν την γνωρίζει απλά, δεν νιώθει, σκέφτεται μουσικά! Το σκηνοθετικό όραμα του έχει ρητορική, προσωδία και μέλισμα. Αναλύσαμε μαζί το έργο, νότα – νότα και λέξη - λέξη. Δεν συνεργαστήκαμε απλά, ταυτιστήκαμε δημιουργικά και εκφραστικά και νομίζω ότι αυτή η παράσταση δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί αλλιώς.

Φωτό: Γεράσιμος Δομένικος

Ο διακεκριμένος ηθοποιός και θεατρικός σκηνοθέτης Γιάννος Περλέγκας ήταν εκείνος που έφερε την ιδέα μιας «σκηνικής απόδοσης» και όχι τυπικής παράστασης της όπερας του Ξενάκη η οποία κει εντέλει εφαρμόστηκε πληρέστατα.

Είναι η πρώτη φορά που σκηνοθετείτε μια παράσταση πάνω σε έργο του Ιάννη Ξενάκη. Ποιες επιπλέον δυσκολίες και προκλήσεις σας έθεσε αυτό σε σχέση με την σκηνοθεσία ενός έργου πρόζας, ακόμα και πολύ απαιτητικού;

Το υλικό του Ξενάκη, πέραν από το αυτοτελές και αυτόφωτο μουσικό σύμπαν του, παραμένει ο αρχαίος λόγος του Ευριπίδη. Ο Ξενάκης είχε έναν δικό του τρόπο να αφομοιώνει τα πράγματα και, όπως ξέρουμε από το σύνολο του έργου του, τον λόγο των αρχαίων τον είχε «καταπιεί», τον είχε καταλάβει και μιαν ολόκληρη ζωή βρισκόταν σε διάλογο μαζί του. Έπρεπε λοιπόν η δημιουργική μας ομάδα να μελετήσει και να καταλάβει όσο το δυνατόν περισσότερο τον συνδυασμό της συνάντησης Ευριπίδη – Ξενάκη και να αφομοιώσει όχι με θεατρικούς αλλά με μουσικούς – και άρα πλήρως ποιητικούς -όρους αυτόν τον υπερβατικό χωροχρονικό διάλογο των δύο δημιουργών.

Αφού πρόκειται για τον ίδιο μύθο πόσο διαφορετικά αντιμετωπίσατε αυτό το έργο σε σχέση με το αν επρόκειτο να σκηνοθετήσετε την ομότιτλη τραγωδία του Ευριπίδη; Η απουσία ενός κεντρικού προσώπου του μύθου, δηλαδή του Πενθέα, σας προβλημάτισε ή και σας προκάλεσε επιπλέον δυσκολίες;

Ο μύθος του έργου έπρεπε να είναι παρών και για όσους γνωρίζουν την υπόθεση των «Βακχών» και για όσους είναι αμύητοι σε αυτήν. Δεν θέλαμε να κατασκευάσουμε ένα μη προσβάσιμο κόσμο στον θεατή. Η δουλειά μας όλους αυτούς τους μήνες επικεντρώθηκε στην αινιγματική οδηγία του Ξενάκη ανάμεσα στα χορικά, carry on. Τι σήμαινε αυτό; Όποτε ο Ξενάκης έγραφε carry on λείπει ένα ολόκληρο επεισόδιο της τραγωδίας του Ευριπίδη. Με κάποιον τρόπο που δεν έπρεπε με τίποτα - για αυτό ήμασταν εξαρχής σίγουροι - να είναι θεατρικός έπρεπε να εφεύρουμε την απούσα αφήγηση. Η βασική σύγκρουση του έργου παραμένει κατά τη γνώμη μου αυτή των Διoνύσου – Πενθέα. Οδηγηθήκαμε μετά από πολλή μελέτη στην απόφαση να δανείσουμε το πρόσωπο του μαέστρου της παράστασης, του εξαίρετου Νίκου Βασιλείου, στον Πενθέα. Ο Διόνυσος υπήρχε από τον Ξενάκη. Για να μην οδηγηθούμε στην θεατρική αναπαράσταση αποφασίσαμε ότι ο αγώνας του μαέστρου αυτού του τόσο απαιτητικού έργου ταυτίζεται με τον αγώνα του Πενθέα. Ο Πενθέας αρνείται αρχικά τη διονυσιακή πλευρά του και κατά τη διάρκεια του έργου την αποδέχεται. Δεν υπήρχε καταλληλότερο πρόσωπο να εκφράσει αυτήν τη σύγκρουση από τον άνθρωπο που έχει να φέρει σε πέρας τον άθλο της διεύθυνση της εκτέλεσης του έργου.

Φωτό: Γεράσιμος Δομένικος

Καθοδηγήσατε υποκριτικά τις δύο ηθοποιούς αλλά και τον λυρικό ερμηνευτή και τον χορό όπως θα κάνατε και για οποιονδήποτε άλλο ηθοποιό ή εντελώς διαφορετικά; Ειδικά για την χορωδία ασχοληθήκατε και με την εκφορά του λόγου από αυτήν ή την αφήσατε στους υπευθύνους για την φωνητική διδασκαλία της;

Οι πρόβες του έργου όταν πρωτοπαρουσιάστηκε στο «Operafactory» του Λονδίνου διήρκεσαν έξι μήνες! Αν θέλουμε να είμαστε σοβαροί τόσος χρόνος προετοιμασίας χρειάζεται για ένα τόσο απαιτητικό έργο. Ο Ξενάκης ζητάει μια αδιανόητη υπέρβαση από τους ερμηνευτές του, το να είναι περισσότερο ηθοποιοί, δηλαδή φορείς του λόγου και όχι μια λυρική χορωδία που έχει συνηθίσει να κρύβεται στα σκηνικά μετόπισθεν της όπερας. Μέσα στο λιγοστό διάστημα προβών που είχαμε με τις άριστες χορωδούς παλέψαμε και σε ένα ποσοστό καταφέραμε να γίνουν φορείς λόγου και μάλιστα αυτού του λόγου. Νομίζω πως αυτόν τον τρόπο θα ακολουθούσα, με πολλή μεγαλύτερη ένταση βέβαια, αν σκηνοθετούσα μια θεατρική εκδοχή του έργου. Οι δύο ηθοποιοί είναι έτσι και αλλιώς οι στενότερές συνεργάτιδες, μου η Δήμητρα Ευθυμιοπούλου επιμελείται την κίνηση στις παραστάσεις μας και η Μάγδα Καυκούλα είναι μαθήτριά μου στην υποκριτική και βοηθός μου όλο αυτό το διάστημα. Μαζί και οι τρεις - και με την πολύτιμη συμβολή της σταθερής συνεργάτιδας μου στα σκηνικά και τα κοστούμια Λουκίας Χουλιάρα και της βοηθού της Γεωργίας Μπούρα - ζυμώσαμε όλο αυτό το διάστημα την δραματουργία της παράστασης.

Κατά την γνώμη σας το σημαντικότερο μέρος του έργου είναι το φωνητικό, το μουσικό ή εξίσου και τα δύο;

Είναι αξεδιάλυτο το σύμπαν του Ξενάκη, όπως είναι αξεδιάλυτο το χάος και η οργάνωσή του. Παρότι φαίνεται η ορχήστρα να επιτελεί τελείως διαφορετικό μουσικό ρόλο από την λειτουργία της χορωδίας και του βαρύτονου που ερμηνεύει τον Διόνυσο η συγκρουσιακή τους συνύπαρξη παράγει το τελικό αποτέλεσμα του έργου. Οι «Βάκχαι» πάντως είναι ένα αριστούργημα που πιστεύω ότι θα εκπλήξει με τη δύναμη της λυρικότητάς του όσους γνωρίζουν ελάχιστα γτον δημιουργό του.

Εσείς γνωρίζατε την μουσική του Ξενάκη, σας ήταν κάπως οικεία μέχρι που αναλάβατε να σκηνοθετήσετε την παράσταση; Ανεξάρτητα όμως από αυτό, σε ποιο βαθμό λάβατε υπόψη σας την μουσική, το ηχητικό σκέλος, ως προς το πως αντιμετωπίσατε το έργο;

Είχα τη θολή εντύπωση, μέχρι ο Αλέξανδρος Ευκλείδης να μου προτείνει να σκηνοθετήσω το έργο, ότι η μουσική του Ξενάκη ήταν δυσπρόσιτη, ατονική ή ενδεχομένως και ηλεκτρονική. Εξεπλάγην με το πόσο στοιχειώδης αλλά αφαιρετική και ουσιαστική είναι η δουλειά του στο συγκεκριμένο έργο. Έχει μόνον έξι πνευστά και τρία κρουστά όργανα που παίζουν σε μεγάλες διάρκειες ελάχιστες νότες. Ευτυχώς διαβάζω μουσική και μπορούσα, παρότι δεν ακούσαμε το έργο παρά μόνο στις τελικές πρόβες, να έχω άμεση σχέση με την παρτιτούρα. Παρότι λοιπόν βασιστήκαμε αναγκαστικά στην Ευριπιδική δομή θέλω να πιστεύω ότι η παράσταση είναι τελικά Ξενάκης. Προσπαθήσαμε να ακολουθήσει η σκηνοθεσία τις ηχητικές καμπύλες που επιβάλλει στα όργανα και τις φωνές ο Ξενάκης.

Πώς θα συνοψίζατε με μια – δυο προτάσεις την γραμμή ή έστω τον άξονα της σκηνοθεσίας σας και σε ποιο αισθητικό – και ίσως όχι μόνον – αποτέλεσμα αποσκοπείτε με αυτήν;

Μια παλαιά, ξεχασμένη πίστη επιστρέφει στον τόπο καταγωγής της. Ο Διόνυσος έρχεται από την Ασία με τις ακολούθους του για να επιβάλλει την θρησκεία του στη γενέτειρα της μητέρας του. Η γενέτειρα αυτή είναι η Θήβα που, εν προκειμένω, είναι η αίθουσα του Εναλλακτικής Σκηνής της ΕΛΣ. Βασιλιάς της είναι ένας μαέστρος και σε αυτόν και τους ακολούθους του (το ARTéfacts Ensemble) ένας βαρύτονος και δέκα έξι χορωδοί έρχονται να θυμίσουν μια παλαιά ιστορία. Αυτήν που λέει ότι για να ξαναγεννηθεί η ιερή τελετουργία της μουσικής πρέπει να γκρεμίσουμε τα σύγχρονα πλαίσια της αστικής συντήρησης της που λησμονούν τον αρχέγονο και δημόσιο χαρακτήρα της.

Κάτι που, ούτως ή άλλως, ήταν κομβικό αίτημα συνολικά στο έργο του Ιάννη Ξενάκη και προσωπικά έχω την πεποίθηση ότι η συγκεκριμένη παράσταση θα το κατορθώσει και με το παραπάνω...

Φωτό: Γεράσιμος Δομένικος

Δημοφιλή