Υπό την επήρεια του Καστελορίζου και την σκιά της Αγιά Σοφιάς

Η Ελλάδα μέχρι σήμερα δεν έχει εφαρμόσει καμία από τις πρόνοιες του νέου δικαίου της θάλασσας, που συνδιαμόρφωσε, υπέγραψε και επικύρωσε.
DEA / ARCHIVIO J. LANGE via Getty Images

Το τελευταίο διάστημα η ελληνική κοινωνία παρακολουθεί και προσπαθεί να κατανοήσει αν και σε ποιο βαθμό το σύμπλεγμα των νησιών της Μεγίστης (Καστελόριζο) δικαιούται υφαλοκρηπίδα και επομένως και Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη. Διερωτώνται λοιπόν πολίτες, πολιτικοί αλλά και οι επαΐοντες ποια είναι η επήρεια του Καστελόριζου, ως προς τον καθορισμό της ελληνικής ΑΟΖ. Μεταπολιτευτικά, η πλειοψηφία των εγχώριων ελίτ διακήρυττε ότι η εξωτερική πολιτική πρέπει να ασκείται απαλλαγμένη από συναισθηματισμούς και πολιτικές αντιπαραθέσεις, ακολουθώντας κατά γράμμα τις διατάξεις του διεθνούς δικαίου. Ενώ το διεθνές δίκαιο εν γένει, και το δίκαιο της θάλασσας εν μέρει, αναπτύχθηκαν αλματωδώς κατά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, στο χρονικό διάστημα μετά την υπογραφή της Σύμβασης για το δίκαιο της θάλασσας (1982), της κύρωσής της από την Ελλάδα (1995) και τα είκοσι πέντε έτη που παρήλθαν έκτοτε, έχει προκύψει το ελληνικό παράδοξο. Η Ελλάδα μέχρι σήμερα δεν έχει εφαρμόσει καμία από τις πρόνοιες του νέου δικαίου της θάλασσας, που συνδιαμόρφωσε, υπέγραψε και επικύρωσε.

Το διεθνές δίκαιο, ως συλλογική κατάκτηση, συνιστά καταφύγιο των λιγότερο ισχυρών κρατών, στην ελληνική και κυπριακή όμως περίπτωση –και όχι μόνο, αλλά ας εστιάσουμε στα καθ’ ημάς- παρατηρείται ότι η εφαρμογή ορισμένων διατάξεών του εξαρτώνται αιτιωδώς και παραπέμπουν ευθύγραμμα σε συσχετισμούς ισχύος. Αντί λοιπόν να συζητείται δημοσίως, πώς θα αρθρώσουμε την αποτελεσματικότερη στρατηγική εφαρμογής του δικαίου της θάλασσας, ώστε να εξυπηρετηθεί καλυτέρα το εθνικό συμφέρον – ναι υπάρχει και τέτοιο όσο κι αν συνιστά για ορισμένους απεχθή ή ξεπερασμένο όρο- πολλοί εξ ημών ξιφουλκούν εναντίον της χώρας ότι διατείνεται από μαξιμαλιστικές στοχεύσεις. Διαφαίνεται ότι ένας σημαντικός αριθμός προσώπων, τα οποία πρωτοστάτησαν, συνέδραμαν ή συμφώνησαν στη διαμόρφωση και άσκηση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής την προηγούμενη εικοσιπενταετία, εξακολουθούν να ανθίστανται της ζοφερούς πραγματικότητας των ελληνοτουρκικών σχέσεων, συντασσόμενα ως έναν βαθμό με τις τουρκικές αιτιάσεις.

Σταδιακά αλλά επιταχυνόμενα, οι προαναφερθείσες ελληνικές και κυπριακές ελίτ θα «στριμώχνονται» ερμηνευτικά όλο και περισσότερο μεταξύ του τουρκικού ηγεμονισμού, της ευρωπαϊκής δυστοκίας σε ζητήματα κοινής εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής και των διατάξεων του -κατά τα άλλα προσφιλούς τους- διεθνούς δικαίου. Παρά ταύτα, η αξίωσή τους για αυξημένη επήρεια (sic) στην άσκηση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής (θα) παραμένει αμείωτη. Το γνωστό επιμύθιο της «εσωτερικής κατανάλωσης», ότι οι τουρκικές ενέργειες στο Αιγαίο και την ανατολική Μεσόγειο πραγματοποιούνται για την εξυπηρέτηση εσωτερικών πολιτικών στη γείτονα, εξήντλησε τα «αναλυτικά» όριά του. Βολικό αλλά βραχύβιο και αμφίστομο ως επιχείρημα, διότι καταδεικνύει την τουρκική βεβαιότητα πως η Αθήνα δεν θα πράξει κάτι που θα επιβάλει κόστος στην Άγκυρα, ακόμη και για εχθρικές προς την Ελλάδα δράσεις της. Το τρέχον αφήγημα αφορά τον ελληνικό μαξιμαλισμό, όπου σύμφωνα με τους υποστηρικτές του, η εφαρμογή του δικαίου της θάλασσας συνιστά περίπου παράλογη ελληνική διεκδίκηση. Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε ποιο θα είναι το έσχατο επιχείρημα της συγκεκριμένης σχολής σκέψης για την ελληνική εξωτερική πολιτική. Αν και οι εν λόγω θέσεις εγγράφονται στα πλαίσια της πλουραλιστικής πολυφωνίας μίας δημοκρατικής χώρας, μάλλον υπολανθάνει και μία ενδόμυχη αποστροφή προς το οικείο συλλογικό υποκείμενο, ιδιαίτερα για ορισμένα χαρακτηριστικά του, τα οποία απαρέσκουν για ένα σημαντικό μέρος της συγκεκριμένης ελίτ.

Υπό αυτή την οπτική γωνία, το απομακρυσμένο Καστελόριζο σχετίζεται νοητικά και με την ήδη μεμακρυσμένη Αγιά Σοφιά, την οποία η «μινιμαλιστική» Τουρκία αποφάσισε να επαναλειτουργήσει ως ισλαμικό τέμενος. Τα ερμηνευτικά ελλείμματα της συγκεκριμένης σχολής σκέψης καλύπτονται από νέα φαντασιακά σχήματα, αποτύπωσης του παρελθόντος και προτροπής για το παρόν και το μέλλον των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Βαφτίζεται μάλιστα, ως ρεαλιστική προσέγγιση η διανοητική αυτομαστίγωση περί δήθεν ελληνικού μαξιμαλισμού. Βέβαια, η προοπτική ενός «έντιμου συμβιβασμού», που προβάλλεται μανικώς, προκάλεσε την αντίδραση ακόμη και προσώπων τα οποία, κατά το μάλλον ή το ήττον, ακολούθησαν την εν λόγω πολιτική.

Αναφύεται λοιπόν το ερώτημα μήπως, ανεπαισθήτως ή όχι, αρχίζουν να ξεμακραίνουν επικίνδυνα στην συλλογική μας συνείδηση τμήματα του ελληνικού χώρου και σύμβολα του ελληνισμού, αρκεί να μην θιγούν κεκτημένα δικαιώματα που κατοχυρώνουν θέσεις και ρόλους στο σύστημα εξουσίας. Φοβούμαι τότε, μην από οργανωμένη και ανεξάρτητη πολιτεία με ελίτ, εκπέσουμε σε ένα διοικητικό σύστημα μανδαρίνων.

Δημοφιλή