Ηγεμονικές Συμπληγάδες: Η Ελλάδα μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων

Α΄ Μέρος
Mikhail Metzel via Getty Images

Οι συζητήσεις για το «Μακεδονικό», οι διακηρύξεις περί ενός επερχόμενου ηγετικού ρόλου της Ελλάδας στην περιφέρειά της και η αναβίωση ψυχροπολεμικής έμπνευσης αντί-Αμερικανικών και αντί-Ρωσικών συνδρόμων αναδεικνύουν, για ακόμη μια φορά, τις πολιτικές και πνευματικές παθολογίες των νεοελλήνων.

Πρωτίστως, την ελλειμματική γνώση της δομής, των λειτουργιών και των προσανατολισμών του σύγχρονου μετά-Βεστφαλιανού κρατοκεντρικού συστήματος, τις στρατηγικές των ηγεμονικών δυνάμεων και τα χαρακτηριστικά του μετά-Ψυχροπολεμικού πολυπολικού πλέον διεθνούς συστήματος.

Θα σταθούμε σε μερικά μόνο ζητήματα, κυρίως τις σχέσεις λιγότερο ισχυρών με τα ισχυρά κράτη και την ανάγκη για ένα λιγότερο ισχυρό περιφερειακό κράτος να αποφεύγει τις ηγεμονικές Συμπληγάδες.

Από τα επαναστατικά και ανορθολογικά φλερτ του πρόσφατου παρελθόντος με την Μόσχα περάσαμε στην γονυπετή υποταγή στις ΗΠΑ και στην εκτόξευση αντί-Ρωσικών πυροτεχνημάτων εάν όχι και στην αντί-Ρωσική εκστρατεία που σχετίζεται περισσότερο με εσωτερικές μικροπολιτικές σκοπιμότητες και λιγότερο με την ύπαρξη κάποιας μεγάλης απειλής κατά της εθνικής ασφάλειας της Ελλάδας. Ενώ όπως θα υποστηρίξουμε στην συνέχεια δεν ενδείκνυται στρατηγική συνοδοιπορία με τα ρωσικά γεωπολιτικά παίγνια δεν συμφέρει η επισκίαση του γεγονότος πως η μεγάλη απειλή κατά της χώρας προέρχεται από την Τουρκία και από τον αλυτρωτισμό στα Βαλκάνια τον οποίο εν τέλει κατευνάζοντας διασπείρουμε και σε άλλα κράτη πέραν της ΦΥΡΟΜ.

Αυτιστικά ενοποιείται κάθε αντίθετη άποψη με το να συνδέεται με κατά τα άλλα ασήμαντα και συνήθη κατασκοπευτικά ζητήματα στα οποία πιθανότατα εμπλέκονται μερικά άτομα. Αυτά τα ζητήματα αυτοκτονικά γίνονται αφορμή για αφορισμούς μεγάλου μέρους της κοινωνίας ή και απίστευτα αλματώδεις εκλογικεύσεις και γενικεύσεις του συνόλου των ιερών και οσίων της διαχρονικής Ελληνικότητας στο Άγιο Όρος.

“Το λιγότερο ισχυρό κράτος επιτυγχάνει όταν στην εκατέρωθεν πλάστιγγα κόστους – οφέλους πείθει το πιο ισχυρό κράτος να υιοθετήσει συμφέρουσες γι’ αυτό στάσεις, αποφάσεις και συμπεριφορές.”

Δεν είναι μόνο ότι αυτά δεν μας τιμούν. Οι χειρισμοί, οι ανεξέλεγκτες εάν όχι και χαώδεις αντεκδικήσεις και η διαφθορά του δημόσιου διαλόγου με γενικεύσεις και αφορισμούς επί ζητημάτων που απαιτούν ακρίβεια και υπευθυνότητα, είναι ενδείξεις που καταμαρτυρούν πως στην Ελλάδα δεν είναι κατανοητό πως είναι ένα πράγμα η συμμετοχή σε συμμαχίες (και η λογική και συμφέρουσα συμμετοχή της Ελλάδας εξ αντικειμένου είναι η ναυτική συμμαχία της οποίας σήμερα ηγούνται οι ΗΠΑ), και άλλο οι ξαφνικές μεταστροφές που καταμαρτυρούν διαιώνιση νοοτροπιών υποτέλειας αλλά και έλλειμμα διαπραγματευτικής ικανότητας για συμφέρουσες συγκλίσεις με τους δυτικούς μας συμμάχους.

Με τρόπο που αποστασιοποιείται από τις πεζές και αξιοθρήνητες διενέξεις γύρω από τόσο σημαντικά ζητήματα που αφορούν την ασφάλεια ή και την ακεραιότητα της χώρας, θα εστιάζουμε την προσοχή σε δύο ζητήματα. Πρώτον, τις «πελατειακές σχέσεις» χωρίς τις οποίες ένα λιγότερο ισχυρό κράτος είναι έρμαιο και δεύτερον, τις ηγεμονικές Συμπληγάδες στις οποίες εάν μια χώρα εισέλθει σημαίνει ότι απέτυχε ολοκληρωτικά.

Δηλώνεται προγραμματικά ότι θεωρώ μια τέτοια περιγραφικά ουδέτερη συζήτηση ως διάλογο κωφαλάλων εάν και όταν στην άλλη πλευρά ενός διαλόγου κυριαρχούν ιδεολογήματα, άγνοια, εμφύλια σύνδρομα, μικροκομματικές σκοπιμότητες, μωροφιλοδοξίες εφήμερων κατόχων εξουσίας και υπόγειες χειραγωγήσεις που δεν μπορούμε να ξέρουμε ή να επηρεάσουμε (και που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των υπηρεσιών εθνικής ασφαλείας οι οποίες σε ένα πολιτικά κυρίαρχο κράτος είναι εθνικές και διόλου έξωθεν εξαρτημένες).

PatronClient relations («πελατειακές» σχέσεις ισχυρών και λιγότερο ισχυρών κρατών).

Με δεδομένο ότι ο κόσμος αποτελείται από δύο εκατοντάδες κράτη διαφορετικού μεγέθους, διαφορετικής ισχύος και διαφορετικής ανάπτυξης, η θεωρία πελατειακών σχέσεων ως κλάδος της στρατηγικής ανάλυσης είναι μεγάλης σημασίας και θα γίνεται ολοένα και πιο σημαντικός, ιδιαίτερα για τα λιγότερο ισχυρά κράτη.

Βασικά με δεδομένη την ασυμμετρία ισχύος μεταξύ ισχυρών και συγκριτικά λιγότερο ισχυρών κρατών καλλιεργεί την γνώση για το πώς τα τελευταία κινούνται ή καλύτερα σχοινοβατούν με σκοπό αφενός να επιτύχουν ισόρροπες σχέσεις και ισόρροπες συναλλαγές με τα πιο ισχυρά κράτη και αφετέρου το πώς επιτυγχάνοντας αυτό θα αποφεύγουν να εισέρχονται μέσα στις Συμπληγάδες των ηγεμονικών διενέξεων στις περιφέρειες. Συνεπάγεται, βασικά, συναλλαγές συμφερόντων με όρους εκατέρωθεν κόστους / οφέλους και με τρόπο που οδηγούν το ισχυρό κράτος σε ευνοϊκές αποφάσεις για το λιγότερο ισχυρό κράτος.

Η εμπειρία διδάσκει ότι επιτυγχάνουν εκείνα τα λιγότερο ισχυρά κράτη τα οποία είναι επιτελικά οργανωμένα, των οποίων οι αρμόδιοι γνωρίζουν τις ηγεμονικές στρατηγικές και τους προσανατολισμούς των πλανητικών και περιφερειακών αντιπαραθέσεων και των οποίων οι πολιτικές ηγεσίες και οι πολίτες δεν νεφελοβατούν. Δεν νεφελοβατούν σημαίνει πολύ καλή γνώση της διεθνούς πολιτικής και απουσία διεθνιστικών ιδεολογημάτων τα οποία πάντα στην ιστορία αποτελούσαν μεταμφιέσεις των ηγεμονικών αξιώσεων ισχύος για να ηγεμονεύουν και να ελέγχουν τα λιγότερο ισχυρά κράτη.

Τα καλά οργανωμένα και συνεκτικά κράτη που διαθέτουν ικανή πολιτική ηγεσία και που κινούνται με δεξιοτεχνία στα περιθώρια των ηγεμονικών ανταγωνισμών επιτυγχάνουν. Το λιγότερο ισχυρό κράτος επιτυγχάνει όταν στην εκατέρωθεν πλάστιγγα κόστους – οφέλους πείθει το πιο ισχυρό κράτος να υιοθετήσει συμφέρουσες γι’ αυτό στάσεις, αποφάσεις και συμπεριφορές.

Για να το συνδέσουμε με τις Βαλκανικές εξελίξεις και με την Ελληνική εθνική στρατηγική, η Ελλάδα θα επιτύγχανε εάν, με δεδομένα τα συμφέροντα των ΗΠΑ λόγω στρατιωτικών βάσεων στην ΦΥΡΟΜ και λόγω παραδοσιακών στρατηγικών αναχαίτισης των ηπειρωτικών δυνάμεων (σήμερα της Ρωσίας), τα Σκόπια εξάλειφαν και εξαφάνιζαν κάθε ανεκδοτολογικά στημένο αλυτρωτισμό που αποτελεί κακή κληρονομιά (όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά και για την ΦΥΡΟΜ) της Τιτοϊκής εποχής. Μόνο και μόνο τότε η Ελλάδα θα μπορούσε να πει ότι πέτυχε.

“...λέμε ότι «ανήκουμε στην Δύση». Δεν ανήκουμε κάπου αλλά είμαστε ενταγμένοι σε συμμαχίες ως ισότιμο και ανεξάρτητο κράτος...”

Επιτυχία βέβαια συνεπάγεται και εκπλήρωση και άλλων προϋποθέσεων όπως αποτροπή της Τουρκικής απειλής, στρατιωτική ισχύ και εν γένει κρατική ισχύ που σχετίζεται τόσο με υλικά κριτήρια όσο και με την οικονομική ευρωστία της χώρας, την κοινωνική συνοχή, την νομιμοποίηση των πολιτικών αποφάσεων και την ύπαρξη συναίνεσης γύρω από αυτές τις αποφάσεις. Ένα τέτοιο κράτος μπορεί να κινείται ηγετικά στην περιφέρειά του και να συναλλάσσεται επωφελώς με τα ηγεμονικά κράτη χωρίς να εισέρχεται στις Συμπληγάδες των συγκρούσεών τους. Το αντίστροφο ισχύει όταν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που αναφέρθηκαν μόλις.

Οι ηγεμονικές συμπληγάδες

Γράφοντας στα Ελληνικά και σε μια χώρα, την πατρίδα μου, όπου από καιρό διαπίστωσα ότι για μα σειρά λόγων οι εντός λογικών πλαισίων ορθολογιστικές συζητήσεις είναι πολύ δύσκολες, κρίνεται σκόπιμο να μνημονευθούν δύο αυστηρά περιγραφικά διατυπωμένες θέσεις για το γεωπολιτικό και στρατηγικό περιβάλλον της Ελλάδας. Αυτά τα ζητήματα αναλύθηκαν σε εκτενέστερα κείμενα και σε δύο σύντομα άρθρα στη HuffPost (εδώ και εδώ).

Με όρους στρατηγικού ορθολογισμού και παρά τις θρησκευτικές και πολιτισμικές σχέσεις με την Ρωσία η Ελλάδα είναι ενταγμένη στις συμμαχίες των ναυτικών δυνάμεων των οποίων ηγέτιδα ναυτική υπερδύναμη ήταν το ΗΒ και μετά το 1945 μέχρι και σήμερα οι ΗΠΑ.

Οι ναυτικές δυνάμεις ελέγχουν την Περίμετρο της Ευρασίας που αρχίζει από την Ευρώπη, περνά από τα Βαλκάνια και την Μέση Ανατολή και φθάνει στην Ινδική Χερσόνησο και στην Άπω Ανατολή.

Δεν είναι μόνο ότι στην Γιάλτα αυτός ο έλεγχος επιβεβαιώθηκε και κατά κάποιο τρόπο αποτέλεσε αποδεκτό modus vivendi από την Μόσχα. Είναι επίσης το γεγονός ότι μετά την διόλου τυχαία πτώση της ΕΣΣΔ της οποίας η ισχύς αυξανόταν ραγδαία την δεκαετία του 1980, εισερχόμενοι στην Μεταψυχροπολεμική εποχή οι κύριες στρατηγικές δομές του κόσμου δεν άλλαξαν.

Ναι μεν έχουμε πολλές και ανερχόμενες περιφερειακές δυνάμεις πλην οι ΗΠΑ παραμένουν η συντριπτικά ισχυρότερη θαλάσσια δύναμη. Αυτό σημαίνει ότι απότομες στρατηγικές στροφές ενός κράτους πάνω στην περίμετρο της Ευρασίας είναι στρατηγικά ανορθολογικές και από άποψη εθνικής ασφάλειας ακραία επικίνδυνες.

Αυτό όμως είναι ένα πράγμα και άλλο να λέμε ότι «ανήκουμε στην Δύση». Δεν ανήκουμε κάπου αλλά είμαστε ενταγμένοι σε συμμαχίες ως ισότιμο και ανεξάρτητο κράτος. Οποιαδήποτε στάση είναι ζημιογόνα και συχνά καταστροφική και η ιστορία μας το καταμαρτυρεί. Εξάρτηση, Έλληνες της Μικράς Ασίας παρά τις Συνθήκες μετά το 1922, η ανεπιτυχής αντιμετώπιση του Τουρκικού αναθεωρητισμού των τελευταίων δεκαετιών, Χούντα, το Κυπριακό και τώρα το «Μακεδονικό». Εμφανίζουμε τους εαυτούς μας ως αναλώσιμους, τόσο απλά, και έτσι μας μεταχειρίζονται.

Ένα εθνικά ανεξάρτητο κράτος δεν ανήκει πουθενά. Συμμετέχει σε συμμαχίες και παλεύει εντός αυτών των συμμαχιών για αποφάσεις που ενισχύουν την εθνική του ασφάλεια και όπως προαναφέρθηκε διασφαλίζουν ισορροπία και συμμετρία εκατέρωθεν συμφερόντων. Συντομογραφικά και ως εκ τούτου εξ ανάγκης απλουστεύοντας κάπως, θα λέγαμε ότι αυτό είναι ένα στοίχημα το οποίο το Ισραηλινό κράτος κερδίζει επί δεκαετίες. Αντίστοιχα όσον αφορά το Τουρκικό κράτος παρά τις σχοινοβασίες των δύο τελευταίων δεκαετιών οι οποίες υποχρεωτικά επιφυλάσσουν πολλές εκπλήξεις προς την μια ή άλλη κατεύθυνση.

Διαβάστε στο δεύτερο μέρος: Η ανάγκη λογικής, ορθολογισμού και συναλλαγών που συμφέρουν την εθνική ασφάλεια

Δημοφιλή