H Κάρπαθος του έρωτα

Θα σου μιλήσω μόνο για τη θάλασσα, φτάνει μια θαρρετή βουτιά για να γευτείς το πιο γλυκό αλάτι! Αφού εδώ η αλμύρα δεν πικραίνει, βλέπεις είναι παιδί του πιο παθιασμένου έρωτα, του ήλιου με τη θάλασσα. Και έπειτα θα σε προκαλέσω, για να σταθείς κάπου κρυμμένος κι αν είσαι λίγο τυχερός θα σε αρπάξουν ένα-ένα όλα τα χρώματα μέσα στην αγκαλιά τους.
Manolis Dimellas

Εκεί ο αέρας ψιθυρίζει λέξεις μονοσύλλαβες, από κείνες που δεν αρνήθηκαν ποτέ το χάδι της αγάπης.

Εκεί δεν κρύβεται ο ατέλειωτος έρωτας του ήλιου με τη θάλασσα και οι πέτρες γίνονται χέρια-μαξιλάρια και απλώνουν φιλότιμα το κορμί τους, παλεύοντας έτσι να βολέψουν όλα τα ζωντανά περαστικά σώματα.

Ναι, το ξέρω, ψάχνεις λίγο χώρο, θέλεις να απλώσεις μια πετσέτα στη άμμο, ύστερα να βγεις από σκοτούρες, να πάρεις δρόμο, μακριά από τα τσαλακωμένα βάσανα, να ταξιδέψεις καβάλα στο πιο τρελό σου όνειρο.

Μα τι άλλο να ψάχνεις καταμεσίς μιας κάψας που σε κάνει να θες να ξεκολλήσεις το δέρμα από όλο το κορμί σου;

Ναι, τα νησιά είναι πολλά και ακόμη περισσότερα τα λόγια που ντύνουν σα φουστανάκια από κουκλιά την ιστορία τους.

Όλες οι μικρές πατρίδες είναι όμορφες, γεμάτες δροσιά και σφρίγος, από κείνο που δε γερνά ποτέ, μα έτσι κάπως δεν γεννήθηκε το μίσος για τον χρόνο;

Εκεί κάτω στο μακρινό Νότο, πάνω σε μια κυκλική άγονη γραμμή του βαποριού, έριξε άγκυρα, έδεσε και ανασαίνει η πιο προικισμένη κόρη, η Κάρπαθος.

Ακόμη κι αν δεν σκέφτηκες να περπατήσεις τα βράχια της, ακόμη κι αν δεν αποφάσισες να χαϊδέψεις τις σκιές της, εκείνη σε λογαριάζει, δίχως να το ξέρεις εσύ, περιμένει ένα ερωτικό άγγιγμα σου.

Όχι δεν είναι η μητριά που κοιτά με την άκρη του ματιού της και ψάχνει το μοιραίο σφάλμα, είναι η μάνα και όλο το σύμπαν είναι τα παιδιά της.

Κάποιοι φίλοι λένε για τα μεγάλα της μυστικά που κρύβονται σα τα αερικά κάτω από τα θαλασσόδεντρα, ενώ κάποιοι άλλοι δείχνουν τα πελώρια βουνά της Καρπάθου και θυμίζουν τους παλιούς Θεούς, που μοναχά για τους κουτούς έχουν πεθάνει, αυτοί λοιπόν ήρθαν και κατοίκησαν μέσα στις κρυφές σπηλιές της.

Μα εγώ δεν ξέρω τέτοια λόγια να σου πω, φοβάμαι και λίγο την οργή, που ξύνουν πάνω στα σύννεφα εκείνοι οι ξεχασμένοι παντοκράτορες.

Θα σου μιλήσω μόνο για τη θάλασσα, φτάνει μια θαρρετή βουτιά για να γευτείς το πιο γλυκό αλάτι! Αφού εδώ η αλμύρα δεν πικραίνει, βλέπεις είναι παιδί του πιο παθιασμένου έρωτα, του ήλιου με τη θάλασσα.

Και έπειτα θα σε προκαλέσω, για να σταθείς κάπου κρυμμένος κι αν είσαι λίγο τυχερός θα σε αρπάξουν ένα-ένα όλα τα χρώματα μέσα στην αγκαλιά τους.

Αλήθεια ξέρεις πως χαμογελά το κόκκινο, το μπλέ και το λευκό;

Από όλα πιο περίεργο είναι το μαύρο, όχι γιατί είναι σκούρο και σκοτεινό, αντίθετα γιατί κι αυτό χορεύει τη ζωή του. Βλέπεις στο νησί όλα ταιριάζουν, το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον δεν είναι αόριστες κουβέντες, έχουν μάτια, αυτιά, όνομα και ταυτότητα και σε κερνούν γλυκό κρασί στα καφενεία...