H κατάσταση των ευρωπαϊκών πόλεων σήμερα

Η μέση πυκνότητα μιας ευρωπαϊκής πόλης -ελάχιστη για να διατηρηθεί η αποδοτικότητα και βιωσιμότητα των δημόσιων μεταφορών- είναι 3.000 κάτοικοι ανά τ.χλμ. Οι Βορειοαμερικανικές πόλεις με μέση πυκνότητα 1.600 κατοίκους ανά τ.χλμ. έχουν μεγαλύτερες δυσκολίες να συντηρήσουν τα μέσα μαζικής μεταφοράς ενώ οι πόλεις της Αφρικής, Ασίας και Λατινικής Αμερικής είναι πολύ πιο συμπαγείς με πυκνότητες 4000-8000 κατοίκους ανά τ.χλμ. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των ευρωπαϊκών πόλεων είναι άλλωστε το σχετικά μικρότερο μέγεθός τους. Μόνο το Παρίσι και το Λονδίνο, μπορούν να θεωρηθούν μεγαπόλεις (megacities) με πληθυσμό μόλις πάνω από 10 εκατομμύρια.
kanuman via Getty Images

Με σκοπό να ωθήσει προς μια βασισμένη στην τεκμηρίωση (evidence-based) χάραξη αστικής πολιτικής στην Ευρώπη, εκδόθηκε πρόσφατα η Έκθεση για την κατάσταση των Ευρωπαϊκών πόλεων 2016 [1] που εκπονήθηκε από κοινού από τη ΓΔ Περιφερειακής και Αστικής Πολιτικής της ΕΕ και το Πρόγραμμα Ανθρώπινων Οικισμών του ΟΗΕ (UN-Habitat) για να υποστηρίξει, μεταξύ άλλων, την Αστική Ατζέντα της ΕΕ και τη Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για τους Ανθρώπινους οικισμούς (Habitat III) που μόλις ολοκληρώθηκε στο Quito του Εcuador. Η Έκθεση, της οποίας βασικά σημεία θα παρουσιάσουμε στο άρθρο αυτό, αναλύει την επίδοση των ευρωπαϊκών πόλεων σε σχέση με τα θέματα προτεραιότητας της «Urban Agenda» (θέσεις εργασίας και δεξιότητες, φτώχεια, μετριασμός και προσαρμογή ως προς την κλιματική αλλαγή, ενεργειακή μετάβαση, ποιότητα του αέρα, κινητικότητα κλπ), καθώς και το Στόχο Βιώσιμης Αστικής Ανάπτυξης (SDG) των Ηνωμένων Εθνών 2030 που αναφέρεται στις ασφαλείς, ανθεκτικές και βιώσιμες πόλεις και τις πόλεις «χωρίς αποκλεισμούς».

Μεταξύ άλλων, η έκθεση συμπεραίνει οτι πολλές ευρωπαϊκές πόλεις έχουν ωφεληθεί από σημαντικά επενδεδυμένα κεφάλαια μέσω των προγραμμάτων συνοχής της ΕΕ από το 2007 και περιγράφει δράσεις με ισχυρή αστική διάσταση, παρουσιάζει δε ένα ευρύ φάσμα έργων που προάγουν την αστική ανάπτυξη. Φιλοδοξεί, έτσι, να υποστηρίξει την «Urban Agenda» με επικέντρωση στα θέματα των εταιρικών σχέσεων (ποιότητα αέρα, κατοικία, μετανάστευση, φτώχεια) και να δοκιμάσει ένα νέο παγκόσμιο και ανθρωποκεντρικό ορισμό για τις πόλεις, συμβάλλοντας στην παρακολούθηση του αστικού στόχου βιώσιμης ανάπτυξης (SDG) που προαναφέρθηκε. Τέλος επιχειρεί να αποτελέσει εργαλείο για τους δημάρχους, σύγκρισης της πόλη τους με άλλες πόλεις αλλά και αποκόμισης γνώσεων από αυτές (ευρωπαϊκές και παγκόσμιες), εργαλείο επίσης ανταλλαγής καλών πρακτικών και προώθησης της συνεργασίας μεταξύ πόλεων.

Ως προς την συντελούμενη δημογραφική αλλαγή, η έκθεση παρατηρεί οτι η πληθυσμιακή ανάπτυξη στις πόλεις είναι υψηλότερη λόγω της μετανάστευσης, με την ταχύτητα ωστόσο της αστικοποίησης να μειώνεται σε σχέση με τις δεκαετίες του '60 και '70. Την δεκαετία του '90, 40% των πόλεων έχασε πληθυσμό, ενώ την δεκαετία του 2000 το ποσοστό έπεσε στο 30%. Ο ενεργός πληθυσμός κινείται προς τις πόλεις για εξεύρεση εκπαίδευσης και εργασίας, ενώ οι ηλικίες 65+ εγκαταλείπουν τις πόλεις. Επίσης, οι πρωτεύουσες τείνουν να έχουν υψηλότερη πληθυσμιακή ανάπτυξη, με υψηλά ποσοστά ενεργού (working-age) πληθυσμού και μη αυτόχθονα (foreign-born) πληθυσμού.

Κεντρικά σημεία της Έκθεσης για τη φυσιογνωμία των σύγχρονων ευρωπαικών πόλεων, συνοψίζονται ως εξής :

1. Οι πόλεις δε συνεχίζουν να θεωρούνται μόνο ως πηγή προβλημάτων.

Αν και για μεγάλο χρονικό διάστημα οι πόλεις θεωρούνταν ως πρόβλημα παρά ως δυναμικό λόγω των φαινομένων της φτώχειας, της εγκληματικότητας και της αστικής παρακμής, σήμερα αναγνωρίζονται όλο και περισσότερο για το οικονομικό, κοινωνικό και περιβαλλοντικό δυναμικό τους. Οι αστικές πολιτικές διευρύνουν, έτσι, το πεδίο εφαρμογής τους για να εξασφαλίσουν οτι αξιοποιούνται πλήρως τα οφέλη αυτά.

2. Οι ευρωπαϊκές πόλεις είναι πολύ διαφορετικές όσον αφορά το μέγεθος και την πυκνότητά τους.

Η μέση πυκνότητα μιας ευρωπαϊκής πόλης -ελάχιστη για να διατηρηθεί η αποδοτικότητα και βιωσιμότητα των δημόσιων μεταφορών- είναι 3.000 κάτοικοι ανά τ.χλμ. Οι Βορειοαμερικανικές πόλεις με μέση πυκνότητα 1.600 κατοίκους ανά τ.χλμ. έχουν μεγαλύτερες δυσκολίες να συντηρήσουν τα μέσα μαζικής μεταφοράς ενώ οι πόλεις της Αφρικής, Ασίας και Λατινικής Αμερικής είναι πολύ πιο συμπαγείς με πυκνότητες 4000-8000 κατοίκους ανά τ.χλμ. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των ευρωπαϊκών πόλεων είναι άλλωστε το σχετικά μικρότερο μέγεθός τους. Μόνο το Παρίσι και το Λονδίνο, μπορούν να θεωρηθούν μεγαπόλεις (megacities) με πληθυσμό μόλις πάνω από 10 εκατομμύρια ενώ άλλες περιοχές του κόσμου έχουν μεγαπόλεις με 15 ή ακόμη και 30 εκατομμύρια κατοίκους, με τον αριθμό των μεγαπόλεων σε όλο τον κόσμο να έχει τριπλασιαστεί από 10 σε 28 κατά τα τελευταία 25 χρόνια.

Παρίσι

Λονδίνο

3. Οι πόλεις προσελκύουν άτομα σε ηλικία εργασίας (working-age) και μη αυτόχθονες (foreign-born ) κατοίκους.

Άτομα σε ηλικία εργασίας κινούνται προς τις πόλεις αναζητώντας ευκαιρίες εκπαίδευσης και απασχόλησης, ενώ εκείνα άνω των 65 ετών τείνουν να μετακινούνται προς λιγότερο ακριβές περιοχές (μικρές πόλεις, προάστια, αγροτικές περιοχές). Έτσι, με νεότερους κατοίκους, οι προβλέψεις δείχνουν ότι η δημογραφική γήρανση των πόλεων θα είναι χαμηλότερη. Οι μετανάστες από χώρες εκτός της ΕΕ είναι πιο πιθανό να ζουν σε πόλεις και ιδιαίτερα οι μεγάλες δυτικοευρωπαϊκές πόλεις θα φιλοξενήσουν ένα σημαντικό μερίδιο πληθυσμού που γεννήθηκε εκτός ΕΕ. Οι πρωτεύουσες τείνουν φυσικά να έχουν την υψηλότερη ανάπτυξη, με τα μεγαλύτερα ποσοστά και από τις δύο αυτές κατηγορίες.

4. Οι πόλεις δημιουργούν ανάπτυξη και θέσεις εργασίας, αλλά υπάρχει ο κίνδυνος να πέσουν στην παγίδα του «μεσαίου εισοδήματος».

Η οικονομική δύναμη των πόλεων αυξάνεται. Μεταξύ 2000 και 2013, η αύξηση του ΑΕΠ στις πόλεις ήταν 50% μεγαλύτερη σε σχέση με την υπόλοιπη ΕΕ και η απασχόληση στις πόλεις αυξήθηκε κατά 7%, ενώ υποχώρησε ελαφρά στο υπόλοιπο της ΕΕ. Αυτή η υψηλότερη επίδοση οφείλεται στα οικονομικά πλεονεκτήματα των πόλεων, συμπεριλαμβανομένης της καινοτομίας, της εξειδίκευσης και της καλύτερης πρόσβασης στις τοπικές και παγκόσμιες αγορές.

Δεν είναι, όμως, όλες οι πόλεις ικανές να αξιοποιήσουν πλήρως τα πλεονεκτήματα αυτά. Για την τόνωση της οικονομικής ανάπτυξης και της απασχόλησης απαιτείται πλήρης αξιοποίηση του δυναμικού των πόλεων υψηλών και πολύ υψηλών εισοδημάτων. Αυτές οι πόλεις έχουν δημιουργήσει στην Ευρώπη τη μεγαλύτερη αύξηση του ΑΕΠ και της απασχόλησης, γεγονός που έχει οδηγήσει και σε μεγαλύτερη αύξηση του πληθυσμού τους.Αντίθετα, η οικονομική ανάπτυξη στις πόλεις μεσαίου εισοδήματος ήταν χαμηλότερη από το μέσο όρο της ΕΕ, κάτι που δημιουργεί την ανησυχία ότι κάποιες από αυτές μπορεί να αντιμετωπίσουν την λεγόμενη «παγίδα μεσαίου εισοδήματος», με σκληρό ανταγωνισμό από περιοχές χαμηλότερου κόστους και μη διαθέτοντας τα μέσα να προχωρήσουν σε υψηλότερης προστιθέμενης αξίας δραστηριότητες.

Ορισμένες άλλες διαπιστώσεις είναι οτι οι πόλεις α/ αποτελούν κέντρα καινοτομίας και εκπαίδευσης β/ συμβάλλουν στην επίτευξη των στόχων της στρατηγικής Ευρώπη 2020 για μιά έξυπνη, βιώσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη στην ΕΕ δηλαδή οτι οι πόλεις είναι πιο κοντά στους στόχους απασχόλησης, εκπαίδευσης και μείωσης της φτώχειας από ό,τι οι κωμοπόλεις, τα προάστια και οι αγροτικές περιοχές. γ/ Η στέγη στις πόλεις είναι ακριβή, μικρού μεγέθους και με μεγάλη στεγαστική πυκνότητα αν και οι πόλεις μπορούν να εξασφαλίσουν προσιτή κατοικία (affordable housing) και αντιμετώπιση των προβλημάτων στέγασης δ/ οι ευρωπαϊκές πόλεις είναι, θεωρώντας το πρόβλημα σε παγκόσμια κλίμακα, σχετικά ασφαλείς όμως οι κάτοικοί τους έχουν την τάση να αισθάνονται λιγότερο ασφαλείς ε/προσφέρουν προσβασιμότητα αλλά πρέπει να βελτιώσουν την βιώσιμη (πράσινη) κινητικότητα στ/ είναι περισσότερο αποδοτικές στην αξιοποίηση των πόρων, ζ/ πολλές πόλεις εξακολουθούν να αγωνίζονται για να μειώσουν την αέρια ρύπανση κάτω από τα όρια που θέτει η ΕΕ η/ πολλές πόλεις έχουν δεσμευθεί να μειώσουν τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου και να φροντίσουν για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, εφαρμόζουν δε λύσεις βασισμένες στη φύση με πράσινη και γαλάζια υποδομή.

Τέλος, σε σχέση με τη διακυβέρνηση η έκθεση επισημαίνει οτι οι επιτυχημένες πόλεις έχουν επαρκή αυτονομία, επαρκή χρηματοδότηση και διοικούν σε λειτουργικό (πχ μητροπολιτικό) επίπεδο. Η αυτονομία και η χρηματοδότηση έχουν μεν αυξηθεί αλλά η κρίση έχει μειώσει τις τοπικές δημόσιες επενδύσεις. Επίσης διαφθορά και μη αποδοτικές δημόσιες υπηρεσίες συνεχίζουν να υπάρχουν σε αρκετές πόλεις. Οι πόλεις, καταλήγει, χρειάζονται μιά σταθερή μητροπολιτική διακυβέρνηση, επαρκή χρηματοδότηση αλλά και αυτονομία.

Ας ελπίσουμε οτι τα χρήσιμα αυτά συμπεράσματα θα αξιοποιηθούν πλήρως από το πλέγμα των φορέων του ελληνικού κράτους και της τοπικής αυτοδιοίκησης, των πόλεων και των περιφερειών της χώρας.

Δημοφιλή