H Ελληνική Θρυαλλίδα

Δεν γνωρίζουμε με ακρίβεια, σημειώνει ο Στίγκλιτς, ποσό σαθρό είναι σήμερα το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα των δανειστών της Ελλάδας και ο ελλοχεύων μέγας και ανυπολόγιστος κίνδυνος προέρχεται από τα αδιαφανή χρηματοπιστωτικά παράγωγα και swaps, στα οποία οι ευρωπαϊκές τράπεζες, ιδίως γερμανικές και γαλλικές, παραμένουν εκτεθειμένες υπό συνθήκες πάντα απεριόριστης και ανενόχλητης ασυδοσίας και αδιαφάνειας. Οι έννοιες της διαφάνειας, του περιορισμού και ελέγχου της ασυδοσίας των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που αναδύθηκαν με την προεδρία Ομπάμα στην Αμερική παραμένουν παντελώς άγνωστες και διαβλητές στη γηραιά ήπειρο.
THIERRY CHARLIER via Getty Images

Διαβεβαιώνεται ότι οι διαπραγματεύσεις της χώρας με τους εταίρους βρίσκονται «πολύ κοντά» στην τελική συμφωνία και με μεγάλη «ευελιξία» από αμφότερες τις πλευρές. Όμως ταυτόχρονα, πληθώρα ενδείξεων μαρτυρούν ότι αυτές έχουν «κολλήσει» σε «τεντωμένο σχοινί», με «κόκκινες γραμμές» αμφοτέρωθεν, χωρίς καμία πλευρά να μετακινείται.

Το «μικρό» ελληνικό πρόβλημα κινδυνεύει να εξελιχθεί σε θρυαλλίδα απειλητική για την σταθερότητα ολόκληρου του ευρωπαϊκού συστήματος, αλλά και όχι λιγότερο του παγκοσμίου. Παράδοξο είναι ότι όταν η ελληνική πλευρά επισημαίνει τις μείζονες διεθνείς συνέπειες από μια ενδεχόμενη αποτυχία των διαπραγματεύσεων, η ευρωπαϊκή της αποδίδει «μικρομεγαλισμό» και «κομπορρημοσύνη», σπεύδοντας να καθησυχάζει ότι ουδείς κίνδυνος επέκτασης της ελληνικής κρίσης δικαιολογείται, καθόσον η Ευρώπη είναι πλέον απολύτως «θωρακισμένη» για αντιμετώπιση παρόμοιων περιφερειακών απειλών.

Αυτοί που διαβεβαίωναν ότι στην εποχή της παγκοσμιοποίησης το φτερούγισμα μιας πεταλούδας στη Σιγκαπούρη προκαλεί κρίση στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης με παγκόσμιες συνέπειες, είναι οι ίδιοι που σήμερα παρασιωπούν ότι η μικρή Ελλάδα, οπωσδήποτε βαρύτερη από μια πεταλούδα, δεν βρίσκεται στη μακρινή Σιγκαπούρη, αλλά στην κεντρική και καθόλου περιφερειακή επικράτεια ενός από τους βασικούς πυλώνες του διεθνούς νομισματικού συστήματος.

Ο Νομπελίστας Αμερικάνος οικονομολόγος Τζόζεφ Στίγκλιτς σημειώνει ότι από το 2008 μέχρι σήμερα η αμερικανική και παγκόσμια οικονομία συνεχίζουν να πληρώνουν τις συνέπειες από την άρνηση της νεοφιλελεύθερης προεδρίας Μπους να διασώσει την Lehman Brothers για χρέος 80 δισεκατομμυρίων. Μπορεί το χρέος αυτό να μην ήταν υπερβολικά μεγάλο, αλλά στάθηκε αφορμή για να αποκαλυφθούν κολοσσιαία χρηματοπιστωτικά κενά του αμερικανικού τραπεζικού συστήματος, που μέχρι τότε συσκοτίζονταν υπό συνθήκες αδιαφάνειας και ασυδοσίας των χρηματοπιστωτικών οργανισμών. Ο ίδιος σημειώνει ότι επικρεμάται σήμερα παρόμοια απειλή για τις ευρωπαϊκές τράπεζες, ακόμη και αν το ελληνικό χρέος των 380 δισ. θεωρηθεί «μικρό», παρόλο που δεν είναι διόλου, καθότι πενταπλάσιο εκείνου της Lehman Brothers.

Δεν γνωρίζουμε με ακρίβεια, σημειώνει ο Στίγκλιτς, ποσό σαθρό είναι σήμερα το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα των δανειστών της Ελλάδας και ο ελλοχεύων μέγας και ανυπολόγιστος κίνδυνος προέρχεται από τα αδιαφανή χρηματοπιστωτικά παράγωγα και swaps, στα οποία οι ευρωπαϊκές τράπεζες, ιδίως γερμανικές και γαλλικές, παραμένουν εκτεθειμένες υπό συνθήκες πάντα απεριόριστης και ανενόχλητης ασυδοσίας και αδιαφάνειας. Οι έννοιες της διαφάνειας, του περιορισμού και ελέγχου της ασυδοσίας των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που αναδύθηκαν με την προεδρία Ομπάμα στην Αμερική παραμένουν παντελώς άγνωστες και διαβλητές στη γηραιά ήπειρο.

Με την προτεραιότητα στις πολιτικές της μονόπλευρης λιτότητας, στις ατέλειωτες περικοπές δημοσίων και ιδιωτικών δαπανών, στο κυνήγι των δημοσίων ελλειμμάτων, η Ευρώπη σήμερα αυτο-αιχμαλωτίζεται στην πτωτική πορεία προς τον αποπληθωρισμό και αντί του αρχικού στόχου της σύγκλισης μεταξύ των ευρωπαϊκών οικονομιών κατισχύει η αντίθετη δυναμική της αύξουσας απόκλισης, με αυτονόητη συνέπεια την εκ των άνω υπονόμευση του ιδρυτικού ευρωπαϊκού οράματος. Πέραν τούτου, η δραματική αστοχία και αναποτελεσματικότητα της περιοριστικής πολιτικής στη σημερινή περίοδο κρίσης καταδεικνύονται από το γεγονός ότι τα δημοσιά χρέη, που επικαλείται ως πρόσχημα το σκεπτικό της λιτότητας, συνεχίζουν να εκτινάσσονται σε όλο και ανώτερα ύψη και αυτό όχι μόνον στις υπερχρεωμένες και ελλειμματικές χώρες μέλη της Ευρωζώνης, αλλά εξ' ίσου και στις πιστώτριες και πλεονασματικές.

Σύμφωνα με την Eurostat, στη διάρκεια του τελευταίου έτους (2014-15) το συνολικό δημόσιο χρέος της Ευρωζώνης αυξήθηκε στο 96% του συνολικού ΑΕΠ, ενώ παράλληλα σε 7 χώρες μέλη του ευρώ, υπερβαίνει το 100% επί του ΑΕΠ: Ελλάδα 176%, Ιταλία 140%, Πορτογαλία 132%, Ιρλανδία 125%, Βέλγιο 112%, Κύπρος 122%, Ισπανία 105%. Στη Γαλλία, αυξήθηκε στο 96%. Η αιτία της γενικής αύξησης είναι απλή και ευεξήγητη: οι μονόπλευρες πολιτικές λιτότητας χωρίς την παραμικρή μέριμνα για την ανάπτυξη δεν βοηθούν την οικονομία να ανακάμψει και να καλύψει τα χρέη της, αλλά επιτείνουν την ύφεση και ανεργία, με αυτονόητη συνέπεια ότι το ΑΕΠ συρρικνώνεται, τα ελλείμματα δεν καλύπτονται με υγιή τρόπο και το χρέος επεκτείνεται όχι μόνον ως ποσοστό επί του ΑΕΠ, αλλά και σε απόλυτα μεγέθη.

Η Ευρώπη σήμερα στενάζει υπό το βάρος της απολύτως απρόσφορης και ατελέσφορης πολιτικής της μονόπλευρης λιτότητας που εφαρμόζεται υπό γερμανική επίβλεψη και ευθύνη. Διακινείται ακόμη η επικουρική αιτιολογία ότι δήθεν η λιτότητα επιβάλλεται προκειμένου οι ελλειμματικές οικονομίες να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητα τους. Ωστόσο, προϋπόθεση για ανώτερη ανταγωνιστικότητα παραμένουν οι μαζικές επενδυτικές εισροές, ενώ προς το παρόν με την εφαρμοζόμενη μονομερή λιτότητα, η Ευρώπη αποβαίνει όλο και περισσότερο περιοχή εκροών επενδύσεων πάρα εισροών.

Για πολλοστή φορά, ο Γάλλος οικονομολόγος Τομά Πικετί επισημαίνει ότι στην Ελλάδα σήμερα διακυβεύεται το μέλλον της Ευρώπης και κατ' επέκταση της παγκόσμιας οικονομίας. Με την εμμονή στην εφαρμογή ενός «παλιού και πολλαπλά εσφαλμένου» προγράμματος, του οποίου η νοσηρότητα έχει ήδη αναγνωρισθεί τόσο από το ΔΝΤ όσο και από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τα αποτελέσματα της τελευταίας 6ετίας αποδεικνύονται στην πράξη αντίθετα των αναμενομένων και με δραματικές συνέπειες τόσο στο οικονομικό πεδίο, αφού περιπλέκουν ακόμη περισσότερο το πρόβλημα της ελληνικής ανάκαμψης, όσο και στο κοινωνικό και ανθρωπιστικό.

Το πλέον σκανδαλώδες στην ελληνική περίπτωση είναι ότι το βιοτικό επίπεδο και η ποιότητα ζωής των μισθωτών, εργαζομένων και συνταξιούχων εμπλέκονται στην διαπραγμάτευση με τους εταίρους και δανειστές ως «μεταβλητές προσαρμογής» για χρέη που άλλοι δημιούργησαν, επωφελήθηκαν και συνεχίζουν ακόμη και σήμερα να επωφελούνται, υποβάλλοντας σε αυστηρή λιτότητα όσους δεν τα είδαν ούτε καν εκ του μακρόθεν. Θα έπρεπε τουλάχιστον σε μια διαπραγμάτευση για το χρέος να ενέχονται σε αυτήν όσοι το εισέπραξαν και καθόλου όσοι ούτε καν το υποψιάζονταν.

Τόσο ο Γάλλος οικονομολόγος όσο και ο Αμερικάνος Νομπελίστας υπογραμμίζουν ότι όταν δεν λειτουργούν ευρωπαϊκοί μηχανισμοί αλληλεγγύης, όπως αυτό ισχύει για όλα τα ομοσπονδιακά νομίσματα του πλανήτη, και οι Ευρωπαίοι συμπεριφέρονται αποκλειστικά ως δανειστές και καθόλου ως εταίροι, αυτό υπονομεύει μοιραία τη Δημοκρατία, τροφοδοτώντας στα λαϊκά στρώματα ακραίους ριζοσπαστισμούς με οπωσδήποτε αντιευρωπαϊκή δυναμική.

Κατά κόρον οι εταίροι και δανειστές επαναλαμβάνουν ότι πρέπει να τηρούνται οι «ευρωπαϊκοί κανόνες». Ωστόσο, εάν αυτοί πράγματι τηρούνταν, η Ευρωζώνη θα είχε διαρρηχθεί από την αρχή της τρέχουσας κρίσης. Εάν ωστόσο παραμένει, αυτό οφείλεται κυρίως στη σειρά πρωτοβουλιών που ο Μάριο Ντράγκι, πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, αναλαμβάνει κατά παραβίαση των ιδρυτικών αρχών, όπως ο ίδιος κατ' επανάληψη δεν παραλείπει να τονίζει και αυτό πάντοτε σε αντίθεση με την Γερμανία που παραμένει κολλημένη στην προάσπιση των ιδρυτικών κανόνων.

Στην ελληνική περίπτωση, προβάλλονται επίσης οι κανόνες πριν από την αναγκαία διάσωση.

Ωστόσο, πάγια πρακτική του ΔΝΤ σε παρόμοιες περιπτώσεις υπερχρεωμένων χωρών του κόσμου ήταν και παραμένει ότι προηγείται παντού η διαγραφή του χρέους, ώστε να αποβεί βιώσιμο και εξυπηρετήσιμο, και σε αντάλλαγμα αυτής επιβάλλονται οι εσωτερικές «μεταρρυθμίσεις». Στην Ελλάδα, με τη συνδρομή της ευρωπαϊκής πλευράς, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: ενώ το χρέος δεν διαγράφεται και παρόλο που αναγνωρίζεται ως «μη-βιώσιμο», εν τούτοις οι «μεταρρυθμίσεις» επιβάλλονται, με αυτονόητη συνέπεια το χρέος να αποβαίνει όλο και λιγότερο βιώσιμο, όλο και λιγότερο εξυπηρετήσιμο.

Όσον αφορά την οικονομική «βοήθεια» που παραχωρείται από τους εταίρους στην υπερχρεωμένη χώρα, όλοι γνωρίζουν ότι αυτό δεν αποτελεί «δώρο», αλλά πρόσθετο χρέος που επαυξάνει το αρχικό περιπλέκοντας όλο και περισσότερο το πρόβλημα της εξυπηρέτησής του. Σε τελική ανάλυση, βάση όλων των προβλημάτων δεν θα έπρεπε να είναι η τήρηση των κανόνων, που έτσι κι αλλιώς δεν οδηγούν παρά στην αποτυχία, ούτε καν το πρόβλημα του χρέους, αλλά κατά πρώτο λόγο αυτό της σταθεροποίησης και ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας, προϋπόθεση για την υγιή εξυπηρέτηση κάθε χρέους. Όμως, με την εμμονική προτεραιότητα στις «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις», η ελληνική οικονομία δεν εξυγιαίνεται, αλλά απλώς καταποντίζεται, με άμεσες και επαχθείς συνέπειες τόσο για την ίδια όσο και τους δανειστές της, αλλά εξ' ίσου και για την ευρωπαϊκή και παγκόσμια σταθερότητα. Ενόσω αυτή η αλήθεια δεν κατανοείται από τους εκπροσώπους των εταίρων και δανειστών, η θρυαλλίδα που έχει ήδη ανάψει δεν θα εμποδίζεται να συνεχίζει τη μοιραία -αλλά όχι μη αντιστάσιμη- πορεία της.

Δημοφιλή