H Ευρώπη των χαμηλών προσδοκιών

Τελικά τι επιτεύχθηκε στη Σύνοδο Κορυφής;
(AP Photo/Francisco Seco)
(AP Photo/Francisco Seco)
ASSOCIATED PRESS

«Η Ευρώπη είναι ισχυρή! Η Ευρώπη είναι ενωμένη»! Με αυτά τα θριαμβευτικά λόγια ανήγγειλε ο Βέλγος πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ την επίτευξη συμφωνίας για το επόμενο δημοσιονομικό πλαίσιο της ΕΕ τα ξημερώματα της Τρίτης, 21 Ιουλίου, μετά από σχεδόν πέντε μέρες επίμονης και επίπονης διαπραγμάτευσης μεταξύ των 27 ηγετών της ΕΕ στην πρώτη δια ζώσης συνάντησή τους μετά το ξέσπασμα της πανδημίας Covid-19. Εξίσου θριαμβευτικός ο -ούτως ή άλλως επιρρεπής στην υπερβολή- πρόεδρος της Γαλλίας Εμανουέλ Μακρόν, έκανε λόγο για μια «ιστορική μέρα για την Ευρώπη».

Βεβαίως, μια αποτυχία θα πυροδοτούσε νέο κύκλο εσωστρέφειας και θα έπληττε ακόμα περισσότερο το ήδη τρωθέν, λόγω της απουσίας έγκαιρης αντίδρασης στην πανδημία, κύρος της ΕΕ. Από αυτήν την άποψη, η αποφυγή του ναυαγίου μπορεί να θεωρηθεί θετική εξέλιξη. Πιθανότατα αυτός ήταν και ο στόχος της συνόδου, παρά τις φιλόδοξες δημόσιες διακηρύξεις. Δηλαδή, όχι τόσο η δημιουργία ενός ευρωπαϊκού μηχανισμού επαρκούς ενόψει των προκλήσεων, αλλά η επίτευξη μιας συμφωνίας πάση θυσία, ακόμα και μιας συμφωνίας κατώτερης των περιστάσεων. Αυτό είναι, άλλωστε, το σύνηθες πλέον μοτίβο λειτουργίας της ΕΕ. Εν τούτοις, αναρωτιέται κανείς (ρητορικά) για ποιον λόγο κάποιοι Ευρωπαίοι ηγέτες νιώθουν την ανάγκη να περιγράφουν αυτό το μοτίβο με λέξεις που απέχουν τόσο πρόδηλα από την πραγματικότητα, ώστε να καταλήγουν στη γραφικότητα.

Ο Συμβιβασμός

Οι βασικές γραμμές πάνω στις οποίες θα κινούνταν ο συμβιβασμός που τελικά επιτεύχθηκε ήταν, λίγο πολύ, οι αναμενόμενες. Ήταν γνωστές οι ομαδοποιήσεις των κρατών μελών και οι βασικές τους θέσεις. Στο τραπέζι υπήρχε η πρόταση της Επιτροπής, η οποία είχε με τη σειρά της υιοθετήσει τη φιλοσοφία του γαλλογερμανικού σχεδίου. Η κεντρική φιλοσοφία της πρότασης ήταν η δυνατότητα της Επιτροπής να αντλήσει χρήματα από τις διεθνείς χρηματαγορές και στη συνέχεια να τα διοχετεύσει στα κράτη μέλη (με τη μορφή επιχορηγήσεων και δανείων).

Από εκεί και πέρα, ήταν δεδομένο ότι οι λεγόμενοι Φειδωλοί θα έδιναν τη μάχη για να πετύχουν παραχωρήσεις πάνω σε τρία βασικά σημεία:

Πρώτον, στην αλλαγή της αναλογίας επιχορηγήσεων και δανείων στο πακέτο του ταμείου ανάκαμψης

Δεύτερον στον μηχανισμό εποπτείας

Τρίτον στο συνολικό μέγεθος του πολυετούς προϋπολογισμού και στις επιστροφές.

Και ένα τέταρτο: να γίνει απολύτως σαφές ότι ο μηχανισμός του ταμείου είναι κάτι έκτακτο και σε καμία περίπτωση δεν σηματοδοτεί στροφή της ΕΕ σε κοινό δανεισμό και μεταβιβάσεις πόρων. Γνωρίζοντας ότι η άλλη πλευρά επειγόταν πάνω απ’ όλα για την επίτευξη συμφωνίας, οι Φειδωλοί είχαν ένα ισχυρό χαρτί στα χέρια τους. Και το έπαιξαν με μεγάλη επιτυχία.

“Ο μηχανισμός εποπτείας δεν είναι, τελικά, και τόσο ήπιος: συνδέει την εκταμίευση κονδυλίων με την κατάθεση εθνικών σχεδίων ανάκαμψης που θα περιλαμβάνουν τη μαγική λέξη «μεταρρυθμίσεις».”

Πράγματι, το ποσό των επιχορηγήσεων μειώθηκε από 500 δισεκατομμύρια ευρώ σε 390, με τα δάνεια να αυξάνονται αντιστοίχως από 250 δισεκατομμύρια σε 360.

Πώς θα λειτουργεί ο Μηχανισμός Εποπτείας

Ο μηχανισμός εποπτείας δεν είναι, τελικά, και τόσο ήπιος: συνδέει την εκταμίευση κονδυλίων με την κατάθεση εθνικών σχεδίων ανάκαμψης που θα περιλαμβάνουν τη μαγική λέξη «μεταρρυθμίσεις».

Τα κράτη μέλη θα έχουν πρόσβαση σε πληρωμές από το Ταμείο με βάση την πρόοδό τους προς ορισμένους «στόχους και ορόσημα». Η χρήση της λέξης «μνημόνιο» εν προκειμένω ίσως να είναι υπερβολική, αλλά σίγουρα όχι τόσο, ώστε να είναι ανακριβής.

Η Επιτροπή θα ζητά τη γνώμη της Οικονομικής και Δημοσιονομικής Επιτροπής, ενός σχηματισμού του Συμβουλίου για τον συντονισμό των οικονομικών πολιτικών των κρατών μελών.

“Είναι σίγουρα μια διαδικασία που μπορεί να αποδειχθεί χρονοβόρα και γραφειοκρατική (αναλόγως του τι ακριβώς εννοείται με τη λέξη «διεξοδικά») και προφανώς ανοίγει διάπλατα τον δρόμο για αντεγκλήσεις μεταξύ κρατών μελών, μεταξύ «ελεγκτών» και «ελεγχόμενων»...”

Εάν μία ή περισσότερες χώρες πιστεύουν ότι μια άλλη δεν επιτυγχάνει τους στόχους της, μπορεί να ζητήσει τη συζήτηση του θέματος από τους ηγέτες σε επίπεδο Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Σε αυτήν την περίπτωση, καμία απόφαση της Επιτροπής σχετικά με την ικανοποιητική εκπλήρωση των ορόσημων και των στόχων και για την έγκριση των πληρωμών δεν θα λαμβάνεται έως ότου το επόμενο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο συζητήσει διεξοδικά το θέμα. Δεν πρόκειται, ακριβώς, για δικαίωμα βέτο. Ωστόσο, είναι σίγουρα μια διαδικασία που μπορεί να αποδειχθεί χρονοβόρα και γραφειοκρατική (αναλόγως του τι ακριβώς εννοείται με τη λέξη «διεξοδικά») και προφανώς ανοίγει διάπλατα τον δρόμο για αντεγκλήσεις μεταξύ κρατών μελών, μεταξύ «ελεγκτών» και «ελεγχόμενων», λες και δεν είχε ήδη αρκετές ρωγμές το ευρωπαϊκό οικοδόμημα.

“Οι χώρες εξακολουθούν να είναι κλειδωμένες σε αντίπαλα στρατόπεδα: μεταξύ «ενάρετου» Βορρά και «αμαρτωλού» Νότου ως προς την οικονομική πολιτική και την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη, μεταξύ Ανατολής και Δύσης ως προς το κράτος δικαίου.”

Είναι ορατό το ενδεχόμενο να γίνουμε παρατηρητές σε «κρίσιμες συνεδριάσεις», τοξικές διαπραγματεύσεις και βιτριολικές δηλώσεις ένθεν κακείθεν την περίοδο κάθε εκταμίευσης, ιδίως αν σε κάποια εθνική πρωτεύουσα πλησιάζουν εκλογές ή καιροφυλακτεί κάποιο λαϊκιστικό κόμμα τύπου AfD ή Partij voor de Vrijheid (ή Λέγκας). Είναι, επίσης, ένα ακόμα χτύπημα στην εξουσία της Επιτροπής και ένα ακόμα βήμα προς την κατεύθυνση ενός αμιγώς διακυβερνητικού μοντέλου διακυβέρνησης της ΕΕ.

Οι «λυπηρές» περικοπές και άλλα μπερδέματα

Εξάλλου, για να επιτύχουν τη συμφωνία, οι ηγέτες της ΕΕ κατέληξαν σε «λυπηρές» όπως τις χαρακτήρισε η πρόεδρος της Επιτροπής φον ντερ Λάιεν, περικοπές στον μεσοπρόθεσμο προϋπολογισμό της ΕΕ, ιδίως στη χρηματοδότηση ορισμένων προτεινόμενων προγραμμάτων που προωθούσε η Επιτροπή, όπως μια σημαντική νέα πρωτοβουλία για την Υγεία ως απάντηση στην πανδημία, καθώς και ερευνητικά προγράμματα και προγράμματα στήριξης βιώσιμων επιχειρήσεων που κινδυνεύουν να αποτύχουν λόγω της κρίσης. Η φον ντερ Λάιεν, μάλιστα, επανέλαβε τις ενστάσεις της και ενώπιον του Ευρωκοινοβουλίου, μολονότι υποστήριξε εν γένει τη συμφωνία. Το τελευταίο έχει ήδη δηλώσει τη θέση του, δηλαδή, ότι δεν δύναται να υποστηρίξει το σχέδιο ως έχει. Οι ευρωβουλευτές δεν θα έχουν την ευκαιρία να ψηφίσουν για το ταμείο ανάκαμψης. Ωστόσο, το μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό πλαίσιο- με το οποίο συνδέεται το πακέτο ανάκαμψης- χρειάζεται τη συναίνεση της απόλυτης πλειοψηφίας στο Κοινοβούλιο. Ένα Κοινοβούλιο, όμως, που έχει επίσης αποδυναμωθεί πολιτικά τα τελευταία χρόνια και δύσκολα θα τορπιλίσει την απόφαση του Συμβουλίου παίρνοντας πάνω του την ευθύνη για ακόμα μεγαλύτερη καθυστέρηση.

“Από τη ρομαντική άποψη του ευρωπαϊκού φεντεραλισμού, η εικόνα αυτή της ΕΕ σίγουρα προκαλεί απογοήτευση...Από την άλλη πλευρά, εφόσον γίνει κατανοητό ποια είναι τα όρια της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και της ίδια της ΕΕ ως θεσμικού της οχήματος με τα δεδομένα του σήμερα, τότε γίνεται εφικτή μια περισσότερο ρεαλιστική θεώρηση των πραγμάτων.”

Πληγές που δεν επουλώθηκαν

Ιδωμένη στο σύνολό της, η κατάληξη της συνόδου κορυφής επιβεβαίωσε, αν μη τι άλλο, ότι η ΕΕ, ακόμα και μετά το Brexit, παραμένει βαθιά διχασμένη -ίσως, μάλιστα, περισσότερο από όσο ήταν με τη Βρετανία εντός. Θα έλεγε κανείς ότι οι Βρετανοί διέπραξαν σφάλμα αποχωρώντας, δεδομένου ότι η σημερινή ΕΕ είναι το ιδανικό πεδίο για το αγαπημένο τους διπλωματικό παιχνίδι: διαίρει και βασίλευε. Ίσως δεν είναι πολύ αργά να το ξανασκεφτούν. Ο κατακερματισμός αυτός οφείλεται, εν πολλοίς, στο γεγονός ότι οι παλιές πληγές της κρίσης της ευρωζώνης δεν επουλώθηκαν ποτέ πραγματικά, πράγμα αναμενόμενο, δεδομένου ότι δεν διορθώθηκαν ποτέ, ούτε είναι σίγουρο ότι μπορούν καν να διορθωθούν, τα εγγενή ελαττώματα στην ίδια τη δομή της ΟΝΕ. Οι χώρες εξακολουθούν να είναι κλειδωμένες σε αντίπαλα στρατόπεδα: μεταξύ «ενάρετου» Βορρά και «αμαρτωλού» Νότου ως προς την οικονομική πολιτική και την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη, μεταξύ Ανατολής και Δύσης ως προς το κράτος δικαίου. Την ίδια ώρα, η κοινή γνώμη σε όλο και περισσότερες χώρες τάσσεται υπέρ λιγότερης, όχι περισσότερης, ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης -αν και δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι όλοι οι Ευρωπαίοι αντιλαμβάνονται καν τον όρο με τον ίδιο τρόπο.

Τελικά;

Σημαίνουν όλα αυτά ότι θα ήταν καλύτερα να μην είχε υπάρξει καν αυτός ο συμβιβασμός και να είχε τιναχτεί η σύνοδος στον αέρα; Η απάντηση είναι όχι. Η πολιτική είναι, σε μεγάλο βαθμό, ζήτημα διαχείρισης προσδοκιών. Από τη ρομαντική άποψη του ευρωπαϊκού φεντεραλισμού, η εικόνα αυτή της ΕΕ σίγουρα προκαλεί απογοήτευση -ίσως αυτό να εξηγεί τις προσπάθειες του Μακρόν, ως αυτόκλητου εκφραστή των πιστών του παραδοσιακού ευρωπαϊσμού, να παρουσιάζει τα πράγματα όχι όπως είναι, αλλά όπως θα ήθελαν να είναι. Από την άλλη πλευρά, εφόσον γίνει κατανοητό ποια είναι τα όρια της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και της ίδια της ΕΕ ως θεσμικού της οχήματος με τα δεδομένα του σήμερα, τότε γίνεται εφικτή μια περισσότερο ρεαλιστική θεώρηση των πραγμάτων.

Στην περίπτωση του Ταμείου Ανάκαμψης, μια τέτοια θεώρηση θα μεταφραζόταν στην κατάρτιση παράλληλων εθνικών σχεδίων οικονομικής στήριξης και ανασυγκρότησης με καινοτόμους τρόπους χρηματοδότησης και ανεξαρτήτως της συνδρομής των κονδυλίων της ΕΕ, στην αποφυγή πάση θυσία των δανείων και στην όσο το δυνατόν καλύτερη αξιοποίηση των επιχορηγήσεων -ιδίως εκείνων που ενδεχομένως φέρουν το μικρότερο δυνατόν μνημονιακό αποτύπωμα. Πράγμα που, βέβαια, προϋποθέτει κυβερνήσεις που δεν είναι ιδιαίτερα πρόθυμες να αναλάβουν την «ιδιοκτησία των μεταρρυθμίσεων».

Δημοφιλή