H ψυχική υγεία στα χρόνια του κορονοϊού

Σε Ευρώπη και Ελλάδα
Peter Zelei Images via Getty Images

* Ανάλυση για το Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ των Βασίλη Ζαχαρόπουλου, νομικού, MJur, senior health systems expert & Ειρήνης-Ακριβής Νταή, οικονομολόγου, M.Sc. στη Διεθνή Χρηματοδοτική, μελών της Ομάδας Κοινωνικών Εξελίξεων ΕΝΑ

Με αφορμή τη φετινή Παγκόσμια Ημέρα Ψυχικής Υγείας (10 Οκτωβρίου), μια ημέρα κατά την οποία επιδιώκεται να ενημερωθεί και ευαισθητοποιηθεί η κοινή γνώμη για τα προβλήματα και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η διεθνής κοινότητα στη διαχείριση της ψυχικής υγείας του πληθυσμού, αξίζει να συζητήσουμε για τις επιπτώσεις που έχει η πανδημία στην ψυχική υγεία.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση καλεί τα κράτη-μέλη να επιταχύνουν το έργο τους προκειμένου να υιοθετήσουν πολιτικές ψυχικής υγείας ικανές να έχουν αντίκτυπο στην κοινωνία. Μάλιστα, το Ευρωκοινοβούλιο χαρακτήρισε την έκτακτη ανάγκη που εξαπλώνεται στην Ε.Ε ως μια «σιωπηρή πανδημία».

Σε αυτό το σημείο, αξίζει να σημειώσουμε ότι σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ) η ψυχική υγεία είναι μέρος της ευρύτερης υγείας ενός ατόμου και μαζί με τη φυσική υγεία και την κοινωνική ευεξία συναποτελεί τον θετικό ορισμό της υγείας. Η ψυχική υγεία επομένως είναι πολύ περισσότερα από την απουσία μιας ψυχικής διαταραχής.

Σύμφωνα με την έρευνα “Headway 2023 – Mental Health Index”1 η οποία δημοσιεύτηκε τον Οκτώβρη του 2021, 84 εκατ. πολίτες της ΕΕ νόσησαν από κάποια ψυχική διαταραχή και είναι σχεδόν βέβαιο ότι το νούμερο θα αυξηθεί αρκετά, καθώς η πανδημία έχει οξύνει το πρόβλημα της ψυχικής υγείας.

Κυρίως πλήττονται τα παιδιά και οι γυναίκες. Ειδικά οι τελευταίες δηλώνουν κατά ποσοστό 83% ότι η πανδημία έχει επηρεάσει αρνητικά την κατάσταση της ψυχικής τους υγείας, ενώ μόλις το 36% των ανδρών δηλώνει το ίδιο. Ιδιαίτερα πλήττονται οι έγκυοι, οι γυναίκες μετά την εγκυμοσύνη και όσες έχουν υποστεί τραύμα.

Όσο για τα παιδιά, σύμφωνα με στοιχεία της UNICEF, ο αριθμός των παιδιών (10-19) που πάσχουν από κάποια ψυχική διαταραχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση ανέρχεται σε 9 εκατ.

Στο πλαίσιο αυτό και με αφορμή την έρευνα του Eurofound2, η οποία δημοσιεύτηκε το Μάιο του τρέχοντος έτους, το παρόν κείμενο επιχειρεί να αποτυπώσει τις εξελίξεις στον τομέα της ψυχικής υγείας του πληθυσμού στην ΕΕ στη διάρκεια των τελευταίων ετών και συγκεκριμένα τους λόγους επιδείνωσής της.

Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας το θέμα της φετινής Παγκόσμιας Ημέρας Ψυχικής Υγείας είναι «Η Ψυχική Υγεία σε έναν άνισο κόσμο», γεγονός που διατρανώνει τη σοβαρότητα του προβλήματος της έντασης των κοινωνικών και οικονομικών ανισοτήτων σε παγκόσμιο επίπεδο, ιδίως στο ζήτημα της υγείας και της πρόσβασης σε υπηρεσίες υγείας.

Η συνεχιζόμενη πανδημία του SARS-CoV 2 διευρύνει αυτές ακριβώς τις ανισότητες και οξύνει τις συνέπειές τους. Σημειωτέον ότι η ανισότητα στον τομέα της υγείας αφορά κυρίως στην επιδείνωση των δεικτών υγείας, εν προκειμένω των δεικτών ψυχικής υγείας.

Παρότι συνήθως αυτή η επιδείνωση συσχετίζεται με την πρόσβαση σε ποιοτικές υπηρεσίες υγείας, αυτός δεν είναι ο μοναδικός αλλά ούτε και ο καθοριστικός παράγοντας.

Αντιθέτως, υπεισέρχονται οι παράγοντες μεταξύ άλλων της οικονομικής επισφάλειας, της κακής διαβίωσης, του κοινωνικού αποκλεισμού και της ανεργίας ή των κακών συνθηκών εργασίας, οι διακρίσεις με βάση το φύλο και τον σεξουαλικό προσανατολισμό, η περιθωριοποίηση και ο κοινωνικός αποκλεισμός, η περιβαλλοντική υποβάθμιση και το αστικό τοπίο.

Βάσει, λοιπόν, της έρευνας του Eurofound η πανδημία αρχικά διατάραξε την παροχή των ευρύτερων δημόσιων υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένης της υγειονομικής φροντίδας, του προσυμπτωματικού ελέγχου και της ψυχικής υγείας. Η έρευνα αποτυπώνει την πτωτική τάση της ψυχικής ευεξίας του πληθυσμού στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτή η αρνητική εξέλιξη είναι περισσότερo εμφανής σε εκείνους και εκείνες που έχασαν τη δουλειά τους.

Ανασφάλεια λόγω απώλειας θέσεων εργασίας

Ένα χρόνο μετά το κλείσιμο των πρώτων επιχειρήσεων λόγω της πανδημίας του SARS-CoV 2 (2021), το 10% των πολιτών που απασχολούνταν πριν από την πανδημία βρέθηκαν εκτός απασχόλησης, ποσοστό αυξημένο κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες από το καλοκαίρι του 2020 (8%) και διπλάσιο από αυτό της άνοιξης 2020 (5%).

Το 2021, για τους άνδρες υπήρχαν περισσότερες πιθανότητες να παραμείνουν εκτός απασχόλησης από ότι για τις γυναίκες.

Για τους νέους ηλικίας 18-29 ετών οι πιθανότητες να παραμείνουν άνεργοι το 2021 είναι περισσότερες σε σύγκριση με την ηλικιακή κατηγορία άνω των 30 ετών, με το 17% των νέων να είναι ήδη άνεργοι σε σύγκριση με την ηλικιακή κατηγορία άνω των 30 ετών (9%) για την αντίστοιχη περίοδο (άνοιξη 2021). Από αυτό και τη διαχρονική εξέλιξη του δείκτη ΝΕΕΤ και της ανεργίας των νέων διεξάγεται το συμπέρασμα ότι η εργασία των νέων διατρέχεται από μεγαλύτερη επισφάλεια, ανησυχία για το μέλλον και ανισότητα σε σχέση με τις υπόλοιπες ηλικιακές ομάδες.

Ταυτόχρονα, η εργασιακή ανασφάλεια εκείνων που είχαν δουλειά (βλ. «πολύ πιθανό» ή «μάλλον πιθανό» να χάσουν τη δουλειά τους τους επόμενους τρεις μήνες) ήταν πιο έντονη κατά το ξέσπασμα της πανδημίας (33%), βελτιώθηκε σημαντικά το καλοκαίρι 2020 (24%) και επιδεινώθηκε ξανά για όλα τα φύλα και τις ηλικιακές ομάδες την άνοιξη 2021 (26%).

Η Ελλάδα, σύμφωνα με τα στοιχεία της μελέτης του Eurofound, είναι η χώρα εντός ΕΕ με το υψηλότερο ποσοστό πληθυσμού (μεγαλύτερο του 20%) που έμεινε εκτός απασχόλησης την άνοιξη του 2021 σε σχέση με το σύνολο αυτών που εργάζονταν πριν την πανδημία, ποσοστό υπερδιπλάσιο του αντίστοιχου ευρωπαϊκού μέσου όρου (10%).

Γράφημα 1: Ερωτηθέντες που έχασαν τη δουλειά τους κατά τη διάρκεια της πανδημίας ανά κράτος- μέλος της ΕΕ (%)
Γράφημα 1: Ερωτηθέντες που έχασαν τη δουλειά τους κατά τη διάρκεια της πανδημίας ανά κράτος- μέλος της ΕΕ (%)
Πηγή: Eurofound, 2021

Σύμφωνα με τη Eurostat, η Ελλάδα διαχρονικά (από το 2011 και έπειτα) κατέχει σχεδόν τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας -αν όχι τα υψηλότερα- ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ3.

Ισορροπία μεταξύ εργασίας και ελεύθερου χρόνου

Ως προς την ισορροπία εργασίας- ζωής η διαφορά μεταξύ ανδρών και γυναικών είναι έντονη κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων ετών.

Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, παρατηρήθηκε απροθυμία από πλευράς των μελών του νοικοκυριού να ανταποκριθούν σε καθημερινές οικιακές ανάγκες κυρίως λόγω ψυχολογικής κατάστασης.

Ιδιαίτερα έντονη ήταν για τις μητέρες μικρών παιδιών, ειδικά γι΄ αυτές που εργάζονταν από το σπίτι, οι οποίες, όμως είναι αυτές που κατά πλειοψηφία επωμίστηκαν το μεγαλύτερο βάρος του lockdown.

Από την άλλη πλευρά, μειώθηκε η ανησυχία σχετικά με το μέλλον της εργασίας από 29% σε 24% για τους άνδρες και από 31% σε 28% για τις γυναίκες. Αυτό υποδηλώνει ότι οι εργαζόμενοι τείνουν να βελτιώσουν την ικανότητά τους να διαχωρίζουν τον χρόνο εργασίας τους από τον ελεύθερο χρόνο τους όσο περισσότερο δουλεύουν από το σπίτι, πράγμα θετικό σε ό,τι αφορά την προσαρμοστικότητα και τη διασφάλιση σχετικής ποιότητας ελεύθερου χρόνου.

Ψυχική ευεξία

Η διαχρονικά πτωτική τάση του επιπέδου της ψυχικής ευεξίας αφορά δυστυχώς σε όλο το ηλικιακό φάσμα. Σύμφωνα με την έρευνα του Eurofound το 20% του πληθυσμού σε εργάσιμη ηλικία εμφανίζει μορφές ψυχικών διαταραχών στη διάρκεια της ζωής του.

Παρατηρήθηκε ότι οι άνω των 50 ετών είναι σε καλύτερη ψυχική κατάσταση σε σύγκριση με τους κάτω των 50. Παρόλα αυτά, η πτώση του επιπέδου ψυχικής ευεξίας στους άνω των 50 ήταν εντυπωσιακή.

Το 64% της ηλικιακής ομάδας 18-34 ετών αντιμετωπίζει τον κίνδυνο της κατάθλιψης, εύρημα που μάλλον οφείλεται στην εργασιακή ανασφάλεια και την απαισιοδοξία σε ό,τι αφορά το μέλλον τους. Η μεγαλύτερη πτώση εντοπίστηκε στους άνδρες μεταξύ 18-24 ετών.

Την άνοιξη του 2021 παρατηρήθηκε γενική αύξηση των αρνητικών συναισθημάτων όπως η ένταση, το άγχος, η μοναξιά, το αίσθημα της απογοήτευσης και της κατάθλιψης.

Η μεγαλύτερη αύξηση στο συναίσθημα της κατάθλιψης παρατηρήθηκε στους άνδρες και τις γυναίκες μεταξύ 18-24 ετών, η δε μοναξιά στις γυναίκες άνω των 50 ετών.

Σύμφωνα με την έρευνα του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης για την κατάσταση της ψυχικής υγείας στην Ελλάδα4 στην πρώτη φάση της πανδημίας, η κλινική κατάθλιψη ανέρχεται στο 9,31% ενώ αίσθημα άγχους και κατάθλιψης εκδήλωσε το 40% του πληθυσμού με το χωρίς προηγούμενο ιστορικό 8,96% να παρουσιάζει το πρώτο καταθλιπτικό επεισόδιο.

Σύμφωνα με τη μελέτη της Eurostat5 τα κυριότερα συναισθήματα που αναφέρθηκαν περισσότερο ήταν η κόπωση / εξάντληση / έλλειψη ενεργητικότητας (20,2%), οι διαταραχές ύπνου (αϋπνία, υπνηλία, υπερβολικές ώρες ύπνου) (14,7%), η μελαγχολία/ κατάθλιψη ή απελπισία (12,5%) και η έλλειψη ενδιαφέροντος ή ευχαρίστησης για οτιδήποτε (10,7%).

Να σημειωθεί ότι στο σύστημα Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας της Ελλάδας περιλαμβάνονται και οι δομές παροχής υπηρεσιών ψυχικής υγείας, οι οποίες έχουν μείνει στάσιμες, δηλαδή δεν αυξήθηκαν, στο διάστημα αντιμετώπισης της πανδημίας (59)6.

Γράφημα 2: Κίνδυνος κατάθλιψης ανά ηλικιακή ομάδα συνολικά στην ΕΕ (%)
Γράφημα 2: Κίνδυνος κατάθλιψης ανά ηλικιακή ομάδα συνολικά στην ΕΕ (%)
Πηγή: Eurofound, 2021

Παρατηρείται, λοιπόν, ότι μεταξύ άνοιξης 2020 και άνοιξης 2021 υπάρχει αύξηση της κατάθλιψης σε όλες τις ηλικιακές ομάδες, γεγονός που προφανώς δείχνει σημαντική επίπτωση του lockdown ενώ η υποχώρηση το καλοκαίρι μάλλον σχετίζεται με τις καιρικές συνθήκες και τη χαλάρωση των περιοριστικών μέτρων.

Ακάλυπτες ιατρικές ανάγκες

Το ξέσπασμα της πανδημίας διέκοψε την παροχή δημοσίων υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένης της απαραίτητης υγειονομικής περίθαλψης, του προληπτικού ελέγχου και της φροντίδας της ψυχικής υγείας.

Ενώ η υγειονομική περίθαλψη επέστρεψε σχετικά γρήγορα στα προηγούμενα επίπεδα στις περισσότερες χώρες, τα στοιχεία της εν λόγω έρευνας του Eurofound δείχνουν ότι εξακολουθούν να υπάρχουν ζητήματα σε ό,τι αφορά την πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη σε χώρες της Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένων των υπηρεσιών ψυχικής υγείας.

Το 20% των ακάλυπτων υγειονομικών αναγκών σε ενωσιακό επίπεδο αφορά στις υπηρεσίες ψυχικής υγείας.

Πάνω από το ένα πέμπτο (21%) των ερωτηθέντων έχουν «χάσει» κάποια ιατρική εξέταση ή θεραπεία κατά τη διάρκεια της πανδημίας με το φαινόμενο να είναι πιο έντονο σε χώρες όπως η Ουγγαρία, η Πορτογαλία και η Λετονία με την Ελλάδα να βρίσκεται πρίπου στη μέση της κατάταξης με ποσοστό 25%.

Ο κύριος λόγος της έλλειψης πρόσβασης στην υγειονομική περίθαλψη την άνοιξη του 2021 ήταν ότι η περιορισμένη διαθεσιμότητα ραντεβού κατά τη διάρκεια της πανδημίας, και λόγω μεγάλων λιστών αναμονής.

Το 18% των ερωτηθέντων πολιτών της ΕΕ απάντησε «ναι» στο ερώτημα αν εξακολουθεί να αντιμετωπίζει ιατρικό πρόβλημα για το οποίο δεν μπορεί να λάβει θεραπεία. Οι θετικές απαντήσεις ήταν περισσότερες στην Ουγγαρία (36%), την Πολωνία (32%) και τη Λετονία (29%), ενώ χαμηλότερη ήταν η καταγραφή στη Δανία (6%) και την Τσεχία (8%).

Σύμφωνα με την έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ7, στην Ελλάδα το 36,9% του πληθυσμού δήλωσε ότι υπήρξε περίπτωση, κατά τη διάρκεια των τελευταίων 12 μηνών, που δεν υποβλήθηκε σε ιατρική εξέταση ή θεραπεία όταν πραγματικά την χρειάστηκε λόγω της πανδημίας.

Τα αντίστοιχα ποσοστά για τον φτωχό και μη φτωχό πληθυσμό ανέρχονται σε 51,2% και 10% αντίστοιχα, γεγονός που αποτυπώνει έντονη επίδραση της κοινωνικής ανισότητας.

Είναι χαρακτηριστικό να αναφερθεί ότι το 96,7% των φτωχών νοικοκυριών και το 40,8% των μη φτωχών στην Ελλάδα δηλώνει οικονομική δυσκολία να καλύψει έκτακτες, αλλά αναγκαίες δαπάνες ύψους περίπου 395 ευρώ.

Συνολικά, σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε ό,τι αφορά στην ψυχική υγεία, αυτό που πρέπει να σημειωθεί είναι η ανισότητα στην πρόσβαση σε υπηρεσίες ψυχικής υγείας, καθώς παρατηρείται ότι το 75-95% του πληθυσμού σε χώρες χαμηλού ή μεσαίου εισοδήματος δεν έχουν καμία πρόσβαση σε υπηρεσίες ψυχικής υγείας.

Στις πλουσιότερες χώρες η κατάσταση δεν διαφέρει σημαντικά σε σχέση με τις λοιπές υπηρεσίες υγείας. Κάτι που αναδεικνύει, πάλι αναδεικνύει την διάσταση της κοινωνικής ανισότητας σε ό,τι αφορά την κάλυψη των ιατρικών αναγκών.

Γράφημα 3: Ποσοστό ακάλυπτων ιατρικών αναγκών κατά τη διάρκεια της πανδημίας ανά κράτος- μέλος της ΕΕ (%)
Γράφημα 3: Ποσοστό ακάλυπτων ιατρικών αναγκών κατά τη διάρκεια της πανδημίας ανά κράτος- μέλος της ΕΕ (%)
Πηγή: Eurofound, 2021

Οικονομική επιβάρυνση8

Το κόστος της διαχείρισης των ψυχικών διαταραχών και αναπηριών στην ΕΕ ανέρχεται στο 4% του ΑΕΠ της ΕΕ, δηλαδή περίπου 600 δισ. ευρώ. Στο ποσό αυτό συνυπολογίζεται και η απώλεια παραγωγικότητας εξαιτίας των ψυχικών νόσων.

Την ίδια στιγμή τα κράτη-μέλη της ΕΕ επενδύουν κατά μέσο όρο μόλις το 5,5% της δημόσιας υγειονομικής δαπάνης τους στην ψυχική υγεία.

Για την Ελλάδα το ποσοστό αυτό ανέρχεται ακόμη χαμηλότερα στο 4,4% (9η από το τέλος).

Πολύ πιο δυσμενής είναι η κατάσταση σε ό,τι αφορά την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών ψυχικής υγείας στην Ελλάδα, η οποία κατατάσσεται σχεδόν τελευταία (2η από το τέλος) στον τομέα αυτό με ποσοστό 1,7% (μέσος όρος Ε.Ε 4,9%).

Συμπερασματικά

Τα εν λόγω ερευνητικά ευρήματα είναι ιδιαιτέρως ανησυχητικά για την Ευρώπη και ιδιαίτερα για την Ελλάδα, καθώς ο τομέας του ΕΣΥ που αφορά στην ψυχική υγεία δεν έχει ενισχυθεί καθόλου την τελευταία διετία.

Επιπρόσθετα, δεν υπήρξε παρά ελάχιστη συνέχεια στην ψυχική μεταρρύθμιση, π.χ. ο αριθμός των δομών ψυχικής υγείας παραμένει στάσιμος τα δύο τελευταία έτη.

Θετική είναι η λειτουργία συμβουλευτικών κέντρων εντός σχολείων, δήμων και περιφερειών και η πρόσληψη ψυχολόγων σε γενικά σχολεία, αλλά και πάλι αποκλίνει σημαντικά από τις μεταρρυθμίσεις άλλων χωρών εντός ΕΕ στον τομέα της ψυχικής υγείας.

Σε ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Σουηδία, η ψυχική φροντίδα είναι δημόσια και δωρεάν, σε αντίθεση με την Ελλάδα που η μέση ιδιωτική δαπάνη ανέρχεται στα 40 με 50 ευρώ/ώρα, ποσό που υπερβαίνει κατά πολύ το κατώτατο ημερομίσθιο (29,04 ευρώ).

Ακόμη πιο ανησυχητικό είναι ότι οι διαφαινόμενες προθέσεις της Πολιτείας τείνουν τόσο εν γένει στο να απομειώσουν και αποδυναμώσουν τον δημόσιο χαρακτήρα του Συστήματος Υγείας όσο και στο διαμορφώσουν συνθήκες που θα ευνοούν την ανάληψη ενός ακόμη μεγαλύτερου μέρους της ψυχικής υγείας από ιδιώτες παρόχους σχετικών υπηρεσιών και ΜΚΟ.

Χαρακτηριστικό στη βάση των παραπάνω είναι το κομμάτι του Εθνικού Σχεδίου για το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας που αφιερώνεται στην ψυχική υγεία. Στερείται στρατηγικής και οράματος, προχωρεί σε ανούσιες προβλέψεις νέων δομών δίχως σκοπιμότητα και αιτιολογία, εκλείπει από αυτό η πρόβλεψη για προσωπικό και κατάλληλο εξοπλισμό, ενώ απουσιάζουν τελείως οι πολιτικές πρόληψης, έγκαιρης διάγνωσης και αποκατάστασης/επανένταξης.

Τέλος, η ψυχική υγεία αντιμετωπίζεται διακριτά και όχι ως μέρος μιας ολοκληρωμένης και συνεχούς υγειονομικής διαχείρισης, εξ ου και ελλείπει πλήρως η συσχέτιση και η συνέργεια με τις δομές της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας (ΠΦΥ).

Η συγκυρία αυτή λοιπόν και η σταδιακή μετάβαση σε μια μεταπανδημική συνθήκη ας αποτελέσει ουσιαστική ευκαιρία για γόνιμη σκέψη, συνθετικό διάλογο και εξεύρεση υλοποιήσιμων λύσεων, στην κατεύθυνση αντιμετώπισης των επιπτώσεων που έχει η πανδημία στην ψυχική υγεία του πληθυσμού με όρους καθολικής προσβασιμότητας και άρσης ανισοτήτων, εμποδίων και αποκλεισμών.

6 ΕΛΣΤΑΤ, ΑΠΟΓΡΑΦΗ ΚΕΝΤΡΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΛΟΙΠΩΝ ΜΟΝΑΔΩΝ, 2020

Δημοφιλή