Ποινικοί και «τρομοκράτες»: ένα αίνιγμα σε εξέλιξη

Ποινικοί και «τρομοκράτες»: ένα αίνιγμα σε εξέλιξη

Ποιες είναι οι αόρατες διασυνδέσεις ανάμεσα στους ποινικούς και το νέο αντάρτικο της πόλης; Η HuffPost Greece χαρτογραφεί ένα παράξενο σπιράλ παρανομίας, από τον Παλαιοκώστα και τους Ληστές του Διστόμου μέχρι την ΟΛΑ και τον Μαζιώτη.

Τρομοκράτες και ποινικοί περιγράφονται σαν βίοι που μοιάζουν παράλληλοι αλλά στην πραγματικότητα ενίοτε τέμνονται. Αρχικά μέσα στις φυλακές και κατόπιν εκτός.

Ένας αόρατος κόσμος από ετερόκλητες συμμαχίες ζυμώνεται πίσω από τις σιδερένιες πόρτες των σωφρονιστικών ιδρυμάτων και παίρνει σάρκα και οστά στον έξω κόσμο όταν καρποφορήσουν οι συνθήκες.

Οι αστυνομικοί βρίσκουν διαρκώς μπροστά τους ένα αξεδιάλυτο κουβάρι από «καθαρόαιμους» τρομοκράτες, μεγαλοποινικούς και άτομα που βρίσκονται στο μεταίχμιο ανάμεσα στο αντάρτικο πόλης και τον ποινικό χώρο.

Το κυνήγι θησαυρού έχει ξεκινήσει για τα καλά για την Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία. Μέσα σε πέντε μήνες οι αστυνομικοί μετρούν έξι συλλήψεις, έξι κρησφύγετα, τρία αντιαρματικά ρουκετοβόλα RPG και εννιά καλάσνικοφ, ενώ έχουν δει νεκρό το «ληστή του Διστόμου» Σπύρο Δραβίλα που αποφάσισε να βάλει τέλος στη ζωή του πριν τον συλλάβουν οι πάνοπλοι άνδρες των ΕΚΑΜ.

Ως πρωταγωνιστές του «πολέμου» ανάμεσα στις διωκτικές Αρχές και το «σύμπλεγμα» ομάδων του ποινικού και τρομοκρατικού χώρου φέρονται εδώ και χρόνια ο περιβόητος καταζητούμενος Βασίλης Παλαιοκώστας, ο αρχηγός του «Επαναστατικού Αγώνα» Νίκος Μαζιώτης, οι «ληστές του Διστόμου» Γιώργος Πετρακάκος, Σπύρος Χριστοδούλου και Γρηγόρης Τσιρώνης..

Οι αξιωματικοί της Αντιτρομοκρατικής μιλούν για ένα «αόρατο» δίχτυ που τους ενώνει σχεδόν εδώ και μία δεκαετία. Και το χαρακτηρίζουν «αόρατο» γιατί παρά τις χρόνιες έρευνες δεν έχουν προκύψει αδιάσειστα στοιχεία σύνδεσης ποινικών και τρομοκρατών. Αυτό ήταν και το μεγάλο «κενό» των τελευταίων ερευνών της ΕΛ.ΑΣ. μετά τη σύλληψη Πετρακάκου. Παρά τις διαρροές για άμεση σύνδεση του Πετρακάκου με τρομοκρατικές οργανώσεις όλα τα όπλα που βρέθηκαν στα κρησφύγετά του Βόλου, του Μώλου Φθιώτιδας και του Μαραθώνα Αττικής ήταν «καθαρά».

Τα στελέχη της Αντιτρομοκρατικής Υπηρεσίας που ερευνούν τις σχέσεις τρομοκρατών και ποινικών για χρόνια εντοπίζουν σαν ημερομηνία-σταθμό το έτος 2006. Τότε, ήταν που άρχισε να φαίνεται έντονα το φαινόμενο. Οι ζυμώσεις είχαν γίνει μέσα στις φυλακές, οι «δεσμοί» δημιουργήθηκαν και τα αποτελέσματά τους γίνονται ορατά μέχρι σήμερα σε διάφορες αστυνομικές έρευνες. Παλαιοκώστας, Πετρακάκος, Δραβίλας, Μαζιώτης, Τσιρώνης και Χριστοδούλου υπήρξαν –με διάφορους συνδυασμούς, όχι όλοι μαζί- κατά περιόδους συγκρατούμενοι.

«Το 2008 ο Βασίλης Παλαιοκώστας συνεργάστηκε με αντιεξουσιαστές για την απαγωγή Μυλωνά. Εκτιμάμε ότι είχε ξεμείνει από ποινικούς της εμπιστοσύνης του και επέλεξε αντιεξουσιαστές. Ο Πετρακάκος είχε αναλάβει τότε να κλέψει αυτοκίνητα για την απαγωγή. Ένα από αυτά βρέθηκε αργότερα στην κατοχή του Μαζιώτη. Αντίστοιχα εκτιμάμε ότι όταν ο Μαζιώτης ξέμεινε από άτομα που θα μπορούσαν να τον βοηθήσουν σε τρομοκρατικές επιθέσεις και επέλεξε να πάρει άτομα από τον ποινικό χώρο, ενδεχομένως προτεινόμενα από τον Παλαιοκώστα. Η υπόθεση Μυλωνά είναι η χαρακτηριστικότερη της σύνδεσης τρομοκρατών και ποινικών», εξηγεί αρμόδιος αξιωματικός της ΕΛ.ΑΣ.

Ο 37χρονος Γιώργος Πετρακάκος μεγάλωσε χωρίς πατέρα στις γειτονιές της Αγίας Παρασκευής. Η μητέρα του εργαζόταν ως μέντιουμ, ενώ εκείνος σε νεαρή ηλικία προσελήφθη ως κηπουρός στο Δήμο Αγίας Παρασκευής.

Η… έφεσή του στις ληστείες, δεν άργησε να φανεί. Σε ηλικία 23 ετών άρχισε τις επιθέσεις σε τράπεζες μαζί με ακόμα τέσσερις φίλους του. Το αποτέλεσμα ήταν από νωρίς –το 2003- να βρεθεί στη φυλακή.

Τότε στην απολογία του ανέφερε: «Αποφάσισα να διαπράξω τις ληστείες μετά την απόλυσή μου από τον Δήμο Αγίας Παρασκευής στο τέλος Ιουλίου 2002 μαζί με τον συνεργό μου (σ.σ.: τον συνομήλικό του, φοιτητή των ΤΕΙ). Ο λόγος που κάναμε τη συγκεκριμένη ληστεία ήταν γιατί τότε εγώ δεν είχαν άλλους πόρους για να αντιμετωπίσω τα έξοδά μου καθώς και τις ανάγκες που είχα για ναρκωτικά. Από τα λεφτά αυτά θα χρησιμοποιούσα για να εγχειριστεί ο στενός συγγενής μου ο οποίος έπασχε από σοβαρή ασθένεια».

Στα χρόνια που έζησε στη φυλακή άνοιξε παρτίδες με το «ίνδαλμά» του: Τον Βασίλη Παλαιοκώστα. Οι ζυμώσεις έγιναν στο σωφρονιστικό ίδρυμα Τρικάλων -μέσω ενός αλλοδαπού ποινικού που τους έφερε σε επαφή- και… έπιασαν τόπο μετά το 2006 όταν οι δυο τους βρέθηκαν εκτός φυλακής.

Ο Παλαιοκώστας ήξερε ότι ο Πετρακάκος ήταν ο… μετρ των κλοπών και έτσι τον εμπιστευόταν για να τον προμηθεύει με κλεμμένα αυτοκίνητα που χρησιμοποιούσε στις επιθέσεις του. Αξιωματικοί της Αντιτρομοκρατικής εκτιμούν ότι ο «Βασίλης» είναι το πρόσωπο που σύστησε στον αρχηγό του «Επαναστατικού Αγώνα» τον Γιώργο Πετρακάκο σαν έναν άνθρωπο «εμπιστοσύνης» με τον οποίο θα μπορούσε να συνεργαστεί. Έτσι, ο δύσπιστος Μαζιώτης έτεινε -αλλά και έλαβε- χείρα βοηθείας σε έναν ποινικό –αν και δεν το συνήθιζε- μόνο και μόνο γιατί εκείνος είχε «διαβατήριο» από τον Παλαιοκώστα.

Οι αστυνομικοί τους διέκριναν δίπλα-δίπλα, όπως υποστηρίζουν, στις 20 Δεκεμβρίου 2012 σε υποκατάστημα της «Eurobank» στην Ακράτα Αχαΐας. Οι κάμερες ασφαλείας κατέγραψαν τους δυο τους μαζί με ακόμα ένα άτομο να απειλούν με όπλα υπαλλήλους και να αρπάζουν 550.000 ευρώ. Στις 25 Ιουλίου 2013 η Αντιτρομοκρατική τους συναντά ξανά σε πλάνα από κάμερες τράπεζας στα Μέθανα. Μαζιώτης και Πετρακάκος φέρονται να εισέβαλαν στην Εθνική Τράπεζα μεταμφιεσμένοι.

Για τις ληστείες αυτές ο Πετρακάκος κατηγορείται για «χρηματοδότηση τρομοκρατικών οργανώσεων» με το σκεπτικό ότι τα χρήματα θα κατέληγαν σε ένοπλες ομάδες για την πραγματοποίηση τρομοκρατικών χτυπημάτων. Η αλήθεια είναι, όμως, ότι με τα μέχρι στιγμής στοιχεία δύσκολα θα μπορέσουν να στοιχειοθετηθούν στο δικαστήριο κατηγορίες που να σχετίζουν τον Πετρακάκο με την τρομοκρατία.

Στην ομάδα Μαζιώτη-Πετρακάκου κατά τη διάρκεια των ληστειών σε τράπεζες συμμετείχαν, σύμφωνα με τους αστυνομικούς, και οι Σπύρος Χριστοδούλου και Σπύρος Δραβίλας.

Ο Δραβίλας συνδέθηκε πριν το 2006 μέσα στις φυλακές Κορυδαλλού με τον «μέντορά» του Βασίλη Παλαιοκώστα. Είχε κατηγορηθεί μάλιστα για συμμετοχή στην κινηματογραφική απόδραση με ελικόπτερο του «Μπίλι» -όπως φωνάζουν τον Παλαιοκώστα οι κοντινοί του άνθρωποι- από τον Κορυδαλλό το 2006. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο επέβαινε στο ελικόπτερο που παρέλαβε από το προαύλιο των φυλακών Κορυδαλλού τον Παλαιοκώστα και τον Αλκέτ Ριζάι. Τρεις μήνες πριν την απόδραση είχε παραβιάσει οχταήμερη άδεια από τις φυλακές όπου κρατούνταν καταδικασμένος σε έξι χρόνια κάθειρξη για υπόθεση ναρκωτικών.

Ο νούμερο ένα φυγάς Βασίλης Παλαιοκώστας φρόντισε τα τελευταία χρόνια, όπως λένε αξιόπιστες πηγές, να αποστασιοποιηθεί από τον Δραβίλα, ο οποίος θεωρούνταν πιο εύκολος στόχος για την Αστυνομία και άρα επικίνδυνος για πολλές συναναστροφές. Ο «καρφάκιας» -όπως είναι το ψευδώνυμό του Δραβίλα λόγω του χαρακτηριστικού του κουρέματος- συνέχισε τη δράση του συμμετέχοντας στη συμμορία των «ληστών του Διστόμου». Τον Πετρακάκο τον γνώρισε μέσω του Παλαιοκώστα. Μόνο που ο «καρφάκιας» περιγράφεται ως πιο ευαίσθητος χαρακτήρας.

Ίσως αυτό να έπαιξε κάποιον ρόλο όταν τον περασμένο Μάιο αποφάσισε να αυτοκτονήσει στο Βόλο για να μη συλληφθεί. «Φυλακή δεν ξαναπάω», ήταν κατά πληροφορίες οι τελευταίες του λέξεις.

.

Το κουβάρι των πιο πρόσφατων χρονικά ερευνών άρχισε να ξετυλίγεται τον περασμένο Μάιο. Ήταν τότε που η Αστυνομία ενημερώθηκε ότι κυκλοφορεί στη Νέα Αγχίαλο Βόλου ύποπτο φορτηγό 4Χ4 «Nissan Navara», έξω από δυνητικούς στόχους ληστών (σούπερ μάρκετ και τράπεζες).

Την περίοδο εκείνη η Αντιτρομοκρατική είχε χαρτογραφήσει πιθανούς στόχους των «ληστών του Διστόμου» και είχε τοποθετήσει σε συγκεκριμένα σημεία μυστικούς αστυνομικούς.

Στην Ασφάλεια σήμανε συναγερμός διότι το ίδιο όχημα είχε χρησιμοποιηθεί από τους «ληστές του Διστόμου» σε κινηματογραφική ληστεία στον Αμπελώνα Λάρισας. Οι αστυνομικοί έθεσαν υπό παρακολούθηση το Nissan Navara με το οποίο ο Σπύρος Δραβίλας μετέβη στο διώροφο σπίτι στη Νέα Αγχίαλο. Λίγη ώρα μετά άλλο άτομο βγήκε από το σπίτι και μετέβη με το ίδιο αυτοκίνητο στο Νέο Μοναστήρι Λάρισας, όπου έκανε κατόπτευση εξωτερικά στο υποκατάστημα της Τράπεζας Πειραιώς. Στη συνέχεια, επέστρεψε και πάλι στη Νέα Αγχίαλο. Όπως προκύπτει, το άτομο αυτό ήταν ο Σπύρος Χριστοδούλου.

Τότε αποφασίστηκε να γίνει επέμβαση της Αστυνομίας. Κατά τη διάρκεια όμως της προσπάθειας να πλησιάσουν οι αστυνομικοί της ΕΚΑΜ, έγιναν αντιληπτοί από τα άτομα που βρίσκονταν στο σπίτι. Οι αστυνομικοί κάλεσαν τους ένοικους του σπιτιού να παραδοθούν. Τότε βγήκε ένα άτομο, που σύμφωνα με αστυνομικές πηγές ήταν ο Τσιρώνης, κρατώντας καλάσνικοφ και ζήτησε από τους αστυνομικούς εγγυήσεις για τη σωματική του ακεραιότητα προκειμένου να παραδοθεί. Αμέσως μετά ακούστηκαν πυροβολισμοί μέσα στο σπίτι και στη συνέχεια παραδόθηκαν οι Χριστοδούλου και Τσιρώνης, οι οποίοι δήλωσαν ότι ο σύντροφός τους Δραβίλας αυτοκτόνησε για να μη συλληφθεί.

Οι «σχέσεις εμπιστοσύνης» ανάμεσα στον «Βασίλη» και τον Μαζιώτη είχαν οικοδομηθεί, σύμφωνα με τους παλιότερους "Η τελευταία φορά που οι αστυνομικοί «είδαν» τον Παλαιοκώστα ήταν από πλάνα καμερών ασφαλείας (...) Η τελευταία φορά που οι αστυνομικοί «είδαν» τον Παλαιοκώστα ήταν από πλάνα καμερών ασφαλείας"αξιωματικούς της Αντιτρομοκρατικής Υπηρεσίας, κατά διαστήματα από το 2000 έως το 2006 μέσα στις φυλακές. Οι δύο άνδρες φέρονται εκτός των άλλων να έβρισκαν σε αρκετές συζητήσεις τους κοινά ιδεολογικά σημεία αναφοράς.

Το παζλ της ιδιότυπης σύμπραξής τους συμπλήρωνε ο Γιώργος Πετρακάκος. Στις 23 Οκτωβρίου 2013, λίγες ημέρες μετά τη δημοσιοποίηση των φωτογραφιών του Νίκου Μαζιώτη σε ληστεία στα Μέθανα, οι αρμόδιες Αρχές έδωσαν στη δημοσιότητα φωτογραφίες του μεταμφιεσμένου Βασίλη Παλαιοκώστα από κάμερες κλειστού κυκλώματος παρακολούθησης.

Αυτή η αστυνομική ενέργεια προήλθε κατά πληροφορίες από τους έντονους φόβους και τα «ακούσματα» από τον κοριό της ΕΛ.ΑΣ. για εκδήλωση τρομοκρατικής επίθεσης.

Το μπλε αυτοκίνητο μάρκας «Renault», που είχε κλέψει ο Γιώργος Πετρακάκος στις 31 Αυγούστου 2007 και είχε «παραχωρηθεί» στον Νίκο Μαζιώτη με εντολή Παλαιοκώστα, εκτιμήθηκε από κάποιους αξιωματικούς ότι μπορεί να χρησιμοποιούνταν στην επίθεση που σχεδιαζόταν από τρομοκράτες εναντίον αστυνομικών στο κτίριο της ΓΑΔΑ στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, ως αντίποινα στον θάνατο του Λάμπρου Φούντα. Δεκαέξι μέρες μετά τη σύλληψη του Μαζιώτη στις 10 Απριλίου 2010, αυτό το αυτοκίνητο βρέθηκε καμμένο στη συμβολή των οδών Θυσσού και Ιωάννου Φωκά στη Λαμπρινή (Γαλάτσι).

Η τελευταία φορά που οι αστυνομικοί «είδαν» τον Παλαιοκώστα ήταν από πλάνα καμερών ασφαλείας. Ο διαβόητος φυγάς περιγράφεται να είναι φανερά αδυνατισμένος με αρκετά αλλοιωμένα χαρακτηριστικά προσώπου. Πιθανόν να έχει κάνει πλαστικές επεμβάσεις στο πρόσωπο και προσθετική μαλλιών.

Το πρωί της 6ης Φεβρουαρίου του 2011 «συνελήφθη» από κάμερα καφετέριας στον Άγιο Στέφανο Αττικής, όπου σταμάτησε με σκούρο αυτοκίνητο μάρκας «Audi A4». Στο ίδιο αυτοκίνητο επέβαινε ένας ψηλός και ξανθός άνδρας, ο οποίος δεν βγήκε έξω. Ο Βασίλης Παλαιοκώστας αγόρασε δύο καφέδες, πρόχειρο φαγητό, μερικές εφημερίδες και επιβιβάστηκε ξανά στο αυτοκίνητο.

Πριν εισβάλλουν τα ΕΚΑΜ στο κρησφύγετο της Νέα Αγχιάλου είδαν έναν ψηλό και λεπτοκαμωμένο άνδρα να βγαίνει έξω λέγοντας ότι θα παραδοθεί αρκεί να διαφυλαχθεί η σωματική του ακεραιότητα.

«Μέσα είναι νεκρός ο Σπύρος Δραβίλας», πρόσθεσε. Οι αστυνομικοί της Αντιτρομοκρατικής είδαν στον πρόσωπο του νεαρού έναν παλιό τους γνώριμο που είχε χαθεί εδώ και χρόνια από προσώπου γης: Τον Γρηγόρη Τσιρώνη. Ο 37χρονος Τσιρώνης, ο οποίος περιγράφεται από τους αστυνομικούς ως ένας «βέρος» αντιεξουσιαστής, συνελήφθη στο ίδιο σπίτι με τον Σπύρο Χριστοδούλου, έναν «καθαρόαιμο» ποινικό που είναι γνωστός για τον έκλυτο βίο του (χρήση ναρκωτικών ουσιών και άφθονου αλκοόλ).

Ο «Γρηγόρης» καταζητούνταν για χρόνια από την ΕΛΑΣ ως ένας από τους ληστές με τα «μαύρα» και είχε επικηρυχθεί με το ποσό των 600.000 ευρώ μαζί με τους αδελφούς Μάριο και Σίμο Σεϊσίδη, λίγο μετά την επίθεση με καλάσνικοφ εναντίον του Αστυνομικού Τμήματος Αγίας Παρασκευής για την οποία θεωρήθηκαν ύποπτοι.

Οι πέντε «ληστές με τα μαύρα» διέπραξαν- από τον Νοέμβριο του 2002 ως τον Ιανουάριο του 2006 - επτά ληστείες τραπεζών στην Αθήνα με συνολική λεία που προσέγγιζε τις 700.000 ευρώ.

Όλοι οι ληστές φορούσαν μαύρα ρούχα και κουκούλες, ενώ στις επιθέσεις έβαζαν χρονομέτρη όπως στις αμερικάνικες ταινίες δράσης.

Στις 16 Ιανουαρίου 2006 στην προσπάθειά τους να ληστέψουν τράπεζα στην οδό Σόλωνος αντάλλαξαν πυροβολισμούς με αστυνομικούς, με αποτέλεσμα να τραυματιστεί ο 29χρονος Ιωάννης Δημητράκης, μέλος της ένοπλης ομάδας. Ύστερα από έρευνες της Ασφάλειας Αττικής κατηγορήθηκαν από τις δικαστικές αρχές για συμμετοχή στη «συμμορία με τα μαύρα» οι προαναφερθέντες καταζητούμενοι.

Η σύνδεση του Τσιρώνη με τον Χριστοδούλου και τον Δραβίλα εκτιμάται ότι μπορεί να έγινε μέσω του Μαζιώτη. Ο Χριστοδούλου είναι μία από τις πολύ παλιές ιστορίες ποινικών και ένα άτομο που δεν έχει συνδεθεί –τουλάχιστον «ευθέως»- με την τρομοκρατία. Το 1996 είχε συλληφθεί για εκβίαση ιδιοκτήτη αλυσίδας ζαχαροπλαστείων και στις αρχές του 1999 μαζί με άλλους τρεις ποινικούς για ληστείες σε σουπερμάρκετ στου Ζωγράφου, σε ένα χριστουγεννιάτικο παζάρι, αλλά και σε υποκατάστημα τράπεζας στο Παγκράτι.

Μαζί του είχαν τότε συλληφθεί και άλλοι τρεις ποινικοί, ανάμεσα στους οποίους και ένας που ήταν συνεργός του Βασίλη Παλαιοκώστα. Τότε είχε καταδικασθεί σε ποινή κάθειρξης 16,5 ετών. Λίγη ώρα μετά την «επιβαρυντική» αγόρευση του εισαγγελέα έβγαλε το παπούτσι του και του το πέταξε λέγοντας αμέσως μετά ότι «δεν είχα να χάσω και τίποτα». Μετά από τρεις μήνες τού δόθηκε άδεια από τις φυλακές Κορυδαλλού, την οποία και παραβίασε. Εκείνη την περίοδο θεωρήθηκε ότι είχε επαφές και με τη «μαφία της Ηλιούπολης» που κυριαρχούσε στην Αττική.

Τον Οκτώβριο του 2001 ο Χριστοδούλου συνελήφθη έπειτα από ανταλλαγή πυροβολισμών με αστυνομικούς στα διόδια των Αφιδνών. Επιχείρησε να ρίξει χειροβομβίδα εναντίον των αστυνομικών, όμως τραυματίστηκε από πυροβολισμούς των ενστόλων στα πόδια.

Τον Φεβρουάριο του 2002 ο Χριστοδούλου μαζί με τον ελληνοαμερικανό κακοποιό της «μαφίας της Ηλιούπολης» Πίτερ Σέντομ - απέδρασε το 2002 από τον Κορυδαλλό, βρέθηκε το 2008 νεκρός στη Νότια Αμερική - κατηγορήθηκαν ότι σκότωσαν στις φυλακές Κορυδαλλού τον Αλβανό κρατούμενο Κονσταντίν Πόπα, τον οποίο θεωρούσαν ότι «ήταν καταδότης της ΕΛ.ΑΣ.» και υπεύθυνος για τη σύλληψη του διαβόητου κακοποιού Κώστα Πάσσαρη. Στη δίκη που ακολούθησε στην Πάτρα, ο άφαντος τότε Σέντομ είχε αναλάβει με... βίντεο την ευθύνη για τον φόνο του Πόπα, γεγονός που οδήγησε στην απαλλαγή του Χριστοδούλου. Ο 44χρονος τότε παραβίασε και πάλι την άδεια που του είχε δοθεί και εξαφανίστηκε.

Τα τελευταία χρόνια ο Χριστοδούλου είχε ως βάση την περιοχή του Ναυπλίου, όπου διατηρούσε προσωπικές επαφές με άτομα από το περιβάλλον τού πρώην αστυνομικού Νικήτα Μαυρίκη (κατηγορήθηκε για ληστείες, δολοφονήθηκε τον Ιούνιο του 2011 στα Καμίνια).

Στην ίδια περιοχή υπήρξαν πληροφορίες ότι έδινε παρών και ο Βασίλης Παλαιοκώστας. Ο Χριστοδούλου ξεχώριζε πάντα ως ο «ογκώδης» ληστής με την περούκα, τα σμιχτά φρύδια, τα μυωπικά γυαλιά ηλίου, τις κάπως «αμήχανες κινήσεις των χεριών του» και τις διακηρύξεις του στους έκπληκτους πελάτες της τράπεζας «εναντίον του κράτους και των τραπεζών».

Οι έρευνες της Αντιτρομοκρατικής δεν εξαντλούνται στο κομμάτι που σχετίζεται με τις ζυμώσεις και τα μελλοντικά σχέδια «μικτών» ομάδων ποινικών και τρομοκρατών.

Και αυτό γιατί υπάρχουν ακόμα ενεργές «καθαρόαιμες» τρομοκρατικές οργανώσεις, η σύνθεση των οποίων παραμένει μυστήριο. Μία από αυτές είναι η «Ομάδα Λαϊκών Αγωνιστών», η οποία μετρά τέσσερις τρομοκρατικές επιθέσεις με στόχους την πρεσβεία του Ισραήλ στο Ψυχικό, την οικία του Γερμανού πρέσβη στο Χαλάνδρι, την αντιπροσωπεία της Mercedes στη Βαρυμπόμπη και τα γραφεία της Νέας Δημοκρατίας στη λεωφόρο Συγγρού.

Σε τουλάχιστον δύο από τα χτυπήματα –στη Νέα Δημοκρατία και στη Βαρυμπόμπη- οι τρομοκράτες είχαν μαζί τους αντιαρματικό ρουκετοβόλο. Έτσι, όταν οι αστυνομικοί εντόπισαν πριν από δύο εβδομάδες αντιαρματικά στις γιάφκες της ομάδας Πετρακάκου πίστεψαν ότι μπορεί να σχετίζονται με την «Ομάδα Λαϊκών Αγωνιστών». Στα εγκληματολογικά εργαστήρια, ωστόσο, δεν ταυτοποιήθηκαν ούτε τα ρουκετοβόλα αλλά ούτε και τα καλάσνικοφ, τύπου όπλων που χρησιμοποιεί και η «ΟΛΑ».

Η Αντιτρομοκρατική αρχικά εκτιμούσε ότι η «ΟΛΑ» μπορεί να είναι μία «μετεξέλιξη» του «Επαναστατικού Αγώνα». Να δημιουργήθηκε δηλαδή και πάλι από το Νίκο Μαζιώτη, ο οποίος επιστράτευσε άτομα εκτός φυλακής για να συνεχίσει το αντάρτικο πόλης. Ο ίδιος ο Μαζιώτης σε κείμενά του που έχει δημοσιεύσει σε ιστοσελίδες του αντιεξουσιαστικού χώρου αρνείται κάθε σχέση με την «ΟΛΑ» κάνοντας λόγο για λάσπη από την Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία.

Στο μικροσκόπιο για συμμετοχή στην ενεργή τρομοκρατική οργάνωση έχει μπει, επίσης, ένας αντιεξουσιαστής των Εξαρχείων, ο οποίος έχει προσαχθεί αρκετές φορές στο παρελθόν και έχει εξαφανιστεί το τελευταίο διάστημα από προσώπου γης, όπως και ένας ποινικός που… φλερτάρει με την τρομοκρατία.

Ένα από τα άτομα που φέρεται να ανήκε στο περιβάλλον Μαζιώτη και αποτελεί μυστήριο είναι ο 31χρονος Αντώνης Σταμπούλος. Γιος πολιτικού μηχανικού με Ιταλίδα μητέρα ζούσε μέχρι τη σύλληψή του στο Μαρούσι, κοντά στο κρησφύγετο που νοίκιαζε ο Νίκος Μαζιώτης για περίπου ενάμιση χρόνο.

Την περίοδο εκείνη –μέχρι δηλαδή τη σύλληψή του στην Πλάκα τον Ιούλιο 2014- ο Μαζιώτης ήταν καταζητούμενος και ζούσε μαζί με τη μέχρι σήμερα καταζητούμενη σύντροφό του Πόλα Ρούπα και το γιο τους.

Ο Σταμπούλος συνελήφθη τον Οκτώβριο του 2014 έξω από γκαράζ της οδού Δενιζλίου στο Βύρωνα, το οποίο είχε νοικιαστεί από το Μαζιώτη. Όπως προέκυψε από την έρευνα, ο αρχηγός του Επαναστατικού Αγώνα εμφανίστηκε μόνο μία φορά στον ιδιοκτήτη, ενώ τα ενοίκια πλήρωνε ο Σταμπούλος μέσω τράπεζας.

Μέσα στο γκαράζ του Βύρωνα βρέθηκε η σχάρα του αυτοκινήτου μάρκας Nissan,το οποίο είχε χρησιμοποιηθεί από το Νίκο Μαζιώτη στην βομβιστική επίθεση του Απριλίου 2014 στα γραφεία της Τράπεζας της Ελλάδος στην οδό Αμερικής στο κέντρο της Αθήνας. Εκτιμάται ότι την ημέρα της σύλληψης ο 31χρονος πήγαινε να πάρει τη σχάρα από το γκαράζ προκειμένου να «καθαρίσει» τελείως το χώρο.

Την ώρα της σύλληψης είχε πάνω του μόνο κλειδιά. Ούτε κινητό ούτε έγγραφα με τα στοιχεία του. Οι αστυνομικοί ανακάλυψαν την ταυτότητά του όταν αντιλήφθηκαν ότι ένα από τα κλειδιά αντιστοιχεί σε μοτοσικλέτα που ήταν παρκαρισμένη σε απόσταση και ανήκε στον Αντώνη Σταμπούλο. Η μοτοσικλέτα ήταν στο όνομά του και έτσι κατάλαβαν για ποιον πρόκειται. Ο 31χρονος ήταν «φάντασμα» για τις Αρχές, καθώς δεν είχε απασχολήσει ποτέ στο παρελθόν ούτε για το παραμικρό. Οι αστυνομικοί θεωρούν ότι αυτό τον έκανε ακόμα πιο ισχυρό «παίκτη» στο αντάρτικο πόλης.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, οι οποίες είναι δύσκολο να στοιχειοθετηθούν, ο Σταμπούλος ανήκε στην υποστηρικτική ομάδα του «Επαναστατικού Αγώνα». Όταν ο Μαζιώτης βρέθηκε σε δύσκολη θέση μετά τη σύλληψή του ενδεχομένως να ανέθεσε σε εκείνον περισσότερες αρμοδιότητες. Υπάρχουν ενδείξεις για συμμετοχή του σε ληστείες για την ενίσχυση του «επαναστατικού ταμείου» της οργάνωσης, οι οποίες, όμως, μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο σε επίπεδο ερευνών και όχι στο δικαστήριο.

Δημοφιλή