Η απότομη «προσγείωση» του Ανδρέα Παπανδρέου

Την επομένη της επιστροφής του από την Ελβετία, ο Παπανδρέου έστειλε τον Νίκο Σκουλά, μέλος του Εθνικού Συμβουλίου του ΠΑΚ, από το Τορόντο στο Μόναχο για να συναντήσει ηγετικά στελέχη στο ΠΑΚ Ευρώπης και να αρχίσουν την εκπόνηση μιας διακήρυξης αρχών, βασισμένης στα υπάρχοντα σχέδια του ΠΑΚ, για ένα καινούργιο κόμμα. Ταυτόχρονα, έστειλε ένα τηλεγράφημα από το Τορόντο στους Γιάννη Χαραλαμπόπουλο και Αντώνη Λιβάνη, απαντώντας θετικά στην παράκλησή τους να επιστρέψει αμέσως. Το τηλεγράφημα κατέληξε με μια πρακτικά αόριστη προτροπή. «Ας ενωθούμε για να ξεπεράσουμε τη σκοτεινή αυτή ώρα με άθικτη την ακεραιότητα του Έθνους και με την ευκαιρία να θέσουμε τα θεμέλια για μια γνήσια Δημοκρατία, για μια κυρίαρχη και ανεξάρτητη Ελλάδα».

Η εκδοχή της μη-επιστροφής τέθηκε και στους στενούς συνεργάτες του Παπανδρέου στην Ελλάδα, όπως τον Αντώνη Λιβάνη και τον Γιάννη Χαραλαμπόπουλο, οι οποίοι διαφώνησαν έντονα και ζήτησαν την άμεση επιστροφή του. Σε ποιο βαθμό ταλαντευόταν ο ίδιος ο Παπανδρέου ανάμεσα στις δύο εκδοχές; Σε αυτή την ερώτηση δεν μπορεί να υπάρξει μια σαφής απάντηση. Το σίγουρο είναι ότι το ενδεχόμενο της μη επιστροφής τον απασχόλησε έντονα. Ενδεικτικά, συνέχισε να εκφράζει επιφυλάξεις μέχρι και την παραμονή της επιστροφής του. Από τη Ρώμη, λίγο πριν φτάσει στην Αθήνα, ο Παπανδρέου πήρε τηλέφωνο το διευθυντή της εφημερίδας Το Βήμα, Γιώργο Ρωμαίο. Ρώτησε τη γνώμη του για το εάν πρέπει να επιστρέψει ή όχι. Ο Ρωμαίος του απάντησε, όπως γράφει ο ίδιος ότι «ανεξάρτητα από την άποψή του για τη δοθείσα λύση Καραμανλή, η χώρα είχε πια εισέλθει στον ομαλό κοινοβουλευτικό βίο και συνεπώς ή θα επέστρεφε τώρα για να μετάσχει ενεργά στη διαμόρφωση του μεταπολιτευτικού πολιτικού τοπίου ή θα έμενε οριστικά εκτός της πολιτικής σκηνής».

Πιστεύω ότι το βασικό επιχείρημα του Ρωμαίου, δηλαδή «ή έρχεσαι ή θα μείνεις οριστικά εκτός πολιτικής σκηνής», εκφράζει πιστά τις βαθύτερες σκέψεις του Παπανδρέου για την απόφαση της επιστροφής του. Καταρχήν, η κατάρρευση της δικτατορίας σήμανε την αυθόρμητη, ανεξέλεγκτη θα έλεγε κανείς, αποκατάσταση των πολιτικών ελευθεριών με την επανεμφάνιση του λαϊκού παράγοντα στο προσκήνιο. Έτσι, η ανάληψη της εξουσίας από τον Καραμανλή άνοιξε προοπτικές που ουσιαστικά ακύρωσαν τη θέση του Παπανδρέου ότι πολιτική (ειρηνική) λύση του «ελληνικού προβλήματος» δεν υπάρχει. Και πιο συγκεκριμένα, βάσει της κυπριακής τραγωδίας, ο μακροχρόνιος ισχυρισμός του ΠΑΚ ότι η χούντα ήταν προϊόν και όργανο του αμερικανικού ιμπεριαλισμού είχε περάσει πλέον στη συνείδηση ευρύτερων στρωμάτων του πληθυσμού, αλλά και της πολιτικής ηγεσίας -από τη Δεξιά μέχρι την Αριστερά. Ακόμα και ο Ιωαννίδης δήλωνε αντι-αμερικανός. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η απουσία του πιο επαναστατικού και θορυβώδους επικριτή της αμερικανικής πολιτικής θα ήταν τουλάχιστον μια κατάφωρη ασυνέπεια. Ενδεικτική είναι η εισήγησή του στο Βίντερτουρ της Ελβετίας, όπου έγινε μια συνάντηση περίπου είκοσι βασικών στελεχών του ΠΑΚ στις 27 και 28 Ιουλίου, περισσότερο από δύο εβδομάδες πριν από την επιστροφή του στην Ελλάδα. Σύμφωνα με τις σημειώσεις του Δαμιανού Βασιλειάδη, ο οποίος συμμετείχε στη συνάντηση, ο Παπανδρέου δήλωσε ότι «Άμα χάσει τη λαϊκή βάση ένα κίνημα, τότε είναι δύσκολο να την ανακτήσει».

Αλλά, όπως δείχνουν οι κινήσεις του, ο Παπανδρέου είχε καταλήξει σε αυτό το συμπέρασμα πριν αποχωρήσει οριστικά από το Τορόντο, όπου είχε γυρίσει μετά από τη συνάντηση στο Βίντερτουρ. Την επομένη της επιστροφής του από την Ελβετία, ο Παπανδρέου έστειλε τον Νίκο Σκουλά, μέλος του Εθνικού Συμβουλίου του ΠΑΚ, από το Τορόντο στο Μόναχο για να συναντήσει ηγετικά στελέχη στο ΠΑΚ Ευρώπης και να αρχίσουν την εκπόνηση μιας διακήρυξης αρχών, βασισμένης στα υπάρχοντα σχέδια του ΠΑΚ, για ένα καινούργιο κόμμα. Ταυτόχρονα, έστειλε ένα τηλεγράφημα από το Τορόντο στους Γιάννη Χαραλαμπόπουλο και Αντώνη Λιβάνη, απαντώντας θετικά στην παράκλησή τους να επιστρέψει αμέσως. Το τηλεγράφημα κατέληξε με μια πρακτικά αόριστη προτροπή. «Ας ενωθούμε για να ξεπεράσουμε τη σκοτεινή αυτή ώρα με άθικτη την ακεραιότητα του Έθνους και με την ευκαιρία να θέσουμε τα θεμέλια για μια γνήσια Δημοκρατία, για μια κυρίαρχη και ανεξάρτητη Ελλάδα». Με αυτό το μήνυμα, ο Παπανδρέου προφανώς ήθελε να προαναγγείλει στους πιο έμπιστους συνεργάτες στου στην Ελλάδα την πρόθεση να δημιουργήσει ένα καινούργιο πολιτικό φορέα. Η απάντηση από την Αθήνα, όμως, τον ξάφνιασε, εφόσον έδειχνε την πρόθεσή τους να αρχίσουν συνομιλίες με εκτός του ΠΑΚ πολιτικούς. «Μα τι κάνουν;», έλεγε ενοχλημένος και αμήχανος. «Δεν τους είπα να κάνουν τέτοιες κινήσεις». Προφανώς είχαν διαβάσει την επίκλησή του να «ενωθούν» σαν ένα σήμα ότι επιδίωκε μια ενδεχόμενη ανασύσταση της Ένωσης Κέντρου. Αυτό, βέβαια, ήταν το τελευταίο πράγμα που ήθελε. Αντιθέτως η Ένωση Κέντρου, ως προϊόν του παλαιού πολιτικού κατεστημένου, εκπροσωπούσε έναν φορέα και μια περίοδο που ήθελε να αποχαιρετήσει οριστικά.

Αυτά τα δύο περιστατικά δείχνουν πως ο Παπανδρέου άρχισε από νωρίς να σχεδιάζει την επιστροφή, καθώς αντιλαμβανόταν ότι με τη μεταβολή -όπως αυτή είχε γίνει- το ζήτημα της επιστροφής είχε κριθεί ήδη από την ίδια την εξέλιξη των πραγμάτων. Ο Παπανδρέου έζησε με τον πιο οικείο τρόπο τη σοφή παρατήρηση του Μαρξ ότι «οι άνθρωποι κτίζουν την ιστορία τους, αλλά όχι ακριβώς όπως τη θέλουν». Ο περιθωριοποιημένος Παπανδρέου αντιμετώπιζε μια υπόθεση υπαρξιακής φύσεως-ένα κλασικό To be or not to be. Το ζητούμενό του δεν ήταν αν θα πρέπιε να επιστρέψει ή όχι. Η πρόκληση που αντιμετώπισε ήταν το κατά πόσον και πώς θα μπορούσε να ανταποκριθεί στο απρόοπτο, ανατρεπτικό και, κατά μια έννοια, ανεπιθύμητο κάλεσμα της τύχης.

Σχεδιάζοντας την απάντηση σε αυτό το κάλεσμα, ο Παπανδρέου αντιλήφθηκε πως υπήρχαν κάποια προαπαιτούμενα που έπρεπε να εκπληρωθούν για την επιτυχή συνέχιση του αγώνα του για ριζοσπαστικές αλλαγές. Αυτά τα προαπαιτούμενα ανήκαν κυρίως σε δύο κατηγορίες: προαπαιτούμενα «διαφοροποίησης» και προαπαιτούμενα «σταθεροποίησης». Το πρώτο επιβλήθηκε από την ανάγκη να διαφοροποιηθεί με κάθε δυνατό τρόπο από όλους τους τύπους και συμβολισμούς του παλαιού πολιτικού κατεστημένου και συγκεκριμενοποιήθηκε με την άρνησή του να ηγηθεί της παλαιάς Ένωσης Κέντρου. Με το χαρακτηρισμό του ΠΑΣΟΚ ως Κινήματος και όχι Κόμματος. Με την εισαγωγή του όρου και της έννοιας του σοσιαλισμού στο κέντρου του δημόσιου λόγου του. Με την πρόσκληση στο λαό για αυτο-οργάνωση. Ακόμα και με το ζιβάγκο και το πέτσινο σακάκι.

Από την άλλη μεριά τα σταθεροποιητικά προαπαιτούμενα επισημαίνουν την αναγνώριση ότι προϋπόθεση για επίτευξη των στόχων του στο πλαίσιο του κοινοβουλευτισμού ήταν η σταθεροποίηση των σχετικών θεσμών. Σε αυτό το πλαίσιο, το βασικό εγχείρημα της επαναφοράς του κοινοβουλευτισμού από τον Καραμανλή αποκτούσε μια κομβική σημασία. Είναι χαρακτηριστικές οι δημόσιες διαβεβαιώσεις του Παπανδρέου, τρεις μέρες μετά την άφιξή του στην Αθήνα, ότι δεν πρόκειται να οργανώσει διαδηλώσεις και πορείες διαμαρτυρίας, η ενσυνείδητη αποχή από την προβολή ανατρεπτικών συνθημάτων και απαιτήσεων και η χάραξη μιας σταθεροποιητικής αντιπολιτευτικής γραμμής. Σημειώνω ότι, ενώ το περιεχόμενο της Διακήρυξης της Τρίτης Σεπτεμβρίου υπονοεί ριζοσπαστικές κοινωνικές αλλαγές, οι άμεσες απαιτήσεις που βρίσκονται στον πρόλογο (τον οποίο έγραψε ο ίδιος, με τη βοήθεια του Κώστα Σημίτη, αφού τελείωσε η επεξεργασία του κειμένου από τους άλλους συνεργάτες του) είναι μετρημένες: «Τιμωρία των ενόχων», «Κάθαρση του κρατικού μηχανισμού» και «Αποκατάσταση των θυμάτων της χούντας».

Στη συνέντευξη Τύπου που έδωσε για να ανακοινώσει την ίδρυση του ΠΑΣΟΚ, υπογράμμισε πως η ικανοποίηση αυτών των απαιτήσεων ήταν αναγκαία για την εκπλήρωση των ριζοσπαστικών στόχων του νέου φορέα, προσθέτοντας επίσης την ανάγκη να εξασφαλίσει η πολιτική ηγεσία της χώρας τον απόλυτο έλεγχο των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας. Ουσιαστικά, η αντιπολιτευτική του γραμμή, τουλάχιστον ως προς τα εσωτερικά ζητήματα της χώρας, στόχευε να πιέσει την κυβέρνηση Καραμανλή προς μια κατεύθυνση που θα ενίσχυε την προσπάθειά της να αποκρούσει τους υπαρκτούς ακόμα κινδύνους για την εγκαθίδρυση του κοινοβουλευτισμού.

Πέρασαν οι εκλογές και ο κοινοβουλευτισμός άρχισε πάλι να λειτουργεί. Στη συνεδρίαση της Βουλής της 1ης Μαρτίου 1975, ο Παπανδρέου αναγνώρισε ρητά τον ορθολογισμό της λαϊκής ετυμηγορίας: «Η μεγάλη πλειοψηφία που συγκέντρωσε ο κ. Καραμανλής στις εκλογές, χωρίς αμφιβολία οφειλόταν στην πεποίθηση του λαού ότι λόγω της προϊστορίας και της προέλευσής του της πολιτικής, ήταν σε θέση να προστατεύσει τη χώρα από νέο στρατιωτικό πραξικόπημα και νέα δικτατορία». Εν τω μεταξύ, ήδη είχε προχωρήσει στην εκπλήρωση μιας τρίτης κατηγορίας προαπαιτουμένων για την προώθηση των φιλοδοξιών του: την καθιέρωση της θέσης του μέσα στο ΠΑΣΟΚ ως του αδιαμφισβήτητου αρχηγού, ανεξαρτήτου και κυρίαρχου, με πλήρη ελευθερία κινήσεων.

Όπως ο Καραμανλής, έτσι και Παπανδρέου ασκούσε μια ηγετική πολιτική. Μαζί, σε μια δημιουργική αντιπαλότητα, θα καθορίζουν το ιδεολογικό πλαίσιο του κομματικού συστήματος για τις επόμενες τρεις δεκαετίες, με τον Καραμανλή να μετατοπίζει τη Δεξιά προς το Κέντρο και τον Παπανδρέου το Κέντρο προς την Αριστερά. Και μαζί θα αναδειχθούν σε γιγάντιες μορφές μιας εποχής ηρώων, που έχει πλέον περάσει.

*Το άρθρο είναι απόσπασμα του βιβλίου «Η μεταπολίτευση ΄74-΄75, στιγμές μιας μετάβασης» (εκδόσεις Θεμέλιο).

Δημοφιλή