Η επικοινωνία αρχίζει στη σιωπή

Δεν έχουν, λοιπόν, μόνον τα λόγια σημασία. Η κλίση του σώματος προς τα εμπρός που δηλώνει διαθεσιμότητα, τα βλέμματα που διασταυρώνονται, οι εκφράσεις του προσώπου, η στάση των ποδιών, τα χαλαρά ή σφιγμένα χέρια - όλα αυτά που διαμορφώνουν το περιβάλλον της επικοινωνίας χρειάζεται να «καταγραφούν», με τον αυθόρμητο τρόπο με τον οποίο σε μια συζήτηση προσλαμβάνονται τέτοιου είδους παραστάσεις.
nandyphotos via Getty Images

Σκεφτόμαστε την επικοινωνία με όρους «τοποθετήσεων». Με μηνύματα, λέξεις που πρέπει να ειπωθούν, σκέψεις που πρέπει να εκφραστούν, ευκαιρίες που δεν πρέπει να χαθούν για να πούμε αυτά που θέλουμε ή αυτά που αρμόζουν στην περίσταση. Σε κάθε περίπτωση, με δράση. Όμως στην πραγματικότητα η επικοινωνία αρχίζει ένα στάδιο πιο πριν. Στη σιωπή. Στο στάδιο πριν κάθε λέξη και ομιλία.

Οι περισσότεροι βιαζόμαστε να πούμε αυτά που έχουμε κατά νου. Διακόπτουμε, παρεμβαίνουμε, σπεύδουμε να δώσουμε μια συμβουλή ή, ενδεχομένως, να κάνουμε την κριτική μας. Επιχειρηματολογούμε, αναλύουμε, κάνουμε διαγνώσεις και διαπιστώσεις, παίρνοντας συχνά εφόδια «από τα έτοιμα» της επικοινωνιακής μας φαρέτρας. Κι έτσι συχνά χάνουμε το ουσιαστικότερο: τη σιωπή που επιτρέπει να ακούσουμε ή να αντιληφθούμε με τις άλλες αισθήσεις.

Οι έρευνες δείχνουν ότι περίπου το 85% της επικοινωνίας μας βασίζεται σε εξωλεκτικά στοιχεία, όπως βλέμματα, κινήσεις και εκφράσεις της φυσικής μας παρουσίας. Με άλλα λόγια, ότι το ποσοστό κάθε συνεννόησης που αντιστοιχεί απευθείας σε λέξεις είναι ισχνό δίπλα στον μεγάλο κόσμο των «άλλων» εκφράσεων. Κι από εκεί ακριβώς θα πρέπει να ξεκινά η προσπάθεια να επικοινωνήσουμε.

Δεν έχουν, λοιπόν, μόνον τα λόγια σημασία. Η κλίση του σώματος προς τα εμπρός που δηλώνει διαθεσιμότητα, τα βλέμματα που διασταυρώνονται, οι εκφράσεις του προσώπου, η στάση των ποδιών, τα χαλαρά ή σφιγμένα χέρια - όλα αυτά που διαμορφώνουν το περιβάλλον της επικοινωνίας χρειάζεται να «καταγραφούν», με τον αυθόρμητο τρόπο με τον οποίο σε μια συζήτηση προσλαμβάνονται τέτοιου είδους παραστάσεις.

Είναι σημαντικό, πριν αρχίσουμε να μοιραζόμαστε, να ακούμε. Να δίνουμε σημασία στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα της κουβέντας, στην αύρα του συνομιλητή μας. Να ακούμε τις λέξεις και πίσω από αυτές. Να παρατηρούμε αν είναι αβίαστες ή ζορισμένες, αν είναι συνεκτικές ή αυθόρμητες, αν έχουν προετοιμαστεί μπροστά στον καθρέφτη ή αν πρωτοεμφανίζονται εκείνην, ακριβώς, τη στιγμή.

Είναι, επίσης, σημαντικό, πριν μιλήσουμε οι ίδιοι να βοηθήσουμε τον συνομιλητή μας να εκφραστεί. Με τις μικρές λέξεις ή τα νεύματα που δείχνουν πως παρακολουθούμε με ενδιαφέρον. Με «γέφυρες» που αμβλύνουν τη δυσκολία του άλλου, όπως ένα «θέλεις να το συζητήσουμε;» για κάτι δύσκολο ή το «θα ήθελα να μάθω περισσότερα». Με λέξεις που στην ουσία σημαίνουν «είμαι εδώ» και «σε ακούω». Με παύσεις. Με ανοιχτές ερωτήσεις που δίνουν στον συνομιλητή μας την πρωτοβουλία και την ελευθερία της έκφρασης. Και, φυσικά, με τη σιωπή μας. Με τη σιωπή που δίνει στον άλλο τον χρόνο να νιώσει πώς αισθάνεται, να αποφασίσει τι και πόσο θέλει να μοιραστεί. Την ίδια που επιτρέπει σ΄εμάς να παρατηρήσουμε πέρα από τις λέξεις.

Μοιάζει αυτονόητο μα δεν είναι εύκολο σε έναν κόσμο εξοικειωμένο με την ταχύτητα του chat, τις τηλεοπτικές αντεγκλήσεις και τον ορισμό της ύπαρξης μέσα από την διαρκή, αν όχι «επιβεβλημένη» παρουσία. Σε έναν κόσμο γεμάτο «θόρυβο» δηλαδή. Όμως η επικοινωνία ξεκινά από τη σιωπή. Και στη σιωπή υφαίνονται οι σχέσεις.