Ιδεολογικές χρήσεις και καταχρήσεις της επιστήμης της ψυχολογίας

Μύθοι και στερεότυπα της ριζοσπαστικής πολιτικής ορθότητας (Μέρος Β΄)
agsandrew via Getty Images

Προ ολίγου καιρού, εμφανίστηκε ως υποστηρικτικό της διάταξης περί της αναδοχής παιδιών από ομόφυλα ζεύγη ένα κείμενο με πολλές υπογραφές Καθηγητών Τμημάτων Ψυχολογίας των ΑΕΙ. Σε αυτό το κείμενο με πολύ στόμφο, μπορούσε να διαβάσει κανείς ότι «Ο σεξουαλικός προσανατολισμός των γονέων δεν έχει μετρήσιμες επιπτώσεις στην ποιότητα των σχέσεων γονέα – παιδιού, στην ψυχική υγεία των παιδιών ή στην κοινωνική τους προσαρμογή», ή ότι «τα επιστημονικά ευρήματα συμφωνούν στο ότι οι ομοφυλόφιλοι άνθρωποι είναι τόσο κατάλληλοι και ικανοί ως γονείς όσο είναι και οι ετεροφυλόφιλοι. Επιπρόσθετα, η εμπειρική έρευνα δεν υποστηρίζει την αντίληψη ότι η ανατροφή από ομοφυλόφιλο γονέα επηρεάζει την ανάπτυξη της ταυτότητας φύλου του παιδιού, ενώ δεν υπάρχουν εμπειρικά δεδομένα ότι η παρουσία τόσο του αντρικού, όσο και του γυναικείου προτύπου στο σπίτι προάγει την προσαρμογή και ευεξία των παιδιών και εφήβων».

Ένας άλλος τέτοιος ιδεολόγος του ριζοσπαστισμού κάποιου ελληνικού ΑΕΙ, ισχυρίστηκε μάλιστα σε κάποια εφημερίδα ότι το παιδί που μεγαλώνει από ομόφυλο ζεύγος δεν χρειάζεται τα ανδρικά ή γυναικεία πρότυπα ταύτισης από τους ίδιους τους γονείς του, αφού παρόμοια πρότυπα μπορεί να βρει άφθονα στην ευρύτερη κοινωνία ή στα ΜΜΕ…

Χρειάζονται όμως τέτοιες ταυτότητες φύλου και τέτοια πρότυπα στους «χειραφετημένους από όλα τα στερεότυπα» μελλοντικούς πολίτες; Για κάποιους καχύποπτους, ίσως αυτό ήταν το άρρητο και αποσιωπημένο ερώτημα που διέσχιζε όλη την συζήτηση περί αναδοχής παιδιών από ομόφυλα ζεύγη.
Θα λέγαμε καταρχάς, ότι σύμφωνα με τους αξιακούς κανόνες του μεταμοντέρνου δικαιωματισμού, κάθε ιδέα πρώιμης εγχάραξης αξιών, προτύπων, συχνά ακόμα και γνώσεων στο παιδί από την κοινωνία των ενηλίκων τείνει πλέον να θεωρείται από τους αναρχοφιλελεύθερους ως πράξη αυταρχική, που αντιβαίνει στα «φυσικά δικαιώματα» αυτοκαθορισμού του καθενός. Το φύλο, νοούμενο όχι ως βιολογικώς οριζόμενη πραγματικότητα, αλλά ως προτίμηση κοινωνικού ρόλου που «οφείλει να επιλέγεται ελεύθερα και συνειδητά από τα άτομα» (επί του θέματος θα επανέλθουμε σε επόμενο άρθρο), εμπίπτει, σύμφωνα με τους παραπάνω ισχυρισμούς, σε αυτά τα ατομικά, νομικά δικαιώματα. Κατά συνέπεια, παρόμοια πρότυπα φύλου κρίνονται κατά βάθος ως «παιδαγωγικώς ακατάλληλα» για τις ταυτότητες των πολιτών του μέλλοντος. Άλλωστε, ενώπιον των φαντασιώσεων και των ευμετάβλητων ατομικών επιθυμιών των συντρόφων στα σύγχρονα ομόφυλα ζευγάρια, η έννοια του ανδρικού και γυναικείου προτύπου έχει χάσει προφανώς το όποιο νόημα της είχε απομείνει [1].

Πίσω από τα νομικίστικα ελευθεριακο – φιλελεύθερα προτάγματα του δικαιωματισμού και τις ψυχολογίζουσες, γλυκανάλατες αναφορές στην γονεϊκή μέριμνα, στην «στοργή και την αγάπη» (που βεβαίως μπορεί να διαθέτει ένα ομόφυλο ζεύγος ανθρώπων για ένα παιδί που μεγαλώνει μαζί του), αναδεικνύονται από τέτοιες φιλελεύθερες καινοτομίες η προχειρότητα και η αποσπασματικότητα με τις οποίες ο νευρωτικός, ατομοκεντρικός λόγος της ριζοσπαστικής μετανεωτερικότητας αντιμετωπίζει κεντρικά, ανθρωπολογικής φύσης διακυβεύματα της οργάνωσης της κοινωνίας, σε βάρος όχι μόνον κάποιων ορφανών παιδιών (που από τον Καιάδα των ιδρυμάτων θα μεταφέρονται, «εθελοντικά» ή όχι, σε ομόφυλες ανάδοχες οικογένειες), αλλά και σε βάρος κάθε πραγματικά ελεύθερης επιλογής στο πεδίο του σεξουαλικού προσανατολισμού των ατόμων – είτε ετεροφυλόφιλων, είτε ομοφυλόφιλων.

Πράγματι, ποιες θα ήταν άραγε στις ομόφυλες οικογένειες οι «πρωταρχικές σκηνές», τα κρυφά ακούσματα και γενικότερα οι γονεϊκές παραστάσεις μέσα από τις οποίες συγκροτούνται οι πρώιμες φαντασιώσεις των παιδιών, δημιουργούνται τα σύνδρομα και οι ψυχικοί μηχανισμοί των ταυτίσεων, των απωθήσεων, του «Υπερεγώ» και της ηθικής συνείδησης; Όπως ισχυρίζεται ο Φρόυντ (Το οικονομικό πρόβλημα του μαζοχισμού, 1924), σε αυτές τις αρχικές γονεϊκές εικόνες έρχονται αργότερα να προστεθούν εκείνες των δασκάλων, των αρχών, των μοντέλων ζωής και των ηρωικών προτύπων που αναγνωρίζονται από την κοινωνία. Η τελευταία εικόνα που κλείνει την κοσμοθεωρητική σειρά η οποία ξεκίνησε από το γονεϊκό ζεύγος με το ανδρικό και γυναικείο πρότυπο του πατέρα και της μητέρας είναι, όπως γράφει ο Φρόυντ, (στα ελληνικά) «η Μοίρα», έστω «ο Λόγος και η Ανάγκη» – ή ακόμα, «ο Θεός και η Φύση, έννοιες δηλαδή που αναφέρονται συμβολικά σε απόμακρες οργανωτικές δυνάμεις, σε αρχές μυθολογικά νοηματοδοτημένες, στην προέκταση ακριβώς του γονεϊκού ζεύγους.» Επιπλέον, ίσως μπορούμε να αναρωτηθούμε πως θα οργανώνονται οι ψυχικές λειτουργίες που διέπουν όχι μόνο τον ετεροφυλόφιλο, αλλά ακόμα και τον ομοφυλόφιλο πιθανό προσανατολισμό του αγοριού, το οποίο δεν θα έχει πια ούτε καν την ευκαιρία να ανακαλύψει ότι η γυναίκα (μητέρα) δεν διαθέτει πέος…

Εξάλλου, για να μείνουμε στο πεδίο της ψυχαναλυτικής θεωρίας, ο Νόμος και η πατρική φιγούρα που λειτουργούσε ως «εξουσία», μπορούσε και όφειλε να προσδιορίσει τα όρια της ανοχής και να προφέρει τα απαραίτητα «όχι» στον αχαλίνωτο ναρκισσισμό, στην παιδική φαντασίωση της παντοδυναμίας, δηλαδή να διαμορφώσει τα διανοητικά και ηθικά πλαίσια της υπέρβασης του παιδικού εγωκεντρισμού και να συγκροτήσει το υπερεγωτικό πλαίσιο ελέγχου των εκκοινωνισμένων ατομικών συμπεριφορών. Οικοδομούσε έτσι ένα κανονιστικό πλαίσιο το οποίο μπορούσε ενδεχομένως να επιτρέψει τη συνειδητοποίηση της καταπίεσης, την «αντιεξουσιαστική αμφισβήτηση» της πατρικής εξουσίας και την εξέγερση κατά της τάξης αυτής.

Στη θέση αυτού του «εξουσιαστικού» πατρικού προτύπου, αναδεικνύεται ένας μονίμως γλυκανάλατος, δικαιωματιστικός ψευτομητριαρχικός και ιδεολογικά θηλυκοποιημένος έλεγχος πάνω στις συμπεριφορές των νεαρών ανθρώπων. Εννοείται πάντα «για το καλό τους». Στο όνομα της «τρυφερής αγάπης» (για τον Άλλο, τον συνάνθρωπο, το παιδί κλπ.), το νέο αυτό ψευτο-αντι-πατριαρχικό πλαίσιο οδηγεί τα ανθρώπινα όντα σε μια ψυχοκοινωνική κατάσταση μόνιμης ενοχοποίησης για τα «κακά συναισθήματά τους», ή τις «αχάριστες συμπεριφορές τους». Ούτε όσοι τις υφίστανται, ούτε όσοι ασκούν αυτές τις δήθεν αντιπατριαρχικές και δήθεν μητριαρχικές μορφές ελέγχου και καταστολής που δίνουν μονομερώς έμφαση στην «αγάπη», στην «αφοσίωση» ή στις θυσίες των «αγαπημένων γονέων του ίδιου φύλου για το παιδί» ως ανθρώπινο αντικείμενο της λατρείας τους, θα μπορούν να αποφύγουν την ουδετεροποίηση και την άρρητη καταστολή των συναισθημάτων τους.

Τι να πρωτοθαυμάσει λοιπόν κανείς σε όλα αυτά τα καινοτόμα που γράφτηκαν και ακούστηκαν υπερ της αναδοχής παιδιών από ομόφυλα ζευγάρια στο όνομα του εκσυγχρονισμού της ελληνικής κοινωνίας; Τον στομφώδη ψευδοεπιστημονικό βερμπαλισμό; Την ξέφρενα αποδομιστική αερολογία; Τον μεθοδολογικά ασουλούπωτο υποκειμενικό σχετικισμό; Τον αφελή θετικισμό, με τα άγνωστα «μετρήσιμα μεγέθη» των μακροπρόθεσμων επιπτώσεων της ανατροφής ενός παιδιού από ομόφυλα ζευγάρια; Τον φιλοσοφικό πρωτογονισμό και τον μυστικισμό περί της «προόδου»; Τον θεωρητικά ανυποψίαστο χαρακτήρα της ανάδειξης ενός κάποιου «μεταμοντέρνου» ιδεώδους της επιστήμης, σε πλήρη αντιδιαστολή όχι μόνον με τα προτάγματα της ηθικής ή της θρησκείας, αλλά και με εκείνα της ιστορικής και ανθρωπολογικής παράδοσης επί της οποίας θεμελιώθηκαν οι ανθρώπινες κοινωνίες; Την επένδυση των ιδεολογημάτων της μόδας με το μετανεωτερικό φαντασιακό της «ειρωνείας και κριτικής» που έχει ντυθεί με τα ρούχα του ορθού λόγου; Τις μεθοδολογικά διάτρητες κατά παραγγελία «επιστημονικές έρευνες» με τα δήθεν πορίσματα των οποίων βομβαρδίζονται οι πληροφορημένοι ιδιώτες;

Μερικοί αντιφρονούντες σε τόση περιρρέουσα επιστημονοφανή πολιτική ορθότητα αναρωτήθηκαν βεβαίως: Τι ακριβώς είναι το «μετρήσιμο μέγεθος» των πιθανών ψυχικών διαταραχών; Υπάρχει μήπως «μέσα μας και γύρω μας», στα διάφορα συμπτώματα της κατάθλιψης, του άγχους, των κρίσεων πανικού κλπ., μια μη καταμετρητέα ποσότητα δυσφορίας και μελαγχολίας; Με ποιο ακριβώς τρόπο λοιπόν, οι εμπειρικές έρευνες μετρούν την «προσαρμογή και ευεξία των παιδιών» σε διαφόρων ειδών «οικογενειακά» περιβάλλοντα;

Είναι χαρακτηριστικό ότι παραλείπονται εξόχως ενδιαφέροντα εμπειρικά δεδομένα που προέρχονται από την βορειοαμερικανική (καναδική) εμπειρία παιδιών που μεγάλωσαν με gay γονείς (επί παραδείγματι κείμενο διαμαρτυρία της Dawn Stefanowicz Δημοσιευμένο στα Ελληνικά από την Ποντιακή Γνώμη, Δεκέμβριος 2015). Σε αυτό το κείμενο η Stefanowicz σημειώνει μεταξύ πολλών άλλων «Τα παιδιά οικογενειών του ίδιου φύλου θα αρνηθούν πολλές φορές τη θλίψη τους και προσποιούνται ότι δεν τους λείπει ένας βιολογικός γονέας, αφού νιώθουν πιεσμένα να μιλούν θετικά λόγω της κρατικής πολιτικής γύρω από τα ομοφυλόφιλα νοικοκυριά».

Στο δοκίμιο για τις ψυχονευρώσεις (τις φοβίες, τις έμμονες ιδέες, την υστερία κλπ.), ήδη από το 1894, ο Φρόυντ είχε επισημάνει ότι «παρότι δεν διαθέτουμε κανένα μέσο να το μετρήσουμε, υπάρχει στις ψυχικές λειτουργίες κάτι που διαθέτει τον χαρακτήρα μιας ποσότητας (συναισθηματική φόρτιση, άθροισμα ερεθισμών). Κάτι που επιδέχεται αύξηση, μείωση, μετάθεση και αποφόρτιση. Κάτι που εκτείνεται πάνω στα μνημονικά ίχνη των παραστάσεων, όπως περίπου κάνει μια ηλεκτρική εκκένωση στην επιφάνεια των φυσικών σωμάτων».

Ακόμα, πρέπει να αναρωτηθούμε: Ποιο είναι ακριβώς το αντικείμενο των ερευνών το αποτέλεσμα των οποίων χρησιμοποιείται για να τεκμηριωθεί η θέση υπέρ της αναδοχής; Διότι προφανώς είναι διαφορετικό να μελετά μια έρευνα την σχέση του σεξουαλικού προσανατολισμού ενός γονέα με την ψυχική υγεία του παιδιού και πολύ διαφορετικό αντικείμενο έρευνας, η σχέση ανάμεσα στην αναδοχή ενός παιδιού από ομόφυλα ζευγάρια με την ψυχική υγεία και ανάπτυξη του. Με ποια δείγματα και σε ποιο βάθος χρόνου εδραιώνονται και επαληθεύονται τα ερευνητικά πορίσματα σχετικά με παρόμοιες ασυνήθεις καταστάσεις αναδοχής, τα οποία με στόμφο επικαλούνται οι διάφοροι πολιτικά ορθοί «ορθολογιστές» και οι συνήθεις συνοδοιπόροι των ριζοσπαστικών καινοτομιών; Πρόκειται για βασικά, μεθοδολογικής φύσης ερωτήματα, στα οποία αδίκως μάλλον κάποιοι θα περίμεναν κάποιες πειστικές και έγκυρες επιστημονικά διευκρινίσεις.

Όμως βέβαια το πρόβλημα με τις «πολιτικά ορθές», ιδεολογικές χρήσεις της επιστήμης – ιδιαίτερα της ψυχολογίας – δεν είναι καν ο στυγνός «πολιτισμικός αποικισμός» των νοοτροπιών κάποιων καθεστωτικών και «μεταμοντέρνων» ευρωπαίων ψυχολόγων που υιοθετούν άκριτα όλες τις αμερικανόπνευστες μπουρδολογίες με τις οποίες αρκετοί από αυτούς τους κατά φαντασίαν κοινωνικούς επιστήμονες έχουν γαλουχηθεί. Άλλωστε, πολλοί Καθηγητές Ψυχολογίας, από τους υπογράφοντες το ελληνικό κείμενο υπέρ της αναδοχής, δεν είναι επιστημονικά και φιλοσοφικά ανυποψίαστοι, (όπως ο υποφαινόμενος είναι σε θέση να γνωρίζει προσωπικά, αφού υπήρξε κατά καιρούς μέλος των εκλεκτορικών σωμάτων για την εκλογή ή την εξέλιξη αρκετών εξ’ αυτών ή κάποτε των εκλεκτόρων που εξέλεξαν αργότερα αυτούς τους ακαδημαϊκούς). Πολλοί από αυτούς τους ανθρώπους έχουν επαρκείς επιστημονικές εξειδικεύσεις, καθώς και την φιλοσοφική παιδεία ώστε να καταλαβαίνουν τον επιστημονικά ανυπόστατο και ιδεολογικά προσανατολισμένο χαρακτήρα του κειμένου που έχουν υπογράψει. Τίθεται λοιπόν το ερώτημα: Γιατί αυτοί οι λίγοι ή πολλοί αξιόλογοι επιστήμονες υπογράφουν, έστω με βαριά καρδιά, ένα τέτοιο κείμενο; Διότι θα απαντούσαμε, έτσι απαιτεί η ιδεολογικά ηγεμονική πολιτική ορθότητα της εποχής, οι χρηστοήθειες του «πνεύματος των καιρών», από όλους όσους επιθυμούν να ενταχθούν ομαλά και χωρίς συγκρούσεις στην κάστα των επαγγελματικά ομοίων τους. Ποιοι ακριβώς είναι αυτοί οι «όμοιοι», που ορίζονται ιδεολογικά από το «πνεύμα των καιρών»; Είναι εκείνοι που χαρακτηρίζονται από τη θρησκευτική προσήλωση στην πολιτική θρησκεία των ατομικών, νομικών «ανθρώπινων» δικαιωμάτων, στην οποία πιστεύουν οι περισσότεροι από τους μεταμοντέρνους «εξειδικευμένους σε κάτι» υποεπιστήμονες που εδώ και λίγα χρόνια «τρούπωσαν» μαζικά στα δυτικοευρωπαϊκά πανεπιστήμια – συνεπώς, ακόμα πιο μαζικά στα ελληνικά, ιδιαίτερα μάλιστα στους τομείς των επιστημών του ανθρώπου και της κοινωνίας. Συνεπώς, «ελιτοποιήθηκαν». Έδωσαν επιστημονικό και ορθολογικό υποτίθεται κύρος στις ιδεοληψίες και στα υποπροϊόντα της θεωρητικής και μεθοδολογικής τους ανεπάρκειας. Θεωρούν έκτοτε, ότι αποτελούν κάτι σαν διακριτή κοινωνική σφαίρα από «διανοούμενους – πρωτοπόρους», η σκέψη των οποίων θα έπρεπε να αποτελεί το πρότυπο για εκείνη την «αρχαϊκή και πρωτόγονη» κοινή γνώμη και την κοινή ηθική, που οι μετανεωτερικοί νεοφασίζοντες, οι οποίοι ορκίζονται στην απελευθέρωση όλων των επιθυμιών, έχουν συνηθίσει να περιφρονούν, είτε ως αυταρχικά κανονιστική, είτε ως «μορφωτικά υπανάπτυκτη».

[1]Τίποτα το πραγματικά νέο σε παρόμοιες αξιώσεις χειραφέτησης της ατομικής επιθυμίας: Προ ολίγων δεκαετιών, λίγο πριν το 1980, ο υποφαινόμενος είχε παρακολουθήσει σε δημόσια συζήτηση στη Νότιο Γαλλία, άνδρα ομοφυλόφιλο του Ομοφυλόφιλου Μετώπου Επαναστατικής Δράσης (FHAR) να δηλώνει ότι αισθάνεται ομοφυλόφιλη γυναίκα που μέχρι να βρει την κατάλληλη μόνιμη σύντροφο στη ζωή της, απαιτούσε να μεγαλώσει παιδί ως «μητέρα» στα πλαίσια της δικής της μονογονεϊκής οικογένειας…

Δημοφιλή