Η βία των τζιχαντιστών και το Ισλαμικό κράτος χωρίς προκατάληψηΤων Φώτη Παπαγεωργίου, Αντώνη Σαμούρη

Η βία των τζιχαντιστών και το Ισλαμικό κράτος χωρίς προκατάληψη

Την απειλή της τζιχαντιστικής τρομοκρατίας, τους δομικούς παράγοντες και τη νοηματική πλαισίωση της ακραίας ιδεολογίας πίσω από αυτήν, τους τρόπους αντιμετώπισής της και την ελληνική διάσταση του θέματος εξετάζουν ο Φώτης Παπαγεωργίου και ο Αντώνης Σαμούρης, συγγραφείς του βιβλίου «Ισλαμισμός και Ισλαμοφοβία – Πέρα από την προκατάληψη», Εκδόσεις «Ταξιδευτής» 2012

Ένα βασικό θέμα που απασχολεί πολιτικούς, δημοσιογράφους, ειδικούς, αλλά και τον απλό κόσμο, παγκοσμίως, είναι το που βρισκόμαστε 14 χρόνια μετά την έναρξη του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας». Πολλοί υποστηρίζουν ότι οι Αμερικανικές επεμβάσεις σε Αφγανιστάν και Ιράκ, καθώς και οι συνεχιζόμενες επιχειρήσεις κατά των τρομοκρατικών οργανώσεων σε Ισλαμικά εδάφη (επιθέσεις με μη επανδρωμένα αεροσκάφη σε Αφγανιστάν, Πακιστάν και Υεμένη, αεροπορικές επιδρομές κατά τζιχαντιστικών οργανώσεων σε Συρία και Ιράκ, καταδρομικές επιχειρήσεις σε Σομαλία, Λιβύη κλπ) αντί να περιορίσουν την τρομοκρατική απειλή, την έχουν μεγεθύνει.

Η απειλή από την τρομοκρατία των τζιχαντιστών είναι υπαρκτή και η αποτελεσματική αντιμετώπισή της απαιτεί εργασία σε πολλά επίπεδα. Ένα λάθος που γίνεται συχνά, ωστόσο, είναι να εξετάζουμε το φαινόμενο θεωρώντας ως «σημείο μηδέν» τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου.

«Από τον 14ο αιώνα μ.Χ. και μετά, μάλιστα, το βίαιο τζιχάντ χρησιμοποιήθηκε ως όπλο από ομάδες μουσουλμάνων που διεκδίκησαν την εξουσία απέναντι σε μουσουλμάνους ηγεμόνες που θεώρησαν διεφθαρμένους».

Στην πραγματικότητα, όπως εξηγούμε και στο βιβλίο μας Ισλαμισμός και Ισλαμοφοβία, η βίαιη έκφανση του τζιχάντ –καθώς υπάρχουν πολλές μορφές τζιχάντ με πιο σημαντική ανάμεσά τους, ίσως, τον αγώνα του πιστού για αποφυγή των πειρασμών, καθώς και για εσωτερίκευση και πρακτική εφαρμογή στην καθημερινότητά του, του θείου λόγου (τζιχάντ αλ-ναφς) - εμφανίστηκε πολύ νωρίς μετά την εμφάνιση του Ισλάμ και είχε ως σκοπό την προστασία της πίστης, την ακεραιότητα των Ισλαμικών εδαφών απέναντι σε εξωτερικούς εχθρούς, αλλά και τη διάδοση της μουσουλμανικής θρησκείας στον υπόλοιπο κόσμο. Από τον 14ο αιώνα μ.Χ. και μετά, μάλιστα, το βίαιο τζιχάντ χρησιμοποιήθηκε ως όπλο από ομάδες μουσουλμάνων που διεκδίκησαν την εξουσία απέναντι σε μουσουλμάνους ηγεμόνες που θεώρησαν διεφθαρμένους. Από αυτή την μακρινή παράδοση αντλούν σήμερα οι τζιχαντιστές για να βάλλουν εναντίον εξωτερικών και εσωτερικών εχθρών, όπως τους προσδιορίζουν βέβαια οι ίδιοι, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι όλοι οι μουσουλμάνοι συμφωνούν μαζί τους.

Πέρα από αυτό, για να κατανοήσουμε καλύτερα, την εξέλιξη της σημερινής τζιχαντιστικής τρομοκρατίας στη γειτονιά μας, θα πρέπει να σταθούμε στις πολιτικές εξελίξεις που διαδραματίστηκαν στη Μέση Ανατολή από τη δεκαετία του 1950 μέχρι σήμερα. Η ανεξαρτησία των Αραβικών κρατών, μεταπολεμικά, συνοδεύτηκε από προσδοκίες για οικονομική και κοινωνική πρόοδο μέσα από την εφαρμογή μοντέλων που βασίστηκαν σε κοσμικές ιδεολογίες και όχι τη θρησκεία.

Η διαιώνιση ωστόσο στην εξουσία αυταρχικών καθεστώτων, η δημιουργία παρασιτικών ελίτ και τελικά η αποτυχία των Αραβικών κυβερνήσεων να παρέξουν λύσεις για τα καυτά προβλήματα των κοινωνιών (βελτίωση βιοτικού επιπέδου, καταπολέμηση της ανεργίας, λύση στο πρόβλημα της Παλαιστίνης) έδωσαν έρεισμα για την ανάδειξη αντιπολιτευτικών φωνών που στηρίχτηκαν πάνω σε Ισλαμιστικές ιδεολογίες.

Από αυτές ξεπήδησαν και οι σύγχρονες τζιχαντιστικές ομάδες που πέρασαν από την ισλαμιστική ρητορική για αλλαγή της πολιτείας και της κοινωνίας προς το ισλαμικότερο μέσω της Ισλαμικής προετοιμασίας της κοινωνίας, στην ενεργή δράση για την κατάληψη της εξουσίας με τη βία (τζιχάντ) και την εφαρμογή της Σαρία (Ισλαμικού Νόμου) από πάνω προς τα κάτω (βλ. τζιχαντιστικές οργανώσεις στην Αίγυπτο δεκαετίες 1970-2000, Αλγερία 1990-2000 κλπ).

Πρέπει, όμως, να τονίσουμε ότι αυτό συνέβη παράλληλα με δύο άλλες σημαντικές εξελίξεις. Πρώτον, την ίδια περίοδο η Σαουδική Αραβία στήριξε τους Ισλαμιστές απέναντι στην ιδεολογία του Παναραβισμού και του Μπααθισμού που απειλούσαν την ίδια την υπόσταση της μοναρχίας. Η πολιτική αυτή ενισχύθηκε ιδιαίτερα από το 1979 και μετά, οπότε και η Σαουδική Αραβία ξεκίνησε τη συστηματική διάδοση εκτός συνόρων της, της άκρως συντηρητικής εκδοχής του Ισλάμ, του Ουαχαμπισμού, ο οποίος μοιράζεται πολλά κοινά στοιχεία με τον Σαλαφισμό των τζιχαντιστών.

Βέβαια, στόχος της Σαουδικής Αραβίας δεν ήταν η ενίσχυση του τζιχαντισμού παγκοσμίως, αλλά η αναχαίτιση της πολιτικής «εξαγωγής της Ιρανικής (σιιτικής) επανάστασης» που μόλις είχε υιοθετήσει η θεοκρατική κυβέρνηση του Χομεϊνί στη γειτονική χώρα. Οι Σαουδάραβες, θεωρώντας την αλλαγή καθεστώτος στο Ιράν ως μία από τις σημαντικότερες στρατηγικές απειλές για το βασίλειο, στήριξαν ηθικά και υλικά τους Σουνίτες Ισλαμιστές στις χώρες του μουσουλμανικού κόσμου, αλλά και στις κοινότητες της μουσουλμανικής διασποράς στις χώρες της Δύσης. Έτσι, σταδιακά αρχίζει να διαφαίνεται από τότε μια στροφή προς το άκρως συντηρητικό Ισλάμ.

«Οι Μουτζαχιντίν του Αφγανιστάν μπορεί να έλαβαν τη στήριξη των ΗΠΑ, της Σ. Αραβίας και του Πακιστάν, ωστόσο, ποτέ δεν αναγνώρισαν ότι η νίκη τους απέναντι στους Σοβιετικούς οφειλόταν σε αυτή».

Δεύτερον, η εισβολή των Σοβιετικών στο Αφγανιστάν την ίδια περίοδο, δημιούργησε ένα κίνημα Ισλαμιστικής αντίστασης, στο οποίο, πλην των Αφγανών, συμμετείχαν μαχητές (Μουτζαχιντίν) από τον υπόλοιπο μουσουλμανικό κόσμο και κυρίως από τις Αραβικές χώρες, ανάμεσά τους άτομα ή ομάδες της βίαιης τζιχαντιστικής αντιπολίτευσης στις χώρες καταγωγής τους (π.χ. η Αιγυπτιακή Ισλαμική Τζιχάντ υπό τον Άιμαν αλ-Ζαουάχιρι). Οι Μουτζαχιντίν του Αφγανιστάν μπορεί να έλαβαν τη στήριξη των ΗΠΑ, της Σ. Αραβίας και του Πακιστάν, ωστόσο, ποτέ δεν αναγνώρισαν ότι η νίκη τους απέναντι στους Σοβιετικούς οφειλόταν σε αυτή τη στήριξη (Ο Μπιν Λάντεν είχε αρνηθεί επανειλημμένα ότι είχε επαφές ή ότι δέχτηκε βοήθεια από τις ΗΠΑ. Άλλωστε, η ίδια η Αμερικανική κυβέρνηση φρόντιζε η στρατιωτική και η οικονομική βοήθεια να δίνεται κεκαλυμμένα στους Μουτζαχιντίν, μέσω Πακιστάν και Σ. Αραβίας). Αντίθετα, πάντοτε υποστήριζαν ότι ήταν η πίστη στο Θεό και η επιστροφή στο Σαλαφιστικό Ισλάμ (Ισλάμ του Προφήτη και των Συντρόφων του) που τους έδωσε τη δυνατότητα να νικήσουν την υπερδύναμη της εποχής.

Κάπου εκεί, στα τέλη της δεκαετίας του 1980, η Δύση σταμάτησε να παρακολουθεί την εξέλιξη του τζιχαντιστικού κινήματος για να στρέψει την προσοχή της σε αυτό από το 2001 και μετά. Για τους Μουτζαχιντίν, ωστόσο, η ιστορία δεν τελείωσε με το τέλος του πολέμου του Αφγανιστάν. Οι ίδιοι συνέχισαν να διεξάγουν το τζιχάντ τους τόσο σε τοπικά ή εθνικά μέτωπα (Αίγυπτος, Αλγερία, Λιβύη, Βοσνία κλπ) όσο και κατά την ηγεμονικής πλέον Αμερικής, την οποία θεώρησαν υπεύθυνη για τη στήριξη των αυταρχικών καθεστώτων και για πολιτικές που εναντιώνονται στο Ισλάμ, γενικότερα. Έτσι, η πρώτη επίθεση στο World Trade Center (1993), η διπλή επίθεση σε Κένυα και Τανζανία (1998) και η επίθεση στο Αμερικανικό USS Cole (2000), δείχνουν ότι οι Μουτζαχιντίν βρίσκονταν σε πόλεμο με την Αμερική πριν από το 2001.

«Ο διευθυντής της Europol δίνει την εκτίμηση ότι περίπου 5000 Ευρωπαίοι πολίτες έχουν ενταχθεί σε τζιχαντιστικές δομές σε εμπόλεμες ζώνες».

Τώρα, για να επανέλθουμε στο βασικό ερώτημα, η επέμβαση στο Ιράκ (2003), αλλά και τα πρόσφατα γεγονότα της Αραβικής Άνοιξης (2011) αποσταθεροποίησαν τις χώρες της περιοχής, αφού εκδίωξαν αυταρχικά καθεστώτα που βρίσκονταν για δεκαετίες στην εξουσία και ενδυνάμωσαν την αντιπολίτευση, η οποία είχε ήδη δομηθεί, όπως είπαμε, γύρω από την Ισλαμιστική ιδεολογία.

Μέσα από αυτή την κατάσταση ωφελήθηκαν σε πολύ μεγάλο βαθμό οι Μουτζαχιντίν ή όπως τους ονομάζουμε σήμερα, τζιχαντιστές, οι οποίοι προτάσουν τη βία ως μέσο για την αλλαγή των κοινωνιών τους προς το Ισλαμικότερο. Φυσικά, πέρα από το ιδεολογικό περιτύλιγμα, δε θα πρέπει να ξεγελιώμαστε. Ο αγώνας αφορά πάντα τη νομή της πολιτικής εξουσίας. Την ίδια στιγμή, όμως, δε θα πρέπει να θεωρούμε, επίσης, ότι η επιλογή για τη Μέση Ανατολή είναι είτε αυταρχικά καθεστώτα είτε τζιχαντιστές στην εξουσία. Έχουμε και το παράδειγμα της Τυνησίας, όπου παρά τα προβλήματα, οι δημοκρατικές διαδικασίες έχουν οδηγήσει σε σχηματισμό κυβέρνησης εκλεγμένης από το λαό. Άρα, ναι μεν παρατηρείται αύξηση της τιζιχαντιστικής δραστηριότητας, αλλά αυτό δε συνδέεται απευθείας με τον «Πόλεμο κατά της Τρομοκρατίας» που ξεκίνησαν το 2001 οι ΗΠΑ. Η εικόνα είναι πιο σύνθετη και για να την κατανοήσουμε θα πρέπει να πάμε πολύ πιο πίσω χρονικά (όπως κάνουμε στο βιβλίο μας).

«Οι πρώτοι μετανάστες είχαν φτάσει στην Ευρώπη, αναζητώντας εργασία, ελευθερία από την καταπίεση και καλύτερες συνθήκες διαβίωσης. Τα παιδιά τους, ωστόσο, σε ένα μεγάλο βαθμό αντιμετωπίζουν θέματα ταυτότητας».

Η βία των τζιχαντιστών δεν πλήττει μόνο τις μουσουλμανικές κοινωνίες, αλλά και την ίδια την Ευρώπη. Οι επιθέσεις φαίνεται να πυκνώνουν, ενώ συλλήψεις τζιχαντιστικών πυρήνων γίνονται σε όλες σχεδόν τις χώρες της δυτικής Ευρώπης. Την ίδια στιγμή, ο διευθυντής της Europol δίνει την εκτίμηση ότι περίπου 5000 Ευρωπαίοι πολίτες έχουν ενταχθεί σε τζιχαντιστικές δομές σε εμπόλεμες ζώνες, ενώ κάποιοι από αυτούς έχουν επιστρέψει και πραγματοποιούν επιθέσεις στην Ευρώπη ή δημιουργούν πυρήνες στρατολόγησης και λογιστικής υποστήριξης. Πόσο μεγάλη είναι η απειλή για την Ευρώπη και πως μπορεί να αντιμετωπιστεί;

Στο βιβλίο μας αναφερόμαστε με λεπτομέρεια στο πως η Ισλαμιστική αντιπολίτευση των μουσουλμανικών χωρών πέρασε μεταπολεμικά μέσω της μετανάστευσης στη Δυτική Ευρώπη. Επίσης, πιο πάνω εξηγήσαμε πως από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 και μετά παρατηρήθηκε παγκοσμίως η στροφή προς την πιο συντηρητική τάση του Ισλάμ. Το γεγονός αυτό συνέπεσε με την ενηλικίωση της δεύτερης γενιάς των μεταναστών. Οι πρώτοι μετανάστες είχαν φτάσει στην Ευρώπη, αναζητώντας εργασία, ελευθερία από την καταπίεση και καλύτερες συνθήκες διαβίωσης. Τα παιδιά τους, ωστόσο, σε ένα μεγάλο βαθμό αντιμετωπίζουν θέματα ταυτότητας, μεγαλώνοντας ως μουσουλμάνοι σε μη μουσουλμανικές κοινωνίες. Όταν αυτό συνδυάζεται με την περιθωριοποίησή τους, τη μη παροχή ίσων ευκαιριών σε εκπαίδευση και εργασία, την απογοήτευσή τους από τον σύγχρονο υλιστικό τρόπο ζωής, την αποστασιοποίησή τους από κοσμικές ιδεολογίες, μπορεί να τους οδηγήσει πιο κοντά στη θρησκεία. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι με αυτό τον τρόπο γίνονται αυτόματα τζιχαντιστές. Η ριζοσπαστικοποίηση είναι μια χρονοβόρα διαδικασία και περνάει μέσα από διάφορα επίπεδα.

«Για όσους τελικά καταλήγουν να υιοθετήσουν την ιδεολογία των τζιχαντιστών, η προάσπιση των «Ισλαμικών εδαφών» αποτελεί συλλογικό (αν και όχι ατομικό) καθήκον για τους μουσουλμάνους».

Για να την κατανοήσουμε θα πρέπει να εξετάσουμε τους δομικούς παράγοντες, τη νοηματική πλαισίωση της ιδεολογίας και τα ατομικά κίνητρα του ριζοσπαστικοποιημένου ατόμου, αλλά αυτό δεν είναι επί του παρόντος (θα το αναλύσουμε με άλλη ευκαιρία). Αυτό που έχει σημασία να κατανοήσουμε, είναι ότι για αρκετούς μουσουλμάνους της Ευρώπης, αλλά και Ευρωπαίους προσύλητους, το Ισλάμ νοηματοδοτεί την ανθρώπινη ύπαρξη πάνω στη γη, παρέχει συγκεκριμένους κανόνες για το πως αυτή πρέπει να διεξάγεται, δίνει ταυτότητα και το στοιχείο του «ανήκειν» σε μια κοινότητα και κατά αυτό τον τρόπο αποτελεί ένα εναλλακτικό μοντέλο, στην ατομικοποίηση και τον υλισμό που προωθεί το σύγχρονο μοντέλο του νεοφιλελευθερισμού.

Τώρα, για όσους τελικά καταλήγουν να υιοθετήσουν την ιδεολογία των τζιχαντιστών, η προάσπιση των «Ισλαμικών εδαφών» αποτελεί συλλογικό (αν και όχι ατομικό) καθήκον για τους μουσουλμάνους και για το λόγο αυτό είναι υποχρεωμένοι να συμμετάσχουν στο τζιχάντ αν αυτό δε μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο από τους αυτόχθονες μουσουλμάνους που ζουνε στα εδάφη τα οποία έχουν δεχθεί την επίθεση (ή κυβερνώνται από «διεφθαρμένους» κοσμικούς μουσουλμάνους). Έτσι πήγαν οι Μουτζαχιντίν που προαναφέραμε στο Αφγανιστάν τη δεκαετία του 1980, μετά στη Βοσνία, και πιο πρόσφατα σε Αφγανιστάν (ξανά), σε Ιράκ, Σομαλία και τώρα στη Συρία. Ωστόσο, στη Συρία παρατηρείται η συρροή ενός εξαιρετικά μεγάλου αριθμού «ξένων μαχητών» που δεν είχε παρατηρηθεί σε άλλα μέτωπα. Πέρα από τους περίπου 5000 Ευρωπαίους, έχουν ενταχθεί στο πλευρό των τζιχαντιστών και περίπου 15.000 άλλοι «ξένοι μαχητές» διαφόρων εθνικοτήτων, από χώρες της Μέσης Ανατολής, της Νοτιο-ανατολικής Ασίας, τον Καύκασο κλπ. Αυτό οφείλεται σε διάφορους παράγοντες, όπως για παράδειγμα το γεγονός ότι η πρόσβαση στη Συρία φαίνεται να είναι πιο εύκολη σε σχέση με τα άλλα μέτωπα, η μάχη γίνεται στην καρδιά του Ισλάμ, εκεί όπου αναπτύχθηκε η πρώτη μεγάλη Ισλαμική δυναστεία μετά το θάνατο του Μωάμεθ, η μάχη δίνεται απέναντι σε ένα Σιιτικό καθεστώς κ.α.

Όμως, πέρα και πάνω από όλα αυτά, εκείνο που συνετέλεσε στην αύξηση της εισροής «ξένων μαχητών» στην περιοχή ήταν η ανακήρυξη του Ισλαμικού κράτους από την οργάνωση «Ισλαμικό Κράτος στη Συρία και το Ιράκ» τον περασμένο χρόνο. Σε αντίθεση με την Αλ Κάιντα, το Ισλαμικό Κράτος εφάρμοσε δύο πολύ έξυπνες, όπως αποδείχτηκε, στρατηγικές. Πρώτον, προχώρησε σε μια άκρως επιθετική προπαγάνδα και στρατολόγηση νέων μελών μέσα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και κυρίως το twitter, εγκαταλείποντας, τη μέχρι τότε τακτική άλλων τζιχαντιστικών οργανώσεων να προωθούν την προπαγάνδα τους μέσω ιστοσελίδων το περιεχόμενο των οποίων ελέγχονταν πλήρως από ορισμένα άτομα (administrators). Έτσι, οι μαχητές του Ισλαμικού Κράτους, είχαν τη δυνατότητα να «ανεβάζουν» σε πραγματικό χρόνο, εικόνες και βίντεο από επιθέσεις, ανακοινώσεις της οργάνωσης, προπαγανδιστικά μηνύματα και να συνομιλούν με ομοϊδεάτες ή με μουσουλμάνους που επιθυμούσαν να μεταβούν στη Συρία και να ενταχθούν στις τάξεις τους, απαντώτας τους σε πρακτικά ερωτήματα για το πως μπορεί να γίνει αυτό. Δεύτερον, η ανάρτηση αποτροπιαστικών σκηνών αποκεφαλισμού ομήρων και μαζικών εκτελέσεων, σε συνδυασμό με την ανακήρυξη του Ισλαμικού Κράτους, δημιούργησε την εικόνα μιας αδίστακτης, αλλά ταυτόχρονα νικηφόρας οργάνωσης, προσελκύοντας μέλη από άλλες ενεργές τζιχαντιστικές οργανώσεις στη Συρία (π.χ. Μέτωπο Αλ-Νούσρα) και στρέφοντας προς τις τάξεις του τη μεγάλη πλειοψηφία των ξένων μαχητών που ήθελαν να λάβουν μέρος στη μάχη.

Επιπλέον, πρέπει να τονιστεί, ότι η ίδρυση του Ισλαμικού Κράτους, πέρα από το συμβολισμό που παράγει, έχει και μια εξαιρετικά σημαντική πρακτική αξία, καθώς οι μουσουλμάνοι είναι υποχρεωμένοι να διαβιούν σε μουσουλμανικά εδάφη, υπό Ισλαμική διοίκηση, όταν υπάρχει αυτή η επιλογή. Έτσι, για πολλούς, αυτή είναι η πρώτη φορά μετά την κατάργηση του Χαλιφάτου (1924), όπου δημιουργείται ένα Ισλαμικό Κράτος. Η Αλ Κάιντα μέχρι τώρα ήταν επιφυλακτική στο να ανακοινώσει τη δημιουργία Ισλαμικού Κράτους.

Ο κίνδυνος από αυτές τις εξελίξεις είναι υπαρκτός και ήδη έχει γίνει ορατός για την Ευρώπη. Οι εξτρεμιστικές απόψεις των τζιχαντιστικών οργανώσεων φαίνεται ότι έχουν δημιουργήσει έρεισμα στις μουσουλμανικές κοινότητες της Ευρώπης, με αρκετούς Ευρωπαίους πολίτες να ασπάζονται το βίαιο τζιχάντ. Η αντιμετώπιση του φαινομένου πρέπει να είναι πολυεπίπεδη. Πέρα από τα μέτρα ασφάλειας που πρέπει να συνεχίσουμε να λαμβάνουμε, θα πρέπει να δουλέψουμε, ανάμεσα σε άλλα, στο κοινωνικό και το επικοινωνιακό πεδίο.

«Όταν οι μουσουλμάνοι ισχυρίζονται ότι στις ευρωπαϊκές κοινωνίες ζουν ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας –πράγμα που δεν ισχύει για το σύνολό τους - αυτό δε μπορεί να οφείλεται στη δομή του δημοκρατικού συστήματος και του κράτους δικαίου, αλλά στο πως αυτό εφαρμόζεται».

Πρώτα, πρέπει να κατανοήσουμε ότι οι μουσουλμάνοι δεν είναι οιωνεί τζιχαντιστές και δεν απειλούν την ασφάλειά μας. Οι ανησυχίες της πλειονότητας των μουσουλμάνων είναι ίδιες με αυτές των υπολοίπων πολιτών και αφορούν την εργασία, την εκπαίδευση, τη μόρφωσή τους κλπ. Όταν αντιμετωπίζονται ισότιμα σε μια κοινωνία και τους παρέχονται τα δικαιώματά τους, περιορίζεται ο κίνδυνος να καταφύγουν σε εξτρεμιστικές ιδέες και πράξεις. Από την άλλη, θα πρέπει να εξηγηθεί καλύτερα σε όλους γιατί η δημοκρατία και το κράτος δικαίου και όχι το Ισλαμικό ή οποιοδήποτε άλλο θρησκευτικό μοντέλο είναι αυτό που διασφαλίζει την ίση μεταχείριση, την ισονομία και την ισοπολιτεία όλων των μελών της κοινωνίας. Αυτό το εξηγούμε πολύ αναλυτικά στο βιβλίο μας. Το Ισλάμ κατοχυρώνει μια μεγάλη διάκριση στη βάση της θρησκευτικής ταυτότητας των πολιτών. Έτσι, υπάρχουν δύο κατηγορίες πολιτών, οι μουσουλμάνοι, με περισσότερα δικαιώματα, και οι μη μουσουλμάνοι. Επίσης, σημαντική είναι η διάκριση ανάμεσα στα δύο φύλα, στο κληρονομικό και το οικογενειακό δίκαιο κλπ. Άρα το πρόβλημα εκεί είναι δομικό. Εφόσον, οι πηγές του Ισλαμικού δικαίου (Κοράνι, Παράδοση του Προφήτη) παραμένουν εσαεί αμετάβλητες, δεν επιτρέπονται αλλαγές σε αυτά τα πεδία. Αντίθετα, το κράτος δικαίου κατοχυρώνει την ουδετερότητα του νόμου απέναντι στον πολίτη, ανεξαρτήτως φύλου, θρησκείας, πολιτικών προτιμήσεων κλπ.

Όταν οι μουσουλμάνοι ισχυρίζονται ότι στις ευρωπαϊκές κοινωνίες ζουν ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας –πράγμα που δεν ισχύει για το σύνολό τους - αυτό δε μπορεί να οφείλεται στη δομή του δημοκρατικού συστήματος και του κράτους δικαίου, αλλά στο πως αυτό εφαρμόζεται και στο πως επιδρούν πάνω του οι κοινωνικές σχέσεις. Εν ολίγοις, οι Ευρωπαίοι πρέπει να μιλήσουν πιο ανοιχτά για τις δημοκρατικές αξίες και να εξηγήσουν με ακρίβεια και λεπτομέρεια γιατί αυτές είναι ο μόνος θεματοφύλακας των δικαιωμάτων όλων των πολιτών.

Έπειτα, σε επικοινωνιακό επίπεδο, θα πρέπει να γίνει μια ουσιαστική προσπάθεια για την αποδόμηση του «αφηγήματος» (narrative) των τζιχαντιστών. Η προπαγάνδα των τζιχαντιστών είναι ελκυστική στους μουσουλμάνους γιατί έχουν καταφέρει να συνδέουν κάθε πράξη τους, όσο βάρβαρη κι αν είναι, με ιδέες που βρίσκουν απήχηση στη συνείδηση των μουσουλμάνων ότι, δηλαδή, ο δυτικός κόσμος προσπάθησε από πολύ παλιά να εξαλείψει το Ισλάμ (Σταυροφορίες) και ότι αυτό συνεχίζεται μέχρι σήμερα με τη διαρκή παρεμβατικότητα της Δύσης στις Ισλαμικές υποθέσεις. Έτσι, οι τζιχαντιστές παρουσιάζονται ως οι μόνοι υπερασπιστές της πίστης σε αντιδιαστολή με τους κοσμικούς ηγέτες που φαίνονται υποχείρια των ξένων δυνάμεων.

Στην πραγματικότητα, όμως, αυτού του είδους η προπαγάνδα συμπυκνώνει δεκατέσσερις αιώνες μιας πολύπλοκης και πολυεπίπεδης σχέσης των πληθυσμών της Ασίας και της Αφρικής με εκείνους της Ευρώπης, που σίγουρα δε χαρακτηρίζεται μόνο ή κυρίως από την επιθετικότητα των τελευταίων προς τους πρώτους. Άλλωστε, ακόμη και στην πρόσφατη ιστορία, σε αρκετές περιπτώσεις οι «δυτικές δυνάμεις» στάθηκαν στο πλευρό των μουσουλμανικών πλυθησμών (Βοσνία, Κόσοβο, Λιβύη) αποτρέποντας την εξόντωσή τους και διαφυλάσσοντας τα δικαιώματά τους, χωρίς προφανές αντάλλαγμα. Επιπλέον, ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζονται οι πράξεις των τζιχαντιστών στα ΜΜΕ, μάλλον ενισχύει την προπαγάνδα τους.

Για παράδειγμα μιλάμε για τη δημιουργία του Ισλαμικού Κράτους, τους ξένους μαχητές που συρρέουν στην περιοχή και τους κινδύνους που απορρέουν από αυτή την εξέλιξη. Αυτό δε φαίνεται να αποτρέπει κάποιους από το να ριζοσπαστικοποιηθούν. Κανονικά, θα έπρεπε να δώσουμε έμφαση στο δράμα που περνάνε οι Σύριοι πολίτες, που βλέπουν ξένους μαχητές από το Βέλγιο, την Τυνησία, τη Μαλαισία και τον Καύκασο, να μπαίνουν στα σπίτια τους, να σκοτώνουν αμάχους μουσουλμάνους που διαφωνούν μαζί τους ή δεν εντάσσονται στις τάξεις τους, και επιβάλλουν εξευτελιστικές ποινές πάνω στο ντόπιο πληθυσμό. Αυτό είναι άραγε το τζιχάντ στο οποίο θέλουν να συμμετάσχουν οι Ευρωπαίοι «ξένοι μαχητές»; Αυτό είναι η υπεράσπιση των Ισλαμικών εδαφών και του Ισλάμ; Μήπως τελικά κάποιοι μεταβαίνουν εκεί για να εκπληρώσουν τις ανείπωτες επιθυμίες τους μέσα σε ένα καθεστώς όπου κυριαρχεί ο νόμος του ισχυρού;

Όλα τα παραπάνω αφορούν φυσικά και την Ελλάδα. Για την κατάσταση που επικρατεί αναφερόμαστε με αρκετή λεπτομέρεια και στο βιβλίο μας. Επισημαίνονται ωστόσο κάποια σημεία που κατά την αποψή μας αξίζει να τονιστούν.

«Στην Ελλάδα υπάρχουν δύο βασικές κατηγορίες μουσουλμάνων, με μια τρίτη να βρίσκεται εν τη γενέσει της».

Όταν συγκρίνουμε την παρουσία των μουσουλμάνων στην Ελλάδα, με αυτή στις υπόλοιπες χώρες της δυτικής Ευρώπης, πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι στην Ελλάδα υπάρχουν δύο βασικές κατηγορίες μουσουλμάνων, με μια τρίτη να βρίσκεται εν τη γενέσει της. Η μία αφορά τους μουσουλμάνους στο θρήσκευμα Έλληνες πολίτες της Θράκης, η αδιάκοπη και απρόσκοπτη παρουσία των οποίων στον συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο χαρακτηρίζεται από μια ιστορική συνέχεια επτά περίπου αιώνων, και η δεύτερη κατηγορία αφορά τους μουσουλμάνους μετανάστες που έχουν εγκατασταθεί στην Ελλάδα από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, κυρίως όμως τα τελευταία είκοσι χρόνια, όταν και παρατηρήθηκε σημαντική αύξηση του όγκου εισροής τους. Σε αυτές, τις δύο κατηγορίες θα πρέπει να προστεθεί και μια τρίτη, εκείνη των Ελλήνων προσήλυτων στο Ισλάμ, οι οποίοι έχουν κάνει την εμφάνισή τους κατά την τελευταία δεκαετία, έχοντας έρθει σε επαφή με την νέα θρησκεία τους είτε στο εξωτερικό, είτε στην Ελλάδα.

Η σχετική καθυστέρηση της εμφάνισης του μεταναστευτικού φαινομένου στην Ελλάδα, εξηγείται, κυρίως, από το γεγονός ότι η οικονομική ανάπτυξη της χώρας συντελέστηκε μεταπολεμικά με βραδύτερους ρυθμούς έναντι άλλων Ευρωπαϊκών χωρών, όπως η Γερμανία, η Γαλλία, το Ην. Βασίλειο, κ.α., που αποτέλεσαν εκείνη την περίοδο προτιμώμενους προορισμούς των οικονομικών μεταναστών. Έτσι, για πολλές δεκαετίες, η Ελλάδα ήταν γνωστή ως χώρα «εξαγωγής» και όχι «εισαγωγής» μεταναστών.

Η ελληνική πολιτεία δεν έχει εργαστεί με συστηματικό τρόπο για να κεφαλαιοποιήσει πάνω στην εμπειρία των χωρών της Δυτικής Ευρώπης. Για παράδειγμα, δεν υπάρχει θεσμοθετημένος διάλογος με τις κοινότητες των μουσουλμάνων μεταναστών. Κάποια άτομα έχουν καταφέρει να αυτο-αναδειχτούν σε συνομιλητές των επίσημων ελληνικών φορέων, προβάλλοντας τους εαυτούς τους ως τους εκπροσώπους των κοινοτήτων των μουσουλμάνων μεταναστών. Η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική. Το ελληνικό κράτος δεν έψαξε να βρει ποια μπορεί να είναι πραγματικά η αντιπροσώπευση των μουσουλμάνων μεταναστών, απλά δέχτηκε τα άτομα αυτά τα οποία αυτο-επιβλήθηκαν.

«Η σχετική καθυστέρηση της εμφάνισης του μεταναστευτικού φαινομένου στην Ελλάδα, εξηγείται, κυρίως, από το γεγονός ότι η οικονομική ανάπτυξη της χώρας συντελέστηκε μεταπολεμικά με βραδύτερους ρυθμούς έναντι άλλων Ευρωπαϊκών χωρών».

Τα θέματα επιπολιτισμού (ένταξης) των μουσουλμάνων που απασχόλησαν τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης κατά τις προηγούμενες δεκαετίες, τώρα αρχίζουν να εμφανίζονται και στην Ελλάδα, με την ενηλικίωση της δεύτερης γενιάς μεταναστών. Επίσης, δεν υπάρχουν ξεκάθαρες πολιτικές ένταξης. Η ρύθμιση της μετανάστευσης αποτελεί βασικό πυλώνα και προϋπόθεση για την εφαρμογή των πολιτικών ένταξης των μεταναστών. Στο ίδιο πλαίσιο, περιλαμβάνεται η αποτελεσματική καταπολέμηση της λαθρομετανάστευσης, ο προσδιορισμός του αριθμού των μεταναστών που μπορεί να δεχτεί η χώρα, ο καθορισμός των τομέων απασχόλησης στους οποίους μπορούν να κατευθυνθούν οι νόμιμοι μετανάστες, κ.λ.π. Σε αντίθετη, περίπτωση, η ανεξέλεγκτη και χωρίς προγραμματισμό είσοδος των μεταναστών έχει αντίκτυπο στις συνθήκες διαβίωσης τόσο των πολιτών, όσο και των μεταναστών και συνήθως επηρεάζει την κοινωνική συνοχή της κοινωνίας υποδοχής. Επιπροσθέτως δε, η παράνομη μετανάστευση σχετίζεται άμεσα με θέματα ασφάλειας σε εθνικό και σε διεθνές επίπεδο.

Οι μουσουλμάνοι μετανάστες στην Ελλάδα, διαμαρτύρονται για διακρίσεις σε βάρος τους εκ μέρους της Πολιτείας, σχετικά με τις προϋποθέσεις για την εκπλήρωση των λατρευτικών τους αναγκών, και την ξενοφοβική στάση που επιδεικνύουν απέναντί τους ορισμένα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας, ενισχύοντας με τον τρόπο αυτό τον κοινωνικό αποκλεισμό τους. Η υλοποίηση του βασικού αιτήματος τους για την κατασκευή ενός επίσημου τεμένους, αλλά και μουσουλμανικών νεκροταφείων, πρέπει να γίνει απόλύτως σεβαστό και κατανοητό από όλους.

Επιπλέον, ήδη υπάρχουν δημοσιεύματα ότι μουσουλμάνοι Έλληνες πολίτες έχουν μεταβεί στη Συρία ή ότι από τη χώρα έχουν διέλθει και έχουν διαμείνει «ξένοι μαχητές». Η διέλευση και παραμονή στο ελληνικό έδαφος ατόμων με τζιχαντιστική δράση ενέχει τον κίνδυνο της μετάγγισης της σαλαφιστικής τζιχαντιστικής ιδεολογίας σε μέλη των κοινοτήτων των μουσουλμάνων μεταναστών. Ας μην ξεχνάμε ότι ο σαλαφιστικός τζιχαντισμός ή νέο-σαλαφισμός, βρίσκει απήχηση κυρίως σε εκείνους τους μουσουλμάνους που πιστεύουν ότι η χρήση βίας είναι θεμιτή για να δοθεί μια απάντηση σε όσους είναι «υπεύθυνοι» για τα δεινά στα οποία υπόκεινται οι μουσουλμάνοι από την προσλαμβανόμενη ως εχθρική απέναντι στο Ισλάμ, πολιτική της Δύσης. Η ίδια στάση, της βίαιης απάντησης, μπορεί να δικαιολογηθεί από τους οπαδούς του νέο-σαλαφισμού και απέναντι στις κοινωνίες υποδοχής, οι οποίες κατά την άποψή τους καταπιέζουν τους μουσουλμάνους, επιβάλλοντας διακρίσεις σε βάρος τους ή απαγορεύοντας τους να ασκήσουν τα δικαιώματά τους.

Μέχρι σήμερα, οι ελληνικές κυβερνήσεις θέλησαν να περνάνε την εικόνα ότι η Ελλάδα δεν έχει το παραμικρό πρόβλημα με Ισλαμιστικά εξτρεμιστικά στοιχεία. Αυτό δεν είναι μια ρεαλιστική προσέγγιση. Η στάση αυτή, επηρεάζει επιχειρησιακά και τις αρμόδιες υπηρεσίες, αφού κατευθύνει την προσοχή τους σε άλλα θέματα (π.χ. εσωτερική κατάσταση).

Χρειάζεται να επικεντρωθούμε στο φαινόμενο, απαιτείται καλύτερη εκπαίδευση και κατανόηση του φαινομένου σε βάθος από τους υπαλλήλους της Πολιτείας που ασχολούνται με το θέμα αυτό, και επίσης χρειάζεται βελτίωση της συνεργασίας μεταξύ των αρχών στο εσωτερικό και το εξωτερικό.

«Μέχρι σήμερα, οι ελληνικές κυβερνήσεις θέλησαν να περνάνε την εικόνα ότι η Ελλάδα δεν έχει το παραμικρό πρόβλημα με Ισλαμιστικά εξτρεμιστικά στοιχεία. Αυτό δεν είναι μια ρεαλιστική προσέγγιση».

Γίνεται κατανοητό ότι στο προσεχές μέλλον, με την αύξηση του μουσουλμανικού πληθυσμού της Ελλάδας και την πλήρη ανάπτυξη της δεύτερης και της τρίτης γενιάς των μουσουλμάνων μεταναστών, στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν θα προστεθούν κι άλλα, τα οποία το Ελληνικό Κράτος οφείλει από σήμερα κιόλας να αντιληφθεί, ώστε να είναι έτοιμο να τα διαχειριστεί και να δώσει εγκαίρως λύσεις (για παράδειγμα, μελλοντικά αιτήματα για την κατασκευή και άλλων Ισλαμικών τεμενών). Πέρα όμως από τις προσπάθειες που οφείλει να καταβάλλει η ελληνική πολιτεία και η κοινωνία, η ευθύνη για τη δημιουργική ένταξη των μουσουλμάνων στην ελληνική κοινωνία βαρύνει εξίσου τους ίδιους και φυσικά, τους Ισλαμικούς οργανισμούς.

Τέλος, απαιτείται καλύτερος επικοινωνιακός χειρισμός του θέματος (όχι πλήρης αποσιώπηση) και οργανωμένη (θεσμοθετημένη) προσέγγιση των μουσουλμάνων της Ελλάδας.

Ο Φώτης Παπαγεωργίου έχει διατελέσει Υποδιοικητής της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, θέση την οποία ανέλαβε έπειτα από μακρά πορεία σε επιχειρησιακές Υπηρεσίες πρώτης γραμμής της Ελληνικής Αστυνομίας. Είναι κάτοχος τίτλου σπουδών μεταπτυχιακού επιπέδου από το Πανεπιστήμιο St Andrews του Ην. Βασιλείου, με εξειδίκευση σε θέματα Ριζοσπαστικοποίησης και Διεθνούς Τρομοκρατίας.

Ο Αντώνης Σαμούρης είναι διδάκτορας του Τμήματος Μεσογειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αιγαίου, ενώ έχει πραγματοποιήσει μεταπτυχιακές σπουδές σε Ιορδανία και Ην. Βασίλειο, με εξειδίκευση σε θέματα Πολιτικής και Ασφάλειας στην Μέση Ανατολή. Παράλληλα, έχει υπηρετήσει σε επιχειρησιακές και επιτελικές θέσεις της Ελληνικής Αστυνομίας, στην Ελλάδα και το εξωτερικό.

Δημοφιλή