Ισμήνη Καπάνταη: Οι πρόγονοί μας ήταν κι εκείνοι άνθρωποι, όπως εμείς, δεν ήταν ημίθεοι

Η βραβευμένη συγγραφέας στη HuffPost με αφορμή το νέο βιβλίο της «Το βρωμερόν ύδωρ της λήθης».

«Άλυτος γρίφος, πράγματι, το πώς προέκυψε ο νεοέληννας. Πώς είναι δυνατόν μια κοινωνία όπως η δική μας, όπου στα μέλη της συγκαταλέγονται τόσα λαμπρά μυαλά, και όχι μόνον, τόσες αξιοθαύμαστες συνειδήσεις, να είναι τελικά μια κοινωνία που στις δύσκολες ώρες αδυνατεί να λειτουργήσει ως σύνολο και τα άτομα που την συναποτελούν στρέφονται ο ένας εναντίον του άλλου. Πώς είναι δυνατόν να μην αντιλαμβάνονται ότι μαχόμενοι τον διπλανό τους μάχονται τελικά τον ίδιο τους τον εαυτό…»

Η βραβευμένη συγγραφέας Ισμήνη Καπάντη απαντά στις ερωτήσεις της HuffPost με αφορμή το νέο βιβλίο της «Το βρωμερόν ύδωρ της λήθης» (εκδόσεις Ίκαρος).

Μιλά για τη μνήμη που «σ᾽ εμάς έγινε βαρίδι ασήκωτο μετά την απελευθέρωση και την δημιουργία του νεοελληνικού κράτους», την ταυτότητα και την Ιστορία που γράφεται από τους νικητές -επικαλούμενη εν προκειμένω τον Θουκυδίδη-, ενώ παροτρύνει τους νέους να αναζητήσουν απαντήσεις για την Ελληνική Επανάσταση -και εμμέσως για την έννοια της πατρίδας- διαβάζοντας Σολωμό, Φόσκολο, Κάλβο.

Στο νέο ιστορικό μυθιστόρημα της -λογοτεχνικό είδος που την καθιέρωσε- το οποίο διαδραματίζεται στην Αθήνα, πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια (ενώ έχουν προηγηθεί τα χρόνια του αγώνα ενάντια στον Τούρκο δυνάστη, οι δύο αιματηροί εμφύλιοι, καθώς και διάφορες μικρότερης σημασίας διενέξεις), η συγγραφέας επιχειρεί να απαντήσει στο ερώτημα, πώς τελικά προέκυψε αυτό που είμαστε σήμερα ως έθνος, δηλαδή ο «Νεοέλληνας».

Γεννημένη στην Αθήνα το 1939, παντρεμένη με τον ποιητή και γλύπτη Βάσο Καπάνταη -ο οποίος έφυγε από τη ζωή το 1990- με περισσότερα από δέκα μυθιστορήματα, διηγήματα, μεταφράσεις, αλλά και κείμενα για ντοκιμαντέρ, η Ισμήνη Καπάνταη έχει τιμηθεί με το Βραβείο Χριστιανικών Γραμμάτων (1990) και με το Βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών (1992) για το μυθιστόρημα «Απειρωτάν και Τούρκων».

-Επιλέξατε ως τίτλο του τελευταίου βιβλίου σας μία φράση - δάνειο από την Ελληνική Νομαρχία, κορυφαίο λόγιο έργο του ελληνικού προεπαναστατικού Διαφωτισμού.

Ο τίτλος του βιβλίου μου είναι «Το βρωμερόν ύδωρ της λήθης». Με αυτά τα λόγια, ο Ανώνυμος συγγραφέας της Ελληνικής Νομαρχίας, επικρίνει τους πλούσιους συμπατριώτες του που ζουν στα ξένα επειδή, έχοντας πιει αυτό το βρωμερόν ύδωρ, ξέχασαν την πατρίδα τους. Το κείμενο δημοσιεύθηκε δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια πριν από την επανάσταση, το 1806. Προφανώς διαβάστηκε και επηρέασε, και από τους έλληνες του εξωτερικού δεν ήταν καθόλου λίγοι όσοι προσέτρεξαν στον αγώνα, τόσο κατά την διάρκεια της επανάστασης όσο και αργότερα, στα πρώτα χρόνια της δημιουργίας του νεοελληνικού κράτους. Επειδή λοιπόν οι ήρωές μου κινούνται σ᾽αυτόν τον χωροχρόνο έκανα την συγκεκριμένη επιλογή.

-Τι σημαίνει «μνήμη» και «λήθη» για ένα έθνος στον 21ο αιώνα (στην εποχή της παγκοσμιοποίησης -της ομογενοποίησης- και του διαδικτύου);

Η παγκοσμιοποίηση - ομογενοποίηση, και κυρίως η ηλεκτρονική τεχνολογία, έχουν αναμφισβήτητα επιφέρει τεράστιες αλλαγές στη ζωή των ανθρώπων, σε όλους τους χώρους, και θα έλεγα ότι μία από τις σημαντικότερες εντοπίζεται στην σχέση μας με το παρελθόν. Τι εννοώ; Πώς άραγε αντιμετώπιζε το ιστορικό του παρελθόν ένας άνθρωπος πριν την τεχνολογική επανάσταση; Σε ποιες πηγές κατέφευγε; Τι δυνατότητες επιλογής είχε και πόσο εύκολο ή δύσκολο θα του ήταν να αποδεχθεί ή να αποσιωπήσει; Να επιλέξει αν θα θυμάται ή θα ξεχάσει; Να επιλέξει τι, και ποια η βαρύτητά του; Οι απαντήσεις σε αυτά σήμερα είναι ήδη τελείως διαφορετικές απ᾽ ό,τι ήταν ακόμα και τριάντα χρόνια πριν.

-Γιατί οφείλουμε να τα θυμόμαστε όλα, θα μπορούσε να αναρωτηθεί ένας νέος άνθρωπος;

Όλα δεν είναι δυνατόν να τα θυμόμαστε· πιστεύω ωστόσο ότι αν θέλουμε έδαφος σταθερό κάτω από τα πόδια μας πρέπει να έχουμε το θάρρος να αντικρίζουμε τον εαυτό μας στον καθρέφτη - τόσο το θετικό είδωλό μας όσο και το αρνητικό - και, όσον αφορά το ιστορικό μας παρελθόν, να θυμόμαστε ότι οι πρόγονοί μας ήταν κι εκείνοι άνθρωποι, όπως εμείς, δεν ήταν ημίθεοι· δεν ήταν ημίθεοι, ένας λόγος λοιπόν παραπάνω να τους θαυμάζουμε αφού, μια δεδομένη στιγμή, ξεπέρασαν τις ανθρώπινες αδυναμίες τους και έδρασαν ηρωικά και με σωφροσύνη.

-Παρά τη θεμελιώδη σημασία που έχει η μνήμη στον ορισμό της ταυτότητάς μας, συλλογικής και ατομικής, υπάρχουν κατά τη γνώμη σας στιγμές που γίνεται βαρίδι; Πού δεν μας επιτρέπει να συμφιλιωθούμε με το παρελθόν και να προχωρήσουμε μπροστά;

Έχω την εντύπωση ότι σ᾽ εμάς έγινε βαρίδι ασήκωτο μετά την απελευθέρωση και την δημιουργία του νεοελληνικού κράτους. Σκεφθείτε το: μπείτε στην θέση του νεοέλληνα, του μέχρι χθες υπόδουλου στον Τούρκο· σκεφθείτε πόσο εύκολο θα ήταν να ξυπνήσεις μια μέρα ως κληρονόμος του αρχαιοελληνικού καθώς επίσης και του βυζαντινού πολιτισμού! Λαμπρή κληρονομιά, δεν αντιλέγω, αλλά συγχρόνως βάρος, βάρος ασήκωτο, κατά συνέπειαν, για ευκολία σου, παραμένεις στην επιφάνεια, είσαι ο απόγονος, τόσο του Περικλή όσο και των Βυζαντινών αυτοκρατόρων· από κει και πέρα δεν τα πολυψάχνεις τα πράγματα.

-Το ιστορικό πλαίσιο της αφήγησης: Βρισκόμαστε στην Ελλάδα μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια, συνεπώς μετά το 1831. Ποιοι είναι οι «αυτόχθονες» και ποιοι οι νεοαφιχθέντες ετερόχθονες, οι πλούσιοι ξενόφερτοι, οι «ξένοι» της εποχής;

Σχεδόν όλοι όσοι δεν κατοικούσαν στα εδάφη του νεοϊδρυθέντος κράτους, κωνσταντινουπολίτες, σμυρνιοί, σουλιώτες, μακεδόνες, πλούσιοι ή φτωχοί έλληνες του εξωτερικού (μεταξύ των οποίων υπήρχαν και πάρα πολλοί που είχαν πολεμήσει στον πόλεμο της ανεξαρτησίας) όλοι τους «ετερόχθονες», όλοι τους «ξένοι»· όσο κι αν αυτό φαίνεται παράξενο στις μέρες μας, είναι κατά κάποιον τρόπο κατανοητό για εκείνα τα χρόνια. Στο δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου μου υπάρχει το εξής παράθεμα από διήγηση του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη: «Εἰς τὸν καιρόν μου […] Ἡ κοινωνία τῶν ἀνθρώπων ἦτον μικρή […] Εὐρίσκοντο ἄνθρωποι ὅπου δὲν ἐγνώριζαν ἄλλο χωριὸ μακρυὰ μιὰν ὥρα ἀπὸ τὸ ἐδικό τους …» Αν τώρα στα λόγια του εμείς συνυπολογίσουμε ότι είναι απολύτως φυσικό και ανθρώπινο σε ώρες κρίσεως να ενδιαφέρεται κανείς για την προσωπική του αποκατάσταση, μπορούμε να καταλάβουμε πόσο εύκολο ήταν για τους «αυτόχθονες» ο «ετερόχθων », κάποιος δηλαδή που γεννήθηκε και ζούσε στα ξένα, παρότι έλληνας, να θεωρείται «ξένος».

-Δίνετε φωνή σε μία γυναίκα ταπεινής καταγωγής, κόρη ενός ανθρώπου ο οποίος πολέμησε στην Επανάσταση και μετά την απελευθέρωση, αναζήτησε εργασία στην ιδιοκτησία ενός άρχοντα. Τι σημαίνει για τον συγγραφέα ενός ιστορικού μυθιστορήματος η κοινά αποδεκτή παραδοχή ότι η επίσημη ιστορία γράφεται από τους νικητές;

Νομίζω ότι αυτό είναι κανόνας· δεν χρειάζεται να είναι κάποιος συγγραφέας ιστορικού μυθιστορήματος για να το αντιληφθεί. Η Ιστορία γράφεται και γράφονταν, πάντοτε και παντού από όσους, μετά το τέλος του αγώνα, επικράτησαν, από τους νικητές, οι οποίοι κατά κανόνα ξεχνούν όσα δεν τους συμφέρουν, αλλάζοντας και τροποποιώντας τα γεγονότα: «Καὶ τὴν εἰωθυῖαν ἀξίωσιν τῶν ὀνομάτων ἐς τὰ ἔργα ἀντήλλαξαν τῇ δικαιώσει» (για να δικαιολογούν τις πράξεις τους άλλαζαν ακόμα και την σημασία των λέξεων), γράφει ο Θουκυδίδης.

-Υπάρχει μία φράση (πολύ πικρή) την οποία επαναλαμβάνετε ως μότο σε κομβικά σημεία της ιστορίας: «Όλα αγοράζονται». Είναι απόσταγμα ζωής; Μία θλιβερή, όσο και νηφάλια διαπίστωση που διαπερνά ανθρώπους και εποχές;

Νομίζω ότι για όλους, σε όλες τις εποχές έρχεται κάποτε μία στιγμή, καλύτερα θα ήταν να πω στιγμές που παρατηρώντας απογοητευμένοι τα τεκταινόμενα καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι «όλα αγοράζονται»· το ευτύχημα βέβαια είναι ότι αυτές οι στιγμές παραμένουν στιγμές, οι κοινωνίες έχουνε και θα έχουνε πάντοτε και τις θαυμάσιες ώρες τους, αλλιώς, αλί και τρισαλίμονό μας.

-Ξεκαθαρίζετε, ήδη από την αρχή, από το προλογικό σημείωμα, ότι παραμένει για εσάς «άλυτος γρίφος» το πώς προέκυψε ο Νεοέλληνας. Είναι εντυπωσιακό μετά από τόση έρευνα στις πηγές και τόσο ιστορικά μυθιστορήματα.

Άλυτος γρίφος, πράγματι. Πώς είναι δυνατόν μια κοινωνία όπως η δική μας, όπου στα μέλη της συγκαταλέγονται τόσα λαμπρά μυαλά, και όχι μόνον, τόσες αξιοθαύμαστες συνειδήσεις, να είναι τελικά μια κοινωνία που στις δύσκολες ώρες αδυνατεί να λειτουργήσει ως σύνολο και τα άτομα που την συναποτελούν στρέφονται ο ένας εναντίον του άλλου. Πώς είναι δυνατόν να μην αντιλαμβάνονται ότι μαχόμενοι τον διπλανό τους μάχονται τελικά τον ίδιο τους τον εαυτό.

-Το 2021 εορτάζουμε τα 200 χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης. Εάν σας ζητούσε ένα παιδί 15 χρονών να συνοψίσετε σε δύο κουβέντες, πέρα από τα στερεότυπα του σχολείου (και δυστυχώς όχι μόνο), τη σημασία και αξία του 1821, τι θα απαντούσατε;

Μια εύκολη απάντηση θα ήταν να τους πω να παρακολουθήσουν τι γίνεται αυτή τη στιγμή ακριβώς δίπλα μας, στο τουρκικό κράτος, τμήμα του οποίου αποτελούσε και ο τόπος μας πριν από την επανάσταση. Μία στυγνή δικτατορία, θρησκευτικός φονταμενταλισμός, συλλήψεις, φυλακίσεις, έλεγχος στον τύπο, διώξεις κ.λ.π., γεγονότα που θα ήταν φυσικό να συμβαίνουν και στον δικό μας χώρο αν δεν είχαμε ελευθερωθεί. Αλλά είπαμε, αυτό είναι η εύκολη απάντηση, την άλλη απάντηση, την σωστή, θα τους έλεγα να ψάξουν να την βρουν διαβάζοντας Σολωμό, διαβάζοντας Φόσκολο, διαβάζοντας Κάλβο, διαβάζοντας…

-Το βιβλίο είναι αφιερωμένο στη μνήμη του συζύγου και συνοδοιπόρου σας, γλύπτη και ποιητή Βάσου Καπάνταη. Τι σας λείπει περισσότερο από εκείνον;

Η γενναιότητά του. Ήταν γενναίος ο Βάσος, δεν δίσταζε, κοίταζε την αλήθεια κατάματα.

-Σε ποια φράση αυτού του βιβλίου συνοψίζεται η Ισμήνη Καπάνταη;

Ατυχώς εγώ δεν είμαι τόσο γενναία όσο εκείνος, εγώ αμφιβάλλω, κατά συνέπειαν θα έλεγα ότι με συνοψίζει η τελευταία φράση του βιβλίου μου: «Νά δούμε, σκέφτηκε, έμαθε άραγε ο Περικλής, όπως της είπε, κάτι από τον Πατρίκιο όσον αφορά τον νεαρό, κι αν ναι, τί να ήταν άραγε, θετικό ή αρνητικό;».

Δημοφιλή