Και δεν μου λες, ρε φίλε; Τι γίνεται εκεί πάνω;

Οι ντόπιοι κάτοικοι αναφέρονται στη Χιμάρα ως «κάτω» και όχι ως «πάνω», κάτι το οποίο ούτε εγώ ο ίδιος έχω ακόμα συνηθίσει τόσα χρόνια.
zm_photo via Getty Images

Να μια ερώτηση η οποία πολύ συχνά μού γίνεται από φίλους εδώ στην Ελλάδα. Οι ντόπιοι κάτοικοι, βέβαια, αναφέρονται στη Χιμάρα ως «κάτω» και όχι ως «πάνω», κάτι το οποίο ούτε εγώ ο ίδιος έχω ακόμα συνηθίσει τόσα χρόνια. Η Χιμάρα (πιο γνωστή ως «Χειμάρρα», κατά την παρετυμολογία που έχει να κάνει με τον χείμαρρο, ενώ η προέλευση του ονόματος της περιοχής συνδέεται ορθότερα με το μυθικό τέρας «χίμαιρα») είναι γνωστή στους Ελλαδίτες για πληθώρα λόγων, κυρίως όμως για τον Πύρρο Δήμα, τις όμορφες παραλίες και τις κατά καιρούς πολιτικές διενέξεις που καταλαμβάνουν χώρο στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων.

Η διαπίστωση του επιφανειακού χαρακτήρα αυτής της προσέγγισης είναι πάντα πικρή για εμάς τους Χιμαριώτες, καθώς αγνοούνται ουσιώδεις και σημαντικές διαστάσεις που συμπλέκονται ταυτόχρονα και με την ευρύτερη ελληνική ιστορία. Η Χιμάρα από την Τουρκοκρατία ακόμα ήταν σημαντικός θύλακας ελληνισμού, με συνεχείς και δυναμικούς αγώνες ενάντια στον Σουλτάνο. Στην επανάσταση του 21, οι Χιμαριώτες είχαν ενεργό συμμετοχή. Τρανταχτό παράδειγμα αποτελεί ο Σπύρος Σπυρομήλιος, γνωστός απλά και ως Σπυρομήλιος, ο οποίος έφτασε μέχρι και πέντε φορές υπουργός στρατιωτικών του νεοπαγούς κράτους, καθώς και διοικητής της σχολής Ευελπίδων.

Η Χιμάρα, 20 χιλιόμετρα βόρεια των Αγίων Σαράντα και 60 χιλιόμετρα από τα σύνορα, είναι εκτός της επίσημης μειονοτικής ζώνης των 99 χωριών που αναγνωρίζει το αλβανικό κράτος, όμως οι ντόπιοι κάτοικοί της είναι αναμφισβήτητα και πέραν κάθε σοβαρής ιστορικής αντιδικίας ελληνικής καταγωγής και συνείδησης. Η γλώσσα που μιλάνε στα σπίτια τους, η γλώσσα με την οποία γελάνε, ερωτεύονται, τσακώνονται με τα αγαπημένα τους πρόσωπα, είναι η ελληνική. Πρόκειται για ένα ιδίωμα που όπως αναφέρει ο Ε. Μπόγκας «ανήκει στα νότια ελληνικά και με χαρακτήρα αρχαϊκό ιδιορρυθμότερο των άλλων ομοίων ιδιωμάτων της Β. Ηπείρου, λόγω απομόνωσης της περιοχής, ανάμεσα σε αλβανόφωνους πληθυσμούς, όπως έχει παρατηρήσει ο Γεώργιος Αναγνωστόπουλος».

Πράγματι, είναι γενικά αποδεκτό ότι το ιδίωμα της Χιμάρας ανήκει στα νότια ιδιώματα, ενώ εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι στα γειτονικά της Χιμάρας χωριά, τους Δρυμάδες και την Παλιάσα, παρατηρείται ημιβόρειος φωνηεντισμός (Κυριαζής 2007: 201), παρά τη γεωγραφική γειτνίαση. Μια άλλη σημαντική πληροφορία που δίνει ο Μπόγκας είναι ότι το ιδίωμα της Χιμάρας ομοιάζει με αυτό της Μάνης (1966: 77). Ο γράφων, εμπειρικά και πλήρως μη-επιστημονικά, θα έλεγε πως τα αγνά χιμαριώτικα θυμίζουν στο ελλαδίτικο αφτί ένα μίγμα από κρητικά, μανιάτικα και κερκυραϊκά, λόγω του τραγουδιστού τους τόνου και της προφοράς ορισμένων φωνηέντων (είναι δε εξαιρετικά εντυπωσιακή η ύπαρξη οικισμού “Χιμάρα” στη Λακωνική Μάνη, μισή ώρα από το μέρος όπου αυτός μεγάλωσε).

Να σημειωθεί εδώ ότι ο όρος «Βόρειος Ήπειρος» χρησιμοποιείται στο παρόν άρθρο με πλήρη συνείδηση: υπάρχει μια τάση τα τελευταία χρόνια ο όρος αυτός να περιθωριοποιείται ως εθνικιστικός, κάτι που επιδεικνύει ακατανόητη αυστηρότητα απέναντι σε ένα ισχυρό κομμάτι του ευρύτερου ελληνισμού, αλλά και ανιστορικότητα. Το τμήμα γης αυτό, γεωγραφικά, ιστορικά, πολιτισμικά, είναι πολύ απλά το… βόρειο κομμάτι της Ηπείρου, και ο όρος «Νότια Αλβανία» δεν μεταφέρει τίποτα και σε καμία περίπτωση από τις άυλες συμπαραδηλώσεις που χαρακτηρίζουν τον τόπο αυτόν και τους ανθρώπους του.

Τι γίνεται εκεί πάνω λοιπόν, ρε φίλε; Η αλήθεια είναι πως η Χιμάρα αποτελεί την πιο δυναμικά αναπτυσσόμενη τουριστική περιοχή της Αλβανίας, με πολλές παραλίες χιλιομέτρων, όλων των ειδών άμμου και ιριδισμών. Η τουριστική αξιοποίηση έχει μόλις ξεκινήσει σε συντονισμένο επίπεδο και οι προοπτικές είναι μεγάλες. Είναι εύλογο λοιπόν ότι η εκάστοτε κυβέρνηση δεν θα είναι ακριβώς ευτυχισμένη που ένα τέτοιο φιλέτο κατοικείται από ανθρώπους που τη νιώθουν σε μεγάλο βαθμό ξένη, κι αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με ηθικούς/συνειδησιακούς λόγους, αλλά και με αμιγώς οικονομικούς (π.χ. διάθεση επενδυτικών κεφαλαίων).

Όταν ο Έντι Ράμα, κοσμοπολίτης και καλλιτέχνης, εξελέγη πρωθυπουργός το 2014, όλες οι προοδευτικές δυνάμεις εντός και εκτός Αλβανίας άρχισαν να ελπίζουν σε μια αλλαγή ρότας από μεριάς της αλβανικής κυβέρνησης, μακριά από φτηνούς και εύκολους εθνικιστικούς χαριεντισμούς που σκοπό έχουν να αποπροσανατολίζουν τον αλβανικό λαό από τα πολλά και σημαντικά προβλήματα που ακόμα έχει να αντιμετωπίσει. Η διάψευση όμως ήταν εκκωφαντική και επώδυνη, αφού ο Ράμα αποδείχτηκε μια ελάχιστα παραλλαγμένη εκδοχή των προηγούμενων. Οι κατεδαφίσεις των ιδιοκτησιών Ελλήνων έκαναν μεγάλη αίσθηση στα ελληνικά μέσα: είναι αλήθεια πως στη Χιμάρα πρέπει να γίνουν ριζικές αλλαγές και αναδιαμορφώσεις προκειμένου να προστατευθεί το φυσικό τοπίο και να μην καταλήξει η περιοχή μια υπερδομημένη αμηχανία σαν τους Αγίους Σαράντα, όμως είναι επίσης αλήθεια πως ο Ράμα δείχνει και μια επιπλέον αυστηρότητα στις αλλαγές εκείνες που αφορούν και πλήττουν ακριβώς τους Έλληνες, κάνοντας τα στραβά μάτια σε εκτρώματα που έχουν διαπράξει υποστηρικτές δικοί του.

Αποκορύφωμα των τελευταίων ετών ήταν δημοτικές εκλογές του Ιουνίου του 2019, με μοναδικό υποψήφιο αυτόν του κυβερνώντος κόμματος και φίλο του Έντι Ράμα, αφού η υποψηφιότητα της Ελληνικής Μειονότητας κρίθηκε χωρίς κανένα νομικό έρεισμα παράνομη. Η συμμετοχή ευτυχώς ήταν ελάχιστη, όμως τα συμπεράσματα που προκύπτουν από την κίνηση αυτή σκιαγραφούν γλαφυρά και λυπηρά την κατάσταση που επικρατεί εδώ και χρόνια.

Δημοφιλή