Καιρός να ασχοληθούμε και με τα "υποκείμενα νοσήματα"

Το στοίχημα από εδώ και πέρα θα είναι πώς να πάρουμε στα σοβαρά τη ζωή μας και τη χώρα μας. Θα κερδηθεί μόνο αν ανθίσει η κατάλληλη ηγεσία. Στην πολιτική, στην οθόνη, στη σχολική αίθουσα.
(AP Photo/Lefteris Pitarakis)
(AP Photo/Lefteris Pitarakis)
ASSOCIATED PRESS

Οι μεγάλες και απότομες κρίσεις πονούν, ακριβώς επειδή είναι ισχυρές και απροσδόκητες. Αλλά ταυτόχρονα έχουν την δύναμη να ρίχνουν φως σε περιοχές οι οποίες πιο πριν έμεναν υποτιμημένες ή και ανεξερεύνητες.

Είναι άραγε νωρίς για να ‘κάνουμε ταμείο’ ως προς το ποια εικόνα της κοινωνίας μάς αποκάλυψε η πανδημία; Υπό κάποια έννοια ναι, αφού προβλέπουμε βάσιμα ότι θα διαρκέσει για καιρό ακόμη η αλλαγή της ζωής μας. Αλλά και όχι, εφόσον οι πρώτες διαπιστώσεις μπορούν να αποβούν πολύτιμες για την χάραξη της μετέπειτα στρατηγικής.

Κατά την διάρκεια του εγκλεισμού αναδείχθηκαν στον δημόσιο λόγο οι όμορφες εκπλήξεις: η αυταπάρνηση γιατρών και νοσηλευτών, η εθελοντική βοήθεια προσώπων και οργανισμών, η σοβαρότητα κρατικών αξιωματούχων η οποία μεταδόθηκε και σε μεγάλη μερίδα των πολιτών. Πολύ σωστά επαινέθηκε το καλό, και επειδή ήταν σχετικά απροσδόκητο για τα μέτρα της συλλογικής νοοτροπίας μας, αλλά και επειδή το είχαμε ανάγκη για να πιστέψουμε στον εαυτό μας.

Αλλά καμία ιατρική παρέμβαση δεν ευοδώνεται αν στοχεύει μόνο στην κυρία νόσο και αγνοεί τα ‘υποκείμενα νοσήματα’. Και ο λόγος είναι ότι διαθέτουν τη δύναμη να υπονομεύσουν τη θεραπεία, ή να καταστήσουν τον οργανισμό ευάλωτο για υποτροπή στο μέλλον. Με τούτη την πανδημία, λοιπόν, κάποια χρόνια νοσήματα φωτίσθηκαν εντονότερα. Μια υποκειμενική χαρτογράφησή τους θα αποπειραθώ μόνο, με την ελπίδα να αξιοποιηθεί στις ποικίλες ζυμώσεις που αναμφίβολα θα λάβουν χώρα από εδώ και πέρα.

-Δυσπιστία και ‘Παντογνωστισμός’, μεταμφιεσμένα σε Αντισυστημικότητα. Ζήσαμε τα φαινόμενα αυτά σε ολόκληρη την τελευταία δεκαετία, συνεπώς αναπόφευκτα θα τα βλέπαμε και στην πανδημία. Μόνο που ίσως να ήταν πολύ πιο περιορισμένα χωρίς την προηγηθείσα κρίση. Βλέπετε, η μακρόχρονη αποτυχία των πολιτικών μας εγκατέστησε σε μεγάλη μερίδα του λαού μας αυτόματα αντανακλαστικά. Αφού το κράτος είναι αναξιόπιστο και διεφθαρμένο, τότε καμία σύσταση και εντολή του δεν πρέπει να γίνει σεβαστή. Αν οι γηγενείς επιστήμονες προτείνουν ό,τι και οι ξένοι συνάδελφοί τους, τότε ακολουθούν το ρεύμα πίσω από το οποίο δρουν μεγάλα συμφέροντα και αποκρύπτουν την πραγματική αλήθεια για την οποία λίγοι αγωνίζονται ηρωικά. Αφού οι ξένοι μάς επαινούν, τότε επιβεβαιώνεται ότι γίναμε από μόνοι μας πιόνι στα διεθνή παιγνίδια της παγκόσμιας κυριαρχίας.

-Αδιαφορία και Ανωριμότητα, με το άλλοθι της Παλληκαριάς. Για τους συγκεκριμένους συμπολίτες μας αν φοβάται κάποιος τον ιό, είναι ‘κότα’. Αν αποφεύγει χώρους όπου καπνίζουν και δεν τρώει ανθυγιεινά, είναι μίζερος. Αν προβαίνει στις ενδεδειγμένες ιατρικές εξετάσεις προληπτικά, είναι υποχονδριακός. Σε παλαιότερη ανάρτησή μου είχα ονομάσει εκούσια θύματα του νέου ταξικού χάσματος όσους εκλαμβάνουν την αγραμματοσύνη τους για πλεονέκτημα και την αμέλειά τους για μαγκιά.1

Θα πρότεινα να μην υποτιμούμε καθόλου αυτή την κοινωνική ομάδα. Όλες οι ήττες της δημοκρατίας διεθνώς τα τελευταία χρόνια υπήρξαν απόρροια της υποτίμησης που τρέφουν οι πιο καταρτισμένοι και διαφοροποιημένοι πολίτες απέναντι στο λαϊκιστικό ρεύμα. Επειδή θεωρούν –και σωστά- αδιανόητο και γελοίο αυτόν τον τρόπο σκέψης, τείνουν αντανακλαστικά να τον απωθούν και να περιφρονούν όσους τον συμμερίζονται. Αλλά μαζί με την ποιοτική περιφρόνηση έρχεται μοιραία και η ποσοτική, ώσπου να αιφνιδιασθεί η κοινωνία από τα εκλογικά αποτελέσματα.

-Εμπάθεια και Ρουφιανιά, καμουφλαρισμένη σε Αίσθημα Ευθύνης. Αν και είναι πλέον πασίγνωστο ότι ανήκω σε αυτούς που θυμώνουν με την ανευθυνότητα στον καιρό της πανδημίας, εν τούτοις δεν μπορώ να παραβλέψω κάποια παθολογία η οποία εισχώρησε στην διαδικασία των καταγγελιών. Η εικόνα μοιάζει οξύμωρη: σε ζητήματα όπου επιβάλλεται η καταγγελία (χρηματισμός γιατρών, σχολικός εκφοβισμός, σεξουαλική κακοποίηση, δημόσιο κάπνισμα, αισχροκέρδεια, αναξιοκρατία κ.ά.) η κοινωνία μας μοιάζει νωθρή και απρόθυμη να αναλάβει το κοινωνικό ή συναισθηματικό κόστος. Στην περίπτωση της πανδημίας, όμως, διέπρεψε η ταχύτατη καταγγελία κυρίως σε περιπτώσεις προσέλευσης στο ναό, ανοικτής πόρτας του ναού, μετάδοσης Θείας Κοινωνίας. Μάλιστα, πολλές φορές επρόκειτο για ελάσσονα περιστατικά, χωρίς μεγάλη έκθεση στον κίνδυνο. Δεν έχω αμφιβολία ότι μερίδα του κλήρου υποτίμησε τον κίνδυνο της μετάδοσης του ιού (και έχω αρθρογραφήσει επικριτικά επ’ αυτού), από την άλλη όμως η ‘με κρύο αίμα’ εύκολη καταγγελία αναδεικνύει τα υψηλά ποσοστά προκατάληψης και εχθρότητας της κοινωνίας μας προς την Εκκλησία και τον κλήρο. Θα χρειασθεί να αναλογισθούν επ’ αυτού και τα δύο μέρη.

*

Θα το επαναλάβω, με κίνδυνο να γίνω κουραστικός. Όσοι ποθούν να επικρατήσει ένα νέο ήθος στα δημόσια πράγματα, οφείλουν να μην πολεμούν ενάντια σε εκείνους που πασχίζουν γι’ αυτό. Ορισμένοι συμπολίτες μας τρέφουν την αυταπάτη ότι αρκεί να καλλιεργείται η συνείδηση του πολίτη για να εκλείψουν τα νοσηρά κοινωνικά φαινόμενα. Κατά συνέπεια, λοιπόν, τείνουν να βλέπουν τη θρησκευτικότητα, καθώς και την παιδεία εκείνη η οποία προωθεί αξίες, σαν θλιβερά απομεινάρια αυταρχικών εποχών. Ενδιαφέρονται για κάτι καλύτερο αλλά ως παιδιά της εποχής τους απαιτούν έτοιμο καρπό, θεωρώντας ντεμοντέ τη συζήτηση για τις ρίζες. Μυωπικά σκεπτόμενοι νομίζουν πως το δημόσιο ήθος θα βελτιωθεί μόνο με την προώθηση πολιτικής συνείδησης και παγκόσμιων ιδανικών.

Προφανώς είναι πολύτιμα και τα δύο, όμως αντιτίθεται στην κοινή λογική η αχρήστευση άλλων γραμμών άμυνας. Γίνεται εγκληματικά ιδεοληπτική η έπαρση εκείνη η οποία αυταπατάται πως αρκούν τα ανθρωπιστικά ευχολόγια, ενώ ταυτόχρονα εμπεδώνεται και γενικεύεται η νοοτροπία δικαιωματικότητας. Και αυτή η θέση επιβεβαιώνεται από τη ζωή. Πώς; Με δύο τρόπους.

Αρνητικά: Από το 1974, με ιδιαίτερη δε οξύτητα από το 1981, τα ‘δημοκρατικά ιδεώδη’ εξυμνήθηκαν, το ‘δημοκρατικό φρόνημα’ έγινε κριτήριο προσλήψεων και προαγωγών, οι θεσμοί ευτελίσθηκαν μπροστά στην παντοδυναμία του ΄λαού’, τα σχολικά βιβλία γλώσσας μολύνθηκαν με άθλια αποδομητικά κείμενα, και γενικά πανηγυρίσθηκε η χειραφέτηση από την ανάγκη να ξέρεις ‘πού πατάς και πού πηγαίνεις’. Τέσσαρες δεκαετίες της ως άνω πρακτικής κατέληξαν στην τερατώδη εκδοχή του ελλαδικού συνδικαλισμού, σε πολίτες που ψηφίζουν εμπνεόμενοι από θεωρίες συνωμοσίας και ψεκασμών, σε φονικά πολιτικά πάθη και ενεργή τρομοκρατία, σε ξέφρενη σπατάλη .

Θετικά: Ένα από τα σόκ της πανδημίας υπήρξε και η διαπίστωση ότι τα ‘παλιομοδίτικα’ ιδανικά παρήγαγαν ανθρώπους τύπου Τσιόδρα. Έτσι ξεσκεπάσθηκε και αποδείχθηκε άρρωστο το φαινόμενο να επωφελούμαστε ευγνώμονες από την σωστική παρέμβασή του στην υγεία της οικογένειάς μας, ενώ παράλληλα υπονομεύουμε την αξιακή σκαλωσιά που τον δημιούργησε. Τα τηλεοπτικά ριάλιτυ και οι διαγωνισμοί μοντέλων δεν ανέλαβαν απλά να στεγάσουν στον σκουπιδότοπό τους όνειρα εφήβων, όπως ιδιοτελώς απολογούνται οι εμπνευστές τους, αλλά να τα διαμορφώσουν.

Το στοίχημα από εδώ και πέρα θα είναι πώς να πάρουμε στα σοβαρά τη ζωή μας και τη χώρα μας. Θα κερδηθεί μόνο αν ανθίσει η κατάλληλη ηγεσία. Στην πολιτική, στην οθόνη, στη σχολική αίθουσα.

Δημοφιλή