Κακόβουλη πληροφόρηση και νέος πληροφοριακός χώρος στο δρόμο προς τις εκλογές

Bρισκόμαστε μπροστά σε μία νέα πρόκληση -ή και απειλή για πολλούς- για την φιλελεύθερη δημοκρατία.

Τον περασμένο Απρίλιο η επιτροπή του ιδρύματος Fulbright των Βρυξελλών σε συνεργασία με τα παραρτήματα του ιδρύματος ανά την Ευρώπη, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Στέιτ Ντιπάρτμεντ διοργάνωσαν για τρίτη συνεχόμενη χρονιά το σεμινάριο νέων ηγετών ΕΕ και ΗΠΑ με θέμα την κακόβουλη πληροφόρηση και τον οπτικοακουστικό γραμματισμό. Έχει σημασία να υπογραμμιστεί πριν την ανάλυση του κυρίου θέματος του συγκεκριμένου άρθρου η τεράστια ευκαιρία που ανοίγεται στην οικοδόμηση της επόμενης γενιάς στην ευρωατλαντική συνεργασία όταν εδραιώνεται ένας, υψηλού επιπέδου, δίαυλος διαλόγου και προβληματισμού, νέων με έντονη κοινωνική και επιστημονική δραστηριότητα. Αξιοσημείωτο είναι πως οι συμμετέχοντες προέρχονται από το κατά γενική ομολογία πιο επιτυχημένο πρόγραμμα της ΕΕ, το πρόγραμμα φοιτητικής κινητικότητας Εράσμους και το ιστορικό πρόγραμμα εκπαιδευτικής, ερευνητικής και καλλιτεχνικής κινητικότητας των ΗΠΑ, Fulbright. Οι παρακάτω σκέψεις, λοιπόν, πάνω στην κακόβουλη πληροφόρηση και τον οπτικοακουστικό γραμματισμό είναι προϊόν ενός εντατικού τριημέρου διαλόγου 25 Ευρωπαίων, 25 Αμερικανών νέων αλλά και θεσμικών και διπλωματών της ΕΕ και των ΗΠΑ και απηχούν καθαρά προσωπικές απόψεις του αρθρογράφου.

Η τάση των “fake news” που κατακλύζει με αυξανόμενη συχνότητα τον δημόσιο διάλογο στην χώρα μας, τείνει να αντικατασταθεί από την διεθνή επιστημονική και δημοσιογραφική κοινότητα με τον ευρύτερο όρο της κακόβουλης πληροφόρησης. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή [1] πρόσφατα όρισε το φαινόμενο ως “επαληθευμένα ψευδείς ή παραπλανητικές πληροφορίες που δημιουργούνται, παρουσιάζονται και διαδίδονται για οικονομικό όφελος ή για να εξαπατήσουν σκόπιμα το κοινό και να προκαλέσουν δημόσια βλάβη” (Μετάφραση του συγγραφέα). Πέρα όμως από τους σύνθετους ορισμούς ακαδημαϊκών, δημοσιογράφων και ερευνητών γίνεται αντιληπτό ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μία νέα πρόκληση -ή και απειλή για πολλούς- για την φιλελεύθερη δημοκρατία. Αυτό που εξέφραζε ο Άγγλος φιλόσοφος Τζέρεμι Μπένθαμ πως “η δημοσιότητα είναι η ψυχή της δικαιοσύνης” (Στην Ελλάδα η ρήση αυτή αποδίδεται λανθασμένα στον Ελβετό φιλέλληνα Ιωάννη Ιάκωβο Μάγερ) τίθεται υπό ευθεία αμφισβήτηση.

Οι παραδοσιακοί μηχανισμοί παραπληροφόρησης χρησιμοποιώντας σαν όχημα την τεχνολογία εξελίσσονται σε εν δυνάμει υβριδικές απειλές για τις σύγχρονες δημοκρατίες, εφάμιλλης καταστροφικής ισχύος έως και με απόπειρες τρομοκρατίας. Το γεγονός της ραγδαίας ανόδου της μερίδας των πολιτών που χρησιμοποιούν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για την ενημέρωση τους, σε συνδυασμό με τις δυνατότητες προσωποποίησης που παρέχουν οι πλατφόρμες αυτές δημιουργεί ένα νέο πληροφοριακό χώρο, ο οποίος καθιστά ικανές τις “καμπάνιες” χειραγώγησης να απευθυνθούν σε συγκεκριμένες ομάδες πολιτών που κρίνονται πιο ευάλωτες και δεκτικές σε συγκεκριμένη ρητορική. Επιπρόσθετα, το γεγονός ότι οι περισσότερες τέτοιες εκστρατείες χειραγώγησης δεν παράγουν κηρύγματα μίσους ή παράνομο περιεχόμενο κάνει τις δυνατότητες παρέμβασης στο περιεχόμενο δύσκολες έως αδύνατες, καθώς τίθενται ζητήματα ελευθερίας του λόγου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η επιχειρηματολογία που στηρίζεται σε άκρως επιλεκτικά στατιστικά στοιχεία -ακόμη και αληθή- προβάλλοντας μια ηθελημένα μυωπική απεικόνιση της πραγματικότητας. Άλλωστε οι γνώμες δημιουργούν ακροατήρια -συχνά φανατικά- σε αντίθεση με τα γεγονότα και τις ειδήσεις.

Παρατηρώντας την κατάσταση στο ελληνικό πληροφοριακό και ενημερωτικό περιβάλλον γίνεται αντιληπτό πως οι παραπάνω κίνδυνοι οξύνονται από συγκεκριμένες ιδιαιτερότητες και στρεβλώσεις του εγχώριου συστήματος ενημέρωσης που σχετίζονται με την πίστη των πολιτών στα ΜΜΕ. Αρχικά η ευθεία αντιπαράθεση της πολιτικής εξουσίας στα χρόνια της κρίσης με αυτό που ονομάστηκε ως “συστημικά ΜΜΕ” και οδηγήθηκε έως την πλήρη ρήξη με τα γνωστά “εμπάργκο”, δημιούργησε ένα εξαιρετικά πολωμένο κλίμα γενικότερης αμφισβήτησης. Χωρίς να παραβλέπονται τα λάθη στην ισότιμη κάλυψη όλου του δημοκρατικού φάσματος, ο ανοιχτός πόλεμος της εκτελεστικής εξουσίας με την τέταρτη εξουσία δημιουργεί έφορο έδαφος για ενδεχόμενες “παρεμβάσεις”, έσωθεν ή έξωθεν, που έχουν ως σύμμαχο την οργή και την αμφισβήτηση κατά των ΜΜΕ. Τέλος η δημοσιογραφία που περιστασιακά απεκδύεται τον μανδύα της αντικειμενικότητας για κάποια θέση σε ψηφοδέλτιο και επανέρχεται στα καθήκοντα της λίγο μετά την την αποτυχία εκλογής επιτείνει το αίσθημα αμφισβήτησης και απόρριψης την παραδοσιακών ΜΜΕ.

Οι πολλαπλές διαστάσεις του συγκεκριμένου φαινομένου απαιτούν μία προσέγγιση που αφενός θα θεωρεί μέρος της λύσης και όχι του προβλήματος τα ΜΜΕ και τις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης και αφετέρου θα εμπλέκει κυβερνήσεις, υπερεθνικούς οργανισμούς όπως ΕΕ και ΟΗΕ, ακαδημαϊκή κοινότητα, ιδιωτικές εταιρείες αλλά και την κοινωνία των πολιτών. Μπορεί συνεπώς το ζήτημα να παρουσιάζει μεγάλη τεχνική και θεωρητική πολυπλοκότητα αλλά ο ρόλος της κοινωνίας των πολιτών από τη σκοπιά της οποίας παρουσιάζεται το συγκεκριμένο άρθρο, έχει σαφή θέση που εντοπίζεται αλλά δεν περιορίζεται στον οπτικοακουστικό γραμματισμό. Για να δοθεί κλείνοντας και μια πρακτική πρόταση για το επόμενο διάστημα, δημοτικές βιβλιοθήκες, μορφωτικοί σύλλογοι και κινήματα πολιτών θα μπορούσαν να δημιουργήσουν σεμινάρια ενηλίκων με έμφαση σε πρακτικές που θα επιτρέπουν στους ανθρώπους να έχουν πρόσβαση, να αναλύουν και να αξιολογούν κριτικά μέσα ενημέρωσης. Σε αυτή την προσπάθεια θα μπορούσε να ζητηθεί και η αρωγή τεχνολογικών εταιριών μέσω των προγραμμάτων εταιρικής κοινωνικής ευθύνης τους.

*Ο Σταύρος Μαλκίδης συμμετείχε ως Έλληνας υπότροφος του ιδρύματος Fulbright στο 3o “EU-US Young Leaders Seminar” στις Βρυξέλλες

Δημοφιλή